Νικόλαος Πολίτης
Πηγή: "Ιστορία τής Ορθοδοξίας", Εκδοτική Αθηνών. Ένθετο τής εφημερίδας "Παραπολιτικά", Β΄ τόμος, σελ. 182-193.
Αίτια της διαδόσεως
Είναι γνωστό ότι στις αρχές του 4ου αι. μ. Χ. το ποσοστό των Χριστιανών στο ρωμαϊκό κράτος ήταν μικρό, ως εκ τούτου το αντίστοιχο ποσοστό κατά τους πρώτους Χριστιανικούς αιώνες θα πρέπει να ήταν ακόμα μικρότερο. Πάντως τόσο κατά τον 4ο, όσο και κατά τους προγενέστερους αιώνες, από τη στιγμή της ίδρυσης της πρώτης Εκκλησίας, έγιναν διωγμοί κατά των Χριστιανών, οι οποίοι σταμάτησαν κατά τη βασιλεία του Κωνσταντίνου του Μεγάλου κι όχι νωρίτερα από το 313, οπότε και κυκλοφόρησε το Διάταγμα των Μεδιολάνων.
Μετά από αυτό, η εξάπλωση του Χριστιανισμού γνώρισε θεαματική επέκταση, η οποία όμως δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από την παύση των διωγμών εφόσον κάποιος θα περίμενε αυτοί ακριβώς να επιφέρουν συσπείρωση στις τάξεις των Χριστιανών.
Έτσι ο λόγος της εξαπλώσεως του Χριστιανισμού κατά τον 4ο αι. πρέπει να αναζητηθεί στο νέο όραμα που η καινούρια θρησκεία προσέφερε σε έναν κόσμο του οποίου τα ιδανικά είχαν για διάφορους λόγους ατονήσει ενώ οι προοπτικές του δεν εκτείνονταν πέρα από την καθημερινή πραγματικότητα. Αυτή η τελμάτωση εξηγείται αν ληφθεί υπόψη ότι δεν κυριαρχούσε η λογική προσέγγιση των υπαρξιακών ερμηνευμάτων αλλά η αυταρχική αυτοκρατορική βούληση, κάποιες φορές μόνον σύμφωνη με την αντίστοιχη της συγκλήτου και της ρωμαϊκής πολιτείας. Ο αντιπερισπασμός που επιτεύχθηκε με την κριτική προσέγγιση και τη λογική επεξήγηση ορισμένων αληθειών πρέπει να θεωρηθεί ως σημαντικός παράγων για την περαιτέρω ανάπτυξη των ορίων του Χριστιανισμού.Στην προσπάθεια ερμηνείας, δηλαδή της φιλοσοφικής προσέγγισης του ευαγγελικού κηρύγματος, βοήθησαν κατ' αρχήν οι απολογητές και στη συνέχεια οι αντιαιρετικοί και οι κατηχητικοί συγγραφείς των πρώτων αιώνων. Η αναγωγή των θέσεων τους, άμεσα η έμμεσα, θετικά η αρνητικά, σε παλαιότερες φιλοσοφικές θέσεις, διευκόλυνε την κριτική προσέγγιση της αποκαλυμμένης αλήθειας, αφού έτσι έγινε ευκολότερη η μετάδοση της στον κόσμο, ο οποίος μιλούσε και σκεφτόταν στην Ελληνική γλώσσα. Ιδιαίτερα όμως συνετέλεσαν στο έργο αυτό οι Μεγάλοι Καππαδόκες, οι οποίοι ως γνώστες της ελληνικής φιλοσοφίας κατάφεραν να μεταλαμπαδεύσουν το βαθύτερο νόημα της ένσαρκης οικονομίας συγγράφοντας έργα που αποτέλεσαν το κύριο σώμα της πατερικής γραμματείας. Έτσι συνετέλεσαν να δημιουργηθεί σταδιακά ένα κράτος ανθρωπιστικό στο οποίο η καλλιέργεια της αρχαίας πνευματικής παράδοσης αποτελούσε βασικότατη υποχρέωση. Με αυτό τον τρόπο όχι μόνο συντηρήθηκε ζωντανή η παράδοση αυτή που βοήθησε στη βελτίωση των ανθρώπων αλλά αργότερα μεταφέρθηκε και στη Δύση όπου μέχρι σήμερα, όσο το επιτρέπει βεβαίως ο τεχνοκρατικός πολιτισμός, μέσω των ανθρωπιστικών σπουδών επιβιώνει διαμορφώνοντας τον άνθρωπο που και σήμερα επικοινωνεί με τη βοήθεια των ελληνικών επιστημονικών και φιλοσοφικών όρων.
Η υιοθέτηση από την πατερική γραμματεία της παραδόσεως των παλαιοτέρων Χριστιανικών αιώνων, της ελληνικής γλώσσας αλλά και της φιλοσοφικής κριτικής επεξεργασίας των προχριστιανικών εποχών, συνετέλεσε ιδιαίτερα στην ανάπτυξη του Χριστιανισμού. Θα σκιαγραφηθεί λοιπόν σε εξέχοντά της σημεία η στάση των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας απέναντι στη φιλοσοφία, με το να καταγραφούν στοιχεία που αφορούν στις θέσεις των συγγραφέων των πρώτων αιώνων και άλλα που αφορούν σε οντολογικές θεωρήσεις των μεγάλων Καππαδοκών.
Η εκλογίκευση
Από τη συνάντηση Χριστιανισμού και φιλοσοφίας στο γόνιμο μυαλό του φιλοσόφου και μάρτυρα Ιουστίνου (-165) προήλθε ο δημιουργικός και συνεκτικός του λόγος, όπως διατυπώθηκε στις «Απολογίες» αλλά και στον «Διάλογο προς τον Τρύφωνα». Ήταν η οπτική γωνία του Ιουστίνου που οδήγησε στο συμπέρασμα ότι ο Χριστιανισμός δεν πρέπει να διώκεται, εφόσον και τα άλλα φιλοσοφικά ρεύματα απολάμβαναν κάποιου είδους ασυλία.
Στον βαθμό που η σύγκριση ανόμοιων δεν είναι θεμιτή ο συγκεκριμένος παραλληλισμός προϋποθέτει αποδοχή ομοιότητας μεταξύ Χριστιανισμού και φιλοσοφίας. Το γεγονός ότι ο Μάρκος Αυρήλιος, προς τον οποίο απευθύνονταν οι «Απολογίες», δεν αποδέχθηκε στην πράξη τη συλλογιστική του Ιουστίνου δεν σημαίνει πως δεν την αποδεχόταν ως ισχύουσα, ενώ είναι αδύνατον να θεωρηθεί πως η στάση του συγκεκριμένου αυτοκράτορα καθόρισε τη μετέπειτα παράδοση.
Ο Ιουστίνος, επιπλέον, υποστήριξε ότι οι εκλεκτοί των αρχαίων ελλήνων φιλοσόφων, ο Ηράκλειτος, ο Σωκράτης αλλά ακόμη και διάσημοι εκ των βαρβάρων όπως ο Αβραάμ θα μπορούσαν κάλλιστα να ονομασθούν Χριστιανοί, αφού έζησαν σύμφωνα με τον λόγο. Στην προκειμένη περίπτωση ο πολυσυζητημένος όρος που χρησιμοποιήθηκε και στην πρώτη φράση του τέταρτου ευαγγελίου εμπνέει, σύμφωνα με την ερμηνεία του Ιουστίνου, και την προ-Χριστιανική εποχή. Πρόκειται για αντίληψη που βρήκε πρόσφορο έδαφος για να αναπτυχθεί, καθώς στην προσπάθεια οριοθετήσεως του Χριστιανισμού ανέκυψε μία θρησκευτικής και όχι φιλοσοφικής φύσεως διαπάλη μεταξύ Χριστιανισμού, Ιουδαϊσμού και Ελληνισμού, κατά την επιχείρηση οριοθετήσεως του πρώτου έναντι αυτών.
Για τον συσχετισμό φιλοσοφίας και Χριστιανισμού ο Ιουδαίος Τρύφων ενέπαιζε τον Ιουστίνο διότι εγκατέλειψε τον Πλάτωνα. Από τη θέση αυτή διαφαίνεται η σχεδόν παγιωμένη άρνηση της Ιουδαϊκής παράδοσης και η παράλληλη αποδοχή των ελληνικών φιλοσοφημάτων, όπως άλλωστε έμπρακτα είχε διδάξει 100 χρόνια πριν ο Φίλων ο Αλεξανδρέας, ένας από τους πεπαιδευμένους Ιουδαίους. Ωστόσο κάποιοι από αυτούς, ανάμεσα στους οποίους οι ραββίνοι αλλά και συγγραφείς, όπως ο Ιώσηπος, δεν παραιτήθηκαν από την προσπάθεια προβολής των απόψεών τους σύμφωνα με τις οποίες ο Χριστός δεν μπορούσε σε καμιά περίπτωση να ονομασθεί Θεός. Άλλωστε η αποδοχή της Θεότητος του Χριστού, λόγω της επικράτησης του Χριστιανισμού και συνδυαζόμενη με την αντίστοιχη άρνηση της από τους Εβραίους, βοηθούσε στη μείωση της επιδράσεως των ιδεών τους στον υπό διαμόρφωση τότε κόσμο.
Με την αντίληψη αυτή θα συμπορευτούν ορισμένες τάσεις της μεταχριστιανικής φιλοσοφίας, οι οποίες θα υποστηρίξουν ότι η παλαιότερη φιλοσοφική διανόηση δεν είναι πρωτότυπη αλλά αποτελεί αντιγραφή της μωσαϊκής διδασκαλίας. Έτσι στην υπερχρονική θεώρηση του Ιουστίνου θα αντιταχθεί η κακή φιλοσοφικοϊστορική προσέγγιση των πραγμάτων στην οποία κυριαρχεί η χρονική διαδοχή. Σύμφωνα με αυτήν ό,τι θεωρείται αρχαιότερο διεκδικεί και την πατρότητα των μεταγενέστερων. Πρόκειται για μια αντιμετώπιση του τύπου «εδώ και τώρα», η οποία στερείται εξωχρονικών αρχών που θα ερμήνευαν τα συμβάντα. Συνεπώς ο χρόνος, με άλλα λόγια η φθαρτότητα, γίνεται ο εκτιμητής της αιωνιότητας.
Παρά τη μεγάλη προσφορά του Κλήμεντος του Αλεξανδρέα, το έργο του διαπνέεται και διακατέχεται από την παραπάνω ιστορική θεώρηση. Γι' αυτό προσπαθεί να αποδείξει πως ο Ιουδαϊκός Νόμος ήταν αρχαιότερος από την Ελληνική φιλοσοφία. Δεν πρόσεξε έτσι ότι διάφορα γεγονότα και ιδιαιτέρως η μελέτη των πηγών οδηγεί τους μελετητές σε άλλες διαπιστώσεις. Δεν υπάρχει για παράδειγμα έγκυρη πληροφορία για τη μαθητεία του Αισχύλου σε «ανατολικά σχολεία», ωστόσο ο αρχαίος τραγικός στον «Προμηθέα» γράφει ότι, για να πάψουν τα βάσανα, πρέπει ένας Θεός που δεν θα έχει γεννηθεί με τον συνηθισμένο τρόπο να κατεβεί στον Άδη. Πρόκειται για τη φράση, όπως έγραφε νωρίτερα ο Αδριανός, στην οποία εστιάζουν την προσοχή τους όχι μόνον οι Χριστιανοί αλλά και οι οπαδοί του Σεράπιδος.
Δεν κατόρθωσε προφανώς ο Κλήμης να διακρίνει με υπερχρονικό μέτρο την ενστάλαξη της αναμονής στις συνειδήσεις όλων των ανθρώπων, παρόλο που κατ' αυτόν όλοι είχαν κοινή καταγωγή. Στην αντίθετη περίπτωση ο Κλήμης θα διαπίστωνε ότι η κοινή προέλευση των εμπνευσμένων λόγων διακρίνεται στις παραπάνω αναζητήσεις, πράγμα που απαντάται και στα έργα του Ωριγένη ο οποίος, στην απάντηση του προς τον Κέλσο αλλά και στο φιλοσοφικό του έργο «Περί αρχών» ερμηνεύει τα γεγονότα με τη βοήθεια αρχών.
Μεγάλη τομή στη φιλοσοφική προσέγγιση του ανθρώπου συντελέσθηκε με τη διατύπωση που στηρίχθηκε καθαρά σε φιλοσοφικές θέσεις και αφορά στην αθανασία της ψυχής αλλά και του σώματος. Ο αθηναίος άγιος και φιλόσοφος Αθηναγόρας διατύπωσε τις θεωρήσεις του σε έργο που επιγράφεται «περί Αναστάσεως των νεκρών». Χρησιμοποιώντας τελολογικές κυρίως αποδείξεις υποστήριξε μεταξύ άλλων ότι δεν είναι λογικό το σώμα, που στην επίγεια ζωή ήταν συνδεδεμένο με την ψυχή και υπέφερε μαζί της, να μην την ακολουθήσει στη μέλλουσα μακαριότητα. Συνεπώς, ολόκληρος ο άνθρωπος -σώμα και ψυχή θα αναστηθεί για να απολαύσει τα αγαθά της Βασιλείας του Θεού μετά την αδιάδοχη ημέρα της κρίσεως. Στην προκειμένη περίπτωση ο λόγος του Αθηναγόρα πείθει όχι μόνον τους Χριστιανούς αλλά κάθε διανοούμενο. Η θέση αυτή αργότερα περιβλήθηκε με τη δογματική εγκυρότητα της Εκκλησίας και απαντάται στην προτελευταία φράση του Συμβόλου της Νικαίας.
Έτσι, μέχρι το τέλος του 3ου αι. Η ορθή αντιμετώπιση των πραγμάτων, με άλλα λόγια η Ορθοδοξία, πορεύεται ανάμεσα στην άκαμπτη Ιουδαϊκή μονολιθικότητα και την εκλεπτυσμένη γλωσσική διατύπωση των φιλοσοφούντων. Προφανώς η αντίληψη ότι μία είναι η αρχή εμπνεύσεως όλων των φιλοσόφων αντιμάχεται αφ' ενός τον άκαμπτο δογματικό λόγο κι αφ' ετέρου τις περίτεχνες λογικές διερευνήσεις.
Η Ορθόδοξη αντιμετώπιση προκειμένου να διατηρηθεί «καθαρό» το πνευματοφόρο και νοήμον σώμα της Εκκλησίας, θα οδηγηθεί στη διατύπωση δογματικών θέσεων ενώ οι λοιπές θα δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για την εμφάνιση ιδιότυπων διδασκαλιών (αιρέσεων) όπως ο Γνωστικισμός, ο Αρειανισμός, ο Μανιχαϊσμός. Ο τελευταίος έλκει την καταγωγή του από περσικές πυρολατρικές δοξασίες ενώ, αντίθετα, οι προηγούμενες διδασκαλίες οφείλουν την ύπαρξή τους σε συμφυρμό Ιουδαϊκών και Χριστιανικών απόψεων καθώς και σε προσωπικές παρερμηνείες των φιλοσοφικών διδασκαλιών. Έτσι η Χριστιανική φιλοσοφική διανόηση, για να διαφυλάξει τη γνήσια Χριστιανική ερμηνεία, θα χρειαστεί να απορρίψει κάποιες νεοτερίζουσες θεωρήσεις για τον Θεό, τον Κόσμο και τον άνθρωπο.
Αρχές της Χριστιανικής οντολογίας
Το κύριο γνώρισμα της φιλοσοφίας είναι η ζήτηση και ο προσδιορισμός των αρχών των όντων. Ανάλογα με τις θέσεις των φιλοσόφων προσδιορίσθηκαν και αντίστοιχες φιλοσοφικές ερμηνείες για την τριάδα των «κατεξοχήν όντων», για τον άνθρωπο δηλαδή, τον κόσμο και τον Θεό. Είναι προφανές ότι ο αλληλοσχετισμός τους κρίνεται απαραίτητος για τη στάση που πρέπει να τηρεί ο διανοούμενος άνθρωπος απέναντι στο παν. Με ιδιαίτερη βαρύτητα και προσοχή οι εκπρόσωποι της Χριστιανικής φιλοσοφίας διετράνωσαν την παντοδυναμία του Θεού σε σχέση με τον κόσμο και τον άνθρωπο. Τόσο ο Μ. Βασίλειος κυρίως με το υπόμνημά του στην «Εξαήμερο», όσο και ο Γρηγόριος Νύσσης με την ανασκευή της κριτικής του Ευνομίου στο έργο του Βασιλείου αναφέρθηκαν στο κοσμολογικό πρόβλημα. Παράλληλα, όπως και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, εξέτασαν και επλούτισαν την εκκλησιαστική παράδοση με καίριες διδασκαλίες περί της τριαδικής θεότητας. Σύμφωνα μ' αυτές ο κόσμος δεν δημιουργήθηκε με τη βοήθεια της προϋπάρχουσας αδιαμόρφωτης ύλης, στην οποία ο Δημιουργός έβαλε τάξη ώστε να μεταμορφωθεί η ύλη σε κόσμο, όπως δίδασκε ο Πλάτων, αλλά ολόκληρο το κοσμικό οικοδόμημα δημιουργήθηκε ταυτόχρονα και ακαριαία με τη δύναμη του Ποιητού των όντων. Έτσι, εκεί που η αρχαία φιλοσοφία υποστήριζε την προΰπαρξη της ύλης, η Χριστιανική αντιπροβάλλει την ταυτόχρονη ύπαρξη ύλης και δημιουργημάτων. Συνεπώς ο Χριστιανισμός δεν διαχωρίζει την ύλη από τη μορφή, αφού κάθε πράγμα, κάθε ξεχωριστή οντότητα συναποτελείται άρρηκτα κι από τα δύο. Μάλιστα αργότερα θα υποστηριχθεί ότι ο Θεός δεν δημιούργησε ποιότητες αλλά όντα, που το καθένα από αυτά έχει τη δική του ύλη και μορφή.
Προφανώς η ερμηνεία περί κόσμου έχει επιπτώσεις και στην αντιμετώπιση του ανθρώπου ως όντος και ως δρώντος προσώπου. Με την προϋπόθεση ότι ο καθένας έχει τη δική του ύλη, τα δικά του γνωρίσματα, η αξία του είναι ανυπολόγιστη δεδομένου ότι εξαιτίας της μοναδικότητας του δεν είναι συγκρίσιμος. Χρειάστηκαν αιώνες για να καταλήξει η επιστήμη στη διαπίστωση ότι κάθε άνθρωπος, παρ' όλες τις φαινομενικές ομοιότητες, είναι ξεχωριστός από όλους τους άλλους. Τα δακτυλικά αποτυπώματα παλαιότερα, το DNA σήμερα συνηγορούν προς την αλήθεια της παραπάνω θέσεως. Γι' αυτό δεν μπορεί να υποστηριχθεί ούτε προΰπαρξη ψυχών ούτε εξωτερική ένθεση του ποιητικού νου. Εφόσον κάθε τι έχει τη δική του ύλη και μορφή, κάθε άνθρωπος, από τη στιγμή της σύλληψης του συναποτελείται από το σώμα και την ψυχή του που παραχωρούνται με τη θεϊκή δύναμη και αποτελούν το «συναμφότερο» του ανθρώπου. Πρόκειται για μια νέα διδασκαλία η οποία προφανώς απέχει από την Ελληνική παράδοση αλλά και από την Ιουδαϊκή δοξασία.
Σύμφωνα με την Ελληνική φιλοσοφία, η ψυχή προϋπάρχει (Πλάτων) ή ένα μέρος της εισέρχεται αργότερα (Αριστοτέλης). Παράλληλα οι Ιουδαίοι, επειδή δέχονταν ότι σε περίπτωση φόνου ενός εμβρύου που δεν είναι διαμορφωμένο δεν χρειαζόταν εκδίκηση-τιμωρία, δίδασκαν εμπράκτως ότι η ψυχή εισέρχεται στον άνθρωπο μετά τη σύλληψη. Αντιθέτως οι Καππαδόκες Πατέρες, ερμηνεύοντες ορθά την ευαγγελική ρήση, εδίδαξαν ότι ο άνθρωπος είναι από την αρχή ολόκληρος. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι κατά τη σύλληψη του Χριστού ο Άγγελος είπε στη Θεοτόκο «ο Κύριος μετά σού». Στην προκειμένη περίπτωση ο Χριστός είναι ολόκληρος και δεν νοείται ως άψυχο, άμυαλο ον. Στο πλαίσιο μάλιστα της παραπάνω Ορθόδοξης διδασκαλίας η Γέννηση του Χριστού δεν αποτελεί χωρισμό της Αγίας Τριάδος αλλά υπερφυή παρουσία, αφού κατά την ποιητική διατύπωση στην προκειμένη περίπτωση δεν έγινε «μετάβασις τοπική» αλλά «συγκατάβασις θεϊκή».
Ο άνθρωπος λοιπόν ως μοναδικός και ανεπανάληπτος δεν μπορεί παρά να είναι ελεύθερος, αφού η παρουσία του προϋποθέτει τη δημιουργία. Κατά τον Αμφιλόχιο μάλιστα (4ος αι.), ο Θεός για τον άνθρωπο «Εκαμάρωσε τον ουρανόν». Λογικά η άποψη που θέτει τον άνθρωπο να μην είναι ελεύθερος έρχεται σε σύγκρουση με την παραπάνω διδασκαλία. Διδάσκεται λοιπόν ότι ο άνθρωπος προικίζεται εξ αρχής με ελεύθερη βούληση για να γίνει ή όχι κατά χάριν τέκνο του Θεού. Με την ελεύθερη βούλησή του μπορεί, όταν βεβαίως θέλει, να υπαχθεί ή όχι στα δεσμά κάποιας ανάγκης, δεδομένου ότι σε καμιά περίπτωση δεν υπάγεται εκ φύσεως σε κάποια αντίστοιχη «Ειμαρμένη». Εναντίον μάλιστα αυτής της διδασκαλίας έχει γράψει έργο ο Γρηγόριος Νύσσης, ενώ ο Χρυσόστομος υποστήριξε ότι η Ειμαρμένη δεν είναι άλλο παρά μόνον η διαβολική δύναμη, η οποία, σε αντίθεση προς τη θεία δωρεά θέλει να υποτάξει με τη βία τον άνθρωπο. Έτσι, ενώ ο Θεός λέει να κάνεις αυτό ή το άλλο, αν το θέλεις, η Ειμαρμένη (ενν. ο διάβολος) ισχυρίζεται ότι είτε θέλεις είτε όχι, θα γίνει το προκαθορισμένο.
Σε άμεση συνάφεια με την παραπάνω αντίληψη, αντίθετα βεβαίως με την Ορθόδοξη παράδοση, πρέπει να εκληφθεί αυτό που αβασάνιστα επαναλαμβάνεται, ότι το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον. Παρόμοια υποστήριζε και ο Κέλσος, αλλά και όλοι οι Στωικοί, με αποτέλεσμα ο Ωριγένης να προβεί σε μια πνευματώδη απόρριψη της παντοδυναμίας της Ειμαρμένης. Αφού, γράφει ο μεγάλος αυτός γνώστης της φιλοσοφίας και της Χριστιανικής γραμματείας, σύμφωνα με εκείνους που αποδέχονται την Ειμαρμένη γίνεται ό,τι αυτή προστάξει, όταν κάποιος αρρωστήσει, όπως ισχυρίζονται, πρέπει να αναμένεται ή ότι θα γίνει καλά ή ότι όχι· προφανώς και στις δύο περιπτώσεις ματαίως θα φέρει τον γιατρό. Αλλά αν ισχύουν αυτά, αν είναι επίσης πεπρωμένο σε κάποιον να αποκτήσει παιδιά είτε έλθει είτε όχι σε επαφή με γυναίκα, πρέπει να αποκτήσει παιδιά! Εδώ γίνεται απόλυτα φανερό το αδιέξοδο της Ειμαρμένης.
Εφόσον η στάση της αρχαίας φιλοσοφίας διαφοροποιείται από εκείνην του Χριστιανισμού στο θέμα του ανθρώπου, διαφοροποιείται αντίστοιχα και στην ερμηνεία που αφορά στο ζήτημα του θανάτου. Ως πλάσμα του Θεού ο άνθρωπος πρέπει να διακρίνεται από αφθαρσία. Επειδή όμως ύστερα από λανθασμένη χρήση της ελευθερίας του αμάρτησε και ξέφυγε από την πατρική, θεία βούληση («ίνα μη το κακόν αθάνατον γένηται») ο Θεός επέτρεψε να περνά από το στάδιο του προσωρινού θανάτου, που θα του επιτρέψει αργότερα να ενδυθεί το ένδυμα της αφθαρσίας, στον ουράνιο κόσμο. Άλλωστε ο Χριστός με την Ανάστασή του μεταστοιχείωσε τη φθορά σε αφθαρσία.
Χωρίς αμφιβολία οι αντιλήψεις για τον κόσμο και τον άνθρωπο οφείλονται στις πεποιθήσεις του Χριστιανισμού για τον Θεό, όπως αυτές διατυπώθηκαν τον 4ο κυρίως αι., κατά την αναίρεση των χριστολογικών αιρέσεων. Οι αντιπαραθέσεις στις αυθαίρετες αυτές διδασκαλίες σχετίζονται με φιλοσοφικές προσεγγίσεις και ερμηνείες των ευαγγελικών ρήσεων. Είναι εξαρχής. αναμενόμενο ότι, αφού η Χριστιανική διανόηση εξέφερε απόψεις που διαφέρουν κατά πολύ από εκείνες του Ελληνισμού και του Ιουδαϊσμού, η κύρια διαφοροποίηση αφορά σε κείνες που αφορούν στον Θεό.
Πράγματι η αποδοχή της τριαδικής θεότητας ή μάλλον της «εν μονάδι» Τριάδος, δημιουργεί φαινομενικά την πεποίθηση για προσέγγιση της πολυθεΐας και απομάκρυνση από τη μονοθεΐα. Ωστόσο η διατύπωση περί του ομοουσίου των τριών προσώπων ακυρώνει τον οποιοδήποτε συσχετισμό. Τα τρία πρόσωπα δεν έχουν διαφορετική ουσία, που θα δικαιολογούσε πολυθεΐα, αλλά διαφέρουν μόνον κατά τα χαρακτηριστικά και μόνον ως προς αυτά υπερβαίνουν τη μονοθεΐα. Η «σύναψη» και η «διάκριση» της Τριάδος είναι πέραν του λόγου εφόσον συνυπάρχουν.
Η Ιουδαϊκή πολεμική αυτής της εκδοχής εκδηλώθηκε με τις απόψεις του Αρείου. Πρεσβύτερος της Εκκλησίας ο Άρειος εδίδασκε ότι ο Χριστός δεν είναι στην ουσία Θεός αλλά κτίσμα. Συνεπώς υπήρχε χρόνος κατά τον οποίο δεν υπήρχε ο Χριστός, γεγονός που οδηγεί στην αποδοχή ενός μοναδικού Θεού και όχι μίας Τριάδος. Καίρια στην προκειμένη περίπτωση ο Γρηγόριος ο Θεολόγος δίδαξε ότι δια της τριαδικής διδασκαλίας ο Θεός ακριβώς επειδή είναι ένας υπερβαίνει το απάνθρωπο του Ιουδαϊσμού, και ταυτόχρονα επειδή δεν εκτείνεται πέραν της Τριάδος δεν ρέπει στην πολυθεΐα της ελληνικής αρχαιότητας. Κατά τον Γρηγόριο, ο Χριστιανισμός «δεν έχει τρεις αρχές έτσι ώστε να είναι πολύθεος, όπως οι Έλληνες, ούτε μια Ιουδαϊκή με αποτέλεσμα να είναι στενή και φθονερή και αδύναμη… Αδυνατώ να νοήσω το ένα και φωτίζομαι από τα τρία… Διότι δεν μπορώ να διακρίνω το ενιζόμενον φως». Αργότερα ο Μάξιμος ο ομολογητής θα προσθέσει ότι η Τριάδα είναι ολόκληρη ως μονάδα και ολόκληρη ως Τριάδα δεδομένου ότι είναι «μονάς όλη κατά την ουσίαν η αυτή και τριάς όλη κατά τας υποστάσεις η αυτή».
Στην προκειμένη περίπτωση διακρίνεται η απουσία οποιασδήποτε αλληλεπίδρασης αφού και οι δύο απόψεις προς τις οποίες αναφέρεται η Χριστιανική διδασκαλία, η πολυθεΐα κι ο μονοθεϊσμός, απορρίπτονται. Αντίθετα, η διδασκαλία του Αρείου εμπεριέχει σαφέστατες συσχετίσεις, με αποτέλεσμα οι οπαδοί του, που δημιούργησαν αργότερα παρεμφερείς αιρέσεις, να Ιουδαΐζουν φανερά. Τόσο ο Φώτιος όσο και ο Γερμανός θεωρούν ότι ο Αρειανισμός επήγασε από τον Ιουδαϊσμό.
Παρόλο που ξεφεύγει από τα όρια του θέματος, πρέπει να λεχθεί ότι εξαιτίας κυρίως της γλωσσικής πενίας της λατινικής γλώσσας οι Δυτικοί ασπάσθηκαν το Filioque, το οποίο, αν μη τι άλλο διαταράσσει την αρμονία της Τριάδος «εν μονάδι», αφού παραδέχεται ότι το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται από δύο πηγές. Ο Αναστάσιος Σιναΐτης (630-670) παρατηρεί σχετικά ότι η γλώσσα των Λιβύων, αλλά και η τών Λατίνων αδυνατούν να εκφράσουν τη διαφορά μεταξύ ουσίας και υποστάσεως εφόσον και για τις δύο έννοιες χρησιμοποιούν τον κοινό όρο substantia.
Προφανώς η διαφοροποίηση της θεότητας απαιτεί και την αποδοχή διαφορετικών γνωρισμάτων. Έτσι η φιλοσοφική προσέγγιση του Ιουστίνου για την ύπαρξη Χριστιανών στην προ Χριστού εποχή μετουσιώνεται από τους Καππαδόκες στη διδασκαλία εκείνη που αίρει την πρόνοια του Θεού για έναν μοναδικό, περιούσιο λαό. Θα ήταν άλλωστε παράλογο ένας Θεός που έκτισε το Σύμπαν να ενδιαφέρεται αποκλειστικά και μόνον για κάποιους κι όχι για όλους τους ανθρώπους. Οι Καππαδόκες υποστήριξαν ότι η φροντίδα του Θεού είναι αμέριστη για όλον τον κόσμο, πράγμα που αναιρεί την Ιουδαϊκή εκδοχή που ήθελε τον Θεό να παραχωρεί τη φροντίδα όλων των άλλων, πλην των Ιουδαίων, σε κατώτερες οντότητες. Υποστηρίζεται σχετικά στα «Αρεοπαγητικά» ότι, επειδή «μία είναι η αρχή όλων και μία η πρόνοια, δεν είναι κατανοητό να ισχυρισθεί κάποιος ότι ο Θεός φροντίζει αποκλειστικά έναν λαό με το να στέλνει τον Άγγελό του μόνον γι' αυτούς, ενώ στους άλλους αποστέλλει κάποιους διαφορετικούς ομότιμους ή και αντίθετους αγγέλους, μάλιστα με τρόπο ξεχωριστό για να τους επιστατούν».
Στο πνεύμα αυτό, της αμέριστης δηλαδή πρόνοιας και φροντίδας του Θεού προς όλους τους ανθρώπους, μπορούν να κατανοηθούν και ερμηνευθούν οι κριτικές προσεγγίσεις όχι μόνον παλαιοτέρων προς τα «Χαλδαϊκά» και «Σιβυλλικά» λόγια. Πολλοί ανατρέχουν σ' αυτά για να διακρίνουν ίχνη αλήθειας. Από τους νεότερους Αγίους της Εκκλησίας ο Νικόδημος ο Αγιορείτης επικαλείται σχετικές προτάσεις για να δηλώσει ότι ο Θεός φρόντισε να καταστήσει γνωστή την παρουσία του όχι μόνον στους Ιουδαίους, αλλά και στους άλλους λαούς, μη εξαιρουμένων βεβαίως των Ελλήνων, στη γλώσσα των οποίων αποθησαυρίσθηκαν οι σχετικές υποθήκες. Για να μην μοιάσει η Εκκλησία στον δειλό κυνηγό που γύρευε τα ίχνη κι όχι το λιοντάρι αποδέχθηκε στην καθημερινή πρακτική λειτουργική εργασία, μαζί με το φως και μερικά αποσπάσματα από τη σκιά του νόμου. Η δογματική πανοπλία στηρίζεται κατά κύριο λόγο στις υπερχρονικές λογικές θεωρήσεις των Καππαδοκών Πατέρων, οι οποίοι με τη βοήθεια της ελληνικής φιλοσοφίας διέκριναν το νόημα των Γραφών, και με τις διδασκαλίες τους, ιδίως όσες αφορούν σε οντολογικά ζητήματα, το μεταλαμπάδευσαν για την ωφέλεια των πιστών.
Αποτίμηση
Αναμφίβολα η συνεισφορά των φιλοσοφικών ερμηνευμάτων, που πολύ σύντομα αναλύθηκαν εδώ, είναι σημαντική. Από αυτά άντλησαν επιχειρήματα οι διδάσκαλοι της ορθής πίστης για να ανατρέψουν τις αιρέσεις που αναφάνηκαν αργότερα. Τόσο η εικονομαχική έρις όσο και αντιησυχαστική κίνηση ανατράπηκαν με τη βοήθεια θέσεων και διδασκαλιών των μεγάλων Πατέρων.
Ως επιστέγασμα για τη αποδοχή της συνεισφοράς που προσέφεραν με τη βοήθεια του Θεού οι μεγάλοι Πατέρες πρέπει να θεωρηθεί το γεγονός ότι συμπεριλήφθησαν σε κοινή εορτή. Το γεγονός τοποθετείται χρονολογικά μετά την απόσχιση των Δυτικών από το πλήρωμα της Εκκλησίας και την αποδοχή του Filioque, την εκπόρευση δηλαδή του Αγίου Πνεύματος και από τον Υιό, μετά δηλαδή από την οριοθέτηση της Ορθοδοξίας.
Η προσφορά της φιλοσοφίας στην ορθή ερμηνεία των δογμάτων αποδεικνύεται και από το ότι για να υμνηθούν οι τρεις Ιεράρχες προτρέπονται οι πιστοί στο δοξαστικό του Εσπερινού «να ευφημήσουν οι φιλόσοφοι τους σοφούς».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου