Σπυριδούλα Φιωτάκη |
Ἡ σωφρόνεια θεώρηση
τοῦ θανάτου ὡς «παραλόγου» παραπέμπει στὴν ἀντίστοιχη προσέγγιση τῶν ὑπαρξιστῶν,
γιὰ τοὺς ὁποίους ὁ θάνατος ἀποτελεῖ τὸ κατ’ ἐξοχὴν σύμβολο τοῦ πεπερασμένου καὶ
παραλόγου τῆς ζωῆς.
Ἀπὸ ὅλους τοὺς
ὑπαρξιστές, ὁ Heidegger
εἶναι ἐκεῖνος ποὺ περισσότερο λεπτομερῶς «σπουδάζει» τὸ νόημα τοῦ θανάτου.[1] Ὅπως ὁ
γέροντας Σωφρόνιος, ἔτσι καὶ αὐτός, θεωρεῖ τὸ θάνατο ὡς τὴν ἀρνητικὴ κατάργηση
τοῦ Dasein (τῆς ὕπαρξης).
Ὅμως γιὰ τὸν Heidegger,
ἡ ἀρνητικότητα αὐτὴ δὲν ἐνέχει τραγικότητα:
δίνει τὴ δυνατότητα νὰ σταθοῦμε θετικὰ ἀπέναντι στὸ γεγονὸς τῆς ὕπαρξης, θεωρώντας
την ὡς ἕνα πεπερασμένο ὅλον. Ἔτσι κατανοούμενος ὁ θάνατος, λειτουργεῖ ὡς ἕνας
παράγοντας ποὺ συγκροτεῖ τὴν ὕπαρξη ἐνιαία καὶ αὐθεντική. Ἔτσι, ὁ Heidegger, ἀντίθετα ἀπὸ τὸν Γέροντα,
ἀποδέχεται τὸν θάνατο δίνοντάς του ἕνα
θετικὸ νόημα. Ἀντίστοιχη ἀπόπειρα νὰ ἐνταχθεῖ ὁ θάνατος θετικὰ στὴν ἀνθρώπινη ὕπαρξη
ἐπιχειρεῖ ὁ Kirkegaard·
γι’ αὐτόν, ὁ θάνατος εἶναι ἕνα ἐγγενὲς ἰδίωμα τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς καὶ ὕπαρξης: «τὸ
ὑπάρχον ὑποκείμενο εἶναι αἰώνιο ἀλλά, ὡς ὑπάρχον, εἶναι πρόσκαιρο. Ἡ ἀπειρότητα
ὅμως εἶναι ἀπατηλή, καθότι ἡ πιθανότητα τοῦ θανάτου εἶναι παροῦσα κάθε στιγμή.»[2] Συνεπῶς,
τόσο ὁ Heidegger ὅσο καὶ ὁ Kirkegaard δίνουν θετικὴ ἔννοια στὸ
γεγονὸς τοῦ πεπερασμένου τῆς ὕπαρξης.
Πολὺ ἐγγύτερα
στὸν πειρασμὸ τοῦ γέροντα Σωφρονίου σχετικὰ μὲ τὸ γεγονὸς τοῦ θανάτου βρίσκονται
οἱ Camus καὶ Sartre, στοχαστὲς γιὰ τοὺς ὁποίους
ὁ θάνατος εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀπόδειξη τοῦ παραλόγου τόσο τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς ὅσο
καὶ τοῦ σύμπαντος. Γιὰ τὸν Camus,
ὁ θάνατος ἐξωθεῖ σὲ «μεταφυσικὴ ἐξέγερση».[3] Αὐτὸ ἀπηχεῖ
τὸν Γέροντα, ὁ ὁποῖος γράφει: «Τὸ ἀνθρώπινο πνεῦμα δὲν μπορεῖ νὰ ἀποδεχτεῖ τὴν ἰδέα
τοῦ θανάτου». Θὰ ἦταν λάθος νὰ ὑποτεθεῖ ὁτι οἱ παραπάνω ὑπαρξιστὲς εἶναι
μηδενιστὲς ἐπειδὴ θέτουν τὸ θάνατο στὸ ἐπίκεντρο τῆς φιλοσοφίας τους: αὐτὸ ποὺ
προσπαθοῦν εἶναι νὰ δώσουν μία θετικὴ φιλοσοφικὴ λύση (τὴν ἀθεΐα στὴν περίπτωση
τοῦ Camus) στὸ πρόβλημα
τοῦ θανάτου θέτοντάς τον ἐντὸς τῶν πλαισίων τῆς παρούσας ὕπαρξης, δίχως «μετὰ θάνατον»
καταφυγές. Στὸ ἐπίπεδο «αὐτῆς» τῆς ζωῆς, ἡ στάση τοῦ γέροντα Σωφρονίου ἀπέναντι
στὸ θάνατο εἶναι, μιλώντας μεταφορικά, μηδενιστική.
Πηγαίνει πέρα ἀπ’ τὸ θάνατο
πιστεύοντας
ὅτι ἡ παροῦσα ζωὴ δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ «μιὰ πρώτη ἐμπειρία τοῦ
εἶναι», ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ ἔχει κάποιο νόημα μόνο ἐφ’ ὅσον ὁ ἄνθρωπος
εἶναι ἀθάνατος. Τὸ
παράλογο τῆς ζωῆς αὐτῆς δὲν ὁδηγεῖ μόνο σὲ ἐξέγερση ἀλλὰ καὶ σὲ συζήτηση
μιᾶς ὀντολογικῆς
λύσης στὸ ἐρώτημα πῶς νὰ γίνουμε ἀθάνατοι.[4] Αὐτὴ
εἶναι ἡ κύρια διαφορὰ μεταξὺ τοῦ γέροντα Σωφρονίου καὶ τῶν ὑπαρξιστῶν, ποὺ
καταδεικνύει ὅτι ὁ τρόπος ποὺ αὐτὸς ἀντιλαμβάνεται τὸ θάνατο δὲν εἶναι ἁπλῶς
παρμένος ἀπ’ αὐτούς.
π. Νικολάου
Σαχάρωφ, Ἀγαπῶ ἄρα ὑπάρχω, Ἡ θεολογικὴ παρακαταθήκη τοῦ γέροντα Σωφρονίου, μτφρ.
Χρῆστος Μακρόπουλος, ἐκδ. Ἐν πλῷ, Ἀθήνα 2007
[1] Sein und Zeit,
279-311.
[2] Concluding
Unscientific Postscript. 82.
[3] A. Camus, The
Rebel: An Essay on Man in Revolt, tr. A. Bower (London, 1962) 100.
[4] Letters to Russia, 19, 21-22, 129.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου