Ο ομότεχνός του Τίτος Πατρικίος έγραψε χαρακτηριστικά: «Έχουμε να κάνουμε με έναν αυθεντικό, έναν μεγάλο ρομαντικό». Υπήρξε ένας «αλκοολικός του ονείρου» που πέρασε από την αισιοδοξία και την επαναστατική μέθη, στην ατέρμονη εσωτερική αναζήτηση.
Ο Παντελεήμων-Αναστάσιος Λειβαδίτης γεννήθηκε στις 20 Απριλίου του 1922, στη συνοικία Μεταξουργείο της Αθήνας. Στα γράμματα θα γίνει γνωστός με το δεύτερο όνομά του κι αυτό γιατί ο πρόωρος τοκετός της μητέρας του το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου, λίγο έλειψε να του στοιχίσει τη ζωή. Έτσι λόγω της ημέρας, αλλά και επειδή σώθηκε ως εκ θαύματος, βαφτίστηκε με δύο ονόματα.
Πατέρας του ήταν ο Λύσσανδρος Λειβαδίτης από την Κοντοβάζαινα Αρκαδίας, εύπορος υφασματέμπορας, που πτώχευσε λόγω πολέμου και πέθανε το 1943.
Ο θάνατος του πατέρα του υπήρξε πρωταγωνιστής σε αρκετά έργα του: «Κι ο πατέρας, έμπορος άλλοτε, όταν ξέπεσε στεκόταν στην είσοδο των μαγαζιών, παραπέρα», «και μόνον προς τα δυσμάς του βίου μου κατάλαβα ότι ο πατέρας μου είχε βρει το θησαυρό. Ακριβώς. Διότι όταν πτώχευσε και σε λίγο θα μας τα παίρναν όλα, εκείνος χαμογελούσε, ένα χαμόγελο: σα να βρήκε κάτι που έψαχνε χρόνια, σα ν’ ανακάλυψε ξαφνικά πως τίποτα δε μας ανήκει και ποιος ο λόγος να παιδεύουμε τον εαυτό μας με ξένα πράγματα….»
Μητέρα του ήταν η Αθηναϊκής καταγωγής Βασιλική Κοντοπούλου, παντρεμένη δεύτερη φορά. Με τον πατέρα του απέκτησε τέσσερα παιδιά, τον Δημήτρη, τον Αλέξανδρο, τη Χρυσαφένια και τον Αναστάσιο. Μαζί τους ζούσε και ο Κωνσταντίνος, γιος της μητέρας του από τον πρώτο της γάμο. Τη μητέρα του τη χάνει το 1951, όταν ο ίδιος ήταν εξόριστος.
Τα μαθητικά χρόνια είναι ανέμελα και όμορφα. Φοιτά στο 9ο Γυμνάσιο στην πλατεία Κουμουνδούρου και παράλληλα, λόγω της οικονομικής άνεσης της οικογένειας, μαθαίνει βιολί και πιάνο.
Τελειώνοντας το σχολείο το 1940, γράφεται στη Νομική Σχολή Αθηνών, αλλά δεν καταφέρνει να την τελειώσει ποτέ λόγω Κατοχής. Το 1946 παντρεύεται την παιδική του φίλη Μαρία Στούπα. Η ίδια στάθηκε στο πλευρό του στήριγμα στα πέτρινα χρόνια της εξορίας, βοηθώντας και τη μητέρα του, και σε όλη τους τη ζωή φύλακας-άγγελος. Το ποίημα του «Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας» είναι αφιερωμένο στην ίδια. Μαζί θα κάνουν ένα παιδί, τη σχεδιάστρια και ζωγράφο Βάσω Λειβαδίτη-Χαλά, από την οποία θα αποκτήσουν και έναν εγγονό.
Ένα σπίτι για να γεννηθείς
ένα δέντρο για ν’ανασάνεις
ένας στίχος για να κρυφτείς
κι ο κόσμος για να πεθάνεις
Ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης
Στα γράμματα εμφανίζεται το 1946 με το ποίημα «Το τραγούδι του Χατζηδημήτρη», το οποίο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα». Το 1947 μαζί με τους Αλέξανδρου Αργυρίου, Μιχάλη Κατσαρό, Τίτο Πατρίκιο κ.ά., εκδίδουν το περιοδικό «Θεμέλιο».
Οι πολιτικές του ιδέες και η ένταξη του στο ΕΑΜ, οδηγούν στη σύλληψη και φυλάκισή του με τη λήξη των Δεκεμβριανών. Μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, το 1945, αφήνεται ελεύθερος. Τον Ιούνιο του 1948 συλλαμβάνεται και εξορίζεται στο Μούδρο. Το 1949 μεταφέρεται στη Μακρόνησο και από εκεί, επειδή δεν υπογράφει τη δήλωση μετανοίας, μεταφέρεται στον Άη Στράτη και από εκεί στις φυλακές Χατζηκώστα στην Αθήνα. Συνοδοιπόροι σ’ αυτό το «ταξίδι εξορίας» οι Κατράκης, Ρίτσος, Δεσποτόπουλος, Αλεξάνδρου, Πατρίκιος, κ.ά.
Επιστρέφοντας στην Αθήνα, εκδίδει τις συλλογές «Μάχη στην άκρη της νύχτας» (1950), «Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας» (1952) και «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου» (1953). Το τελευταίο κατασχέθηκε ως «κήρυγμα ανατρεπτικό». Το 1955 ο ποιητής δικάζεται στο Πενταμελές Εφετείο για το συγκεκριμένο έργο του. Η κατηγορία στηρίχτηκε στον αναγκαστικό νόμο 509 «Περί μέτρων ασφαλείας του Κράτους, του πολιτεύματος, του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών». Τη δίκη παρακολούθησε πλήθος κόσμου, ανάμεσά τους και πολλές προσωπικότητες των γραμμάτων. Ο Λειβαδίτης καταφέρνει να μετατρέψει το εδώλιο σε βήμα, διατυπώνοντας την ουσία και τον σκοπό της τέχνης του. Με τον λόγο του αθωώνεται πανηγυρικά από τους δικαστές.
Από το 1954 έως και το 1967 εργάζεται στην εφημερίδα «Η Αυγή» ως κριτικός ποίησης. Το κλείσιμο της εφημερίδας το 1967 από τη δικτατορία, τον αφήνει άνεργο και από το 1969 εργάζεται στο περιοδικό ποικίλης ύλης «Φαντάζιο» με το ψευδώνυμο Α. Ρόκκος. Διασκευάζει σε περιλήψεις έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας και δημοσιεύει πορτρέτα για τη ζωή και το έργο Ελλήνων λογοτεχνών.
Τον Οκτώβριο του 1961 περιοδεύει με τον Μίκη Θεοδωράκη και ανάμεσα στα μουσικά μέρη της παράστασης, απαγγέλει και μιλά υπέρ της ειρήνης. Την ίδια χρονιά, σε συνεργασία με τον Κ. Κοτζιά, γράφει, το σενάριο της ταινίας «Συνοικία το όνειρο», όπου ακούγονται και τα πρώτα του τραγούδια. Με τον Κ. Κοτζιά είχαν ήδη γράψει το 1960 το σενάριο της ταινίας «Θρίαμβος».
Το 1970 γράφει στίχους τεσσάρων τραγουδιών που ακούγονται στην ταινία «Αστραπόγιαννος», σε μουσική Μίμη Πλέσσα.
Στίχοι του μελοποιήθηκαν από τον Μίκη Θεοδωράκη στον δίσκο «Πολιτεία» (1961), «Της εξορίας» (1976), «Πολιτεία Γ’-Οκτώβρης ‘78» (1976), «Τα Λυρικά» (1977), «Λειτουργία Νο 2: Για τα παιδιά που σκοτώνονται στον πόλεμο» (1987), τον Μάνο Λοίζο στον δίσκο «Για μια μέρα ζωής» (1980), τον Γιώργο Τσαγκάρη στον δίσκο «Φυσάει» (1993), με ερμηνευτή τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου και τη συμμετοχή του ηθοποιού Γιώργου Μιχαλακόπουλου, τον Μιχάλη Γρηγορίου στον δίσκο «Σκοτεινή πράξη, ένα Ορατόριο σε ποίηση Τάσου Λειβαδίτη» (1997) και από το συυγκρότημα «Όναρ» στον δίσκο «Αλλαντίν, τελειώσαν οι ευχές σου» (2003).
Οι τρεις περίοδοι στο έργο του
Το έργο του Τάσου Λειβαδίτη χωρίζεται σε τρεις περιόδους.
Πρώτη περίοδος: «Η Επαναστατική»
Η πρώτη περίοδος χωρίζεται σε δύο ενότητες. Η πρώτη ενότητα (1952-1956) περιλαμβάνει τις συλλογές «Μάχη στην άκρη της νύχτας, «Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας» (1952), «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου» (1953) και «Ο ύποπτος με το ταμπούρλο» (1956). Ο ποιητής εμπνέεται από τα προσωπικά βιώματα στα στρατόπεδα εξορίας. Κυρίαρχα στοιχεία είναι η πίστη στο μέλλον και στον αγώνα για έναν κόσμο δίκαιο και ειρηνικό.
Στη δεύτερη ενότητα (1957-1966) περιλαμβάνονται τα έργα «Συμφωνία αρ. Ι» (1957), «Οι γυναίκες με τ’ αλογίσια μάτια» (1958), «Καντάτα» (1960) και «Τους τελευταίους» (1966). Ο ποιητής βιώνει δραματικά την ήττα των ιδεολογιών και την απώλεια της συντροφικότητας, παραδόμενος στο έλεος ανεξέλεγκτων δυνάμεων.
[…]γι’ αυτό και μέσα σε κάθε ζωή υπάρχει πάντα κάτι πιο βαθύ απ’ τον
εαυτό της –
η ζωή των άλλων
Δεύτερη περίοδος: «Η Συμβολική-Αλληγορική»
Στη δεύτερη περίοδο περιλαμβάνονται οι συλλογές «Νυχτερινός επισκέπτης» (1972), «Σκοτεινή πράξη» (1974), «Ο διάβολος με το κηροπήγιο» (1975), «Βιολί για μονόχειρα» (1977), «Αποκάλυψη» (1978). Τα ποιήματα παρουσιάζουν αλλαγές στον τόνο, στον χρόνο, στην ποιητική, στον στίχο, στο κλίμα. Κυριαρχεί ο συνερμικός, παραληρηματικός λόγος, η άλογη αλληλουχία, η δραματικότητα, το σκοτεινό και το απροσδόκητο. Διακρίνεται εισβολή υπερρεαλιστικών στοιχείων του αλλόκοτου και συνύπαρξη του παράλογου με το πραγματικό.
Φτωχή ανθρωπότητα, δεν πρόφτασες ούτε ένα μικρό κεφάλαιο να
γράψεις ακόμα
Τρίτη περίοδος: «Η Μεταφυσική-Υπαρξιακή»
Η τρίτη περίοδος περιλαμβάνει τις συλλογές «Εγχειρίδιο ευθανασίας» (1979), «Ο τυφλός με τον λύχνο» (1983), «Βιολέτες για μια εποχή» (1985), «Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα» (1987) και «Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου» (1990). Πυρήνας της ποιητικής του οι εσωτερικές συγκρούσεις, οι αντιφάσεις και οι διχασμοί. Διακρίνεται έντονα ο παροξυσμός της υπαρξιακής αναζήτησης, οι τύψεις από μιαν αόριστη ενοχή, αναπόληση και η καταφυγή στο παρελθόν και η προσφυγή στο όνειρο.
Κι όταν κάποτε χτύπησαν την πόρτα εγώ έλειπα, όπως πάντα τις
πιο ωραίες στιγμές μου. “Όχι, δε μένει κανείς εδώ”, είπα.
Κι ήταν η μόνη αλήθεια που έλεγα.
Τιμές και διακρίσεις
Τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία το 1953, για τη συλλογή «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου». Το 1957 λαμβάνει το πρώτο βραβείο ποίησης του Δήμου Αθηναίων για τη συλλογή του «Συμφωνία αρ. Ι», το 1976 το Β’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή «Βιολί για μονόχειρα» και το 1979 το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το «Εγχειρίδιο ευθανασίας».
Το 1982 γίνεται ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.
Το τέλος
Τον Αύγουστο του 1982 νοσηλεύεται με καρδιακό έμφραγμα σε νοσοκομείο. Τον Οκτώβριο του 1988 εισάγεται στο Γενικό Κρατικό και, μετά από δύο αλλεπάλληλες εγχειρήσεις για ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής, χάνει τη μάχη της ζωής. Ήταν 30 Οκτωβρίου. Στην ποίησή του είχε προβλέψει τον μήνα:
«Το ημερολόγιο θα δείχνει Οκτώβριο – με τα μαραμένα φύλλα και τις εξεγέρσεις».
Στον τάφο του, στο Α’ Νεκροταφείο, είναι χαραγμένοι οι παρήγοροι στίχοι του: «Πρόλογος στην αιωνιότητα: Κάποτε θα ξανάρθω. Είμαι ο μόνος κληρονόμος./Και η κατοικία μου είναι παντού όπου κοιτώ».
Κι αγάπησα με πάθος καθετί που δεν ήταν γραφτό να γνωρίσω.
Κι έζησα όλη τη ζωή μου σ’ ένα όνειρο
και την αθανασία σε μερικά κονιάκ
Γράφει ο Γιάννης Ρίτσος για τον θάνατο του ποιητή:
Στον αδελφό μου ΤΑΣΟ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗ
Από καιρό τους περίμενες με δέος. Και ήρθαν.
Ήρθαν οι νεκροί σου και σε πήραν
Μες στο νυχτερινό ψιλόβροχο. Στάθηκες λίγο
Με βρεγμένα μαλλιά, με βρεγμένο σακάκι
Κάτω από το φανοστάτη της πλατείας Μεταξουργείου
Ακούγοντας απ’ τις ταβέρνες τις φωνές των μεθυσμένων,
Και τα παλιά λαϊκά τραγούδια που ‘χες αγαπήσει,
Και πιο μακριά τα επαναστατικά συνθήματα των απεργών οικοδόμων,
Ήσυχος επιτέλους, ολότελα κρυμμένος,
Στη σκιά της μεγάλης εκείνης σημαίας
Που’χε υψώσει αλαλάζοντας ο λαός. Τώρα
Αποκοιμήθηκες σ’ ένα βαθύ χαμόγελο, γνωρίζοντας
Πως οι νεκροί δεν γερνούν πια, δεν διαψεύδονται
Κι ούτε πεθαίνουν.
Όμως την πίκρα τη δική μας ποιος θα τη λογαριάσει;
Έτσι που μείναμε έρημοι μπροστά στην πιο κλεισμένη πόρτα;
Πηγές: https://el.wikipedia.org/wiki http://tleivaditis.weebly.com http://www.poeticanet.gr
Έλληνες Ποιητές: Τάσος Λειβαδίτης (έκδοση της εφημερίδας “Η Καθημερινή”)
maxmag.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου