του Γιώργου Παπασίμου
Η εντεινόμενη ένταση του υβριδικού πολέμου της Τουρκίας σε βάρος της χώρας μας με τις συνεχείς NAVTEX (με τις οποίες επιχειρεί το de facto γκριζάρισμα μεγάλων θαλασσίων τμημάτων της ελληνικής υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ) και την επιθετική και προσβλητική ρητορεία του Ερντογάν και των εγκαθέτων του, πιστοποιεί το πλήρες αδιέξοδο της κατευναστικής πολιτικής, όπως και την συντριβή των ψευδαισθήσεων, που καλλιέργησε επί δεκαετίες το ελληνικό πολιτικό σύστημα στα ελληνοτουρκικά.
Εκατό χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή που σήμανε το τέλος της Μεγάλης Ιδέας (της επανένωσης του ιστορικού νήματος για το ελληνικό έθνος στις εστίες, που είχε δημιουργήσει πολιτισμό ανά τους αιώνες) ο σύγχρονος Ελληνισμός και οι δύο κρατικές του οντότητες, Ελλάδα και Κύπρος, αντιμετωπίζουν άμεσο κίνδυνο δορυφοροποίησης και φιλανδοποίησης από το τουρκικό μιλιταριστικό καθεστώς.
Η οικονομική και πληθυσμιακή μεγέθυνση της Τουρκίας και ο συστηματικός εξοπλισμός της, αποτελούν τα εργαλεία για την πραγματοποίηση του εθνικιστικού νεο-οθωμανικού οράματος. H συνθήκη της Λωζάνης του 1923, αποτελεί πλέον ασφυκτικό κορσέ για το στρατοκρατικό καθεστώς της Άγκυρας. Καθεστώς, που προτάσσει τις ναζιστικές θεωρίες περί ζωτικού χώρου (lebensraum).
Ένα καθεστώς που, εκμεταλλευόμενο τα ρήγματα στην διεθνή αρχιτεκτονική, λόγω της γεωπολιτικής ανισορροπίας (κατά την περίοδο του λεγόμενου «φθινόπωρου της αμερικανικής ηγεμονίας» και της ανάδυσης διαφόρων πόλων που επιδιώκουν την πλανητική ηγεμονία) επιχειρεί να καταστεί η κυρίαρχη δύναμη στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου και όχι μόνο (έχει ήδη εμπλοκή σε Συρία, Ιράκ, Λιβύη, βορειοαφρικανικές και βαλκανικές χώρες).
Νεκρανάσταση του Ανατολικού Ζητήματος
Έτσι, αν στη προηγούμενη φάση του Ανατολικού Ζητήματος το κρίσιμο ζήτημα ήταν η τύχη των εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας λόγω της προϊούσας αποσύνθεσης της, σήμερα αυτό επανέρχεται ως «νεκρανάσταση» από το τουρκικό μιλιταριστικό κράτος (το οποίο εμφανιζόμενο ως διάδοχο αυτής, επιδιώκει μέσω της στρατιωτικής βίας την οιονεί επανασύσταση της). Βασικός αντίπαλος σε αυτούς τους ομολογημένους πλέον στόχους της Άγκυρας είναι η Ελλάδα και τα δικαιώματα της, που απορρέουν από τη συνθήκη της Λωζάνης (1923) και το υφιστάμενο Δίκαιο της Θάλασσας.Το τουρκικό καθεστώς έχοντας την ανοχή του ΝΑΤΟ, την υποστήριξη ισχυρών χωρών της ΕΕ (Γερμανίας και Ιταλίας, εξ’ ου και τα επιφανειακά ημίμετρα της ΕΕ τη στιγμή που υπάρχει σφετερισμός κυριαρχικών δικαιωμάτων δύο μελών της και τις ανώδυνες δηλώσεις της γραφειοκρατίας των ΗΠΑ, που απλώς επιχειρεί επικοινωνιακά να ισοσκελίσει την φιλοτουρκική στάση του Τραμπ), το τουρκικό μιλιταριστικό-φασιστικό καθεστώς Ερντογάν, έχει εκτοξεύσει την τουρκική προκλητικότητα και την παραβίαση κάθε στοιχειώδους κανόνα διεθνούς δικαίου.
Το σύνολο των εμφανιζομένων ως διεκδικήσεων («διαφορών») με την Ελλάδα είναι δημιούργημα αποκλειστικής τουρκικής κοπής και δεν στηρίζεται σε καμία νομική βάση. Περί αυτού, είναι ξεκάθαρη η συνθήκη της Λωζάνης. Η Τουρκία διατηρούσε τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη και η Ελλάδα τα νησιά του Αιγαίου, με εξαίρεση τα τρία νησιά που βρίσκονται στην είσοδο των Δαρδανελίων (Ίμβρος, Τένεδος, Λαγούσες) καθώς και νήσων ή βραχονησίδων που απέχουν ως 3 μίλια από τις τουρκικές ακτές (άρθρο 24).
Η κατευναστική πολιτική όλων των προηγούμενων δεκαετιών από το ελληνικό πολιτικό σύστημα, η εικόνα της πιστής και άβουλης συμμάχου του ΝΑΤΟ (όπου μάλιστα η αμυντική μας πολιτική είχε ως πρώτιστο στόχο την ικανοποίηση των νατοϊκών σχεδιασμών στην ευρύτερη περιοχή), οι ψευδαισθήσεις περί λύσεως του προβλήματος ασφάλειας της χώρας με την είσοδο στην ΕΟΚ, οι προσπάθειες και οι πολιτικές για εξημέρωση του τουρκικού «θηρίου», κατέληξαν όλες συντρίμμια μπροστά στον άμεσο κίνδυνο του νεο-οθωμανικού αναθεωρητισμού.
Διαχρονικός ο κατευνασμός στα ελληνοτουρκικά
Στα εκατό χρόνια από τη συνθήκη της Λωζάνης, το ελληνικό πολιτικό σύστημα ανέχθηκε τα πάντα από τον επιτήδειο γείτονα, χωρίς ουσιαστική αντίδραση. Από την βάρβαρη εκδίωξη της ελληνικής μειονότητας της Πόλης στη δεκαετία του ’50, την τουρκική εισβολή-κατοχή της Κύπρου το 1974 και τις συνεχείς ακατάπαυστες παραβιάσεις στο Αιγαίο καθ’ όλη τη περίοδο της Μεταπολίτευσης. Στο πλαίσιο της κατευναστικής αντίληψης, αποδέχθηκε η Ελλάδα θεωρίες περί «ζωτικών τουρκικών συμφερόντων» (Συμφωνία της Μαδρίτης), περί γειτονικών διαφορών (Ελσίνκι) και το γκριζάρισμα βραχονησίδων με τα Ίμια (1996).Όλα αυτά εν ονόματι μιας ειρηνόφιλης πολιτικής που επικάλυπτε το κυρίαρχο φοβικό σύνδρομο, που διακρίνει διαχρονικά τις ελληνικές πολιτικές ελίτ, πλην ελαχίστων φωτεινών εξαιρέσεων (κρίση 1987). Το οδυνηρό όμως είναι ότι το ελληνικό πολιτικό σύστημα ακολούθησε την πεπατημένη, ακόμα και όταν χωρίς περιστροφές ο Ερντογάν κατά την επίσημη επίσκεψη του στην Αθήνα το 2017 στο προεδρικό μέγαρο, διατύπωσε την άποψη ότι οι όροι της Συνθήκης της Λωζάνης πρέπει να αναθεωρηθούν.
Αντί αυτό να αποτελέσει το κόκκινο συναγερμό για την άμεση ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεων, που είχαν πληγεί από την μηδενική χρηματοδότηση τους, μετά την είσοδο της Ελλάδος στον μνημονιακό οδοστρωτήρα το 2010, αυτό συνέχισε τον μακάριο ύπνο του. Επέτρεψε παράλληλα και την ανενόχλητη εισδοχή χιλιάδων μουσουλμανικών μεταναστευτικών ρευμάτων στα νησιά του Βορείου Αιγαίου, που είχε ξεκινήσει από το 2015.
Το ξύπνημα ήταν απότομο όταν το Φεβρουάριο του 2020 επιχειρήθηκε η είσοδος χιλιάδων εργαλειοποημένων μεταναστευτικών ρευμάτων στον Έβρο, υπό την καθοδήγηση του τουρκικού καθεστώτος, όπου για πρώτη φορά υπήρξε ουσιαστική ελληνική αντίδραση. Έκτοτε, βιώνουμε ως χώρα τα επίχειρα αυτής της διαχρονικής απρονοησίας και κατευναστικής πολιτικής. Πλέον το προσωποπαγές καθεστώς Ερντογάν, θεωρώντας ότι η Τουρκία αποτελεί παγκόσμια δύναμη, δεν ορρωδεί προ ουδενός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου