γράφει ο Δημήτρης Τζήκας
Ανάλογες λεηλασίες και καταστροφές αγροτικού κεφαλαίου έγιναν και σε άλλες περιοχές, χωρίς να υπολογίζουμε τους σωρούς καπνιζόντων ερειπίων σε όλες σχεδόν τις πόλεις και τα χωριά, τις φονικές επιδημίες, τους χιλιάδες ξεσπιτωμένους και τις ούτως ή άλλως άθλιες συνθήκες ζωής των των χωρικών. Αν και η κατάσταση διαφοροποιείται κατά τόπους (π.χ. στα ορεινά κεφαλοχώρια), η πλειονότητα του μικρού λαού δεν κατέχει ούτε μια φλούδα γης και διαμένει ακόμα σε πλίνθινες καλύβες, μαζί με λιγοστά οικόσιτα ζώα.
Κατά το έτος 1838, σε σύνολο 224.273 οικονομικά ενεργών ανδρών καταγράφονται 95.069 άκληροι γεωργοί (42.4%), 45.234 μικροκτηματίες (20.2%) και 27.366 (12,2%) βοσκοί (Strong, σελ. 187). Το νέο κράτος δεν ξεπερνούσε σε έκταση τα 48 χιλ. τετρ. χιλιόμετρα. Έξω από τα σύνορα του άφηνε το Βόλο, την Άρτα, όλα τα νησιά εκτός της Εύβοιας, των Β. Σποράδων, των Κυκλάδων και των νησιών του Αργοσαρωνικού. Η Πελοπόννησος καταλάμβανε το 44,9% της συνολικής έκτασης, η Στερεά το 40,9 και τα νησιά το 14,2%.
Τα οικονομικά στοιχεία για την περίοδο του Καποδίστρια είναι σχετικά λίγα και προέρχονται κυρίως από εκτιμήσεις ξένων ιστορικών ή άλλες πηγές, καθώς επίσημοι προϋπολογισμοί δεν υποβάλλονταν. Ως προς τις τιμές βασικών αγαθών και τις αμοιβές, έχουμε πληροφορίες για το 1840 περίπου και μπορούμε βάσιμα υποθέσουμε ότι τα ίδια πάνω κάτω ίσχυσαν και κατά την περίοδο των 3,5 ετών που κυβέρνησε ο μπάρμπα- Γιάννης. Οι ετήσιες απολαβές του προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου ήταν το 1840 7.200 δρχ., του επιτρόπου και του αντιπροέδρου 5.400, του γραμματέα 2.000, του λογιστή α’ ταξ. 2.400 και β’ ταξ. 2.000. Ένας απλός γραφέας έπρεπε να ζήσει με 800 δρχ και ένας κλητήρας του δημοσίου με 600. Υπήρχαν βεβαίως και υψηλόμισθοι, όπως ο Γερμανός ιερέας της Αμαλίας που αμείφθηκε το 1839 με 4.240 δρχ. και τα πλήθη των κατά βάση αργόσχολων Βαυαρών που κουβάλησε αργότερα ο Όθωνας και η αντιβασιλεία.
1,40 η οκά το λάδι
Ο Βαυαρός πρόξενος Στρονγκ αναφέρει ότι το 1841 οι τιμές τροφίμων στην Αθήνα είχαν ως εξής: κρέας 0.80-1.20 δρχ. η οκά (= 1280 gr.), πουλερικά 1.5-2.5 δρχ. το ένα, λαχανικά 0.10-0.40 δρχ. η οκά, φρούτα 0.20-0.50 δρχ. η οκά, λάδι 1.40, ζάχαρη 1.70, τυρί 1.40, ρύζι 0.80, φιδές 0.90, ψωμί 0.30, γάλα 0.40, καφές 2.20 μέλι, 3.00, βούτυρο 4.00, κρασί 0.40. λαρδί 2.50, χαβιάρι 5.40 δρχ. η οκά. Με τα στοιχεία που έχουμε, το 1832 αναλογούσε ένα ζευγάρι βόδια για κάθε τρεις οικογένειες χωρικών. Μέχρι το 1841, τα πράγματα είχαν χειροτερέψει και η σχέση έγινε 1:4. Κι αυτό παρά τις μεγάλες εισαγωγές βοδιών και αλόγων από την Τουρκία, οι οποίες μόνο τη διετία 1832-1834 ξεπέρασαν τις 200 χιλιάδες ζώα.
Η σταφίδα
Σημαντικά έσοδα για τους χωρικούς, τους αγρότες και το κράτος προέρχονταν από την παραγωγή της σταφίδας. Ο συνεργάτης του Καποδίστρια Χριστόφορος Κρατερός υπολόγισε το ετήσιο μέσο κέρδος από την καλλιέργεια της σε 53 γρόσια ανά στρέμμα. Την ίδια περίοδο, το κέρδος του αγρότη από την καλλιέργεια άλλων αγροτικών προϊόντων δεν ξεπερνούσε το 1,5 γρόσι για την ίδια έκταση. Η εντυπωσιακή αυτή διαφορά εξηγεί τη στροφή των χωρικών προς τη σταφιδοπαραγωγή και την επιβολή της μονοκαλλιέργειας. [6] Οι εξαγωγές σταφίδας αποτελούσαν το 1839 το 36,4% του συνόλου των ελληνικών εξαγωγών (2,67 εκατ. δρχ. στις 7.33 εκατ. δρχ.). [11] Πριν την Επανάσταση, αν και ο τούρκικος νόμος δεν αποδεχόταν τους τόκους, τα επιτόκια δανεισμού κυμαίνονταν μεταξύ 10-12% και κατ’ εξαίρεση σε ειδικές εμπορικές συμφωνίες έφταναν τα 15-20%. Μετά την απελευθέρωση, είχαν σχεδόν διπλασιαστεί φτάνοντας το 24%, ενώ πολλές φορές ξεπερνούσαν το 30% ή και το 50 τοις εκατό. Την ίδια περίπου εποχή, οι εργάτες γης στη Λαμία έπαιρναν 300 δρχ. το χρόνο, μια γαλοπούλα στοίχιζε 10 δρχ., το νοίκι ενός σπιτιού ήταν γύρω στις 50-100 δρχ. το μήνα και ένας καλός γάιδαρος κόστιζε 30 ολόκληρες δραχμές.
Τον Απρίλιο του 1827, ο Ιωάννης Καποδίστριας γίνεται κυβερνήτης της Ελλάδας και μεταφέρει το κυβερνητικό τυπογραφείο από το Ναύπλιο στην Αίγινα. Στις 30 Σεπτεμβρίου 1831 μαύρο περιθώριο περιβάλλει κάθε σελίδα της «Γενικής Εφημερίδος της Ελλάδος» συμμετέχοντας στο πένθος για τη δολοφονία του κυβερνήτη.
Τα δημόσια έσοδα
Με τη μορφή της εξωτερικής βοήθειας κι έπειτα από πράγματι άοκνες προσπάθειες του Καποδίστρια, η Ρωσίαχορήγησε συνολικά από το 1828 ως το 1830 500.000 ρούβλια, η Γαλλία κατά το 1828 έδωσε 3.833.000 φράγκα, το 1829 φράγκα 1.554.884 και από το τέλος του 1829 100.000 φράγκα το μήνα ως το 1830, οπότε σταμάτησε την αποστολή βοηθημάτων. [15] Σύμφωνα με τον Άγγλο φιλέλληνα και ιστορικό Γεώργιο Φίνλεϊ, αι Ελληνικαί πρόσοδοι κατά τον χρόνον τούτον προήρχοντο εκ των εξής πηγών: α) το δέκατον καλλιεργημένης γης και 25 τοις εκατόν επί της εθνικής ιδιοκτησίας, β) οι δασμοί των τελωνείων, οι εκμισθώσεις αλυκών και ιχθυοτροφείων δ) φόρος των κτηνών ε) φόρος οικιών, μαγαζείων και μύλων, επί των διαβατηρίων και εκ των καθάρσεων. [10]
Ο ίδιος ιστορικός -αυτόπτης και αυτήκοος- υπολογίζει ότι οι δημόσιες εισπράξεις του 1829 ξεπέρασαν τα τέσσερα εκατομμύρια δραχμές ενώ η δαπάνη για τη συντήρηση τριών χιλιάδων τακτικών στρατιωτών ήταν ένα εκατομμύριο και τα έξοδα της υποτυπώδους αστικής διοίκησης μόλις 300 χιλιάδες δραχμές:
«Αι εισπράξεις του έτους 1829 υπερέβησαν τα τέσσαρα εκατομμύρια δραχμών, και η δαπάνη τρισχιλίων τακτικών στρατιωτών ανήλθε μόνον εις εν εκατομμύριον. Το ποσόν των τριών εκατομμυρίων θα υπερήρκει προς διατήρησιν στρατού εκ πεντακοσίων τακτικών, μετά της πρεπούσης αναλογίας ιππέων και πυροβολικού.» [10]
Η μάχη της Πέτρας
Με βάση τις πρόσφατες συνθήκες, η Ελλάδα δεσμευόταν ότι δεν θα προέβαινε σε πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον της Πύλης, μετά την επίσημη κήρυξη της ειρήνης. Λίγες μέρες μετά την λήξη της Δ’ Εθνικής Συνέλευσης του Άργους, το φθινόπωρο του 1829, έληξε ουσιαστικά και η ηρωική Επανάσταση του 1821. Η επέμβαση γαλλικού σώματος 13-15.000 στρατιωτών έδιωξε τον Ιμπραήμ και τα εναπομείναντα στρατεύματά του από το Μοριά, ενώ τον προηγούμενο χρόνο η προέλαση των Ρώσων στην Αδριανούπολη κατά το Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1828–1829 ανάγκασε τον σουλτάνο να απομακρύνει από την Ελλάδα όλο τον στρατό. Ο Ασλάν βέης διατάχτηκε να συνοδεύσει όσους Τούρκους παρέμειναν στην Αττική και τη Βοιωτία. Επιστρέφοντας από την Αθήνα, ο Ασλάν χτυπήθηκε από δυνάμεις των επαναστατών με επικεφαλής τονΔημήτριο Υψηλάντη, στο στενό πέρασμα της Πέτρας – μεταξύ της Λειβαδιάς και των Θηβών. Στην τελευταία σύγκρουση της Επανάστασης, ο μπέης υπέστη δεινή ήττα και υπέγραψε συνθηκολόγηση.
Ο Φοίνικας ήταν το πρώτο ελληνικό νόμισμα. Κόπηκε σε μία μεσαιωνική μηχανή που αγοράστηκε για εκατό μόλις λίρες στη Μάλτα από τον Κοντόσταυλο και ανήκε κάποτε στο τάγμα των Ιωαννιτών της Ρόδου. Μεταξύ 1828 και 1831 κυκλοφόρησαν 11.978 αργυροί φοίνικες. Τα σύνορα του νέου κράτους ήταν λοιπόν για την ώρα εγγυημένα από τις τρεις μεγάλες δυνάμεις και τα σώματα των τακτικών μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την επιβολή στοιχειώδους έννομης τάξης στο εσωτερικό και την πάταξη της ληστείας σε στεριά και θάλασσα. Κατά τον Άγγλο φιλέλληνα – ο οποίος γνώρισε προσωπικά τον Κερκυραίο διπλωμάτη και έζησε δεκαετίες στην Ελλάδα – κι ένας κυβερνήτης με λιγότερες ικανότητες από τον Καποδίστρια θα μπορούσε να βελτιώσει τάχιστα την κατάσταση του αγροτικού πληθυσμού και να αποκτήσει μέγα ιστορικόν όνομα:
«Όθεν, αφού τα έξοδα της αστικής διοικήσεως υπελογίζοντο μόνον εις 300 χιλ. δραχμών, πρόδηλον είνε ότι δεξιά και χρηστή διαχείρισις θα ηδύνατο να θέση τα θεμέλια της τάξεως εν τω στρατώ, και να εξασφαλίση αμερόληπτον απονομήν της δικαιοσύνης διά του διορισμού καλώς αμειβομένων δικαστών. Ανήρ ολιγώτερον εντριβής περί τας διπλωματικάς πλεκτάνας, την πολιτικήν της Ιεράς Συμμαχίας και τα ξένα πρωτόκολλα ή ο Καποδίστριας, καίτοι πολύ υποδεεστέρας ικανότητος, θα ηδύνατο, αφιερών την πρωτίστην προσοχήν του εις βελτίωσιν της καταστάσεως του αγροτικού πληθυσμού, τάχιστα ν’ ανυψώση την Ελλάδα εις ανθηράν κατάστασιν, και ν’ αποκτήση μέγα ιστορικόν όνομα». [10]
Αν και οι προθέσεις ήταν αγνές, δεξιά και χρηστή διαχείρισις μάλλον δεν μαρτυρείται από τις πηγές. Φαίνεται όμως ότι και η απλή λειτουργία κρατικού μηχανισμού για την είσπραξη των τελωνειακών δασμών ήταν αρκετή για να αυξήσει εντυπωσιακά τα δημόσια έσοδα, χωρίς να επιβληθούν πρόσθετα τέλη:
«Η διοίκησις των τελωνείων μεγάλως εβελτιώθη υπό την εποπτείαν του συνταγματάρχου Άϊδεκ, οι δασμοί και τέλη του Αργολικού Κόλπου ανήλθον από 20 χιλ. εις 336 χιλ. δραχμών ετησίως, χωρίς προσθετόν τι τέλος να επιβληθή, και αι εισπράξεις αι εκ του λιμένος της Σύρου επίσης μεγάλως ηυξήθησαν».[10]
Ο Φοίνιξ ήταν βάρους κατά τα σταθμά της εποχής ενός δραμίου και 3/8 αυτού, ενώ αποτελούνταν από εννέα μέρη καθαρού αργύρου και ένα μέρος χαλκού. Κυκλοφόρησε σε υποδιαιρέσεις του ενός, πέντε, δέκα, και είκοσι λεπτών, ενώ πέντε Φοίνικες αντιστοιχούσαν σε μία Αιγίδα.
Ο ιστορικός Γιάννης Κορδάτος αναφέρει ακόμη ότι ο Καποδίστριας αρνήθηκε στα εμπορικά πλοία της Ύδρας και των Σπετσών να ταξιδεύουν με ξένη σημαία και το κράτος έχασε έτσι σημαντικά έσοδα. (Ως παράδειγμα χρηστής και εμπνευσμένης διαχείρισης οικονομικής κρίσης που προέκυψε από πόλεμο αναφέρει ο Κορδάτος τον Λένιν και τη Νέα Οικονομική Πολιτική που εφάρμοσε στο νεοπαγές σοβιετικό κράτος…) Η πρόταση να επιτραπεί ο πλους με ξένη σημαία έγινε από τους αντιπρέσβεις των τριών δυνάμεων (Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία). Ο ναύλος των νησιώτικων πλοίων θα ανακούφιζε προφανώς τον πληθυσμό από την ανεργία και την πείνα που ενέσκηψαν για πολλούς λόγους στα νησιά αυτή την περίοδο, καθώς θα έφερνε νέα απαραίτητα έσοδα από τα τελωνεία και γενική αύξηση της εμπορικής κίνησης. [13] Ο κυβερνήτης κατάφερε πάντως να πατάξει δυναμικά την πειρατεία – με την αποφασιστική συμβολή του γενναίου Μιαούλη– και να εξασφαλίσει σχετική ασφάλεια στη θάλασσα.
Σύμφωνα τώρα με τον Κωνσταντίνο Τσουκαλά, ο μέσος ετήσιος όρος των δημοσίων εξόδων της καποδιστριακής περιόδου ήταν 10.577.924 φοίνικες ή 9.309 δρχ. Το ποσό αυτό ανήλθε επί Αντιβασιλείας σε 12.277 χιλ. δρχ. το 1833, σε 15.934 χιλ. δρχ. το 1834 και σε 14.154 χιλ. δρχ. το 1835. Οι δημόσιες δαπάνες αυξήθηκαν στη συνέχεια και μετά την ενθρόνιση του Όθωνα: 17.427 χιλ. δρχ. το 1836. 19.952 το 1837 και από 17,2 εκατ. δρχ. το 1838 και 1839. [4]
Ο φόρος της δεκάτης
Ούτως ή άλλως, η οικονομία παραμένει βασικά αγροτική, οι παραγωγικές δομές είναι καθυστερημένες και δεν έχουν εισαχθεί σύγχρονες μέθοδοι καλλιέργειας και νέες ποικιλίες. Το φορολογικό σύστημα της δεκάτης, όπως θα δείξουμε και παρακάτω, κάνει περίπλοκη υπόθεση την ανάπτυξη της παραγωγής και την αύξηση των κρατικών εσόδων. Οι χωρικοί είναι γενικώς απρόθυμοι να αυξήσουν την ποσότητα των προϊόντων που παράγουν, επειδή είναι σχεδόν βέβαιο ότι το πλεόνασμα θα το καταχρασθούν οι τουρκομαθημένοι μισθωτές φοροεισπράκτορες. Εμφανίζονται ακόμη παντελώς αδιάφοροι ως προς τη βελτίωση της ποιότητας των αγαθών που παράγουν, αφού τα γεννήματα πληρώνονται τελικά χονδρικώς και στην ίδια τιμή· ο διαχωρισμός της ποιότητας και των ανάλογων τιμών γίνεται αλλού και ελάχιστα ωφελεί οικονομικά τον ακτήμονα παραγωγό – καλλιεργητή.
Τα προηγούμενα ο αρχοντοθρεμμένος κόμης τα αντιμετώπιζε ως συμπτώματα της τεμπελιάς των Ρωμιών, καθώς δεν είχε ούτε την πρακτικήν πείραν ούτε οικονομικές και διοικητικές γνώσεις απαραίτητες σε έναν ηγέτη που θέλει να κυβερνήσει και να μάλιστα να ανορθώσει μια καταστραμμένη χώρα. Κατά περιοχές, ισχύουν μονοπωλιακές καταστάσεις κληρονομημένες από το πρόσφατο Οθωμανικό παρελθόν. Ωστόσο, ο τόπος είναι ολιγάνθρωπος και αραιοκατοικημένος, οι ακαλλιέργητες και εύφορες γαίες αφθονούν, ενώ πλήθη εργατικών και λιτοδίαιτων Ελλήνων από τις υπόδουλες περιοχές θα ήταν κατ’ αρχήν πρόθυμοι να μετοικήσουν στο νέο κράτος, εφόσον υπήρχαν οι προϋποθέσεις και τα κίνητρα. Τα εργατικά χέρια είναι μάλλον άφθονα και φτηνά.
Ο Καποδίστριας ανέθεσε την οικονομική πολιτική σε τριμελές συμβούλιο, όλα ωστόσο τα έγγραφα υπογράφονταν τελικά και ελέγχονταν από τον ίδιο. Όπως αποδείχθηκε, ήταν πρακτικώς αδύνατον να εφαρμόσει συγκεντρωτικό σύστημα διοίκησης χωρίς σώμα κρατικών υπαλλήλων οργανωμένο, εκπαιδευμένο και στοιχειωδώς αδιάφθορο. Είναι γεγονός όμως ότι προσπάθησε προς αυτή την κατεύθυνση αλλά με ελάχιστα πρακτικά αποτελέσματα:
«Εις μεταγενεστέραν εποχήν, ο Κυβερνήτης επρότεινεν εξαίρετον οικονομικόν μέτρον προς την εν Άργει Εθνοσυνέλευσιν, πλην, όπως πάμπολλαι άλλαι αγαθαί προθέσεις του, ουδέποτε ετέθη και τούτο εις εφαρμογήν. Όλοι οι δημόσιοι λογαριασμοί εθεσπίζετο να υποβάλλωνται εις την επιθεώρησαν ενός ελεγκτικού συνεδρίου εις το τέλος εκάστης τριμηνίας». [10]
Το νέο νόμισμα
Με λίγες εξαιρέσεις, η κοπή νομίσματος στην οθωμανική επικράτεια ήταν αποκλειστικό προνόμιο του σουλτάνου. Οι φόροι ορίζονται από την Πύλη σε χρυσά νομίσματα (φλωριά βενέτικα, μαντζάρικα, μισίρικα, σιερίφια, φουντουκλιά ή μαχμουτιέδες). Κυκλοφορούν ακόμη επισήμως αργυρά νομίσματα όπως το τούρκικο γρόσι, το μπεσλίκι, το γερμιλίκι και άλλα· από τα Ευρωπαϊκά γίνονται δεκτά τα τάλιρα και τα ρεάλια.
Ο καθηγητής της πολιτικής οικονομίας I. Σούτσος υπολόγισε το νομισματικό κεφάλαιο που υπήρχε στην Ελλάδα κατά την άφιξη του Όθωνα και την προέλευση του ως εξής: 25 εκατ. δρχ. εγκαταλειμμένα από τους Τούρκους, 15 εκατ. ήταν τα λάφυρα από ξηρά και θάλασσα, 25 εκατ. τα κεφάλαια των νησιών, 20 εκατ. από τα δύο αγγλικά δάνεια, 20 εκατ. από τη διαμονή του γαλλικού στρατού και των συμμαχικών στόλων, 4 εκατ. δάνειο προς τον κυβερνήτη και 20 εκατ. από το δάνειο των 60 εκατομμυρίων. Υποθέτει δε πως βγήκαν από τη χώρα στη διάρκεια του πολέμου 30 εκατ. Επομένως, το υπόλοιπο που παρέμεινε στη χώρα έφτανε τα 100 εκατομμύρια. δραχμές, ποσό το οποίο δέχεται και ο Δ. Ζωγράφος. [12]
Πρώτος Έφορος του Εθνικού Νομισματοκοπείου της Ελλάδας διετέλεσε ο Χίος Αλέξανδρος Κοντόσταβλος(1789-1865), διαπρεπής έμπορος στην Τεργέστη, το Λονδίνο και τη Μάλτα και φίλος του Αδαμάντιου Κοραή. Ο Κοντόσταβλος υπέβαλε πρόταση στον κυβερνήτη σχετικά με το νομισματικό σύστημα που έπρεπε να εισαχθεί στο νεοσύστατο κράτος. Το νέο νόμισμα ονομάστηκε Φοίνιξ και συμβόλιζε την αναγέννηση του ελληνικού κράτους από την τέφρα του. Η μορφή του φοίνικα έχει τις ρίζες της στην αρχαία ελληνική και αιγυπτιακή μυθολογία. Ήταν επίσης το σύμβολο της Φιλικής Εταιρείας και ως επιλογή είχε έντονο συμβολικό και μυστικιστικό φορτίο. Η λέξη προέρχεται από το «φοινός», που σημαίνει πορφυρός, βαθυκόκκινος, αυτός που έχει το βαθύ κόκκινο χρώμα του αίματος, αιματώδης (< αρχαία ελληνική φένω (=σκοτώνω) < ιαπετική ρίζα -φεν και φον- και -φαν). Αναφέρεται κι από τον Ηρόδοτο, ως μυθολογικό πουλί που ξαναγεννιέται απ’ τις στάχτες του.[8]
Μεταξύ 1828 και 1831 κυκλοφόρησαν 11.978 αργυροί φοίνικες (1 φοίνικας: 100 λεπτά) καθώς επίσης και χάλκινα του 1 λεπτού 1.312.400 τεμάχια, των 10 λεπτών 2.884.895 τεμ. και των 20 λεπτών 1.305.848 τεμ., συνολικής αξίας 594.887 φοινίκων. Για την κοπή των υποδιαιρέσεων χρησιμοποιήθηκαν λάφυρα πολέμου (χάλκινα τούρκικα τηλεβόλα). Παρά την κυκλοφορία των νέων ελληνικών νομισμάτων, ο λαός εξακολούθησε να χρησιμοποιεί ως βάση των συναλλαγών του το τούρκικο πιάστρο. [3]
Η ισοτιμία του Φοίνικος
Σε αφιερώματα ή στο διαδίκτυο, γράφεται συχνά ότι η αντιστοιχία του Φοίνικα ορίσθηκε με βάση το γαλλικό νομισματικό σύστημα, δηλαδή το γαλλικό φράγκο. Όμως, όπως σαφώς βεβαιώνουν ο Φίνλεϊ και ο Μπαρτόλντι, το νόμισμα κόπηκε στην πραγματικότητα με βάση το ισπανικό κολονάτο. Η διαφορά φαίνεται ίσως ασήμαντη και επουσιώδης, αλλά είχε καθοριστική σημασία για την τύχη και την αποδοχή του νέου νομίσματος.
Λόγω της έλλειψης πολύτιμων μετάλλων για την κοπή νομισμάτων, η κυβέρνηση δημιούργησε το 1831 τραπεζογραμμάτια αξίας 5, 10, 50 και φοινίκων χωρίς να έχει τα αντίστοιχα κεφάλαια. Το αποτέλεσμα ήταν να απορριφθεί καθολικά από το κοινό.
Στη έγκυρη Ιστορία του Ελληνικού Έθνους –βρίσκεται σε όλα τα σχολεία και τις δημόσιες βιβλιοθήκες – διαβάζουμε σχετικά:
«Στη διευκόλυνση του εμπορίου απέβλεπε, εκτός από άλλα μέτρα, και ο καθορισμός από 28 Φεβρουαρίου 1828, από τις πρώτες ημέρες δηλαδή της κυβερνήσεως του Καποδίστρια, της επίσημης τιμής των διαφόρων ξένων νομισμάτων, σε σύγκριση με το γρόσι, που αυτό ήταν ακόμη σε χρήση για τον προϋπολογισμό του κράτους και με αυτό συναλλασσόταν το δημόσιο. Ακόμη καθορίσθηκε από τον Ιανουάριο του 1830 η επίσημη τιμή των ξένων νομισμάτων, σε σύγκριση με τον φοίνικα, πού είχε στο μεταξύ ορισθή ως το εθνικό νόμισμα». [9]
Και παρακάτω:
«Το πρώτο αυτό νόμισμα του νέου ελληνικού κράτους κόπηκε το 1828 και τέθηκε σε κυκλοφορία την 1η Οκτωβρίου 1829 μαζί με τις υποδιαιρέσεις του: λεπτό, πεντάλεπτο και δεκάλεπτο. Αργότερα, το 1831, κόπηκε και τέθηκε σε κυκλοφορία και εικοσάλεπτο. Ο φοίνικας ήταν από άργυρο και οι υποδιαιρέσεις του από χαλκό. Τον Ιανουάριο 1830 ανακοινώθηκε ότι από 1ης Μαρτίου 1830 «τα κατάστιχα πάσης δημοσίου υπηρεσίας θέλουν κρατείσαι εις Φοίνικας και Λεπτά». Στις 30 Ιουνίου 1831 η κυβέρνηση, για να αντιμετωπίσει την άκρως δυσχερή οικονομική κατάσταση, αναγκάστηκε να εκδώση χαρτονομίσματα των 5, 10, 15 και 100 φοινίκων, για ποσό τελικά 1.000.000 φοινίκων, ενώ το σχετικό ψήφισμα επέτρεπε την έκδοση μέχρι ποσού 3.000.000. Αλλά τα αποτελέσματα ήταν πενιχρά, επειδή τα χαρτονομίσματα «δεν επέτυχαν την κοινήν υπόληψιν»». [9]
Όπως είδαμε μόλις, στο ογκώδες και σημαντικό κατά τα άλλα συλλογικό έργο δεν δίνεται καμιά πληροφορία για την ισοτιμία του νομίσματος, αν και οι αναφορές είναι πασίγνωστες.
Στο λήμμα Καποδίστριας, η Βικιπαίδεια γράφει:
«Ο Φοίνικας ήταν βάρους κατά τα σταθμά της εποχής ενός δραμίου και 3/8 αυτού, ενώ αποτελούνταν από εννέα μέρη καθαρού αργύρου και ένα μέρος χαλκού. Κυκλοφόρησε σε υποδιαιρέσεις του ενός, πέντε, δέκα, και είκοσι λεπτών, ενώ πέντε Φοίνικες αντιστοιχούσαν σε μία Αιγίδα. Ο Φοίνιξ αντικατέστησε το Οθωμανικό kuruşμε την ισοτιμία 6:1 (έξι Φοίνικες προς ένα kuruş)».
Οι κερδοσκόποι
Ο Μπαρτόλντι γράφει για νομισματικά πειράματα και θεωρεί ότι εσφαλμένως έγινε η αντιστοιχία με το ισπανικό τάλιρο:
«Τα νομισματικά πειράματά του επίσης έδειξαν τη μεγάλη του αμάθεια και δεν ανταποκρίθηκαν στις ανάγκες του τόπου. Αντί να ορίσει σαν νομισματική μονάδα το φράγκο, δημιούργησε το φοίνικα, επηρεασμένος από τις παλιές σχέσεις εμπορίου με την Ανατολή και όρισε τιμή του το 1/6 του ισπανικού ταλίρου. Δεν υπολόγισε όμως, ότι τα ισπανικά τάλιρα κυκλοφορούσαν στην Ανατολή υπερτιμημένα κι έτσι το νέο νόμισμα είχε ασταθή βάση».
Αναφέρει ακόμη ότι λησμονήθηκε να αφαιρεθεί η δαπάνη του κόστους και οι κερδοσκόποι έλιωναν και πουλούσαν το ασήμι, το οποίο προφανώς ως μέταλλο στην αγορά έπιανε περισσότερο από την ονομαστική αξία του νομίσματος:
«Κατά την κοπή λησμονήθηκε ν’ αφαιρεθεί από την αξία κάθε αργυρού φοίνικος η δαπάνη του κόστους κι έτσι η έκδοση του νομίσματος αντί να πλουτίζει το κράτος, το ζημίωσε. Οι κερδοσκόποι εκμεταλλεύτηκαν την ασυγχώρητη αυτή αμέλεια και ή τα έλιωναν και τα πουλούσαν σαν ασήμι ή τα εξήγαν στο εξωτερικό. Η κυβέρνηση μπροστά σ’ αυτή την κατάσταση σταμάτησε την περαιτέρω έκδοση και κυκλοφορούσε μόνο χάλκινα σε αξία λεπτών. Το ποσό των χάλκινων ήταν τέτοιο, ώστε σε δύο χρόνια ξεπέρασαν το ένα εκατομμύριο φοίνικε»ς. [14]
Στον ίδιο διαβάζουμε ότι στο εξής οι οφειλέτες υποχρεώνονταν να εξοφλούν τα χρέη τους στο τρέχον νόμισμα (τον ανυπόληπτο φοίνικα δηλαδή) και απαγορεύτηκε η κυκλοφορία ξένων νομισμάτων, ιδίως των τουρκικών. Κρίνει το μέτρο ως ακαταλόγιστο:
«Γενική επίσης αγανάκτηση έφερε στον εμπορικό κόσμο, διάταξη κατά την οποία οι οφειλέτες σε τουρκικό νόμισμα προ της νομισματικής μεταρρυθμίσεως του 1828 υποχρεούνταν στη πληρωμή του χρέους τους σε σύγχρονο της εξοφλήσεως νόμισμα. Και στα τέλη του 1831 δημοσιεύτηκε απαγόρευση της κυκλοφορίας ξένων, και ιδίως τουρκικών νομισμάτων, ακόμα κι αυτών που κόπηκαν στην Ελλάδα, μεταξύ του 1826 και του 1828. Το μέτρο ήταν αληθινά ακαταλόγιστο για χώρα που πάλευε με τη χρεοκοπία και άνοιγε εντελώς τις πόρτες στην τοκογλυφία και την παραχάραξη«. [14]
Υπό χρηματιστικήν κυβείαν
Ο Φίνλεϊ, αν και θεωρείται “αντικαποδιστριακός” – άποψη που ο γράφων ουδόλως συμμερίζεται – είναι πιο κατατοπιστικός. Αποδίδει το σφάλμα σε ελλιπή δοκιμή και θεωρεί κι αυτός ότι έπρεπε το νέο νόμισμα να είναι ισάξιο προς το γαλλικό ή αυστριακό φράγκο. Θεωρεί ακόμη ότι ο Καποδίστριας επηρεάσθηκε υπό παλαιών εμπορικών συνεταιρισμών εμπόρων της Ανατολής:
«Νέον νομισματικόν σύστημα εισήχθη, πλην ατυχώς εβασίσθη επί σφαλεράς θεωρίας, και ετέθη εις εφαρμογήν δι’ ελλιπούς δοκιμής. Αι νομισματικαί σχέσεις της Ελλάδος υπεδείκνυον οτι το σύστημα ή της Γαλλίας ή της Αυστρίας έπρεπε να γείνη δεκτόν ως μέτρον του Ελληνικού νομίσματος, και υπήρχον ισχυροί και πρακτικοί λόγοι όπως προτιμηθή το φράγκον ως μονάς. Ο Καποδίστριας, επηρεασθείς υπό παλαιών εμπορικών συνεταιρισμών εμπόρων της Ανατολής, έκοψε νέον νόμισμα κληθέν φοίνικα (το όποιον μετονομάσθη ακολούθως δραχμή υπό της Βαυαρικής αντιβασιλείας) ως μονάδα του Ελληνικού νομισματικού συστήματος · αλλ’ αντί να το κάμει ισάξιον προς το φράγκον, το έκαμεν εν έκτον της μεταλλικές άξιας Ισπανικού κολοννάτου. Πλην, επειδή το κολοννάτον ήτο νόμισμα κυκλοφορούν εν τη Ανατολή υπό χρηματιστικήν κυβείαν, υπήρξε προφανώς σφάλμα το να βασισθή το νομισματικόν σύστημα επί τοιούτου μέτρου. Ελλιπής δοκιμή προσέτι επέφερε σφάλμα και εις την μεταλλικήν αξίαν του νομίσματος του εκδοθέντος παρά του Καποδίστρια και ο φοίνιξ εκόπη εις μικράν ποσότητα».
Κι αν ακόμα τον θεωρήσουμε τον Φίνλεϊ αυστηρό και εμπαθή, νομίζουμε ότι γνωρίζει πολύ καλά τα γεγονότα και ειδικά τα οικονομικά. Εκτός των άλλων, ο Άγγλος φιλέλληνας συνέγραψε το 1836 και το Δοκίμιο στις τραπεζικές αρχές, εφαρμοστέες υπό του Ελληνικού κράτους (Essai sur les principes de banque appliques a l’etat actuel de la Grece). Ως εκ τούτου, θεωρούμε εξαιρετικά απίθανο να μην γνώριζε την απλή και πασίγνωστη τότε ισοτιμία με το ισπανικό κολονάτο και την πρακτική χρησιμότητά της.
Και ο θεωρούμενος ως “φιλοκαποδιστριακός” ιστορικός Φρειδερίκος Χέρτσβεργ αναφέρει ότι το νόμισμα υπολογίστηκε εσφαλμένως με βάση το ένα έκτο (1/6) του ισπανικού κολονάτου. Την εκτεταμένη κερδοσκοπία με τα πρώτα νεοελληνικά ασημένια νομίσματα επιβεβαιώνουν και άλλοι μελετητές:
Εκείνο το οποίο αναμφίβολα συνέβη ήταν ότι τα χρυσά και τα ασημένια νομίσματα, (φοίνικες και δραχμές), λόγω της αξίας τους σε μέταλλο, εξαφανίστηκαν γρήγορα (λειώθηκαν και πουλήθηκαν) και στην κυκλοφορία παρέμειναν μόνο τα ξένα φθαρμένα νομίσματα και οι χάλκινες δραχμές. [16]
Το 1833 η Αντιβασιλεία έθεσε τελικά εκτός κυκλοφορίας το Φοίνικα και καθόρισε νέο νομισματικό σύστημα με βάση τη δραχμή. Μια δραχμή ήταν περιεκτικότητας 4,029 γραμμαρίων καθαρού αργύρου και ίσης αξίας προς 0.895 του γαλλικού φράγκου. Κλάσμα της εξακολούθησε να είναι το λεπτό (1:100). Τα νέα κέρματα κόπηκαν στο Μόναχο, ο δε ακριβής αριθμός τους παραμένει άγνωστος.
Η ιστορία με την εισαγωγή του νομίσματος – όπως και η περιπέτεια της πρώτης Εθνικής Χρηματιστικής Τράπεζας με την οποία θα ασχοληθούμε σε επόμενο σημείωμα – εκτός των άλλων, είχαν οπωσδήποτε επιπτώσεις στο φρόνημα του λαού και την πίστη του σε ένα καθεστώς χρηστής διοίκησης, δίκαιο και προπαντός ικανό να λύσει τα φλέγοντα πρακτικά ζητήματα που ταλάνιζαν τη φτωχολογιά, η οποία σήκωσε το βάρος του Αγώνα. Το νέο κράτος άρχιζε άσχημα κι ένα άγριο αίσθημα αδικίας ήταν διάχυτο στην κοινωνική ατμόσφαιρα:
«Εις τον λαόν εφάνη ότι η εντιμότης δεν ήτο η άριστη πολιτική εις τας χρηματικάς υποθέσεις, και η γενική ροπή προς την αισχροκέρδειαν είνε, ως απεδείχθη εις τας προηγουμένας σελίδας, βαθέως κεχαραγμένη εις την ιστορίαν των Ελλήνων». [10]
Ένας μεγάλος Έλληνας δημοκράτης, ο Αδαμάντιος Κοραής, είχε προτείνει να απεικονίζεται στο πρώτο νόμισμα του νεοελληνικού κράτους προσωποποιημένη η Δικαιοσύνη.
Δείτε ακόμη: Ο Ιωάννης Καποδίστριας και η πρώτη τράπεζα στην Ελλάδα
Ενδεικτική βιβλιογραφία, σημειώσεις και παραπομπές
Ενδεικτική βιβλιογραφία, σημειώσεις και παραπομπές
Για το πρώτο και δεύτερο μέρος
[1] 1. Όσον αφορά τη φύση των επιφανειών, στο Μωριά υπήρχαν πολλά αρόσιμα εδάφη, που κάλυπταν το 53,4% της περιοχής. Οι άγονες ορεινές και βραχώδεις εκτάσεις κατείχαν το 23,4%, τα δάση το 14,0%, οι λίμνες και τα ποτάμια το 7,0%, οι αμπελώνες το 12%· Συγκριτικά, τα αρόσιμα εδάφη στη Ρούμελη ήταν λιγώτερα, 41,9% του γεωγραφικού διαμερίσματος, περισσότερα ήταν τα Βουνά 25,6%, τα δάση 20,5%, οι λίμνες και τα ποτάμια 10,3%. Στο ίδιο ποσοστό ήταν οι αμπελώνες 1,0%. Τα εδάφη των νησιών αποτελούνταν κύρια από Βουνά και βράχια 883%. Αρόσιμα εδάφη υπήρχαν ελάχιστα 4,5%, υπήρχαν όμως αρκετά αμπέλια 4,8% και περιβόλια 1,7%. Βλ. Fr. Strong, «Greece as a Kingdown, or a statistical description of that country from the arrival of king Otto in 1833 down to the present time>. LONGMAN, London 1842, σελ. 2.
[2] Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, Κοινωνική ανάπτυξη και κράτος – η συγκρότηση του δημόσιου χώρου στην Ελλάδα, ΘΕΜΕΛΙΟ, 1981, σελ. 45-47.
[3] Βλ. Πράτσικα, σελ. 5-6, Τιρς, τομ. Β’, σελ. 88- Μάουρερ, σελ. 348- Strong, σελ. 102-103. Βλ. στο: Δημήτρης Λιθοξόου, Τετράδια πολιτικού διαλόγου, έρευνας και κριτικής, τεύχος 7.
[4] Το μεγαλύτερο μέρος αυτών των εξόδων κάλυπταν οι στρατιωτικές δαπάνες (μέγιστο 70,3% το 1834 – ελάχιστο 4 1,1% το 1839). Ένα εκατ. δρχ. ήταν η ανακτορική επιχορήγηση. Βλ. Ραπτάρχη, σελ. 248, 272
[5] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος 12, Εκδοτική Αθηνών
[6] Προσεγγίσσεις και σημειώσεις σχετικά με την οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα την περίοδο 1830-1840, Δημήτρης Λιθοξόου, Τετράδια πολιτικού διαλόγου, έρευνας και κριτικής, τεύχος 7. Στο ίδιο και οι ακριβείς παραπομπές. Βλ. Ζωγράφου, τομ. Α’, σελ 307 -311.
[7] (Τρικούπης, 1862, τ. Δ’, ασ. 276 – 277).
[8] Ιερό μυθικό πουλί των αρχαίων Αιγυπτίων. Κατά τον Ηρόδοτο είχε το μέγεθος του αετού και πούπουλα χρυσοκόκκινα (βιβλ. 2,73). Κάθε 500 χρόνια – κατά τον ίδιο – ερχόταν από την Αραβία στην Ηλιούπολη της Αιγύπτου, μεταφέροντας τον νεκρό πατέρα του, τον οποίο τύλιγε σε σχήμα αβγού μέσα σε σμύρνα και τον έθαβε στο ιερό του Ήλιου. Σύμφωνα με τον Πλίνιο, ένας μόνο φοίνικας υπάρχει σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Όταν γεράσει, κατασκευάζει φωλιά με κλαδιά αρωματικών φυτών, τη γεμίζει με αρώματα και πεθαίνει καιγόμενος μέσα σ’ αυτή. Από τη στάχτη του γεννιέται ένα σκουλήκι, που μεταμορφώνεται σε φοίνικα και μεταφέρει τα λείψανα της προηγούμενης υπάρξεώς του μαζί και της φωλιάς του στην πόλη του Ήλιου για ταφή. Ο χριστιανισμός χρησιμοποίησε το φοίνικα ως σύμβολο της αθανασίας της ψυχής, η Φιλική Εταιρεία ως σύμβολο του Ελληνικού κράτους που ξαναγεννιέται από τη στάχτη του, ο Αχ. Υψηλάντης στη σημαία του Ιερού Λόχου.
[9] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος 12, Εκδοτική Αθηνών
[10] Γεωργίου Φίνλεϋ: Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως Μετάφραση: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Φιλολογική επιμέλεια: Άγγελος Μαντάς, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων.
[11] Βλ. Strong. 132 133. Βλ. στο: Δημήτρης Λιθοξόου, Τετράδια πολιτικού διαλόγου, έρευνας και κριτικής, τεύχος 7.
[12] I. Α. Σούτσου, «Πραγματεία περί παραγωγής και διανομής του πλούτου», Αθήναι 1868. σελ. 263-264• Δημ. Α. Ζωγράφου, «Ιστορία της ιδρύσεως της Εθνικής Τραπέζης 1833-1842», τομ. Β’, Αθήναι 1927, σελ. 278-281.
[13] Γιάννης Κ. Κορδάτος, Η κοινωνική σημασία της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821, Αθήνα 1824, σελ. 117 και εξής.
[14] Κάρλ Μέντελσον Μπαρτόλντι, Επίτομη Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης, εκδ. Ελευθεροτυπία. Πρωτοεκδόθηκε στα 1870.
[15] Το δάνειο των 60 εκατ. φράγκων δόθηκε στην Ελλάδα με την εγγύηση των κυβερνήσεων της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας. Από τα δύο πρώτα τμήματα του δανείου, συνόλου 44.672 χιλ. δρχ.. μετά την κράτηση των εξόδων της έκδοσης και υπηρεσιών της πρώτης διετίας και αφού πληρώθηκαν οι προκαταβολές για τη μεσιτεία και τους τόκους εξοφλήθηκα τα παλαιά χρέη του Καποδίστρια, απέμειναν 32.445 χιλ. δρχ. Από το ποσό αυτό 12.531 χιλ. δρχ. πήρε η Οθωμανική Πύλη για την παραχώρηση της Αιτωλοακαρνανίας και της Φθιώτιδας. Το τρίτο μέρος του δανείου παραχωρήθηκε δύσκολα, λόγω των αντιδράσεων της Ρωσίας, και αφιερώθηκε σχεδόν όλο για την πληρωμή των τοκοχρεολυσίων. Βλ. Ανδρεάδου, σελ 332-338, Ραπτάρχη, σελ 250-265. Βλ. στο: Δημήτρης Λιθοξόου, Τετράδια πολιτικού διαλόγου, έρευνας και κριτικής, τεύχος 7.
[16] Βλ. Πράτσικα, σελ. 6-8· Μάουρερ, Ο ελληνικός λαός, σελ. 589-590· Palamas, σελ. 15-16· Strong, σελ. 103 105. Βλ. στο: Δημήτρης Λιθοξόου, Τετράδια πολιτικού διαλόγου, έρευνας και κριτικής, τεύχος 7.
[17] Βικιπαίδεια – Φοίνιξ (νόμισμα)
[15] Ανάμεσα στις πρώτες εκδόσεις του ήταν το Ελληνικό Βασίλειο και το Ελληνικό έθνος (The Hellenic Kingdom and the Greek Nation) το 1836 και το Δοκίμιο στις τραπεζικές αρχές, εφαρμοστέες υπό του Ελληνικού κράτους (Essai sur les principes de banque appliques a l’etat actuel de la Grece) το ίδιο έτος.
Η πρώτη σειρά δοκιμίων στο μεγάλο ιστορικό έργο του ήλθε στο προσκήνιο το 1844 με το Η Ελλάδα υπό τους Ρωμαίους (Greece under the Romans). Τα ταξίδια του στην Ανατολή απέφεραν τη δημοσίευση ενός τόμου του On the Site of the Holy Sepulchre με σχέδιο της Ιερουσαλήμ το 1847. Το 1854 συμπλήρωσε το Ιστορία των Βυζαντινών και Ελληνικών Αυτοκρατοριών από το 716-1453 (The History of the Byzantine and Greek Empires from 716-1453) το οποίο γρήγορα συμπληρώθηκε από το Ιστορία της Ελλάδος υπό την Οθωμανική και Βενετική κυριαρχία (History of Greece under the Ottoman and Venetian Domination) το 1856 και από το Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης the (History of the Greek Revolution) το 1861( πρώτος μεταφραστής στα Ελληνικά ο Αλέξανρος Παπαδιαμάντης). Ο οξυδερκής Σκώτος – θαυμαστής του μεγάλου Θουκυδίδη – θα γράψει για την Ιστορία του:
«Κρίνατέ την αυστηρώς. Δεν είναι άξια αβρότητος, διότι είναι ψυχρά και τραχεία καθώς το έργον απογοητευμένου ανθρώπου… Απελπισθείς ότι θα εξυπηρέτουν κατ’ άλλον τρόπον τον Ελληνικόν λαόν, έγινα ο ιστορικός του»
[16] Βλ. Πράτσικα, σελ. 6-8· Μάουρερ, σελ. 589-590· Palamas, σελ. 15-16· Λμπού, σελ. 91 92 Strong, σελ. 103 105. Βλ. στο: Δημήτρης Λιθοξόου, Τετράδια πολιτικού διαλόγου, έρευνας και κριτικής, τεύχος 7.
[17] Ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως / Γουσταύου Φρειδερίκου Χέρτσβεργ, μετάφρασις Παύλου Καρολίδου, Αθήνα 1916.(Εμφανιστηκε 4.897 φορές, 1 εμφανίσεις σήμερα)
eranistis.net
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου