Του Κωνσταντή
Κατσίφα
-Κωστάκη, κάτσε
φρόνιμος, να γένεις νοικοκύρης,
να χτίσεις σπίτι
πέτρινο, με μιαν αυλήν ωραία.
Να 'χεις αμάξι
έμορφο, τις τρέλες άφησέ τες.
Δε σκέφτεσαι
την κόρη σου που έχεις στην Ελλάδα;
-Αλέξη Τσίπρα,
τι θαρρείς πως είμαστ' εδώ πάνω;
Μήνα θαρρείς
πως είμαστε του Ράμα τα κοπέλια;
Να προσκυνώ για
τα ευρώ, να σέρνομαι στον κάμπο,
να κραίνω στους
Τουρκαλβανούς, να 'χω την πολιτσίγια,
να σκίζει
Γαλανόλευκες, η νέα σιγκουρίμι;
Εγώ θέλω το
Φλάμπουρο, να στέκει στο χωριό μου,
για να το βλέπουν
οι Έλληνες, που 'ρχονται για να κλάψουν.
Για να τιμά
ολοχρονίς, για να τιμά όπως πρέπει,
τα οστά των
άταφων νεκρών, του ένδοξου Σαράντα.
Να κλαίει ο
Πενταδάχτυλος, κι η έρμη η Χιμάρα,
Κρέσνικ Σπαχίου
πιο παλιά, με τσάμηδες και άλλους,
βάλανε το Δικέφαλο
του ήρωα Καστριώτη,
για να χτυπάει
τους Έλληνες, στο τέλος κάθε Οκτώβρη.
Ταχίρ Βελίου
ύστερα, τούς πήρε την σκυτάλη,
απ' του Κοσόβου
τα φερτά, μ' άθλιους ουτσεκάδες.
Να σκίζουνε τα
Φλάμπουρα, να σπέρνουνε το φόβο,
να κάνουνε το
θέλημα, του άθλιου του Ράμα.
Με τα λεφτά που
δούλεψε, αγόρασε Σημαίες,
για να στολίζει
το χωριό, τ' όμορφο Βουλιαράτι.
Πήρε κι ένα
τυφέκιο, μην τύχει η Άγια Ώρα.
Γέλασε τότες ο
Ερντογάν, ο άτιμος σουλτάνος,
κι έστειλε τον
Τσαβούσογλου, να αλλάξει τα φιρμάνια,
να γένει, μάνα,
χαλασμός στην ξώβεργα του Κώστα.
-Κωστάκη, κάτσε
φρόνιμα, εδώ είναι Αλβανία,
ήρθε η Μυρσίνη
η Ζορμπά, ήρθε ο Αντώνης Λιάκος.
Να φαν, να πιουν,
να φύγουνε, τίποτις να μη δούνε.
Δε θέλουνε
Κατσίφα εδώ, δε θέλουνε Σημαίες.
Μα ο Κωνσταντής
δεν κιότεψε, κι έστησε τη Σημαία,
με ένα δεκατέσσερα
απάνω στο Σταυρό της.
Μαζί με τον
Δικέφαλο στον κάμπο να πετάει.
Μαζί με τον
Δικέφαλο, που ο κάμπος τού ανήκει.
-Κωστάκη, άναψες
φωτιές, σε μάς την πολιτσία,
σύρε αργά, σύρε
ταχιά, για να την κατεβάσεις.
-Τι λέτε, ωρέ
Τουρκαλβανοί, εδώ είναι Ελλάδα!
Εδώ είναι
Βοργειοήπειρος, με Έλληνες που ζάνε.
Μένει η Σημαία
φανερή κι όχι μες στα σεντούκια.
Τα πήρε ο Κώστας
στο μυαλό, και έβρασε το αίμα,
πήρε και το
τουφέκι του, κι έριξε στον αγέρα.
Πουλάκι πήγε κι
έστειλε, στο Ράμα το μαντάτο.
Κι ο Έντι Ράμα
έστειλε, ένα μεγάλο ασκέρι.
Αχός βαρύς
ακούγεται, πολλά ντουφέκια πέφτουν.
Μήνα σε γάμο
ρίχνουνε, μήνα σε πανηγύρι;
Μηδέ σε γάμο
ρίχνουνε, μηδέ σε πανηγύρι.
Είναι ο Κατσίφας
μοναχός, με τα σκυλιά του Ράμα.
Και παρακάτω η
Ζορμπά, με τον Αντώνη Λιάκο,
τρώνε και πίνουν
τσίπουρα, κάνουν πως δεν ακούνε.
-Φύγε Κατσίφα,
γλίτωσε, πέρασε στην Ελλάδα,
είναι το σύνορο
σιμά, να σώσεις τη ζωή σου.
Νογάς τη θυγατέρα
σου που θέλει τον πατέρα;
Νογάς μωρέ τα
γονικά, που θέλουν το παιδί τους;
Νογάς την
αδερφούλα σου και τους συχωριανούς σου;
-Φωνούλα, ΟΧΙ!
Γνώμη σου, φωνούλα δεν ακούω.
Δε σκότωσα, δε
λάβωσα, δεν έβλαψα κανένα.
Ακούγω Τάσο να
βογκά και Σολωμό να πέφτει,
ακούγω τον
Θεόφιλο και τον Αριστοτέλη.
Ελληνικά να μου
μιλούν, Ελληνικά να κραίνουν.
Η πολιτσία τον
κύκλωσε, μαζί με τ' άρματά της,
στο βουναλάκι
που 'μεινε τη χώρα να φυλάγει.
Του ρίχνανε
πολλές φορές, τον θέλαν πεθαμένο,
για να τον δει
ο Ερντογάν κι ο αδερφός του ο Ράμα,
να χαίρονται οι
τύραννοι Αγκύρας και Τιράνων.
Τού ρίξανε κι
αιχμάλωτου, Δύο μπαμπέσκιες σφαίρες.
Έπεσε το κορμάκι
του πάνω στα πετραδάκια,
το πήραν οι
Τουρκαλβανοί, το πήγανε στο Κάστρο.
Βάλαν δεμένους
και λυτούς να το χουνε δικό τους.
Τίρανα πήγεν
ύστερα, νεκρός φυλακισμένος.
Νεκρό τρέμουν
τον Κωνσταντή, νεκρό τον φυλακίζουν.
Ζορμπά και Λιάκος
έφυγαν, χορτάτοι για Ελλάδα,
ντίπι δεν άκουσαν
βολές, ντίπι δεν καταλάβαν,
ντίπι λόγο δεν
έκαναν τον Κωνσταντή να σώσουν.
Γεροβασίλη τα
'μαθε, Γεροβασίλη λέγει:
-Ανοίχτε τα
κιτάπια του να μάθει ο κόσμος όλος,
πως ήρωας δεν
είναι αυτός, πουλούσε τα χασίσια.
Τον εσκοτώσαν
μια φορά; Εγώ το κάμω δέκα.
Τ' άκουσε ο δόλιος
Κωνσταντής, τ' άκουσε η δόλια η μάνα,
τ' ακούσανε κι
οι Έλληνες πως τον σκυλολογάνε.
Μα και νεκρός ο
Κωσταντής, τους απαντά και λέγει:
-Εγώ είμαι
εργατόπαιδο, εγώ είμαι μαστοράκι,
δουλεύω στην
οικοδομή, μερεμετίζω σπίτια,
φτιάχνω κουζίνες
και λουτρά για τους νοικοκυραίους.
-Είναι φασίστας,
λένε αυτοί, τα μαγκαζίνα όλα,
μαζί μ' άλλους
που έσκουζαν, πως θέλουν άλλο κόσμο.
Και λεν αδέρφια
Αλβανούς, Σλάβους, Τούρκους, Βουλγάρους,
προλεταρίους
απανταχού, μόνο Έλληνες δε θέλουν.
-Ένας φασίστας
έφυγε, για μας τους αντιφάδες.
Κι από μακριά η
Παρτιζάν, στο ίδιο μετερίζι.
-Μπάσταρδος
Ελληνας νεκρός; Κι άλλοι θ' ακολουθήσουν.
Τον εσκοτώσαν
μια φορά; Εμείς πολλές χιλιάδες.
Τ' άκουσε ο δόλιος
Κωνσταντής, τ' άκουσε η δόλια η μάνα,
τ' ακούσανε κι
οι Έλληνες, πως τον σκυλολογάνε.
Και σκυλεμένος
Κωνσταντής, τούς απαντά και λέγει:
-Εγώ Ελλάδα
Αγαπώ, είμ' ένα Ελληνάκι,
έλω το Φλάμπουρο
ψηλά, να 'ναι στα κορφοβούνια.
Να το κοιτούν
οι Έλληνες, να χαίρεται η Ψυχή μας.
Τού πήραν το
κορμάκι του οι αγάδες των Τιράνων,
μακριά απ' την
Αντιγόνη του που 'θελε να το θάψει.
Τρέμουν τον
Κώστα και νεκρό, τον τρέμουν οι κιοτήδες.
-Να φύγετε όλοι
από δω, να πάτε στην Ελλάδα,
γκρεκίς ι μούτιτ
ήρθατε, δούλοι των τσιφλικάδων,
εδώ είναι Ντρόπολ,
Μπουλεράτ, εδώ είναι Αλβανία.
Κι ο Κώστας,
άταφος νεκρός, τούς απαντά και λέγει:
-Μεις από 'δω δε
φεύγουμε, εδώ είναι Ελλάδα,
θέλουμε Ειρήνη
μοναχά, θέλουμε Ελευθερία.
Να περπατάμε
στα βουνά, να τρέχουμε στον κάμπο,
να σέρνουμε τον
τσακιστό, στα γλέντια στην πλατεία.
Εδώ είναι το
σπιτάκι μου, απ' του Ηρακλή τα χρόνια,
εδώ είν' η Φαμίλια
μου, εδώ είναι η Ψυχή μου.
Εδώ θα 'ναι ο
λάκκος μου, εδώ θα 'ναι ο Σταυρός μου,
εδώ και η Σημαία
μου, του Έλληνα το ρούχο.
Συνέχεια θα με
βλέπετε κι ας είμαι πεθαμένος,
εμένα αν με
σκοτώσατε, ακολουθούν μυριάδες.
Κλαίνε της Ρίζας
τα βουνά, κλαίει και η Μουργκάνα,
κλαίνε τ'
Ακροκεραύνια, κλαίει κι ο κόσμος όλος.
Τον Κωνσταντή
μας, τον Τρανό, του Παλαιολόγου εγγόνι,
και κάθε Έλληνα
παιδί, που άνανδρα εσκότωσε τ' αλβανικό
το βόλι.
Δημοτικό Τραγούδι
Οκτώβριος 2018
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου