του Λεωνίδα Αποσκίτη
«…Δεν θέλουμε όνομα και τίτλους,
Μήτε επιγράμματα.
Δώστε μας πίσω την ψυχή μας
Το μέσα πλούτος μας
Κι ας είναι ελιά το δείπνο μας
Και το νερό γλυφό.
Δώστε μας πίσω τα παιδιά μας
Και την ψυχή μας…»
(Κύπρος Χρυσάνθης, Εξομολόγηση)
Δύο καθοριστικά γεγονότα ήταν αυτά που σημάδεψαν την τελευταία φάση (1828-1829) του Ελληνικού Απελευθερωτικού Αγώνα που ξέσπασε το 1821 και θα γιορτάσουμε τα 200 χρόνια από την έναρξή του σε μερικούς μήνες.
Η παρέμβαση του Γαλλικού στρατού 15.000 ανδρών, που έδιωξαν τα υπολείμματα των στρατευμάτων του Ιμπραήμ από τον Μωριά, καθώς και η προέλαση των Ρώσων μέχρι την Αδριανούπολη κατά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο, που ανάγκασαν τον Σουλτάνο να απομακρύνει από τη νότια Ελλάδα όλες τις δυνάμεις του.
Λίγες ημέρες μετά την λήξη της Δ’ Εθνοσυνέλευσης του Άργους, το φθινόπωρο του 1829, τελείωσαν τα πολεμικά γεγονότα της Ελληνικής Επανάστασης. Οι επιχειρήσεις από τον τακτικό πλέον ελληνικό στρατό στην Ρούμελη, υπό την διοίκηση του Δημητρίου Υψηλάντη κατ’ εντολήν του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, ανάγκασαν τους Τούρκους της Αττικο-Βοιωτίας σε δεινή ήττα και συνθηκολόγηση. Οι Τούρκοι δέχτηκαν να εκκενώσουν την Ανατολική Στερεά, την ώρα που οι τρεις σύμμαχες δυνάμεις -Γαλλία, Ρωσία και Αγγλία- διαβουλεύονταν για την τύχη των εξεγερμένων Ελλήνων.
Μετά την μάχη στο στενό πέρασμα της Πέτρας, μεταξύ της Λειβαδιάς και των Θηβών (12 Σεπτεμβρίου 1829), που ήταν η τελευταία μάχη του πολέμου της Ανεξαρτησίας, εκείνη την ώρα των κρίσιμων αποφάσεων, ο Αρχιστράτηγος Δημήτριος Υψηλάντης συμβουλεύτηκε, χαριτολογώντας, έναν γέρο Τούρκο δερβίση, γνωστό για την θυμοσοφία του και την προφητική του ικανότητα, για το μέλλον της Ελλάδας… Αυτός, όπως μας λέει ο ιστορικός Νίκος Σβορώνος στα «Ανάλεκτα Ελληνικής Ιστορίας», χωρίς δισταγμό τού αποκρίθηκε: «Οι Έλληνες θα απελευθερωθούν μια μέρα από τους Τούρκους. Δεν θα ελευθερωθούν, όμως, ποτέ από τις μεγάλες δυτικές (χριστιανικές) δυνάμεις».
Η θρυλική αυτή «προφητεία» που μας άφησε ο Δημήτριος Υψηλάντης, ο οποίος κατά μια μοιραία συγκυρία έβαλε την τελική πινελιά στον Αγώνα που είχε αρχίσει ο αδελφός του Αλέξανδρος με την διάβαση του Προύθου στις 24 Φεβρουαρίου 1821, εκφράζει με ακρίβεια την σημερινή μας εθνική κατάσταση μετά από 200 χρόνια.
Οι Έλληνες απελευθερώσαμε τελικά από την Οθωμανική Αυτοκρατορία ένα μικρό κομμάτι του Ελληνισμού και για τα 100 πρώτα χρόνια αναλωθήκαμε στον αγώνα να ελευθερώσουμε και το υπόλοιπο μαζί με την ιστορική μας πρωτεύουσα, την Κωνσταντινούπολη.
Η προσπάθεια αυτή τελείωσε με τις μεγάλες επιτυχίες των βαλκανικών αγώνων και τα γνωστά αποτελέσματα της μικρασιατικής εκστρατείας, που άφησαν ανεξίτηλα τα σημάδια τους στη νεώτερη κακοδαιμονία του τόπου: τον εθνικό διχασμό που μας ταλαιπώρησε για άλλα 100 χρόνια.
Έτσι, η πληγή της Αλώσεως, μια στιγμή στην υπερτρισχιλιετή ιστορία μας που δεν ξεχνιέται με τίποτα και την οποία φροντίζει συχνά να μας θυμίζει εκτοξεύοντας τις απειλές του ο Ερντογάν, παραμένει σημείον αναφοράς για τον χαρακτήρα του Νεοέλληνα.
Αυτό που σηματοδοτεί είναι ότι συνυπήρχαμε ανέκαθεν με την βαρβαρότητα και τον δεσποτισμό και δεν μπορούμε να εφησυχάζουμε, ιδιαίτερα σήμερα που η αυθαιρεσία και το έγκλημα ξαναπήραν κεφάλι στην Ευρώπη και στον περίγυρό μας και διακαής πόθος τους είναι η υποδούλωση ξανά της Ελλάδας – οικονομική, πολιτισμική και, αν δεν αντισταθούμε σθεναρά, εντέλει εδαφική.
Τα έθνη εξαλείφονται από προσώπου γης λόγω είτε του φυσικού είτε του ηθικού τους θανάτου. Σήμερα, σαράντα έξι χρόνια μετά την αποφράδα ημέρα της 20ης Ιουλίου, η Ελλάδα ξαναζεί σε ατμόσφαιρα «1974», ενώ η Άγκυρα επιχειρεί να επεκτείνει την σφαίρα επιρροής της στην περιοχή και η Ουάσιγκτων, μαζί με το Βερολίνο, πιέζουν για επανεξέταση του στάτους κβο στο Αιγαίο.
Αποδεδειγμένα, πια, εδώ και καιρό δρα μια μηχανή που κάνει ό,τι μπορεί για να μας ταπεινώσει σαν λαό, να μας αναγκάσει να δεχθούμε απαράδεκτες «λύσεις» στα εθνικά μας θέματα και να χαράξει στα τρίσβαθα της ψυχής των νέων Ελλήνων την μειονεξία και την υποταγή με τον εξοβελισμό κάθε τι ελληνικού από την δημόσια εκπαίδευση.
Οι καιροί, όμως, δεν επιτρέπουν άλλη προδοσία, ούτε έχουμε την αφέλεια ή την πολυτέλεια να επιτρέψουμε σε όσους απεργάζονται την κατάλυσή μας να διαστρεβλώνουν την ιστορία και να υπονομεύουν την εθνική μας κυριαρχία. Το σύνθημα Κανένας δεν ξεχνά, τίποτα δεν ξεχνιέται δεν είναι γενικό και αόριστο…
Ποιος μπορεί ποτέ να ξεχάσει τις εικόνες της φρίκης και της κόλασης εκείνων των γεγονότων του ‘74; Ποιος μπορεί να ξεχάσει τα γελαστά παλληκάρια με το όπλο στο χέρι ενώ η τραγωδία συνεχίζεται, απειλώντας να επαναληφθεί, και τα κόκκαλά τους ακόμα τα ψάχνουμε;
Ποιος μπορεί να ξεχάσει τον 22χρονο Δημήτρη Σιμίτα από το Περιστέρι, που σκοτώθηκε ενώ σερνόταν από όρυγμα σε όρυγμα και έδινε καφέ στους συμπολεμιστές του, λέγοντας: «πάρτε την τελευταία τζούρα καφέ πριν πεθάνουμε»;
Ποιος θα μπορούσε να ξεχάσει τον Λάμπρο Νικητόπουλο, 19 χρονών, από την Αρκαδία, που υπηρετούσε σαν νοσηλευτής στην ΕΛΔΥΚ, τραυματίστηκε στον Αττίλα 1, ανάρρωσε στην Ελλάδα και επέστρεψε εθελοντικά στην Κύπρο για να σκοτωθεί σε τουρκικό βομβαρδισμό στον Αττίλα 2;
Κανείς δεν έχει δικαίωμα να ξεχάσει τόσους νεκρούς, τόσους αγνοούμενους, πολυτραυματίες ή ανάπηρους. Και στο σώμα και στην ψυχή…
«Η καταγωγή είναι φορτίον βαρύτατο, το οποίο όστις δεν το φέρει μετά ΤΙΜΗΣ, αναγκάζεται να το σύρει μετ’ αισχύνης…», έλεγε ο Ιωάννης ο Λεβαδεύς (1805-1871), ένας σημαντικός ιατρός, μαθηματικός και καθηγητής Φυσικών του 19ου αιώνα. «Είμαστε ένα λαός με παλικαρίσια ψυχή, που κράτησε τα βαθιά κοιτάσματα της μνήμης του σε καιρούς ακμής και σε αιώνες διωγμών και άδειων λόγων», έλεγε ο Γ. Σεφέρης και αυτή την μνήμη αν την απαρνηθούμε, θα γίνουμε απόκληροι της ιστορίας.
Κι όμως, αυτό που συμβαίνει είναι πρωτοφανές. Παρακολουθούμε ζωντανά μπροστά στα μάτια μας έναν απίστευτο εφιάλτη: την συστηματική εθνική αποδόμηση της χώρας, των κρατικών της δομών, της άμυνας, της εθνικής παιδείας· τον παράνομο εποικισμό της από εκατομμύρια αλλογενείς και αλλόθρησκους εποίκους· και την επικρεμάμενη παράδοσή της στον νεο-οθωμανικό επεκτατισμό και τις παραφυάδες του.
Κι όλα αυτά όχι γιατί νικηθήκαμε σε κάποιον πόλεμο, όχι γιατί το κράτος δεν μπορεί πραγματικά να ελέγξει τα σύνορά του, όχι γιατί οι Έλληνες αποφασίσαμε μαζικά να αυτοκτονήσουμε. Όλα αυτά συμβαίνουν γιατί είμαστε θύματα μιας μεγάλης και σκοτεινής χειραγώγησης και τόχουμε ξαναπεί πολλές φορές. Ο κύκλος όσων βιώνουμε σήμερα ξεκίνησε από μια μεγάλη προδοσία και μια άνανδρη εισβολή. Εδώ και 46 χρόνια, μια δύναμη κατοχής 50.000 ανδρών, με τα όπλα προτεταμένα, απαγορεύει στους Ελληνοκύπριους αδελφούς μας να γυρίσουν στην γη που γεννήθηκαν. Και θρασύτατα μας απειλεί να γίνει το ίδιο στο Αιγαίο και στην Θράκη με τις πλάτες των δυτικών μας «συμμάχων» και της δικής μας ενδοτικής πολιτικής ηγεσίας, όλων των κομμάτων εξουσίας.
Όλη αυτή την περίοδο, τελικά, δεν καταφέραμε την πραγματική εθνική ανεξαρτησία γιατί, όπως προφήτευσε ο δερβίσης, την δουλοπρέπεια του ραγιά την αντικαταστήσαμε με μια «ψευδοφάνεια», εξαρτημένοι από την Δύση, χάνοντας σταδιακά την γνησιότητά μας σαν Έλληνες, προσπαθώντας να γίνουμε κάτι διαφορετικό απ’ αυτό που πραγματικά είμαστε. Την εξήγηση αυτή έχει δώσει, κατονομάζοντάς την ως την «πρώτη μάστιγα» της νεοελληνικής ζωής, ο νομπελίστας Οδυσσέας Ελύτης (1911-1996), ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες ποιητές, εκπρόσωπος της μεγάλης λογοτεχνικής γενηάς του ’30.
Σε μια σπάνια συνέντευξή του ο Ελύτης στον φιλόλογο Ρένο Αποστολίδη, για την εφημερίδα «Ελευθερία», στις 15 Ιουνίου 1958, είχε δηλώσει ότι ο Ελληνισμός… απέτυχε ως κράτος.
Προσπαθώντας να «εξευρωπαϊστούμε», φθάσαμε στην σημερινή παρακμιακή «ψευδοφάνεια» γιατί, όπως λέει ο ποιητής, «δεν υπάρχει ασφαλέστερος δρόμος προς την αποτυχία, είτε σαν άτομο σταδιοδρομείς, είτε σαν σύνολο, από την έλλειψη της γνησιότητας».
Και να θέλουμε, όμως να ξεχάσουμε την ταυτότητά μας, όπως μας προτείνουν πολλές τηλε-περσόνες της γκλόμπαλ προπαγάνδας και πολιτικοί του εθνομηδενισμού, υπάρχουν τόσο βαθειά χαραγμένες εγγραφές στο DNA μας από την πρώτη Άλωση της Πόλης, που δεν μας το επιτρέπουν. Ο Ελληνισμός γνωρίζει αυτό που λένε και τα δημοτικά τραγούδια: ανατολικά με δέρνει ο Τούρκος, από δυτικά με καταστρέφει ο Φράγκος και μέσα στο εσωτερικό καραδοκεί η διχόνοια να μ’ αποτελειώσει.
Οι άσπονδοι φίλοι μας στην Δύση ακόμα δεν μπορούν να χωνέψουν ότι υπήρξε εξ αρχής ελληνοποιημένο το Βυζάντιο, που περιελάμβανε τον χώρο της μητροπολιτικής Ελλάδας, την Μικρά Ασία και μεγάλο μέρος των ελληνιστικών επαρχιών, καθώς και την Μεγάλη Ελλάδα προς τα δυτικά. Όλοι ανεξαιρέτως οι γειτονικοί λαοί αναγνώριζαν την ελληνικότητα σε αυτό. Οι Βόρειοι και οι Δυτικοευρωπαίοι αποκαλούσαν τους υπηκόους της Αυτοκρατορίας «Γραικούς», όπως έκαναν πάντα με τους Έλληνες. Για τους ανατολικούς λαούς, το «Ρωμιός» αντικατέστησε το «Έλληνας» ή, το πιο γνωστό, «Γιουνάν» (Ίωνας), το οποίο εννοιολογικά είναι το ίδιο πράγμα.
Πάγια στρατιωτική επιδίωξη της ξένης εξάρτησης και της πολιτικής ελίτ, παρά την βούληση της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, είναι να μην επιτευχθεί η πραγματική εθνική ανεξαρτησία, που ήταν ένα από τα κύρια προτάγματα του Αγώνα της Παλιγγενεσίας.
Αυτό φάνηκε και στην πρόσφατη κυβερνητική επιλογή να εορτασθούν τα 200 χρόνια από το ’21 με μια επίσημη Επιτροπή, η οποία παραπέμπει στην «πολυπολιτισμικότητα» και την αποκαθήλωση των ηρώων της Επανάστασης μέσα από μεταμοντέρνα, μηδενιστικά, νεολογήματα… Αυτού του τύπου οι παραχαράξεις της ιστορίας, η υιοθέτηση μιας οπτικής που απεχθάνεται τα σύμβολα και τις εθνικές παραδόσεις, η απεμπόληση κάθε πατριωτικού, λαϊκού, προτύπου είναι μια «πολιτισμική πανδημία» με την οποία έχουν μολύνει την χώρα οι ολιγάριθμοι -πραγματικά- ανθέλληνες του πολιτικού, μιντιακού και ακαδημαϊκού κατεστημένου, που υποσκάπτουν συστηματικά το παρόν και το μέλλον του Ελληνισμού.
Είναι αυτοί οι ίδιοι εκπρόσωποί μας που υπονομεύουν την ελληνική παιδεία, συμπορευόμενοι με την στοχοποίηση της Ελλάδας για εθνική αποδόμηση. Είναι αυτοί οι ιθύνοντες που ανέχονται την λαθρομετανάστευση, η οποία χρησιμοποιείται ευθέως ως γεωπολιτικό όπλο για την διάλυση του εθνικού μας κράτους.
Δεν χρειαζόταν να φθάσουμε στα γεγονότα του Έβρου για να γίνει ολοφάνερο ότι η λαθρομετανάστευση χρησιμοποιείται ταυτόχρονα και ανομολόγητα και ως γεωπολιτικό όπλο. Προφανής στόχος είναι η διαμόρφωση νέων δεδομένων στον ελληνικό χώρο, με τη μαζική εγκατάσταση ξένων πληθυσμών, που δεν έχουν καμμία σχέση ή συνάφεια με τον Ελληνικό λαό.
Τελικά, από τι πάσχουμε κυρίως; Μα, από τους θεσμούς… Κι αυτό, εξ αιτίας μιας «κακοήθους ασυμφωνίας» μεταξύ της ξενόφερτης νοοτροπίας της ελίτ και του «ήθους» που χαρακτηρίζει τον «βαθύτερο ψυχικό πολιτισμό» των Ελλήνων, μας λέει ο ποιητής.
«Το κακό πάει πολύ μακριά. Όλα τα διοικητικά μας συστήματα, οι κοινωνικοί μας θεσμοί, τα εκπαιδευτικά μας προγράμματα, αρχής γενομένης από τους Βαυαρούς, πάρθηκαν με προχειρότατο τρόπο από έξω, και κόπηκαν και ράφτηκαν όπως-όπως επάνω σ’ ένα σώμα με άλλες διαστάσεις και άλλους όρους αναπνοής».
Ο μοναδικός αυτός λόγος του Ελύτη παραμένει και σήμερα δραματικά επίκαιρος.
από το «http://pylitonfilon.blogspot.com/»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου