του Γιώργου Καραμπελιά από το Άρδην τ. 79
Ο
«φωτισμός» στην Ελλάδα, λόγω της άμεσης σύνδεσής του με το
εθνικο-απελευθερωτικό αίτημα, υπήρξε στενά συνδεδεμένος με τις ευρύτερες
λαϊκές δυνάμεις. Γι’ αυτό, το αίτημα της παιδείας δεν θα περιοριστεί
στη διεκδίκηση της απελευθέρωσης από την «αμάθεια», αλλά θα συνδεθεί
αναπόσπαστα με το αίτημα της εθνικής και θρησκευτικής ελευθερίας και,
παρά τις αντιπαραθέσεις μεταξύ των διαφόρων τάσεων –κατ’ εξοχήν μεταξύ
διαφωτιστών και παραδοσιακών–, εδραία θα παραμένει η κοινότητα των
στόχων, παρά τις έντονες διαφωνίες και αντιπαραθέσεις ως προς την
ακολουθητέα οδό. Εξ ου και η ενίσχυση και ενδυνάμωση όλων εκείνων των
τάσεων που, στο πεδίο της πράξης, θα επιχειρούν τη σύνθεση και τη
διαμόρφωση ενός ειδικά ελληνικού διαφωτισμού. Οι κύριες μορφές αυτής της
«ειδικά» ελληνικής σύνθεσης, στο πολιτικό και ιδεολογικό πεδίο,
παραμένουν οι επαναστατικές απόπειρες του Ρήγα Φεραίου, αρχικώς, και,
πιο ολοκληρωμένα, στη συνέχεια, εκείνη της Φιλικής Εταιρείας.
Η επαναστατική Προκήρυξη καθώς και το Σύνταγμα που είχε ετοιμάσει ο Ρήγας Φεραίος για τη μελλοντική Ελληνική Δημοκρατία του (Νέα πολιτικὴ Διοίκησις τῶν κατοίκων τῆς Ῥούμελης, τῆς Μ. Ἀσίας, τῶν Μεσογείων Νήσων καὶ τῆς Βλαχομπογδανίας), καθώς και ο Θούριος (1), τυπώθηκαν στο τυπογραφείο των αδελφών Μαρκίδων Πουλίου, στη Βιέννη, σε 3.000 αντίτυπα. Τα περισσότερα χάθηκαν μετά την προδοσία του εγχειρήματός του. Ωστόσο, έφτασαν μέχρι τις μέρες μας, έστω και σε μορφή χειρογράφου. Τόσο το Σύνταγμα όσο και ο Θούριος αποδίδουν ανάγλυφα την ιδιαιτερότητα της αντίληψης του Ρήγα, που προσπαθούσε να συνδυάσει την «ανάσταση του γένους», μέσα στις ιδιότυπες οθωμανικές συνθήκες, την εφαρμογή των δικαιωμάτων της ισότητας και της ελευθερίας σε όλους τους πολίτες και την έννοια του εθνικού κράτους. Έτσι, η Δημοκρατία του είναι «ἑλληνικὴ» και ενιαία αλλά συμπεριλαμβάνει όλους τους πολίτες, χωρίς διάκριση φυλής, γλώσσας και θρησκείας. Η γλώσσα αυτής της νέας πολιτείας είναι η ελληνική και η σημαία της συμπεριλαμβάνει τον Σταυρό:
Έτσι, στο άρθρο 1, τονίζεται το αδιαίρετο της νέας μετεπαναστατικής πολιτείας, η «Ἑλληνικὴ Δημοκρατία εἶναι μία, μ’ ὅλον ὅπου συμπεριλαμβάνει εἰς τὸν κόλπον της διάφορα γένη καὶ θρησκείας». Η ιδιότητα του Έλληνα πολίτη υπερβαίνει κάθε φυλετικό καθορισμό (άρθρο 4): «Κάθε ἄνθρωπος γεννημένος καὶ κατοικῶν εἰς αὐτὸ τὸ βασίλειον εἰκοσιενός χρόνου ἡλικίας, εἶναι πολίτης».
Το ίδιο δικαίωμα
έχει και κάθε ξένος που έχει εγκατατασταθεί πριν ένα χρόνο στην Ελλάδα
και «ζῇ μὲ τὸ ἐργόχειρόν του». Επιπλέον, τα δικαιώματα του πολίτη
έχει όποιος «ὁμιλεῖ τὴν ἁπλῆν ἢ τὴν ἑλληνικὴν γλῶσσαν καὶ
βοηθεῖ τὴν Ἑλλάδα, ἂς διατρίβη καὶ εἰς τοὺς ἀντίποδας», ενώ τα
χάνει όποιος αδιαφορεί για την πατρίδα του και δέχεται «ὀφφίκιον, ἡ
δούλευσιν, ἢ χαρίσματα ἀπὸ χέρι τυράννου» (αρθρ. 5). Πολίτες δε
είναι (και μάλιστα «αὐτοκράτωρ λαὸς» και όχι «υπήκοοι»), «ὅλοι οἱ
κάτοικοι τοῦ βασιλείου τούτου χωρὶς ἐξαίρεσιν θρησκείας καὶ
διαλέκτου, Ἕλληνες, Ἀλβανοί, Βλάχοι, Ἀρμένιδες, Τούρκοι καὶ
κάθε ἄλλο εἶδος γενεὰς» (άρθρ. 7). Όσο για τη σημαία της
«Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας», «εἶναι ἐν ρόπαλον τοῦ Ἡρακλέους μὲ
τρεῖς σταυροὺς ἐπάνω, τὰ δὲ μπαϊράκια καὶ παντιέραις εἶναι
τρίχροα, ἀπὸ μαῦρον, ἄσπρον καὶ κόκκινον» (Παράρτημα).
Στον Θούριο θα καλέσει όλους «να κάμωμεν τὸν ὅρκον ἐπάνω στον Σταυρὸν» (στ. 22), ενώ θα τον κλείσει με την παρακάτω επίκληση που επιχειρεί να συνοψίσει όλο του το «πρόγραμμα»:
Νὰ σφάξωμεν τοὺς λύκους, ποὺ στὸν ζυγὸν
βαστοῦν,
Καὶ Χριστιανούς, καὶ Τούρκους, σκληρὰ
τοὺς τυραννοῦν.
Στεργιᾶς, καὶ τοῦ πελάγου, νὰ λάμψη ὁ Σταυρός,
Καὶ στὴν δικαιοσύνην, νὰ σκύψη ὁ ἐχθρός.
Ο Κόσμος νὰ γλυτώση, ἀπ΄ αὔτην τὴν πληγή,
Κ’ ἐλεύθεροι νὰ ζῶμεν, ἀδέλφια εἰς τὴν Γῆ
(στ. 121-126).
Έτσι, ο Ρήγας προσπαθεί να μεταβάλει σε πολιτικό πρόγραμμα και να συνθέσει έθνος και «γένος», ορθοδοξία και ανεξιθρησκία, πολυεθνικότητα και ενιαία πολιτεία – αντίληψη η οποία χαρακτήριζε τον ελληνικό Διαφωτισμό στην κεντροευρωπαϊκή, βαλκανική και ανατολικοευρωπαϊκή εκδοχή του (με κυριότερο φιλολογικό εκπρόσωπο τον Καταρτζή). Επιχειρεί μια σύνθεση ανάμεσα στο μήνυμα της Γαλλικής Επανάστασης, για τη συγκρότηση ενός δημοκρατικού και ενιαίου κράτους με λαϊκή κυριαρχία (ο «αυτοκράτωρ λαός»), και στην πραγματικότητα και ιδιομορφία ενός «γένους» που αναπτύσσεται παράλληλα με άλλους λαούς και ταυτότητες. Κατά συνέπεια, δεν ταυτίζεται ούτε με τον «δυτικό» πόλο, που επιθυμεί μια προσαρμογή στο δυτικό/γαλλικό πρότυπο του λαϊκού έθνους/κράτους, ούτε με εκείνον της κορυφής της εκκλησιαστικής και φαναριώτικης ιεραρχίας, που παραμένει προσδεδεμένη σε μια παραδοσιακή εκδοχή του γένους, η οποία απορρίπτει το δημοκρατικό πνεύμα της Γαλλικής Επανάστασης, παρ’ ότι με τον πρώτο συμμερίζεται την κοινή δημοκρατική αντίληψη και με τον δεύτερο τη «βυζαντινή» διάσταση του εγχειρήματος.
Ο τρίτος πόλος, του οποίου ο Καταρτζής, στο πνευματικό πεδίο, ο Ρήγας και η Φιλική Εταιρεία θα αποτελέσουν τους επιφανέστερους εκπροσώπους, εκείνος της Βιέννης-Βουκουρεστίου-Οδησσού (2), θα προωθεί μια παμβαλκανική πολιτεία, ταυτοχρόνως ελληνική και πολυεθνική, ανεξίθρησκη και ορθόδοξη, διαφωτιστική και ρομαντική. Στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα, αυτός ο τρίτος πόλος θα ισχυροποιείται αδιάκοπα και θα σφραγίσει σχεδόν αποκλειστικά όλες τις επαναστατικές απόπειρες· μάλιστα με τη Φιλική Εταιρεία. θα φανεί –έστω προς στιγμήν– ότι ενσωμάτωσε και τους υπολοίπους (εξάλλου η έδρα της Φιλικής Εταιρείας θα μεταφερθεί, το 1818, στο πολιτικό και εκκλησιαστικό κέντρο του ελληνισμού, την Κωνσταντινούπολη).
Στον Θούριο θα καλέσει όλους «να κάμωμεν τὸν ὅρκον ἐπάνω στον Σταυρὸν» (στ. 22), ενώ θα τον κλείσει με την παρακάτω επίκληση που επιχειρεί να συνοψίσει όλο του το «πρόγραμμα»:
Νὰ σφάξωμεν τοὺς λύκους, ποὺ στὸν ζυγὸν
βαστοῦν,
Καὶ Χριστιανούς, καὶ Τούρκους, σκληρὰ
τοὺς τυραννοῦν.
Στεργιᾶς, καὶ τοῦ πελάγου, νὰ λάμψη ὁ Σταυρός,
Καὶ στὴν δικαιοσύνην, νὰ σκύψη ὁ ἐχθρός.
Ο Κόσμος νὰ γλυτώση, ἀπ΄ αὔτην τὴν πληγή,
Κ’ ἐλεύθεροι νὰ ζῶμεν, ἀδέλφια εἰς τὴν Γῆ
(στ. 121-126).
Έτσι, ο Ρήγας προσπαθεί να μεταβάλει σε πολιτικό πρόγραμμα και να συνθέσει έθνος και «γένος», ορθοδοξία και ανεξιθρησκία, πολυεθνικότητα και ενιαία πολιτεία – αντίληψη η οποία χαρακτήριζε τον ελληνικό Διαφωτισμό στην κεντροευρωπαϊκή, βαλκανική και ανατολικοευρωπαϊκή εκδοχή του (με κυριότερο φιλολογικό εκπρόσωπο τον Καταρτζή). Επιχειρεί μια σύνθεση ανάμεσα στο μήνυμα της Γαλλικής Επανάστασης, για τη συγκρότηση ενός δημοκρατικού και ενιαίου κράτους με λαϊκή κυριαρχία (ο «αυτοκράτωρ λαός»), και στην πραγματικότητα και ιδιομορφία ενός «γένους» που αναπτύσσεται παράλληλα με άλλους λαούς και ταυτότητες. Κατά συνέπεια, δεν ταυτίζεται ούτε με τον «δυτικό» πόλο, που επιθυμεί μια προσαρμογή στο δυτικό/γαλλικό πρότυπο του λαϊκού έθνους/κράτους, ούτε με εκείνον της κορυφής της εκκλησιαστικής και φαναριώτικης ιεραρχίας, που παραμένει προσδεδεμένη σε μια παραδοσιακή εκδοχή του γένους, η οποία απορρίπτει το δημοκρατικό πνεύμα της Γαλλικής Επανάστασης, παρ’ ότι με τον πρώτο συμμερίζεται την κοινή δημοκρατική αντίληψη και με τον δεύτερο τη «βυζαντινή» διάσταση του εγχειρήματος.
Ο τρίτος πόλος, του οποίου ο Καταρτζής, στο πνευματικό πεδίο, ο Ρήγας και η Φιλική Εταιρεία θα αποτελέσουν τους επιφανέστερους εκπροσώπους, εκείνος της Βιέννης-Βουκουρεστίου-Οδησσού (2), θα προωθεί μια παμβαλκανική πολιτεία, ταυτοχρόνως ελληνική και πολυεθνική, ανεξίθρησκη και ορθόδοξη, διαφωτιστική και ρομαντική. Στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα, αυτός ο τρίτος πόλος θα ισχυροποιείται αδιάκοπα και θα σφραγίσει σχεδόν αποκλειστικά όλες τις επαναστατικές απόπειρες· μάλιστα με τη Φιλική Εταιρεία. θα φανεί –έστω προς στιγμήν– ότι ενσωμάτωσε και τους υπολοίπους (εξάλλου η έδρα της Φιλικής Εταιρείας θα μεταφερθεί, το 1818, στο πολιτικό και εκκλησιαστικό κέντρο του ελληνισμού, την Κωνσταντινούπολη).
Η ισχυροποίησή του εκφράζει την ίδια τη μετατόπιση του κέντρου βάρους
του παροικιακού ελληνισμού, από τη δυτική προς την κεντρική και
ανατολική Ευρώπη. Σύμφωνα με το πρώτο υπόμνημα του Καποδίστρια προς τον
τσάρο, γραμμένο στα 1811, στη Ρωσία ζούσαν ήδη 45.000 Έλληνες και στην
Αυστροουγγαρία 90.000, ενώ στις ηγεμονίες, σε άμεση επαφή με τον ρωσικό
χώρο, οι Έλληνες αριθμούνται σε δεκάδες χιλιάδες. Στη Βενετία, την
Αγκόνα, το Λιβόρνο και τη Νεάπολη, την ίδια εποχή, ήταν 4.000, στην
Ολλανδία 100 και στη Γαλλία 50 (3). Ενώ κατά τον 15ο και 17ο αιώνα
αντίστροφα, είναι περισσότεροι οι Έλληνες έμποροι που είναι
εγκατεστημένοι στη Βενετία και ασήμαντος ο αριθμός όσων βρίσκονται στη
Ρωσία (4). Αυτή η μετατόπιση προς τα ανατολικά και σε μια κατεύθυνση
περισσότερο «κεντρική», μεταξύ Ανατολής και Δύσεως, θα αποτυπωθεί και
στο ίδιο το εσωτερικό του ελλαδικού χώρου. Το επίκεντρο του εμπορίου και
της εκπαίδευσης θα μετακινηθεί από τη Δυτική Ελλάδα προς την Ανατολική
και προς τη Δυτική Μικρά Ασία (από τα Γιάννενα στη Χίο και τη Σμύρνη, θα
μπορούσαμε να πούμε εντελώς συμβατικά) (5). Η ενίσχυση της
αυτοπεποίθησης και της αυτονομίας του ελληνισμού πραγματοποιείται,
μάλιστα, παρά την εξαιρετική επίδραση της γαλλικής παιδείας και γλώσσας
μεταξύ των Φαναριωτών και σε όλο τον ελληνισμό των Ηγεμονιών και των
Βαλκανίων (6).
Η ωρίμανση αυτού του «κεντρικού» ή συνθετικού πόλου του ελληνισμού θα φανεί και στη διαφοροποίηση του Ρήγα και της Φιλικής έναντι των ξένων δυνάμεων, ακόμα και αν πρόκειται για τη Γαλλία ή τη Ρωσία.
Έτσι ο Ρήγας, σε αντίθεση με τον Κοραή, που σε μια στιγμή έξαρσης επιθυμεί Γάλλοι και Έλληνες να γίνουν ένα έθνος, «Γραικογάλλοι» –παρά την έντονα γαλλοκεντρική παιδεία του και τις προσδοκίες του από τη Γαλλική Επανάσταση–, θα θεωρεί ατιμωτική την υποταγή στους ξένους:
Ὡς πότ΄ Ὀφφικιάλος, σὲ ξένους Βασιλεῖς.
Ἔλα νὰ γένης στύλος, δικῆς σου τῆς φυλῆς.
Κάλλιο γιὰ τὴν Πατρίδα, κανένας νὰ χαθῇ,
Ἢ νὰ κρεμάσῃ φούντα, γιὰ ξένον στὸ σπαθί.
(Θούριος, στ. 55-58).
Και ακόμα πιο χαρακτηριστικά, ο πρώην υπασπιστής του τσάρου και ηγέτης της Φιλικής, ο θεωρούμενος «όργανο των Ρώσων», ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, θα γράψει, στις 8 Οκτωβρίου του 1820, απευθυνόμενος, μάλιστα, στους «Ἀρχιερεῖς, Ἄρχοντες καὶ Προεστῶτες, προῦχοντες τοῦ Γένους, ἁπανταχοῦ εἰς τὰς νήσους τοῦ Ἀρχιπελάγους διατρίβοντες»:
Ἐξεύρω, ὅτι εἰς ὅλων τὰς καρδίας εἶναι ριζωμένη ἡ ματαία ἐκείνη πρόληψις, ὅτι ποτὲ μόνοι μας δὲν ἐμποροῦμεν νὰ ἐλευθερωθῶμεν, ἀλλὰ πρέπει νὰ προσμένωμεν ἀπὸ ξένους τὴν σωτηρίαν μας. Ἕκαστος νουνεχὴς ἐμπορεῖ νὰ γνωρίσῃ πόσον ψευδὴς εἶναι ἡ πρόληψις αὕτη, ἀρκεῖ μόνον νὰ βαθύνῃ εἰς τὰ πράγματα τῆς πατρίδος μας. Ρίψατε τὰ βλέμματά σας εἰς τὰς θάλασσας καὶ θέλετε τὰς ἰδεῖ κατασκεπασμένας ἀπὸ θαλασσοπόρους ὁμογενεῖς, ἑτοίμους νὰ ἀκολουθήσωσι τὸ παράδειγμα τῶν ἡρώων τῆς Σαλαμῖνος. Κοιτάξατε καὶ εἰς τὴν ξηρὰν καὶ ἁπανταχοῦ βλέπετε Λεωνίδας ὁδηγοῦντας φιλοπάτριδας Σπαρτιάτας. Κοιτάξατε τὴν ὁμόνοιαν ἥτις συνδέει τῶν ἡρώων τούτων τὰς ψυχάς. Κοιτάξατε τὴν προθυμίαν καὶ τὸν ζῆλον αὐτῶν. Παραβάλετε τὰς ἐξαισίους καὶ μεγάλας ταύτας ἀρετὰς μὲ τὴν χαυνότητα, ἀδυναμίαν καὶ ἐσωτερικὴν ταραχὴν τοῦ ἐχθροῦ μας καὶ τότε ἂν ἐμπορῆτε εἴπατε, ὅτι ἀπὸ ἄλλους πρέπει νὰ προσμένωμεν τὴν σωτηρίαν μας. Ναί, ἀδελφοὶ ὁμογενεῖς. Ἔχετε πάντοτε πρὸ ὀφθαλμῶν, ὅτι ποτὲ ξένος δὲν βοηθεῖ ξένον χωρὶς μεγαλώτατα κέρδη. Τὸ αἷμα, τὸ ὁποῖον θέλουσι χύσει οἱ ξένοι δι’ ἡμᾶς, θέλομεν τὸ πληρώσει ἀκριβότατα˙ καὶ οὐαὶ εἰς τὴν Ἑλλάδα, ὅταν συστηματικὴ δεσποτεία ἐνθρονισθῇ εἰς τὰ σπλάχνα της. Ὅταν ὅμως μόνοι μας ἀποσείσωμεν τὸν ζυγὸν τῆς τυραννίας, τότε τῆς Εὐρώπης ἡ πολιτικὴ θέλει βιάσει ὅλας τὰς ἰσχυρὰς δυνάμεις νὰ κλείσωσι μὲ ἡμᾶς συμμαχίας καὶ ἐπιμαχίας ἀδιαλύτους. Χαίρετε.
Ἰσμαὴλ τὴν 8ην Ὀκτωβρίου 1820
Τὸ παρόν μου ἐσφραγίσθη καὶ ἐδόθη
Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης (7)
Το κείμενο αυτό του Αλεξάνδρου Υψηλάντη είναι παραδειγματικό από πολλές απόψεις και θα έπρεπε να προβληθεί πολύ περισσότερο απ’ ό,τι έχει γίνει μέχρι σήμερα. Απευθύνεται, λίγους μήνες πριν την έναρξη της Επανάστασης, στους προύχοντες και προεστούς των νησιών, που αρνούνταν να συνταχθούν αποφασιστικά μαζί της, ακριβώς γιατί δεν ήταν βέβαιοι για τη ρωσική βοήθεια. Και, αντί να αφήσει έστω υπονοούμενα για κάποια πιθανολογούμενη ρωσική παρέμβαση, την απεύχεται! Και μάλιστα τονίζει πως «ποτὲ ξένος δὲν βοηθεῖ ξένον χωρὶς μεγαλώτατα κέρδη. Τὸ αἷμα, τὸ ὁποῖον θέλουσι χύσει οἱ ξένοι δι’ ἡμᾶς, θέλομεν τὸ πληρώσει ἀκριβότατα». Επιπλέον, και ίσως ακόμα σημαντικότερο, παίρνει ανοικτά θέση ενάντια στον ρώσικο δεσποτισμό και την πιθανότητα να εγκαθιδρύσει μια νέα τυραννία στην Ελλάδα, «οὐαὶ εἰς τὴν Ἑλλάδα, ὅταν συστηματικὴ δεσποτεία ἐνθρονισθῇ εἰς τὰ σπλάχνα της!» Και ολοκληρώνει αυτό το υπέροχο πολιτικό μανιφέστο περί ελευθερίας, με ένα μάθημα ρεαλισμού και αυτοπεποίθησης που ταιριάζει σε έθνη που πλέον έχουν αποκτήσει συνείδηση της δύναμής τους: «Ὅταν ὅμως μόνοι μας ἀποσείσωμεν τὸν ζυγὸν τῆς τυραννίας, τότε τῆς Εὐρώπης ἡ πολιτικὴ θέλει βιάσει ὅλας τὰς ἰσχυρὰς δυνάμεις νὰ κλείσωσι μὲ ἡμᾶς συμμαχίας καὶ ἐπιμαχίας ἀδιαλύτους».
Οι Έλληνες, μετά την εμπειρία των ορλωφικών και τις απογοητεύσεις που τους προκάλεσε η στάση του Ναπολέοντα και της Γαλλίας, δεν θα αναζητούν πλέον την απελευθέρωσή τους από τους ξένους, αλλά θα στηρίζονται στις δικές τους δυνάμεις – στην καλύτερη περίπτωση, θα επιδιώκουν απλώς να εμπλέξουν τους ξένους στον ελληνικό αγώνα. Δηλαδή, το σχήμα θα έχει εντελώς αντιστραφεί συγκριτικά με τα ορλωφικά και θα έχει προχωρήσει πολύ πιο πέρα, όχι απλώς από τον Κοραή, αλλά και από τον Ρήγα, που προσπάθησε να εντάξει μια ελληνική επανάσταση στη συγκυρία της ναπολεόντειας προέλασης προς τα ανατολικά. Για τη Φιλική Εταιρεία και τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, το μόνο που μπορούν να προσδοκούν οι Έλληνες είναι πως η δική τους επανάσταση θα υποχρεώσει τις μεγάλες δυνάμεις να πάρουν θέση, όπως και πράγματι θα συμβεί. Και γι’ αυτό εξάλλου δεν εισάκουσαν και όλους εκείνους που, όπως ο Κοραής, ο Καποδίστριας, ο Ιγνάτιος, ο Μαυροκορδάτος, ο Κούμας κ.ά., προσπαθούσαν να τους αποτρέψουν από την εκδήλωση της Επανάστασης, με το επιχείρημα πως οι διεθνείς γεωπολιτικές συγκυρίες δεν ήταν καθόλου ευνοϊκές (Ιερά Συμμαχία, Μέτερνιχ, κ.λπ.). Το αποφασιστικό κριτήριο ήταν η εσωτερική ωρίμανση των επαναστατικών συνθηκών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και προπαντός η επαναστατική βούληση και προετοιμασία των Ελλήνων.
Η ωρίμανση αυτού του «κεντρικού» ή συνθετικού πόλου του ελληνισμού θα φανεί και στη διαφοροποίηση του Ρήγα και της Φιλικής έναντι των ξένων δυνάμεων, ακόμα και αν πρόκειται για τη Γαλλία ή τη Ρωσία.
Έτσι ο Ρήγας, σε αντίθεση με τον Κοραή, που σε μια στιγμή έξαρσης επιθυμεί Γάλλοι και Έλληνες να γίνουν ένα έθνος, «Γραικογάλλοι» –παρά την έντονα γαλλοκεντρική παιδεία του και τις προσδοκίες του από τη Γαλλική Επανάσταση–, θα θεωρεί ατιμωτική την υποταγή στους ξένους:
Ὡς πότ΄ Ὀφφικιάλος, σὲ ξένους Βασιλεῖς.
Ἔλα νὰ γένης στύλος, δικῆς σου τῆς φυλῆς.
Κάλλιο γιὰ τὴν Πατρίδα, κανένας νὰ χαθῇ,
Ἢ νὰ κρεμάσῃ φούντα, γιὰ ξένον στὸ σπαθί.
(Θούριος, στ. 55-58).
Και ακόμα πιο χαρακτηριστικά, ο πρώην υπασπιστής του τσάρου και ηγέτης της Φιλικής, ο θεωρούμενος «όργανο των Ρώσων», ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, θα γράψει, στις 8 Οκτωβρίου του 1820, απευθυνόμενος, μάλιστα, στους «Ἀρχιερεῖς, Ἄρχοντες καὶ Προεστῶτες, προῦχοντες τοῦ Γένους, ἁπανταχοῦ εἰς τὰς νήσους τοῦ Ἀρχιπελάγους διατρίβοντες»:
Ἐξεύρω, ὅτι εἰς ὅλων τὰς καρδίας εἶναι ριζωμένη ἡ ματαία ἐκείνη πρόληψις, ὅτι ποτὲ μόνοι μας δὲν ἐμποροῦμεν νὰ ἐλευθερωθῶμεν, ἀλλὰ πρέπει νὰ προσμένωμεν ἀπὸ ξένους τὴν σωτηρίαν μας. Ἕκαστος νουνεχὴς ἐμπορεῖ νὰ γνωρίσῃ πόσον ψευδὴς εἶναι ἡ πρόληψις αὕτη, ἀρκεῖ μόνον νὰ βαθύνῃ εἰς τὰ πράγματα τῆς πατρίδος μας. Ρίψατε τὰ βλέμματά σας εἰς τὰς θάλασσας καὶ θέλετε τὰς ἰδεῖ κατασκεπασμένας ἀπὸ θαλασσοπόρους ὁμογενεῖς, ἑτοίμους νὰ ἀκολουθήσωσι τὸ παράδειγμα τῶν ἡρώων τῆς Σαλαμῖνος. Κοιτάξατε καὶ εἰς τὴν ξηρὰν καὶ ἁπανταχοῦ βλέπετε Λεωνίδας ὁδηγοῦντας φιλοπάτριδας Σπαρτιάτας. Κοιτάξατε τὴν ὁμόνοιαν ἥτις συνδέει τῶν ἡρώων τούτων τὰς ψυχάς. Κοιτάξατε τὴν προθυμίαν καὶ τὸν ζῆλον αὐτῶν. Παραβάλετε τὰς ἐξαισίους καὶ μεγάλας ταύτας ἀρετὰς μὲ τὴν χαυνότητα, ἀδυναμίαν καὶ ἐσωτερικὴν ταραχὴν τοῦ ἐχθροῦ μας καὶ τότε ἂν ἐμπορῆτε εἴπατε, ὅτι ἀπὸ ἄλλους πρέπει νὰ προσμένωμεν τὴν σωτηρίαν μας. Ναί, ἀδελφοὶ ὁμογενεῖς. Ἔχετε πάντοτε πρὸ ὀφθαλμῶν, ὅτι ποτὲ ξένος δὲν βοηθεῖ ξένον χωρὶς μεγαλώτατα κέρδη. Τὸ αἷμα, τὸ ὁποῖον θέλουσι χύσει οἱ ξένοι δι’ ἡμᾶς, θέλομεν τὸ πληρώσει ἀκριβότατα˙ καὶ οὐαὶ εἰς τὴν Ἑλλάδα, ὅταν συστηματικὴ δεσποτεία ἐνθρονισθῇ εἰς τὰ σπλάχνα της. Ὅταν ὅμως μόνοι μας ἀποσείσωμεν τὸν ζυγὸν τῆς τυραννίας, τότε τῆς Εὐρώπης ἡ πολιτικὴ θέλει βιάσει ὅλας τὰς ἰσχυρὰς δυνάμεις νὰ κλείσωσι μὲ ἡμᾶς συμμαχίας καὶ ἐπιμαχίας ἀδιαλύτους. Χαίρετε.
Ἰσμαὴλ τὴν 8ην Ὀκτωβρίου 1820
Τὸ παρόν μου ἐσφραγίσθη καὶ ἐδόθη
Ἀλέξανδρος Ὑψηλάντης (7)
Το κείμενο αυτό του Αλεξάνδρου Υψηλάντη είναι παραδειγματικό από πολλές απόψεις και θα έπρεπε να προβληθεί πολύ περισσότερο απ’ ό,τι έχει γίνει μέχρι σήμερα. Απευθύνεται, λίγους μήνες πριν την έναρξη της Επανάστασης, στους προύχοντες και προεστούς των νησιών, που αρνούνταν να συνταχθούν αποφασιστικά μαζί της, ακριβώς γιατί δεν ήταν βέβαιοι για τη ρωσική βοήθεια. Και, αντί να αφήσει έστω υπονοούμενα για κάποια πιθανολογούμενη ρωσική παρέμβαση, την απεύχεται! Και μάλιστα τονίζει πως «ποτὲ ξένος δὲν βοηθεῖ ξένον χωρὶς μεγαλώτατα κέρδη. Τὸ αἷμα, τὸ ὁποῖον θέλουσι χύσει οἱ ξένοι δι’ ἡμᾶς, θέλομεν τὸ πληρώσει ἀκριβότατα». Επιπλέον, και ίσως ακόμα σημαντικότερο, παίρνει ανοικτά θέση ενάντια στον ρώσικο δεσποτισμό και την πιθανότητα να εγκαθιδρύσει μια νέα τυραννία στην Ελλάδα, «οὐαὶ εἰς τὴν Ἑλλάδα, ὅταν συστηματικὴ δεσποτεία ἐνθρονισθῇ εἰς τὰ σπλάχνα της!» Και ολοκληρώνει αυτό το υπέροχο πολιτικό μανιφέστο περί ελευθερίας, με ένα μάθημα ρεαλισμού και αυτοπεποίθησης που ταιριάζει σε έθνη που πλέον έχουν αποκτήσει συνείδηση της δύναμής τους: «Ὅταν ὅμως μόνοι μας ἀποσείσωμεν τὸν ζυγὸν τῆς τυραννίας, τότε τῆς Εὐρώπης ἡ πολιτικὴ θέλει βιάσει ὅλας τὰς ἰσχυρὰς δυνάμεις νὰ κλείσωσι μὲ ἡμᾶς συμμαχίας καὶ ἐπιμαχίας ἀδιαλύτους».
Οι Έλληνες, μετά την εμπειρία των ορλωφικών και τις απογοητεύσεις που τους προκάλεσε η στάση του Ναπολέοντα και της Γαλλίας, δεν θα αναζητούν πλέον την απελευθέρωσή τους από τους ξένους, αλλά θα στηρίζονται στις δικές τους δυνάμεις – στην καλύτερη περίπτωση, θα επιδιώκουν απλώς να εμπλέξουν τους ξένους στον ελληνικό αγώνα. Δηλαδή, το σχήμα θα έχει εντελώς αντιστραφεί συγκριτικά με τα ορλωφικά και θα έχει προχωρήσει πολύ πιο πέρα, όχι απλώς από τον Κοραή, αλλά και από τον Ρήγα, που προσπάθησε να εντάξει μια ελληνική επανάσταση στη συγκυρία της ναπολεόντειας προέλασης προς τα ανατολικά. Για τη Φιλική Εταιρεία και τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, το μόνο που μπορούν να προσδοκούν οι Έλληνες είναι πως η δική τους επανάσταση θα υποχρεώσει τις μεγάλες δυνάμεις να πάρουν θέση, όπως και πράγματι θα συμβεί. Και γι’ αυτό εξάλλου δεν εισάκουσαν και όλους εκείνους που, όπως ο Κοραής, ο Καποδίστριας, ο Ιγνάτιος, ο Μαυροκορδάτος, ο Κούμας κ.ά., προσπαθούσαν να τους αποτρέψουν από την εκδήλωση της Επανάστασης, με το επιχείρημα πως οι διεθνείς γεωπολιτικές συγκυρίες δεν ήταν καθόλου ευνοϊκές (Ιερά Συμμαχία, Μέτερνιχ, κ.λπ.). Το αποφασιστικό κριτήριο ήταν η εσωτερική ωρίμανση των επαναστατικών συνθηκών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και προπαντός η επαναστατική βούληση και προετοιμασία των Ελλήνων.
Το ιδιότυπο κράμα μιας δημοκρατικής ιδεολογίας, εμπνευσμένης ή τουλάχιστον συμπορευόμενης με τη Γαλλική Επανάσταση, και της ταυτόχρονης στήριξης στη Ρωσία, στο ξανθό γένος, και στην ορθόδοξη παράδοση, αντανακλά την ιδιαιτερότητα του ελληνικού διαφωτιστικού, δημοκρατικού και επαναστατικού κινήματος, ιδιαιτερότητα που θα αναδεικνύεται σε όλη τη νεώτερη ιστορία μας και θα εμφανιστεί, σε όλη του τη «μεγαλοπρέπεια», στη Σεπτεμβριανή Επανάσταση του 1843, στην οποία θα συμμετέχουν τόσο οι υποστηρικτές του ρωσικού όσο και του γαλλικού κόμματος. Ακόμα και ο Ιωάννης Καποδίστριας θα απολαμβάνει, τουλάχιστον στην πρώτη περίοδο της διακυβέρνησής του, την υποστήριξη τόσο του ρωσικού, όσο και του γαλλικού κόμματος, του Κολοκοτρώνη και του Κωλέττη, ενώ θα έχει ως θανάσιμο αντίπαλο τους Άγγλους και το αγγλικό κόμμα. Και η ίδια αυτή ιδεολογία εμπνέει και τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, ο οποίος υπηρετούσε μεν το ρωσικό κράτος, αλλά δεν επιθυμούσε τη «δεσποτεία» του, και εμπνεόταν από το νέο πνεύμα που είχε σαλπίσει στην Ευρώπη η Γαλλική Επανάσταση και ο «φωτισμός», όπως εξάλλου τονίζει στην αρχή του κειμένου που παραθέσαμε:
Εἰς τὰς παρούσας κρισίμους περιστάσεις, ὅτε τὰ ἔθνη τῆς Εὐρώπης ἅπαντα ἀγωνίζονται ν’ ἀποκτήσωσι τὰ ἐθνικὰ αὐτῶν δικαιώματα καὶ νὰ περιορίσωσι τὴν δύναμιν τῶν τυράννων, ἤρχισε νὰ ἀνατέλλῃ καὶ τὸ λαμπρότατον ἄστρον τῆς εὐδαιμονίας τῆς Ἑλλάδος. Ἡ ταχεῖα καὶ εὐτυχὴς διάδοσις τῶν φώτων εἰς ὅλας τὰς κλάσεις τοῦ Γένους μας διέλυσε τὸ σκοτεινὸν νέφος, τὸ ὁποῖον μέχρι τοῦδε κατεσκότιζε τὰ πνεύματα τῶν ὁμογενῶν μας. Ὅλων οἱ ὀφθαλμοὶ ἠνεῴχθησαν καὶ τώρα πλέον παρασταίνεται ἔμπροσθεν αὐτῶν ἡ δουλεία μὲ τὰ μυσαρώτατα καὶ αἴσχιστα χρώματα. Τώρα, ὅλοι κοινῶς, μικροὶ καὶ μεγάλοι, συναισθάνονται τὴν βαρεῖαν ἀτιμίαν τοῦ νὰ ὑποφέρωσιν εἰς τὸ ἑξῆς τὸν καταδυναστεύοντα ζυγόν τῆς τυραννίας. Τὰ ὑψηλὰ ἐκεῖνα αἰσθήματα, τὰ ὁποῖα πάλαι ποτὲ ἀνύψωναν τοὺς προπάτοράς μας ὑπὲρ πάντα τὰ ἔθνη καὶ τοὺς ἀπεκατέσταιναν ἥρωας, ἐμφωλεύσουσι σήμερον καὶ εἰς τᾶς ψυχᾶς τῶν ὁμογενῶν μας. Ὅλων αἱ καρδίαι καταφλέγονται ἀπὸ τὸν πρὸς τὴν πατρίδα ἱερὸν ἔρωτα (8).
Ο Τάσος Βουρνάς, διερευνώντας τα ιδεολογικά ρεύματα της Φιλικής Εταιρείας, θα επισημάνει εξαιρετικά εύστοχα πως το «αστικοδημοκρατικό ρεύμα», το οποίο έχει την αφετηρία του «στο κήρυγμα και την ιδεολογία του Ρήγα και συνεχιζόταν στην πολιτική δραστηριότητα του Σκουφά», και του οποίου επιφανείς εκπρόσωποι υπήρξαν, κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, «ο Αναγνωστόπουλος, ο Παπαφλέσσας, ο Κολοκοτρώνης, ο Νικηταράς, ο Αναγνωσταράς, ο Ανδρούτσος», «ιδεολογικά κατάγεται από τη Γαλλική Επανάσταση, αλλά πολιτικά στηρίζεται στο ρούσικο κρατικό μηχανισμό, που τον χρησιμοποιεί επιδέξια» (9).
Βέβαια, για όσους έζησαν, όπως ο Ρήγας, τον καταλυτικό αντίκτυπο της Μεγάλης Επανάστασης, η αναφορά στη Γαλλία και τον Ναπολέοντα –και η παράλληλη απομάκρυνση από τη Ρωσία– υπήρξε πολύ πιο έντονη, δεδομένου ότι ο Γάλλος Ύπατος εμφανιζόταν ως ο μεγάλος απελευθερωτής των ευρωπαϊκών λαών και είχε σχέδια και για την απελευθέρωση των Ελλήνων από τον οθωμανικό ζυγό, ενώ, αντίστροφα, η ρώσικη πολιτική, μπροστά στον κίνδυνο της Γαλλικής Επανάστασης, και μετά την εκστρατεία του Ναπολέοντα στην Αίγυπτο, θα μετακινηθεί πρόσκαιρα σε μια συμμαχία με την Τουρκία και την Αγγλία.
Ο Ρήγας δεν πρόλαβε την αναστροφή των συμμαχιών, που θα ακολουθήσει μετά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1806-12, και τη συμμαχία του Ναπολέοντα με την Τουρκία. Η Φιλική Εταιρεία, που θα ολοκληρώσει το έργο του, εμπνέεται και αυτή από το επαναστατικό-δημοκρατικό πνεύμα της Επανάστασης του 1789, αλλά αναζητεί τις συμμαχίες της με βάση τις γεωπολιτικές σταθερές του ελληνικού χώρου και την ταχύτατη μετακίνηση του επικέντρου του παροικιακού ελληνισμού προς τα ανατολικά. Όχι μόνο η ίδρυση και η αρχική ανάπτυξη της Φιλικής θα πραγματοποιηθεί στην Οδησσό, αλλά και το υπόβαθρο της ενοποίησης των βαλκανικών δυνάμεων και των πολλαπλών ταξικών δυνάμεων στα πλαίσια του ελληνισμού θα παραμένει η αναφορά στη ρωσική αντίθεση προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η επιμονή να ανακηρυχθεί ο Καποδίστριας ηγέτης της Φιλικής και η τελική επιλογή του πρίγκιπα Υψηλάντη, που βρίσκονταν και οι δύο στην υπηρεσία της ρωσικής διοίκησης, εντάσσονταν στην αγωνιώδη προσπάθεια να μεταστραφεί η ρωσική πολιτική σε ενεργό υποστήριξη του επαναστατικού εγχειρήματος.
Οι Φαναριώτες και οι κοτζαμπάσηδες, εξάλλου, θα συμμετάσχουν στην Επανάσταση σε μεγάλο βαθμό προσδοκώντας μια πιθανολογούμενη ρωσική υποστήριξη, παρ’ όλα όσα έλεγε ο Υψηλάντης. Και είχαν βάσιμους λόγους να προσδοκούν κάτι τέτοιο. Η Ρωσία, μέχρι την μπολσεβίκικη επανάσταση, υπήρξε διαχρονικά ο μεγαλύτερος αντίπαλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με δεκάδες πολέμους και συγκρούσεις επί αιώνες. Επιπλέον, ως «προστάτης» των ορθόδοξων χριστιανικών πληθυσμών, ιδιαίτερα μετά τα ορλωφικά και τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, μεταβάλλεται στον κυριότερο σύμμαχο των Ελλήνων στο εσωτερικό της Τουρκίας και ενισχύει αποφασιστικά το ελληνικό εμπόριο και τη ναυτιλία, δοθέντος μάλιστα ότι οι Ρώσοι έμποροι σπανίως εμφανίζονται ως ανταγωνιστές των Ελλήνων, όπως συμβαίνει με τους δυτικούς, και οι Έλληνες έμποροι μάλλον ενισχύουν την οικονομική παρουσία της Ρωσίας στην περιοχή.
Είναι
γεγονός πως οι πρόξενοι της Ρωσίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, στη
συντριπτική τους πλειοψηφία Έλληνες, ήταν όλοι μυημένοι στη Φιλική
Εταιρεία… Ο γραμματέας του ρωσικού προξενείου στο Ιάσιο και μετέπειτα
στο Βουκουρέστι, Γεώργιος Λεβέντης, ήταν ήδη από το 1816 μέλος της
Φιλικής, και ίσως ο πρώτος που θα συλλάβει την αντίληψη μιας
παμβαλκανικής Φιλικής Εταιρείας, και προς αυτό τον σκοπό είχε μυήσει
στην Εταιρεία, ήδη από το 1817, τον Σέρβο ηγέτη Καραγεώργη (10), ενώ
μαζί με τον Ρώσο πρόξενο Πίνι θα διασώσουν τη μυστική αλληλογραφία της
Φιλικής (11)· ακόμα και ο Κεφαλλονίτης στην καταγωγή, αρχηγός της
μυστικής αστυνομίας της Πετρούπολης Γοργόλης, θα παρέμβει το 1816 για να
προστατέψει τον Χριστόφορο Περραιβό (12). Ο Ρώσος πρόξενος της Πάτρας
και ταγματάρχης του ρωσικού στρατού, Ιωάννης Βλασσόπουλος, ήταν ενεργό
μέλος της Φιλικής Εταιρείας ήδη από το 1819, ενώ έγινε και πρόεδρος της
Γενικής Εφορείας της Εταιρείας (13). Τέλος, και στην πρεσβεία της
Κωνσταντινούπολης θα κατηχηθεί ήδη από το 1818 ο αρχιγραμματέας της
Γαβριήλ Κατακάζης, ο οποίος ήταν ο πρώτος που αποπειράθηκε να
προσηλυτίσει στην Εταιρεία και τον Αλέξανδρο Υψηλάντη (14).
Βέβαια, το γεγονός ότι ο «τρίτος πόλος» του ελληνισμού, που υπήρξε και ο εμπνευστής της Επανάστασης, βιώνει έναν δραματικό διχασμό μεταξύ της γενικής ιδεολογικής του κατεύθυνσης και των γεωπολιτικών συμμαχιών του, θα προκαλέσει δυσυπέρβλητες αντιφάσεις. Ο τσάρος Αλέξανδρος Α΄ όχι μόνο δεν θα υποστηρίξει την ελληνική επανάσταση, σε προφανή αντίθεση με τα γεωπολιτικά συμφέροντα της Ρωσίας, αλλά θα αποπέμψει ουσιαστικά και τον Καποδίστρια, συντασσόμενος με την ανθελληνική πολιτική του Μέτερνιχ. Αυτή η στάση εξηγείται από τον φόβο του τσαρισμού απέναντι σε κάθε επαναστατικό κίνημα, που απειλούσε την πολιτική της Ιεράς Συμμαχίας, πολιτική αποτροπής οποιασδήποτε επαναστατικής απόπειρας στην Ευρώπη. Η εξέγερση του Συντάγματος Σεμενόφσκι, της αυτοκρατορικής φρουράς, το 1820, και οι αυξανόμενες υποψίες και πληροφορίες για τις επαναστατικές κινήσεις των Δεκεμβριστών, οδήγησαν σε καθολική σκλήρυνση την πολιτική του τσάρου. Σε επιστολή του, τη 10η Μαρτίου 1821, χαρακτηρίζει την ελληνική επανάσταση και την ελληνική εταιρεία ως καθοδηγούμενες από «την παρισινή Κεντρική Επιτροπή» και την ελληνική επανάσταση ως μια ακόμα εστία «εναντίον των χριστιανικών αρχών που διακήρυξε η Ιερά Συμμαχία» (15). Οι Φιλικοί μόνο στη σχέση τους με τους Δεκεμβριστές επαναστάτες θα επιτύχουν μια σύμπτωση της ιδεολογικοπολιτικής κατεύθυνσης με τη γεωστρατηγική και τις κρατικές συμμαχίες.
Εξάλλου, η συνάφεια με τους Δεκεμβριστές, που, όπως ο στρατηγός Ορλώφ, ήταν επικεφαλής των ρωσικών στρατευμάτων του Νότου, ήταν ένας από τους λόγους για τους οποίους ο Υψηλάντης και η Φιλική κήρυξαν αρχικά την επανάσταση στις ηγεμονίες. Ο Υψηλάντης υπολόγιζε στο πιθανό πέρασμα του Προύθου από τον ρωσικό στρατό με επικεφαλής τον Ορλώφ, ενώ το 32ο Σύνταγμα Κυνηγών ήταν έτοιμο να περάσει τον Δούναβη. Ο στρατηγός Ραγέφσκι, ήρωας του γαλλορωσικού πολέμου του 1812, είχε από το 1818 τον Νικόλαο Υψηλάντη υπασπιστή του και ο διοικητής της μεραρχίας Ορλώφ, σημαίνων Δεκεμβριστής, ήταν γαμβρός του, ενώ ο συνταγματάρχης Β.Φ. Ραγέφσκι ήταν ένας από τους ηγέτες των Δεκεμβριστών που προετοίμαζε τη συμμετοχή του στρατού στο πλευρό των Φιλικών (16).
Οι Δεκεμβριστές ήταν ουσιαστικά μυημένοι στη Φιλική Εταιρεία και συμμερίζονταν ακόμα και το πολιτικό της όραμα για μια ομοσπονδιακή δομή των Βαλκανίων υπό ελληνική ηγεσία. Ο δε Πάβελ Πεστέλ, υπασπιστής του στρατηγού Βιτγκενστάιν, επικεφαλής των Δεκεμβριστών του Νότου, ο οποίος γνώριζε και τα ελληνικά, επεξεργάστηκε ένα σχέδιο για το πολιτικό και πολιτειακό καθεστώς των απελευθερωμένων Βαλκανίων, το οποίο αποτελεί άμεση συνέχεια των σχεδίων του Ρήγα: θα συγκροτούνταν αυτόνομες, αλλά ενοποιημένες ομόσπονδες περιοχές. «Πρόθεση των Ελλήνων», γράφει, «σε περίπτωση που θα πετύχουν, είναι ο σχηματισμός ομόσπονδης δημοκρατίας παρόμοιας με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Η ομοιότητα δεν θα βρίσκεται μόνο στην ανώτατη εξουσία, αλλά στο ότι η κάθε ξεχωριστή περιοχή… θα ενεργεί από κοινού με τις υπόλοιπες μόνο για τις γενικές κρατικές υποθέσεις» (17). Όμως οι Δεκεμβριστές θα ηττηθούν οριστικά το 1826 και οι Έλληνες θα έχουν ως μόνο συνομιλητή τον τσάρο, με όλες τις συνέπειες που θα έχει αυτή η σχέση.
Βέβαια, το γεγονός ότι ο «τρίτος πόλος» του ελληνισμού, που υπήρξε και ο εμπνευστής της Επανάστασης, βιώνει έναν δραματικό διχασμό μεταξύ της γενικής ιδεολογικής του κατεύθυνσης και των γεωπολιτικών συμμαχιών του, θα προκαλέσει δυσυπέρβλητες αντιφάσεις. Ο τσάρος Αλέξανδρος Α΄ όχι μόνο δεν θα υποστηρίξει την ελληνική επανάσταση, σε προφανή αντίθεση με τα γεωπολιτικά συμφέροντα της Ρωσίας, αλλά θα αποπέμψει ουσιαστικά και τον Καποδίστρια, συντασσόμενος με την ανθελληνική πολιτική του Μέτερνιχ. Αυτή η στάση εξηγείται από τον φόβο του τσαρισμού απέναντι σε κάθε επαναστατικό κίνημα, που απειλούσε την πολιτική της Ιεράς Συμμαχίας, πολιτική αποτροπής οποιασδήποτε επαναστατικής απόπειρας στην Ευρώπη. Η εξέγερση του Συντάγματος Σεμενόφσκι, της αυτοκρατορικής φρουράς, το 1820, και οι αυξανόμενες υποψίες και πληροφορίες για τις επαναστατικές κινήσεις των Δεκεμβριστών, οδήγησαν σε καθολική σκλήρυνση την πολιτική του τσάρου. Σε επιστολή του, τη 10η Μαρτίου 1821, χαρακτηρίζει την ελληνική επανάσταση και την ελληνική εταιρεία ως καθοδηγούμενες από «την παρισινή Κεντρική Επιτροπή» και την ελληνική επανάσταση ως μια ακόμα εστία «εναντίον των χριστιανικών αρχών που διακήρυξε η Ιερά Συμμαχία» (15). Οι Φιλικοί μόνο στη σχέση τους με τους Δεκεμβριστές επαναστάτες θα επιτύχουν μια σύμπτωση της ιδεολογικοπολιτικής κατεύθυνσης με τη γεωστρατηγική και τις κρατικές συμμαχίες.
Εξάλλου, η συνάφεια με τους Δεκεμβριστές, που, όπως ο στρατηγός Ορλώφ, ήταν επικεφαλής των ρωσικών στρατευμάτων του Νότου, ήταν ένας από τους λόγους για τους οποίους ο Υψηλάντης και η Φιλική κήρυξαν αρχικά την επανάσταση στις ηγεμονίες. Ο Υψηλάντης υπολόγιζε στο πιθανό πέρασμα του Προύθου από τον ρωσικό στρατό με επικεφαλής τον Ορλώφ, ενώ το 32ο Σύνταγμα Κυνηγών ήταν έτοιμο να περάσει τον Δούναβη. Ο στρατηγός Ραγέφσκι, ήρωας του γαλλορωσικού πολέμου του 1812, είχε από το 1818 τον Νικόλαο Υψηλάντη υπασπιστή του και ο διοικητής της μεραρχίας Ορλώφ, σημαίνων Δεκεμβριστής, ήταν γαμβρός του, ενώ ο συνταγματάρχης Β.Φ. Ραγέφσκι ήταν ένας από τους ηγέτες των Δεκεμβριστών που προετοίμαζε τη συμμετοχή του στρατού στο πλευρό των Φιλικών (16).
Οι Δεκεμβριστές ήταν ουσιαστικά μυημένοι στη Φιλική Εταιρεία και συμμερίζονταν ακόμα και το πολιτικό της όραμα για μια ομοσπονδιακή δομή των Βαλκανίων υπό ελληνική ηγεσία. Ο δε Πάβελ Πεστέλ, υπασπιστής του στρατηγού Βιτγκενστάιν, επικεφαλής των Δεκεμβριστών του Νότου, ο οποίος γνώριζε και τα ελληνικά, επεξεργάστηκε ένα σχέδιο για το πολιτικό και πολιτειακό καθεστώς των απελευθερωμένων Βαλκανίων, το οποίο αποτελεί άμεση συνέχεια των σχεδίων του Ρήγα: θα συγκροτούνταν αυτόνομες, αλλά ενοποιημένες ομόσπονδες περιοχές. «Πρόθεση των Ελλήνων», γράφει, «σε περίπτωση που θα πετύχουν, είναι ο σχηματισμός ομόσπονδης δημοκρατίας παρόμοιας με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Η ομοιότητα δεν θα βρίσκεται μόνο στην ανώτατη εξουσία, αλλά στο ότι η κάθε ξεχωριστή περιοχή… θα ενεργεί από κοινού με τις υπόλοιπες μόνο για τις γενικές κρατικές υποθέσεις» (17). Όμως οι Δεκεμβριστές θα ηττηθούν οριστικά το 1826 και οι Έλληνες θα έχουν ως μόνο συνομιλητή τον τσάρο, με όλες τις συνέπειες που θα έχει αυτή η σχέση.
Περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε στο βιβλίο του Γιώργου Καραμπελιά, Η ανολοκλήρωτη επανάσταση του Ρήγα Βελεστινλή, που κυκλοφορεί από Εναλλακτικές Εκδόσεις.
Σημειώσεις
1 Ρήγα Βελεστινλή,
Κείμενα, Στοχαστής, Αθήνα 1969. Βλέπε ιδιαίτερα «Aρχή της νομοθετημένης
πράξεως και ψυχή της διοικήσεως – Tάξις και τρόποι πώς πρέπει να
επακολουθώνται παρά των πολιτών – Περί της δημοκρατίας».
2 Η Οδησσός, που δημιουργήθηκε το 1794, κατοικήθηκε αρχικά από 900 Έλληνες κατοίκους. Βλ. Απόστολος Βακαλόπουλος, «Ο ελληνισμός της διασποράς» στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΑ, Εκδοτική Αθηνών, σελ. 231-243.
3 Απόστολος Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου ελληνισμού, τόμος Ε, Η μεγάλη ελληνική επανάσταση (1821-1829), Οι προϋποθέσεις και οι βάσεις της (1813-1822), σ. 43.
4 Ήδη το 1479, έγγραφο του Συμβουλίου των Δέκα στη Βενετία υπολογίζει τους Έλληνες σε 4-5 χιλιάδες (Βλ. Ν. Μοσχονά, «Ελληνικές παροικίες κλπ.», στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος Ι, Εκδοτική Αθηνών, σελ. 238-245) ενώ τους δύο επόμενους αιώνες θα ξεπεράσουν τις 10.000.
5 Βλέπε στον Απόστολο Βακαλόπουλο και τον Γιάννη Κορδάτο για την οικονομική εξέλιξη και στους Δημαρά, Κιτρομηλίδη, Αγγέλου, για την εξέλιξη της παιδείας ό.π.
6 Απόστολος Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου ελληνισμού, τόμος Δ΄, Τουρκοκρατία (1669-1812), σ. 262, 263, Κ.Θ.Δημαράς, Ελληνικός Διαφωτισμός, ό.π., σελ. 50, 51 κλπ.
7 Εμμ. Γ. Πρωτοψάλτη, Η Φιλική Εταιρεία – αναμνηστικόν τεύχος επί τη εκατονταετηρίδι, Ακαδημία Αθηνών, Αθήνα 1964, σ. 284.
8 Εμμ. Γ. Πρωτοψάλτη, Η Φιλική Εταιρεία , ό.π., σσ. 283-284.
9 Τάσος Βουρνάς (επιμ.) Φιλική Εταιρία, Α. Παράνομα Ντοκουμέντα, Β. Απομνημονεύματα Αγωνιστών (Ε. Ξάνθος – Γ. Λεβέντης), Εκδ. Τ. Δρακόπουλου, Αθήνα 1965, σελ. 17.
10 Εμμ. Γ. Πρωτοψάλτη, Η Φιλική Εταιρεία, ό.π., σσ. 38-41.
11 Τάσος Βουρνάς ό.π., σελ. 14.
12 Τάσος Βουρνάς ό.π., σελ. 14.
13 Βλ. Αναστ. Γούδα, Βίοι Παράλληλοι των επί της αναγεννήσεως της Ελλάδος διαπρεψάντων ανδρών, τόμ. 5ος, σσ. 184,190-195.
14 Εμμ. Γ. Πρωτοψάλτη, Η Φιλική Εταιρεία, ό.π., σσ. 38-41.
15 Ιόββα, ό.π., από επιστολή του Αλεξάνδρου στον Α. Ν. Γκαλίτσιν.
16 Βλέπε Τοντόρωφ, Νικολάϊ, Η βαλκανική διάσταση της επανάστασης του 1821, Gutenberg, Αθήνα 1982, σελ. 96 και Ι. Ιόββα, Οι Δεκεμβριστές του Νότου και το ελληνικό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1986, σελ. 54-75.
17 Βλ. Τοντόρωφ, ό.π. σελ. 99 και Ιόββα.
2 Η Οδησσός, που δημιουργήθηκε το 1794, κατοικήθηκε αρχικά από 900 Έλληνες κατοίκους. Βλ. Απόστολος Βακαλόπουλος, «Ο ελληνισμός της διασποράς» στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος ΙΑ, Εκδοτική Αθηνών, σελ. 231-243.
3 Απόστολος Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου ελληνισμού, τόμος Ε, Η μεγάλη ελληνική επανάσταση (1821-1829), Οι προϋποθέσεις και οι βάσεις της (1813-1822), σ. 43.
4 Ήδη το 1479, έγγραφο του Συμβουλίου των Δέκα στη Βενετία υπολογίζει τους Έλληνες σε 4-5 χιλιάδες (Βλ. Ν. Μοσχονά, «Ελληνικές παροικίες κλπ.», στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος Ι, Εκδοτική Αθηνών, σελ. 238-245) ενώ τους δύο επόμενους αιώνες θα ξεπεράσουν τις 10.000.
5 Βλέπε στον Απόστολο Βακαλόπουλο και τον Γιάννη Κορδάτο για την οικονομική εξέλιξη και στους Δημαρά, Κιτρομηλίδη, Αγγέλου, για την εξέλιξη της παιδείας ό.π.
6 Απόστολος Βακαλόπουλος, Ιστορία του Νέου ελληνισμού, τόμος Δ΄, Τουρκοκρατία (1669-1812), σ. 262, 263, Κ.Θ.Δημαράς, Ελληνικός Διαφωτισμός, ό.π., σελ. 50, 51 κλπ.
7 Εμμ. Γ. Πρωτοψάλτη, Η Φιλική Εταιρεία – αναμνηστικόν τεύχος επί τη εκατονταετηρίδι, Ακαδημία Αθηνών, Αθήνα 1964, σ. 284.
8 Εμμ. Γ. Πρωτοψάλτη, Η Φιλική Εταιρεία , ό.π., σσ. 283-284.
9 Τάσος Βουρνάς (επιμ.) Φιλική Εταιρία, Α. Παράνομα Ντοκουμέντα, Β. Απομνημονεύματα Αγωνιστών (Ε. Ξάνθος – Γ. Λεβέντης), Εκδ. Τ. Δρακόπουλου, Αθήνα 1965, σελ. 17.
10 Εμμ. Γ. Πρωτοψάλτη, Η Φιλική Εταιρεία, ό.π., σσ. 38-41.
11 Τάσος Βουρνάς ό.π., σελ. 14.
12 Τάσος Βουρνάς ό.π., σελ. 14.
13 Βλ. Αναστ. Γούδα, Βίοι Παράλληλοι των επί της αναγεννήσεως της Ελλάδος διαπρεψάντων ανδρών, τόμ. 5ος, σσ. 184,190-195.
14 Εμμ. Γ. Πρωτοψάλτη, Η Φιλική Εταιρεία, ό.π., σσ. 38-41.
15 Ιόββα, ό.π., από επιστολή του Αλεξάνδρου στον Α. Ν. Γκαλίτσιν.
16 Βλέπε Τοντόρωφ, Νικολάϊ, Η βαλκανική διάσταση της επανάστασης του 1821, Gutenberg, Αθήνα 1982, σελ. 96 και Ι. Ιόββα, Οι Δεκεμβριστές του Νότου και το ελληνικό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1986, σελ. 54-75.
17 Βλ. Τοντόρωφ, ό.π. σελ. 99 και Ιόββα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου