Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2019

Η γεωπολιτική θέση της Ελλάδας και οι σχέσεις με τους γείτονες


Με άλλα λόγια, η σχέση της Τουρκίας προς την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι πιο σύνθετη απ' ό,τι η σχέση της Ελλάδας προς αυτήν και μπορεί να συγκεφαλαιωθεί ως εξής: η Ευρωπαϊκή Ένωση εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να ικανοποιήσει όλα τα αιτήματα μιας Τουρκίας σήμερα 62 και αύριο 100 εκατομμυρίων κατοίκων, παράλληλα όμως τα ζωτικά της συμφέροντα δεν της επιτρέπουν να απογοητεύσει πλήρως την τουρκική πλευρά·


Απόσπασμα από την εισαγωγή του βιβλίου Π. Κονδύλης «Θεωρία του Πολέμου», εκδ. Θεμέλιο, 1997.
Κείμενο: Παναγιώτης Κονδύλης
[…] Η Ιστορία δείχνει ότι οι δημοκρατίες μπορεί να είναι εξ ίσου επεκτατικές και αξιόμαχες όσο και οι τυραννίες. Η αγγλική αυτοκρατορία συγκροτήθηκε ακριβώς παράλληλα με την εδραίωση και την εμβάθυνση του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος στη μητρόπολη. Και ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός βρίσκεται σήμερα στην αποκορύφωση της παγκόσμιας ισχύος του κραδαίνοντας το λάβαρο της πανανθρώπινης δημοκρατίας και των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων».
Με άλλα λόγια, η σχέση της Τουρκίας προς την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι πιο σύνθετη απ’ ό,τι η σχέση της Ελλάδας προς αυτήν και μπορεί να συγκεφαλαιωθεί ως εξής: η Ευρωπαϊκή Ένωση εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να ικανοποιήσει όλα τα αιτήματα μιας Τουρκίας σήμερα 62 και αύριο 100 εκατομμυρίων κατοίκων, παράλληλα όμως τα ζωτικά της συμφέροντα δεν της επιτρέπουν να απογοητεύσει πλήρως την τουρκική πλευρά·
Τα επίπεδα της εσωτερικής και της εξωτερικής πολιτικής τα συγχέει ιδιαίτερα η «αριστερή» παραλλαγή του οικουμενισμού και του οικονομισμού, η οποία διατείνεται τα εξής: ο τουρκικός επεκτατισμός αποτελεί κατά βάση προσπάθεια της άρχουσας τάξης να περισπάσει την προσοχή των μαζών από τα άλυτα εσωτερικά προβλήματα· θα υποχωρήσει όταν τα προβλήματα αυτά λυθούν από δημοκρατικές και σοσιαλιστικές δυνάμεις, γιατί οι λαοί δεν έχουν να χωρίσουν τίποτε μεταξύ τους. Η επιχειρηματολογία αυτή χωλαίνει από το πρώτο κιόλας βήμα, γιατί δεν εξηγεί τους λόγους, για τους οποίους η περίσπαση του λαού μέσω του εθνικισμού και του επεκτατισμού έχει συνήθως τόσο καλά αποτελέσματα. Γιατί, αλήθεια, αφήνεται ο λαός να περισπαστεί ειδικά μ’ αυτόν τον τρόπο, τι του αρέσει ιδιαίτερα σ’ αυτήν την περίσπαση, έτσι ώστε να επιλέγεται αυτή, και καμμιά άλλη, προκειμένου να τον παραπλανήσει; Προ του 1914 ισχυρότατα σοσιαλιστικά κόμματα κήρυσσαν στη Γερμανία και στη Γαλλία ότι θα ματαιώσουν τον πόλεμο κι ότι «οι δύο λαοί δεν έχουν να χωρίσουν τίποτε μεταξύ τους»· όταν όμως ο πόλεμος ξέσπασε πράγματι, τότε όχι μόνον οι σοσιαλιστές, αλλά ακόμα και οι ίδιοι οι εθνικιστές τα έχασαν μπροστά στον πατριωτικό ενθουσιασμό των μαζών εκατέρωθεν. Αν από τα ιστορικά παραδείγματα περάσουμε στην κοινωνιολογική γενίκευση μπορούμε να πούμε ότι – ανεξαρτήτως του τι κάνουν δημογραφικά φθίνοντες και καλομαθημένοι πληθυσμοί σε ανίσχυρες χώρες όπου οι εθνικιστικές κορώνες συχνά εξυπηρετούν απλώς την ανάγκη ψυχικών υπεραναπληρώσεων – μάζες νεαρών ανθρώπων σε χώρες με μεγάλο γεωπολιτικό δυναμικό κατά κανόνα ενστερνίζονται αυθόρμητα και ειλικρινά τα επεκτατικά συνθήματα. Στις 11 Σεπτεμβρίου 1882 ο Engels έγραφε στον Kerensky από το Λονδίνο: «Με ρωτάτε τι νομίζουν οι Άγγλοι εργάτες για την αποικιακή πολιτική; … το ίδιο ό,τι και οι αστοί… οι εργάτες τρώνε κι αυτοί πρόσχαρα από το μονοπώλιο της Αγγλίας στην παγκόσμια αγορά και στις αποικίες». Στη συγκαιρινή μας Τουρκία δεν υπάρχει η παραμικρή σοβαρή ένδειξη ότι τμήματα του λαού αποδοκιμάζουν με οποιονδήποτε τρόπο την εξωτερική πολιτική των κυβερνήσεών του, και ιδιαίτερα στο Αιγαίο και στην Κύπρο όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ακριβώς το αντίθετο. Δεν μου είναι γνωστή καμμία ομαδική διαμαρτυρία για την εκδίωξη του ελληνικού στοιχείου από την Κωνσταντινούπολη, την Ίμβρο και την Τένεδο, ούτε για τον εποικισμό της βορείου Κύπρου. Αυτό διόλου δεν σημαίνει ότι κάθε Τούρκος μισεί κάθε Έλληνα, το ίδιο όπως και διόλου δεν μισεί προσωπικά κάθε Έλληνας τον κάθε Σκοπιανό όταν του αρνείται το δικαίωμα να ονομάζει το κράτος του «Μακεδονία».
Πρόκειται για δύο εντελώς διαφορετικά πράγματα, γι’ αυτό και υποπίπτουν σε μια σοβαρή οφθαλμαπάτη όσοι μετά από μιαν εγκάρδια προσωπική επαφή ή μετά από μιαν κοινή μπουζουκο-κατάνυξη με Τούρκους βγάζουν εσπευσμένα πολιτικά συμπεράσματα χωρίς βέβαια να έχουν ποτέ αποσπάσει από τους συνομιλητές, συμπότες ή συμπαίκτες τους μια δεσμευτική δήλωση υπέρ μιας συγκεκριμένης ελληνικής και εναντίον μιας συγκεκριμένης τουρκικής θέσης. Hαρχή ότι «οι λαοί δεν έχουν να μοιράσουν τίποτε μεταξύ τους» αποτελεί εφεύρεση όχι των λαών, αλλά των διανοουμένων, γι’ αυτό άλλωστε δεν αποσύρεται ποτέ, όσο κι αν τη διαψεύδει η εμπειρία. Αντίθετα, η εμπειρία μεθερμηνεύεται κατάλληλα, έτσι ώστε να παραμένει αλώβητη η αρχή. Ως γνωστόν, όταν το 1974 έγινε η τουρκική εισβολή στην Κύπρο, πρωθυπουργός της Τουρκίας ήταν ο σοσιαλιστής ηγέτης Μπουλέντ Ετσεβίτ. Και να ποιο συμπέρασμα έβγαλαν οι Έλληνες από το γεγονός αυτό: ο Ετσεβίτ δεν είναι «γνήσιος» σοσιαλιστής, αλλά εξ ίσου «Οθωμανός» και «Αττίλας» όσο και οι Τούρκοι μη σοσιαλιστές (ως άτομο βέβαια ο Ετσεβίτ έχει θαυμάσια δυτική παιδεία, και μάλιστα οι αξιόλογες ποιητικές επιδόσεις του έχουν μεταφρασθεί σε διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες).
Όμως το ορθό – και πολύ ανησυχητικότερο – πολιτικό συμπέρασμα θα όφειλε να είναι το εξής: στα μεγάλα θέματα της εξωτερικής πολιτικής οι Τούρκοι σοσιαλιστές σκέφτονται όπως οι Τούρκοι στρατηγοί. Και τούτο συμβαίνει για λόγους πολιτικούς, όχι επειδή οι Τούρκοι σοσιαλιστές είναι κι αυτοί «Οθωμανοί»· στο κάτω-κάτω ο Ετσεβίτ δεν έκανε παρά ό,τι έκαναν και οι Γάλλοι σοσιαλιστές, όταν το 1956 διέταξαν ως κυβέρνηση την επέμβαση στη διώρυγα του Σουέζ ή όταν λίγο πρωτύτερα ξεκίνησαν τον άγριο αποικιακό πόλεμο στην Αλγερία, ενώ ακόμα ήσαν νωπά τα διδάγματα από την καταστροφή στην Ινδοκίνα.
H Ευρωπαϊκή Ένωση των 27 κρατών-μελών και οι υποψήφιοι για ένταξη
H Ευρωπαϊκή Ένωση των 27 κρατών-μελών και οι υποψήφιοι για ένταξη
Η τιθάσευση της Τουρκίας μέσω της ένταξής της στην «Ευρώπη» συνδέεται στενά με τις ελπίδες και με τα σφάλματα της ελληνικής πολιτικής. Το πόσο φρούδες είναι οι ελπίδες το ομολογεί συνεχώς και άθελά της η ίδια η ελληνική πλευρά, όταν από τη μια μεριά ισχυρίζεται ότι η αποδοχή των «ευρωπαϊκών αξιών» θα κάνει την Τουρκία «πολιτισμένο» και φιλειρηνικό κράτος, ενώ συνάμα από την άλλη είναι υποχρεωμένη να διαπιστώνει στην πράξη ότι οι Ευρωπαίοι φορείς των «αξιών» τις μεταχειρίζονται πολύ επιλεκτικά και τις προσπερνούν με άνεση οπότε το κρίνουν συμφέρον άρα η αποδοχή των «ευρωπαϊκών αξιών» δεν φαίνεται να βελτιώνει καθ’ εαυτήν τα ήθη. Τα σφάλματα, πάλι, προκύπτουν από μιαν κακή εκτίμηση της σημασίας της «Ευρώπης» για την ανερχόμενη Τουρκία. Επειδή η Ελλάδα, αδυνατώντας να σταθεί μοναχή στα πόδια της, περιμένει τα πλείστα ή τα πάντα από άλλους τείνει εύλογα να προβάλλει τη δική της κατάσταση και διάθεση στην κατάσταση και διάθεση άλλων, νομίζοντας π.χ. ότι η «Ευρώπη» έχει για την Τουρκία την ίδια απόλυτη σημασία όσο για την Ελλάδα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Τουρκία θα επιδιώξει να πάρει από την Ευρωπαϊκή Ένωση ό,τι περισσότερο μπορεί· όμως για την ευρασιατική Τουρκία η Ευρώπη είναι μόνον ένα πεδίο δραστηριότητας ανάμεσα σε άλλα, ενώ για την Ελλάδα αποτελεί ουσιαστικά το μοναδικό· γιατί στα Βαλκάνια δεν έχει ούτε την οικονομική ούτε τη στρατιωτική δύναμη να παίξει ηγεμονικό ρόλο, κι αυτός βέβαια δεν επιτυγχάνεται επειδή δέκα ή είκοσι μικρομεσαίοι κάνουν κέρδη στη Ρουμανία ή τη Σερβία. Με άλλα λόγια, η σχέση της Τουρκίας προς την Ευρωπαϊκή Ένωση είναι πιο σύνθετη απ’ ό,τι η σχέση της Ελλάδας προς αυτήν και μπορεί να συγκεφαλαιωθεί ως εξής: η Ευρωπαϊκή Ένωση εκ των πραγμάτων δεν μπορεί να ικανοποιήσει όλα τα αιτήματα μιας Τουρκίας σήμερα 62 και αύριο 100 εκατομμυρίων κατοίκων, παράλληλα όμως τα ζωτικά της συμφέροντα δεν της επιτρέπουν να απογοητεύσει πλήρως την τουρκική πλευρά· η Τουρκία παραμένει σε σημαντικό βαθμό ανεξάρτητη από την Ευρωπαϊκή Ένωση, παράλληλα όμως τα δικά της ζωτικά συμφέροντα τής υπαγορεύουν να διατυπώνει προς την Ένωση ποικίλα, κυρίως οικονομικά αιτήματα.
Μέσα στη διελκυστίνδα αυτή θα διεξάγεται στις επόμενες μία ή δύο δεκαετίες ένα συνεχές παζάρι, με εντάσεις και με υφέσεις, όπου τα τουρκικά αιτήματα συχνά θα υποστηρίζονται από τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες άλλωστε μόλις πρόσφατα ζήτησαν από την Ευρωπαϊκή Ένωση να αποδεχθεί την Τουρκία ως πλήρες μέλος. Κατά πασά πιθανότητα, τα σπασμένα αυτού του παζαριού θα τα πληρώσει η Ελλάδα. Γιατί η Ευρωπαϊκή Ένωση (και πάντως τα ισχυρότερα μέλη της), μη μπορώντας να δώσει στην Τουρκία όλα όσα επιθυμεί, θα επιδιώκει να την κατευνάσει με ελληνικά έξοδα, πιέζοντας δηλαδή την Ελλάδα να δεχθεί τις τουρκικές αξιώσεις στο Αιγαίο και στην Κύπρο. Αν αυτό πράγματι συμβεί, όπως φοβούμαι εντονώτατα, τότε θα δούμε μια ακόμη από τις τραγικές εκείνες ειρωνείες, τις όποιες τόσο συνηθίζει η Ιστορία.
Ενώ δηλαδή η Ελλάδα προσανατολίσθηκε ψυχή τε και σώματι στην «Ευρώπη» για να διασφαλισθεί από τον τουρκικό κίνδυνο, ακριβώς ο ευρωπαϊκός της προσανατολισμός θα μεταβληθεί σε όργανο defacto μετατροπής της σε δορυφόρο της Τουρκίας. Η τουρκική επιρροή θα ασκείται πάνω στην Ελλάδα όχι άμεσα, αλλά – κάπως μετριασμένη – μέσω των ευρωπαϊκών και των αμερικανικών αγωγών, και δεν αποκλείεται η ελληνική πλευρά, ανίσχυρη κι αναζητώντας παρηγοριές ή εκλογικεύσεις, ν’ αρχίσει κάποτε να θεωρεί κι η ίδια τις υποχωρήσεις έναντι της Τουρκίας ως αυτονόητο μέρος και αυτονόητο καθήκον του «εξευρωπαϊσμού» της αφού μάλιστα οι «πολιτισμένοι άνθρωποι», που έχουν ξεπεράσει τους «εθνικιστικούς αταβισμούς», δεν ξεκινούν πολέμους για πράγματα τόσο απαρχαιωμένα μέσα στον εκλεπτυσμένο μας κόσμο όσο είναι δα τα κυριαρχικά δικαιώματα.
Μήπως αυτά σημαίνουν ότι η Ελλάδα οφείλει να ξεκόψει από τις σημερινές της συμμαχίες; Βεβαίως όχι, καθώς εναλλακτική λύση δεν υπάρχει. Αλλά η ελληνική πλευρά πρέπει να κατανοήσει έμπρακτα, κι όχι μόνον λεκτικά, ότι η αξία μιας συμμαχίας για ένα της μέλος καθορίζεται από το ειδικό βάρος του τελευταίου μέσα στο σύνολο της συμμαχίας. Πιο λιανά: οι σύμμαχοι αξίζουν για σένα τόσο, όσο αξίζεις εσύ γι’ αυτούς. Καμμιά συμμαχία και καμμιά προστασία δεν κατασφαλίζει όποιον βρίσκεται μαζί της σε σχέση μονομερούς εξάρτησης. Τα «δίκαια» της Ελλάδας δεν εντυπωσιάζουν κανέναν, όσο πίσω τους βρίσκεται ένας παρίας με διαρκώς απλωμένο το χέρι, κάποιος που ζει από δάνεια, επιδοτήσεις και «προγράμματα στήριξης».
Η λύση του προβλήματος της εθνικής βιωσιμότητας, όχι σε λογιστική, αλλά σε παραγωγική βάση, αποτελεί προϋπόθεση για την άσκηση σοβαρής εξωτερικής πολιτικής. Οι εθνικοί πόροι πρέπει να αντιμετωπισθούν με γεωπολιτικά και στρατηγικά κριτήρια, όχι ως αριθμητικοί «δείκτες»: το 1% του εθνικού εισοδήματος που προέρχεται από την άνοδο του τουρισμού δεν είναι το ίδιο με το 1% που δίνει μια σύγχρονη εξοπλιστική βιομηχανία. Και πρέπει επίσης να εκλογικευθούν και να χρησιμοποιηθούν στο σύνολό τους (δεν μου είναι κατανοητό λ.χ. γιατί η Κύπρος, με ετήσιους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης γύρω στο 5% κατά την τελευταία δεκαπενταετία και με αύξουσα ευημερία, δεν συμβάλλει οικονομικά -τρόποι βρίσκονται- στα ελληνικά εξοπλιστικά προγράμματα· όποιος αισθάνεται μέρος του ελληνισμού το αποδεικνύει σηκώνοντας εθνικά βάρη). Η προσπάθεια αυτή είναι απαραίτητη, γιατί στην τωρινή συγκυρία, που είναι δυσμενέστατη για την Ελλάδα, έχει προέχουσα σημασία να κερδηθεί χρόνος χωρίς να απωλεσθεί έδαφος, με την ελπίδα ότι μελλοντικές ανακατατάξεις στον πλανητικό συσχετισμό δυνάμεων θα εξασθενίσουν το γεωπολιτικό δυναμικό της Τουρκίας και θα επιτρέψουν στην Ελλάδα να πάρει μιαν Ιστορική ανάσα. Αν όμως απωλεσθεί έδαφος στο προσεχές διάστημα, οι απώλειες θα είναι ανεπανόρθωτες και πιθανότατα μοιραίες.
Φυσικά, οι ελπίδες δεν ισοδυναμούν με βεβαιότητες. Ας υπογραμμίσουμε ακόμα μια φορά ότι η βαθύτερη αιτία της αύξουσας τουρκικής πίεσης πάνω στην Ελλάδα δεν είναι ούτε πολιτισμική ούτε στενά πολιτική και παροδική, αλλά έγκειται στη συνεχή διεύρυνση της διαφοράς ανάμεσα στο γεωπολιτικό δυναμικό των δύο χωρών. Σε ορισμένους κρίσιμους τομείς, όπως ο δημογραφικός, ξέρουμε από τώρα ότι το παιγνίδι είναι χαμένο. Αν θέλουμε να παραμείνουμε νηφάλιοι, έστω και με αντίτιμο την απαισιοδοξία, οφείλουμε να πούμε ότι και σε άλλα πεδία στρατηγικής σημασίας αρχίζουν να παγιώνονται αναντίστροφες εξελίξεις.
Η Ελλάδα μεταβάλλεται σταθερά σε χώρα με περιορισμένα κυριαρχικά δικαιώματα, δηλαδή δικαιώματα των οποίων η κυρίαρχη άσκηση εξαρτάται από τη βούληση και τις αντιδράσεις τρίτων, ενώ παράλληλα η στάση της γίνεται όλο και περισσότερο παθητική ή αντιφατική. Η διακήρυξη «δεν παραχωρούμε τίποτε» δεν έχει έμπρακτο αντίκρυσμα όταν η χώρα εκλιπαρεί σε κρίσιμες ώρες τις μεσολαβητικές προσπάθειες των Ηνωμένων Πολιτειών ξέροντας εκ των προτέρων ότι αυτές θα πληρωθούν με παραχωρήσεις ή όταν αποσύρει χωρίς χειροπιαστά ανταλλάγματα το βέτο της για την τελωνειακή ένωση της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση, αποδεικνύοντας έτσι άθελά της πόσο είναι πιθανό να μετατραπεί σε δορυφόρο της Τουρκίας ακριβώς μέσω του «ευρωπαϊκού δρόμου» και της επιρροής των «Ευρωπαίων εταίρων». Τέτοιες ενέργειες δεν είναι απλώς εσφαλμένοι ή έστω συζητήσιμοι χειρισμοί. Συνιστούν τα εύγλωττα επιφαινόμενα μιας βαθύτερης ιστορικής κόπωσης, μιας προϊούσας, ηδονικής μάλιστα παράλυσης. Στον βαθμό όπου η Ελλάδα θα καθίσταται ανεπαίσθητα γεωπολιτικός δορυφόρος της Τουρκίας, ο κίνδυνος πολέμου θα απομακρύνεται, οι ψευδαισθήσεις θα αβγατίζουν και η παράλυση θα γίνεται ακόμα ηδονικότερη, εφ’ όσον η υποχωρητικότητα θα αμείβεται με αμερικανικούς και ευρωπαϊκούς επαίνους, που τους χρειάζεται κατεπειγόντως ο εκσυγχρονιζόμενος Βαλκάνιος, και επίσης με δάνεια και δώρα για να χρηματοδοτείται ο παρασιτικός καταναλωτισμός. Απ’ αυτές τις συνθήκες ό,τι στην πραγματικότητα θα συνιστά κάμψη της ελληνικής αντίστασης κάτω από την πίεση του υπέρτερου τουρκικού δυναμικού, οι Έλληνες θα συνηθίσουν σιγά-σιγά να το ονομάζουν «πολιτισμένη συμπεριφορά»«υπέρβαση του εθνικισμού» και «εξευρωπαϊσμό». Πράγματι, το σημερινό δίλημμα είναι αντικειμενικά τρομακτικό και ψυχολογικά αφόρητο: η ειρήνη σημαίνει για την Ελλάδα δορυφοροποίηση και ο πόλεμος σημαίνει συντριβή. Η υπέρβαση του διλήμματος αυτού, η ανατροπή των σημερινών γεωπολιτικών και στρατηγικών συσχετισμών απαιτεί ούτε λίγο ούτε πολύ την επιτέλεση ενός ηράκλειου άθλου, για τον όποιο η ελληνική κοινωνία, έτσι όπως είναι, δεν διαθέτει τα κότσια. […]

eranistis.net

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου