Δευτέρα 28 Μαρτίου 2016

Στη μνήμη των ‘Έξι” … Η ανάγκη υπέρβασης των ολέθριων συνεπειών του εθνικού διχασμού

http://www.antibaro.gr
Γράφει ο Νικόλαος Στεφανίδης
dikitwnex
    Η φοβερή εκείνη εκτέλεση των “Έξι”, ήτοι των πέντε πολιτικών ηγετών της αντιβενιζελικής δεξιάς ή “κωνσταντινικής”παράταξης (Δημήτριος Γούναρης, πρωθυπουργός της περιόδου 1921-1922, Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, πρωθυπουργός το 1922, Νικόλαος Στράτος, πρωθυπουργός το 1922, Γεώργιος Μπαλτατζής, υπουργός Εξωτερικών και Νικόλαος Θεοτόκης, υπουργός Στρατιωτικών) και του στρατηγού Γεωργίου Χατζανέστη, του τελευταίου διοικητού της Στρατιάς Μικράς Ασίας, οι οποίοι κατηγορήθηκαν από τους βενιζελικούς αντιπάλους τους ως οι υπαίτιοι της μικρασιατικής καταστροφής, την αποφράδα εκείνη ημέρα της 15ης Νοεμβρίου 1922 στο Γουδί, στιγμάτισε όσο λίγα γεγονότα τη σύγχρονη ελληνική Ιστορία και δεν έχει πάψει όπως φαίνεται να στοιχειώνει και να διχάζει την ελληνική πολιτική, έως..
και σήμερα. Η ανάμνηση της μαύρης αυτής σελίδας της νεώτερης ελληνικής Ιστορίας ήλθε και πάλι αναπάντεχα στο φως της δημοσιότητας με αφορμή την πολυσυζητημένη πρόσφατη ανάρτηση του γνωστού δικηγόρου, αρθρογράφου και υποψηφίου βουλευτή Φαήλου Κρανιδιώτη σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης για την περιβόητη αναφορά του αναπληρωτή υπουργού μεταναστευτικής πολιτικής Γιάννη Μουζάλα στην Π.Γ.Δ.Μ. ως «Μακεδονία», που οδήγησε εντέλει στη διαγραφή του από τη Νέα Δημοκρατία.
    Έγραψε ο Φ. Κρανιδιώτης: “Βρε το Μουζάλα. Το αμόλησε το “Μακεδονία” για τα Σκόπια σε εθνική μετάδοση. Ο Τσίμας ο γεροκνίτης ρίγισε από την Σνοφίτικη ηδονή αλλά το πέρασε ντούκου για να μην καρφωθεί. Έξι ακόμη κυπαρίσσια στο Γουδί, τομάρια, κι εγώ εθελοντής να σας δέσω τα χέρια με σύρμα το χάραμα“. Αμέσως μετά την ανάρτηση, ακολούθησε η απόφαση διαγραφής του από τον αρχηγό της Ν.Δ., Κυριάκο Μητσοτάκη. Μετά δε την διαγραφή του από τη Ν.Δ. ο Φ. Κρανιδιώτης δημοσίευσε άρθρο του, όπου έγραφε μεταξύ άλλων: “ …Οι εξελίξεις θα είναι τόσο ραγδαίες που δεν θα ξεπεράσουν μόνο τον ΣΥΡΙΖΑ και την ορντινάντσα του. Θα ξεπεράσουν και την σημερινή ηγεσία της ΝΔ, που νομίζει, πως με ρετάλια του Σταύρου και ανακύκλωση σημιτανθρώπων, θα φτιάξει ‘κεντρώο’ κόμμα και κάνοντας την πάπια ή ψιθυρίζοντας την κριτική, θα πέσει ο ΣΥΡΙΖΑ. Ο Μαύρος Καβαλάρης, εκ των ηγετών του αληθινού Κέντρου της Ιστορίας, που απέδωσε δικαιοσύνη στους τότε ολετήρες της Πατρίδας, διότι συντεταγμένη δικαιοσύνη ήταν κι όχι οχλοκρατική βία, θα απορούσε με την απάθεια και τους καλούς τρόπους των ευαισθητούληδων, που πιάνουν την ενόχληση του ΣΥΡΙΖΑ για τις ποινικές του ευθύνες με την χαρτοπετσέτα …. Ποτέ η ηγεσία της ΝΔ δεν βρισκόταν σε μεγαλύτερη αναντιστοιχία με την βάση των απλών ανθρώπων, που πιστεύουν στο Έθνος και στην Πατρίδα, είναι συντηρητικοί κοινωνικά, διότι θέλουν τάξη, ασφάλεια, κοινωνική συνοχή αλλά και οικονομικά φιλελεύθεροι, διότι μόνο ο οικονομικός φιλελευθερισμός παράγει πλούτο. Η σημερινή ηγεσία, ως μπλε Ποτάμι, ξαναπιάνει την πεσμένη βρώμικη σκυτάλη της ενοχικής δεξιάς …”.
    Δεν θα κρίνω το αν ήταν σωστή ή όχι η διαγραφή του από τη Νέα Δημοκρατία. Προσωπικά είμαι αντίθετος καθώς πιστεύω στο αρχαίο ρητό του Αισώπου “εν τη ενώσει η ισχύς” κι ο Φαήλος Κρανιδιώτης είναι ένα δυναμικό στέλεχος με δυνατό πολιτικό λόγο και άποψη. Και σε κάθε περίπτωση είναι εύλογη η άποψη Κρανιδιώτη για ανάγκη συμπόρευσης της ηγεσίας της Ν.Δ. με τις πεποιθήσεις της βάσης της που πρεσβεύει τον υγιή εθνικισμό, τον κοινωνικό συντηρητισμό και τον οικονομικό φιλελευθερισμό και για αποφυγή των γνωστών ενοχικών συνδρόμων και εδώ μας βρίσκει απολύτως σύμφωνους. Αλλού έγκειται η διαφωνία μου. Ούτε λίγο, ούτε πολύ ο Φ. Κρανιδιώτης, ισχυρίστηκε ότι οι “Έξι” εκτελεσθέντες στο Γουδί τον Νοέμβριο του 1922 ήσαν “ολετήρες της Πατρίδας” στους οποίους “απένειμε δικαιοσύνη” ο “Μαύρος Καβαλάρης” Νικόλαος Πλαστήρας “εκ των ηγετών του αληθινού Κέντρου της Ιστορίας” με την απόφαση του Εκτάκτου Επαναστατικού Στρατοδικείου Αθηνών της 15/11/1922 που τους καταδίκασε σε θάνατο επί εσχάτη προδοσία. Τους συνέκρινε με τον αναπληρωτή υπουργό Μουζάλα που “εν τη ρύμη του λόγου του” αποκάλεσε το κράτος των Σκοπίων … “Μακεδονία”. Κι όλα αυτά εν ονόματι της “Δεξιάς”.
    Εδώ όμως υπάρχει μια σοβαρή αντίφαση και ένα ιστορικό και πολιτικό παράδοξο. Και μάλιστα για έναν έγκριτο ιστορικό και πολιτικό αναλυτή που αυτοπροσδιορίζεται ως δεξιός και μάλιστα “μη ενοχικός”. Κι αυτό γιατί η ελληνική Δεξιά δεν γεννήθηκε εκ του μηδενός. ‘Εχει Ιστορία και παρελθόν. Έχει γενάρχες και προπάτορές της, αυτούς ακριβώς τους Έξι μάρτυρες των θανάσιμων παθών του Εθνικού Διχασμού. Το Λαϊκό Κόμμα (απώτατος πολιτικός πρόγονος της Νέας Δημοκρατίας, του οποίου ο Κωνσταντίνος Καραμανλής υπήρξε μέλος και στέλεχός του στην αρχή της πολιτικής του σταδιοδρομίας) ιδρύθηκε το 1913 από τον Δημήτριο Γούναρη, τον πλέον αναγνωρίσιμο ίσως των Έξι, ενώ ήδη από το 1924 με ηγέτη τον αείμνηστο Παναγή Τσαλδάρη έθεσε ως θεμελιακή του αξία την πλήρη αποκατάσταση της μνήμης των Έξι και την οριστική εξάλειψη της βαρύτατης κατηγορίας που τους επέρριψε η βενιζελική παράταξη ως προδοτών και αποκλειστικών υπαιτίων της μικρασιατικής τραγωδίας.
    Γι’ αυτό άλλωστε ο μεγάλος δεξιός δημοσιογράφος και εκδότης Γεώργιος Βλάχος έγραψε στην “Καθημερινή” στα 1934 προς τιμήν της μνήμης των Έξι:
Θέλομεν να κτισθή μία μικρά, πολύ μικρά Βυζαντινή εκκλησία εκεί, εις την έρημον χαράδραν όπου έπεσαν οι πέντε πολιτευταί μας και ο αρχιστράτηγος… Θέλομεν εκεί, όπου έπεσε διάτρητος από σφαίρας Ελληνικάς ο Δημήτριος Γούναρης, ο χρηστότερος, αγαθώτερος, ο περισσότερον πατριώτης και σοφώτερος Έλλην πολιτικός, εκεί όπου εσκορπίσθη γηράσας εν τη υπηρεσία του Έθνους ο νους του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη, εκεί όπου εσωριάσθη νέος, πλήρης νου, ευφυίας και σφρίγους ο Νικόλαος Στράτος, εκεί όπου έπεσαν ο ευγενέστατος των Ελλήνων Γεώργιος Μπαλτατζής και ο τιμιώτατος πατριώτης Νικόλαος Θεοτόκης νεκροί, τους οποίους συνώδευσεν όρθιος, ευθυτενής και γενναίος ο Αρχιστράτηγος Χατζηανέστης, να κτισθή από πολύτιμα μάρμαρα ναϊσκος, μικρός, δια να ημπορούν να γονυπετούν και μεταμελούνται οι απομένοντες αντιπρόσωποι της σημερινής κατηραμένης γενεάς των Ελλήνων, δια να ενθυμούνται μεθαύριον οι επιγενόμενοι. Θέλομεν να είναι κτήμα όλων των Ελλήνων η εκκλησία. Κτήμα της ευλάβειας των μεν, ελεύθερος να ανοίξη την θύραν της μετανοίας των άλλων. Να είναι και να μείνη μόνος εκεί ο συγγενής των Νεκρών και ο Δολοφόνος των. Διότι αυτός ο τελευταίος θα το ζητήση. Θα έλθη ημέρα, κατά την οποίαν αργά, με του ηλίου την δύσιν, θα περάση τον δρόμον των κυπαρισσίων ο Δολοφόνος, δια να ζητήση από τον Θεόν και τας Σκιάς των συγγνώμην δια το απαίσιον, το τρομακτικόν, το ανήκουστον έγκλημα του.
    Οι Έξι – των οποίων η υστεροφημία έχει πέσει θύμα ενός παλαιού και καλά ριζωμένου βενιζελικού μύθου, που επιζεί μέχρι σήμερα – ήσαν οι ηγέτες και ιδεολογικοί προπάτορες της Δεξιάς που διακρίνονταν για το υψηλότατο και απαράμιλλο αίσθημα πατριωτισμού και το ελληνικότατο φρόνημά τους. Μπορεί να ήσαν άτυχοι και να έκαναν λάθη, όμως ο πατριωτισμός τους ήταν αδιαμφισβήτητος, όπως τιτάνιος ήταν και ο αγώνας τους να εφαρμοστεί η συνθήκη των Σεβρών. Όπως είπε και στην απολογία του ο Σμυρνιός Γεώργιος Μπαλτατζής «Προσφέραμεν εις τον τόπον με όλην την ειλικρίνειαν και αφοσίωσιν, ό,τι είχεν η ψυχή μας, ό,τι είχεν η καρδιά μας και η διάνοιά μας, είναι δε εκ των φοβεροτέρων ονείρων όταν μετά τοιαύτην εργασίαν εφθάσαμεν να ριφθώμεν εδώ εις το εδώλιον των κατηγορουμένων, κατηγορούμενοι διά το απαισιώτερον των εγκλημάτων. Εδώσαμεν ό,τι είχαμεν εις τον τόπον μας. Εις υμάς απόκειται να κρίνετε».
    Υπήρξαν παραδείγματα ανδρείας, ήθους, εντιμότητας και ελληνοπρεπούς αντιμετώπισης της τραγικής μοίρας τους, όπως ο Νικόλαος Στράτος, πρώην βενιζελικός, που αρνήθηκε να διαχωρίσει τη θέση του από τους συγκατηγορουμένους του για να γλιτώσει ή να διαφύγει και ο οποίος δήλωσε με παρρησία στην απολογία του: «Οι πολιτικοί άνδρες δεν ανήκουσιν εις τους εαυτούς των, ούτε εις τας οικογένειάς τους, αλλά εις το έθνος το οποίον εξυπηρέτησαν. Αι πράξεις τους ανήκουσιν εις την ιστορίαν και δι’ αυτό δεν απομένει εις το τέλος του βίου των παρά μία έντιμος ή άτιμος υστεροφημία. Οι πολιτικοί άνδρες δεν αξιούσιν επιείκειαν, διότι δεν διαπράττουσιν κοινόν έγκλημα, όταν ενοχοποιούνται δι’ έγκλημα εσχάτης προδοσίας. Οι πολιτικοί άνδρες δικάζονται μεθ’ όλης της αυστηρότητος, αλλ’ επί τη βάσει της αληθείας των γεγονότων…». Γνήσια τέκνα της μάνας ελληνικής γης, ήταν ο πατέρας της ελληνικής Δεξιάς, Δημήτριος Γούναρης που οδήγησε νικηφόρα τον Ελληνικό Στρατό μέχρι τον Σαγγάριο και το Αφιόν Καραχισάρ και αρνήθηκε να δεχθεί εισηγήσεις για σύμπτυξη του μετώπου λέγοντας: “ναι αλλά τι θα απογίνουν οι δυστυχείς αυτοί πληθυσμοί που τους πήραμε στο λαιμό μας;” και ο Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης που χάρη στην οικονομική ευφυία του έσωσε την εμπόλεμη Ελλάδα από βέβαιη χρεωκοπία σε συνθήκες πρωτοφανών εξωτερικών πιέσεων ή ο έξοχος ευπατρίδης Νικόλαος Θεοτόκης.
    Τί σχέση μπορούν να έχουν αυτοί οι Έλληνες άνδρες με τους νεομαρξιστές εθνομηδενιστές ιδεολογικούς επιγόνους των ΣΝΟΦιτών και τους διεθνιστές νοσταλγούς της 5ης Ολομελείας της Κ.Ε. του ΚΚΕ του 1949 που αποκαλούν με θράσος και χωρίς ντροπή ως “Μακεδονία”, την Ψευτομακεδονία των Σκοπίων που θα έλεγε και ο εθνικός μας ποιητής Οδυσσέας Ελύτης; Είναι δυνατόν να μπαίνουν οι Έξι που προσπάθησαν με κάθε τρόπο και μέσο που διέθεταν να πραγματοποιήσουν το εθνικό όνειρο της Μεγάλης Ιδέας, στο ίδιο κάδρο με τους ενσυνείδητους αρνησιπάτριδες συνεχιστές των ανθελληνικών θέσεων της Κομιντέρν περί “αυτονόμησης” της Μακεδονίας και της Θράκης, συγκρινόμενοι μαζί τους; Είναι δυνατόν να επιδοκιμάζεται η άδικη εκτέλεσή τους ως το πρότυπο της ενδεδειγμένης τιμωρίας προδοτών και ανθελλήνων; Αυτό είναι τουλάχιστον αδιανόητο για οποιονδήποτε θέλει να αυτοπροσδιορίζεται ως Δεξιός.
    Ο Δημήτριος Γούναρης και οι υπόλοιποι πέντε εκτελεσθέντες στο Γουδί τον Νοέμβριο του 1922 καταδικάστηκαν άδικα για κάτι που άλλοι εμπνεύστηκαν και άλλοι επιχείρησαν να υλοποιήσουν: την μικρασιατική εκστρατεία. Η μοίρα όμως το έφερε να ηγηθούν εκείνοι των Ελλήνων την περίοδο 1920 – 1922, σε μια εξαιρετικά επικίνδυνη περιπέτεια, στην οποία η πατρίδα είχε βρεθεί από εσφαλμένο υπολογισμό άλλων και ιδίως του Βενιζέλου και δεν δείλιασαν μπροστά στα ανυπέρβλητα εμπόδια που είχαν να αντιμετωπίσουν. Αντίθετα μάλιστα προσπάθησαν όσο ήταν δυνατόν να βρουν λύση στο αδιέξοδο που είχε δημιουργηθεί από έναν παρατεταμένο πόλεμο που είχε αρχή, αλλά δεν είχε τέλος. Όμως δεν τα κατάφεραν, καθ’ όσον προσέκρουσαν κυρίως στο εξαιρετικά αρνητικό για την Ελλάδα διεθνές κλίμα της εποχής, που όχι μόνο δεν υποστήριξε την Ελλάδα, αλλά στράφηκε σύντομα υπέρ του κεμαλικού εθνικιστικού κινήματος της Τουρκίας. Η παραδοσιακή προστάτιδα δύναμη των Ορθοδόξων Χριστιανών της Ανατολής, η τσαρική Ρωσία δεν υφίστατο πλέον και στην θέση της υπήρχε η κομμουνιστική ΕΣΣΔ του Λένιν που από το 1920 άρχιζε να ενισχύει με κάθε μέσο την κεμαλική Τουρκία. Επίσης οι “σύμμαχες” Γαλλία και Ιταλία ζητούσαν ανοικτά την αναθεώρηση της συνθήκης των Σεβρών και από το 1921 απροκάλυπτα υποστήριζαν το κεμαλικό κίνημα σε βάρος της Ελλάδος την οποία θεωρούσαν αιχμή του δόρατος των βρετανικών συμφερόντων. Έτσι η προσπάθεια που καταβλήθηκε για αξιοπρεπή αποχώρηση της Ελλάδος από τη Μικρά Ασία με ταυτόχρονη απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης, δεν τελεσφόρησε και η καταστροφή που ακολούθησε ήταν αναπόφευκτη. Η βενιζελική παράταξη βρήκε τη κατάλληλη στιγμή και συγκυρία για να εκμεταλλευτεί μικροπολιτικά την εθνική καταστροφή και να επιρρίψει την ευθύνη της ήττας στους πολιτικούς της αντιπάλους και μεθόδευσε το στρατιωτικό κίνημα των Πλαστήρα – Γονατά του Σεπτεμβρίου του 1922, προκειμένου να τους δώσει το τελειωτικό χτύπημα, αδιαφορώντας για τη διάσωση της Ανατολικής Θράκης, της Ίμβρου, της Τενέδου… Επίσης για να κατευναστούν η μεγάλη πικρία που προέκυψε από την τραγική διάψευση των φρούδων οραμάτων και ελπίδων και η δικαιολογημένη αγανάκτηση των προσφύγων για τα πάθη τους, ωθήθηκαν τα πράγματα στην αναζήτηση εξιλαστηρίων θυμάτων. Τα θύματα βρέθηκαν. Το αίμα των αθώων χύθηκε. Ο μύθος της δήθεν ευθύνης τους κατασκευάστηκε και η Ιστορία βολεύτηκε σε αυτόν. Εξάλλου από αρχαιοτάτων χρόνων είναι γνωστή και η συνήθεια των Ελλήνων να μην παραδέχονται την ήττα τους από κάποιους ξένους, παρά να την αποδίδουν σε ύπουλη προδοσία.
    Και έτσι ετόλμησαν και δυστυχώς ακόμη εξακολουθούν πολλοί να τολμούν, να ονομάζουν “προδότες” ανθρώπους σαν τον Δημήτριο Γούναρη, τον προοδευτικό, φιλαλήθη, ρηξικέλευθο και οραματιστή, που υπήρξε η ψυχή της ριζοσπαστικής “Ομάδος των Ιαπώνων”. Τον σπάνιας καλλιέργειας, γλωσσομάθειας και μόρφωσης αυτόν Αχαιό που θα παρομοίαζε κανείς με τον ενάρετο Φωκίωνα και τον δεινό ρήτορα Δημοσθένη. Τον πρωθυπουργό που έφερε προς ψήφιση «επαναστατικούς» νόμους, τους οποίους έριξε στην λήθη η μικρασιατική καταστροφή, όπως τον Αγροτικό Ν. 2922/1922 υπέρ των ακτημόνων, «για την αθρόα αναγκαστική απαλλοτρίωση τσιφλικιών και μοναστηριακών περιουσιών» (κάτι που ουδέποτε τόλμησε ο Βενιζέλος) και τον θεμελιώδη Ν. 2868/1922, «για την υποχρεωτική ασφάλιση των εργαζομένων», λέγοντας στην Βουλή ότι «εν Ελλάδι δεν υπάρχουν εργάται, ως ελεύθερα όντα, αλλά είλωτες». Ο Γούναρης αφοσιώθηκε ψυχή τε και σώματι στον Μικρασιατικό αγώνα. Παρέλαβε τον Ελληνικό στρατό στους 80.000 άνδρες και τον αύξησε στους 220.000 το 1922, καλώντας στα όπλα πέντε επιπλέον κλάσεις Ελλήνων. Εκπροσώπησε με σθένος και υπερηφάνεια την Ελλάδα σε όλες τις κρίσιμες Συμμαχικές Συνδιασκέψεις κορυφής που αφορούσαν την “επίλυση” του μικρασιατικού ζητήματος κατά τα έτη 1921 και 1922, εξουδετερώνοντας με την ευστροφία και τη ρητορική του πειθώ όλα τα ανθελληνικά επιχειρήματα των Γάλλων, των Ιταλών και των Τούρκων εθνικιστών (τους οποίους οι υποτιθέμενοι “σύμμαχοι” του Βενιζέλου απεδέχθησαν ως ισότιμους συνομιλητές). Και δεν πρέπει να λησμονούμε ότι ήταν ο Γούναρης με τον Ελληνικό Στρατό που συνέτριψε τους Τούρκους στο Εσκί Σεχίρ (Δορύλαιο) και έφθασε για πρώτη φορά στην σύγχρονη ελληνική Ιστορία προ των πυλών της Κωνσταντινούπολης και της Άγκυρας, όταν το όνειρο της Μεγάλης Ιδέας έσβησε μέσα στις φλόγες που υψώθηκαν στον ουρανό της Σμύρνης από το εγκληματικό χέρι του βάρβαρου Τούρκου.
    Ετόλμησαν επίσης να αποκαλέσουν και εξακολουθούν να αποκαλούν “προδότη” τον Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη, τον εξαίρετης ευφυίας άνθρωπο που έσωσε την χώρα από την χρεοκοπία και συντήρησε τον στρατό στο μέτωπο ως την κατάρρευση του και κατά την διάρκεια της θητείας του κατάφερε να συγκεντρώσει 2,2 δις δραχμές ενώ εισέπραξε από τακτικά έσοδα 633 εκατ. δραχμές σε σύνολο 645 εκατ.! Τον βράχο εντιμότητας και ήθους ο οποίος στις φυλακές Αβέρωφ, όταν φίλοι του ήρθαν για να τον φυγαδεύσουν πριν την εκτέλεσή του, απάντησε με απαράμιλλο θάρρος: “Οι πολιτικοί ηγέται δεν φυγομαχούν, αλλά λογοδοτούν προ της αδεκάστου ιστορίας της Πατρίδος”.
    Λοιδώρησαν με μανία και είπαν απίστευτα ψεύδη για τον Στρατηγό Γεώργιο Χατζηανέστη, ο οποίος άμα τη αναλήψει των καθηκόντων τoν Μάϊο του 1922 του μετέβη αμέσως στην Μικρά Ασία, όπου αφού επιθεώρησε επισταμένως το εκτεταμένο μέτωπο επέστρεψε στην Αθήνα, επεσήμανε τις αδυναμίες και ελλείψεις του μετώπου και συνέταξε Σχέδιο Δράσεως-Έκθεση προς την Κυβέρνηση που προέβλεπε σύμπτυξη του Μετώπου, μυστική μεταφορά του πλεονάζοντος Στρατού στην Ανατολική Θράκη και αιφνιδιαστική κατάληψη της Κωνσταντινούπολης , η οποία μάλιστα είχε ορισθεί γιά την 14η Ιουλίου 1922! Απαντώντας δε στις αβάσιμες κατηγορίες που τον βάρυναν (τις οποίες υποστήριξε ανερυθρίαστα ο προκάτοχός του Αναστάσιος Παπούλας, αρχιστράτηγος της στρατιάς στη Μικρά Ασία κατά το μεγαλύτερο χρονικό τμήμα της εκστρατείας, προκειμένου να γλιτώσει την ζωή και την καριέρα του και να εκδικηθεί μικρόψυχα για την αποπομπή του από εκείνους που τον διόρισαν αρχιστράτηγο) ο Χατζηανέστης είπε στην απολογία του: «…Διώκησα, κύριοι, δυόμισι μήνας, διώκησεν ο προκάτοχός μου είκοσι μήνας. Δεν νομίζετε ότι, επειδή απέθανεν εις τας χείρας μου η Μικρά Ασία, είναι άδικον να κατηγορηθώ, και θα ήτο άδικον να κατηγορηθή ο τελευταίος ιατρός ενός πάσχοντος, εις τον οποίον έκαμε κακήν θεραπείαν ένας άλλος;».
    Οι Έξι δεν υπήρξαν ούτε “προδότες”, ούτε “ολετήρες”. Υπήρξαν απλά ατυχείς και διέπραξαν μοιραία πολιτικά και στρατιωτικά σφάλματα και στα χέρια των οποίων εξερράγη η “βόμβα” της μικρασιατικής καταστροφής, χωρίς όμως να έχουν δόλο ή την αποκλειστική ευθύνη προς τούτο. Βρέθηκαν αντιμέτωποι με εθνικές πολιτικές και γενικότερα διεθνείς συνθήκες δυσχερέστατες, συντριπτικές που ήσαν και η αληθινή αιτία που προκλήθηκε η μικρασιατική καταστροφή και τις οποίες δεν ήσαν σε θέση να αντιμετωπίσουν παρά τις φιλότιμες και ειλικρινείς προσπάθειές τους. Η καθαρότητα άλλωστε της συνείδησής τους προκύπτει και από τα θαρραλέα λόγια του Δ. Γούναρη προς τον φίλο του Χαρ. Βοζίκη, λίγο πριν στηθεί μπροστά στο απόσπασμα:
“… θα αντιμετωπίσω τον θάνατον μεθ’ όλου του θάρρους. Έχω την συνείδηση μου ήσυχη. Έκαμα τον απολογισμό μου. Επεσκόπησα όλο το παρελθόν μου. Εύρον ότι ως πολιτικός έπραξα ό,τι ηδυνήθην δια την πατρίδα μου. Εύρον ότι ως άνθρωπος ουδένα εν γνώσει έχω αδικήσει…”. Επίσης ο Μπαλτατζής απευθυνόμενος στα παιδιά του είπε: Ξέρετε εσείς πώς υπηρέτησα την πατρίδα μου. Μία είναι η θέλησίς μου: Να μην επιζητήσετε ποτέ δημόσιον υπηρεσίαν. Ασχοληθείτε εις ο,τιδήποτε άλλο, αλλά μη ζητήσετε να διαχειριστείτε δημόσιον αξίωμα… Όσο γι’ αυτούς που με σκοτώνουν, αφήστε τους. Είναι μικροί και ταπεινοί άνθρωποι, ανάξιοι να σκεφτούν κάτι ανώτερον. Εγώ τους συγχωρώ, περιφρονήστε τους κι εσείς…”.
    Επιπρόσθετα δε, οι Έξι είχαν την ατυχία να βρεθούν αντιμέτωποι και με αντίπαλο έναν πολιτικό ηφαιστειακής ιδιοσυγκρασίας, όπως ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Μήπως όμως κι ο Πλαστήρας και ο Βενιζέλος δεν διέπραξαν μοιραία και τραγικά σφάλματα; Όπως φερ’ ειπείν το να σπεύσουν να αποδεχτούν την ταπεινωτική Ανακωχή των Μουδανίων στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1922 και την αμαχητί παράδοση της Ανατολικής Θράκης (η οποία σημειωτέον ήταν και ελληνικό έδαφος προσαρτηθέν στο Βασίλειο της Ελλάδος δυνάμει της Συνθήκης των Σεβρών, σε αντίθεση με την κατεχόμενη Ζώνη της Σμύρνης, που ουδέποτε αποτέλεσε τμήμα της ελληνικής επικράτειας επισήμως) στους Τούρκους και την εκκένωσή της από τον ελληνικό πληθυσμό της, τη στιγμή που ο ελληνικός στρατός ήταν αήττητος εκεί; Ομοίως δεν αποδέχθηκαν και την αμαχητί παράδοση της Ίμβρου και της Τενέδου στους Τούρκους, υπογράφοντας τη Συνθήκη της Λωζάννης το 1923; Το έπραξαν όμως απλά και μόνο επειδή το απαίτησαν οι Αγγλοι, οι Γάλλοι και οι Ιταλοί “σύμμαχοι”, χωρίς να εξαντλήσουν όλες τις δυνατές πολιτικές και στρατιωτικές λύσεις για τη διάσωση της Ανατολικής Θράκης, της Ίμβρου και της Τενέδου, επιδιώκοντας να φανούν αρεστοί και “συνεργάσιμοι” στην Αντάντ (Entente) και στις νικήτριες δυνάμεις του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
    Μήπως κι αυτός ο μέγας Βενιζέλος δεν φέρει το δικό του μερίδιο ευθύνης για τη μικρασιατική τραγωδία; Σαφώς ναι. Και μάλιστα αυτό προκύπτει και από την συγκλονιστική κατάθεση ενός Αγίου νεομάρτυρα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, του Χρυσοστόμου Σμύρνης, ο οποίος στις 25 Αυγούστου 1922, σε δραματική επιστολή του προς τον Βενιζέλο έγραφε: «Ο Ελληνισμός της Μ. Ασίας, το Ελληνικόν κράτος, αλλά και σύμπαν το Ελληνικόν Έθνος καταβαίνει εις τον Άδην, από του οποίου καμμία πλέον δύναμις δεν θα δυνηθή να το αναβιβάση και το σώση. Της αφαντάστου ταύτης καταστροφής, βεβαίως αίτιοι είναι οι πολιτικοί και προσωπικοί Σας εχθροί, πλην και Υμείς φέρετε μέγιστον της ευθύνης βάρος, διά δύο πράξεις σας. Πρώτον, διότι απεστείλατε εις Μ. Ασίαν ως Ύπατον Αρμοστήν ένα τουτ’ αυτό παράφρονα και εγωιστήν, φλύαρον, απερροφημένον εν τω αυτοθαυμασμώ και καταφρονούντα και υβρίζοντα και δέροντα και εξορίζοντα και φυλακίζοντα όλα τα υγιή και σώφρονα στοιχεία του τόπου, διότι εν τω φρενοκομείω του βεβαίως δεν είχον τόπον, και εις το τέλος αποδώσαντα αυτούς τους αγλαούς καρπούς της τελείας του Μικρασιαστικού λαού καταστροφής, τους οποίους νυν θερίζομεν. Και δεύτερον, διότι πριν αποπερατώσητε το έργον Σας και θέσητε την κορωνίδα και το επιστέγασμα επί του αναγερθέντος αφαντάστως ωραίου και μεγαλοπρεπούς δημιουργήματός Σας, της καταθέσεως των θεμελίων της περικλεεστάτης ποτέ Βυζαντινης μας Αυτοκρατορίας, είχατε την ατυχή και ένοχον έμπνευσιν να διατάξητε εκλογάς κατ’ αυτάς ακριβώς τας παραμονάς της εισόδου Σας εις Κωνσταντινούπολιν και της καταλήψεως αυτής υπό του Ελληνικού Στρατού προς εκτέλεσιν των όρων της -οίμοι- δια παντός καταστραφείσης συνθήκης των Σεβρών…». Κι ας θυμηθούμε ότι ο Βενιζέλος ήταν εκείνος που το 1913 θεωρούσε την Ελλάδα στερημένη “σπονδυλικής στήλης” αν εκτεινόταν προς την Θράκη, ενώ αν έβγαινε ο Βενιζέλος στο πλευρό της Αντάντ το 1915, σήμερα η Καβάλα θα ήταν βουλγαρική. Μ’ όλα τα λάθη και τα σφάλματά τους ήσαν οι Βενιζέλος και Πλαστήρας προδότες; Σαφώς όχι. Ήσαν απλά άνθρωποι της εξουσίας με πάθη και ολισθήματα, που είχαν ταυτίσει τα συμφέροντα της Ελλάδος με αυτά της αγγλογαλλικής συμμαχίας. Το γεγονός του ότι έσφαλλαν ή υπερεκτιμούσαν τη βοήθεια των “συμμάχων” δεν μειώνει την δεδομένη αφοσίωσή τους στην Πατρίδα. Το ίδιο ισχύει όμως και για τους πολιτικούς τους αντιπάλους. Γνήσιοι Έλληνες ήταν όλοι, βενιζελικοί και αντιβενιζελικοί. Γνήσιος Έλληνας υπήρξε και ο Βενιζέλος, γνήσιος Έλληνας υπήρξε και ο Γούναρης, απλά ο πρώτος ήταν τυχερός και ο δεύτερος άτυχος. Γι’ αυτό σήμερα ο Βενιζέλος εξακολουθεί να χαίρει της καθολικής αναγνώρισης από τον αστικό πολιτικό κόσμο, ενώ ο Γούναρης και οι “Έξι” έχουν λησμονηθεί ακόμη κι από αυτή την ίδια την Νέα Δημοκρατία που αποτελεί την πολιτική τους εγγονή. Κι αυτό εξαιτίας ακριβώς του αυτοκαταστροφικού και ηττοπαθούς “ενοχικού συνδρόμου” που διακατέχει την ελληνική Δεξιά.
    Σήμερα κανείς σοβαρός ιστορικός δεν αμφιβάλλει πως η καταδίκη των “Έξι” ήταν μια παρωδία δίκης και μια πράξη πολιτικής σκοπιμότητας. Πράξη δια της οποίας – ο ένας των συνυπεύθυνων αστικών πολιτικών κόσμων, το “Κέντρο” – έριχνε όλες τις ευθύνες της καταστροφής στον άλλο ,τη “Δεξιά”. Το κατηγορητήριο είχε τον χαρακτήρα επαναστατικού εγγράφου και σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη συντάχθηκε από τον Γεώργιο Παπανδρέου, πολιτικό σύμβουλο της “Επανάστασης του 22’” και ανερχόμενο αστέρι της βενιζελικής παράταξης. Σε μια διαδικασία δικαστικής παρωδίας η οποία φιλοδοξούσε να παρουσιαστεί στον ελληνικό λαό ως “δίκαιη τιμωρία” προδοτών, φανατικοί βενιζελικοί παράγοντες όπως ο πρόεδρος του Στρατοδικείου, υποστράτηγος Αλέξανδρος Οθωναίος, ο “δημοκρατικός” Αλέξανδρος Παπαναστασίου, ο πρόεδρος της ανακριτικής επιτροπής, υποστράτηγος Θεόδωρος Πάγκαλος και ο συνταγματάρχης Γεώργιος Κονδύλης, πίεζαν ανοικτά για τον τουφεκισμό των Έξι, προκειμένου να “ξεπλυθεί με αίμα το άγος της μικρασιατικής καταστροφής” και να “εξαγνιστεί” η ελληνική πολιτική. Κάτω από αυτές τις εκρηκτικές συνθήκες διεξήχθη η δίκη, οι οποίες δημιούργησαν στους Στρατοδίκες τέτοια συναισθηματική φόρτιση και ψυχική πίεση, ώστε σε συνδυασμό και με το φανατισμό ο οποίος τους διέκρινε, να εμποδίζεται η διερεύνηση της υποθέσεως αμερολήπτως, ψυχραίμως και νηφαλίως, όπως επιβάλλετο και να προκαλείται σ’ αυτούς συνειδησιακή σύγχυση μεταξύ αθώων και ενόχων. Πρόκειται για απόφαση ντροπής, προειλημμένη και διατεταγμένη, η οποία λήφθηκε παρά τους νόμους, το Σύνταγμα και την ηθική από Δικαστές που συγκρότησαν ένα παράνομο Δικαστήριο και αποφάσισαν, κατά καταπάτηση στοιχειωδών υπερασπιστικών και δικονομικών δικαιωμάτων των κατηγορούμενων αυθαιρέτως, αφού από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε, ότι οι κατηγορούμενοι ενήργησαν με πρόθεση, δηλαδή με δόλο, στοιχείο απαραίτητο για την υποκειμενική θεμελίωση του εγκλήματος της εσχάτης προδοσίας και επομένως, της ενοχής των κατηγορουμένων, για απόφαση που προσβάλλει βάναυσα το δικαστικό μας και εν γένει το νομικό μας πολιτισμό. Σε καμιά περίπτωση λοιπον δεν ήταν απονομή “ συντεταγμένης δικαιοσύνης”.
    Και αυτός ακόμη ο μέγας πολιτικός άνδρας και πολιτικός αντίπαλος των καταδικασθέντων, Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος γνώριζε το παρασκήνιο της δίκης και είχε επίγνωση των γεγονότων της κατάρρευσης του Μικρασιατικού Μετώπου, σε αποκαλυπτική δήλωσή του κατά την αγόρευσή του ενώπιον της Βουλής των Ελλήνων στις 31 Μαρτίου 1932, η οποία είχε αποτελέσει και το περιεχόμενο επιστολής, την οποία είχε αποστείλει τον Ιανουάριο του έτους 1929 στον τότε αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης και αρχηγό του Λαϊκού Κόμματος, Παναγή Τσαλδάρη, αναφέρει μεταξύ των άλλων: «Δύναμαι να διαβεβαιώσω υμάς κατά τον πλέον κατηγορηματικόν τρόπον, ότι ουδείς των πολιτικών Αρχηγών της Δημοκρατικής παρατάξεως θεωρεί, ότι οι ηγέτες της πολιτικής ήτις ηκολουθήθη μετά το 1920 διέπραξαν προδοσίαν κατά της χώρας ή ότι εν γνώσει οδήγησαν τον τόπον εις την Μικρασιατικήν Καταστροφήν. Αντιθέτως, πιστεύω ακραδέντως, ότι θα ήσαν ευτυχείς, αν η πολιτική των οδήγει την Ελλάδα εις εθνικόν θρίαμβον…”. Κατά δε τη συνεδρίαση της Βουλής της 31ης Μαρτίου 1932, ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, αναφερθείς στο θέμα της θανατικής καταδίκης των «έξι», δήλωσε ότι αποτελεί ειλικρινή του επιθυμία να αποκατασταθεί η μνήμη των νεκρών, υπέρ των οποίων ήταν έτοιμος να προσέλθει σε μνημόσυνο όπως δεηθεί, μετά των συγγενών και φίλων αυτών, από κοινού υπέρ εκείνων, αναγνωρίζοντας έτσι ευθέως με τη δήλωσή του αυτή ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ότι οι “’Εξι” εκτελέσθηκαν αδίκως. «Δεν παραδέχομαι ότι διέπραξαν συνειδητήν προδοσίαν, αλλά υπήρξαν μοιραία και αναγκαία θύματα εις τον βωμόν της πατρίδος»: με αυτή τη δήλωση σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Έθνος» τον Μάρτιο του έτους 1949, ο υποστράτηγος Θεόδωρος Πάγκαλος, παππούς του πρώην υπουργού Θεόδωρου Παγκάλου, ανέτρεψε ουσιαστικά όλο το σκεπτικό και το κατηγορητήριο εναντίον των οκτώ πολιτικών και στρατιωτικών που το φθινόπωρο του 1922 παρέπεμψε σε δίκη και καταδίκασε έξι από αυτούς σε θάνατο σε έκτακτο στρατοδικείο στο οποίο αυτός ο ίδιος ο Πάγκαλος ήταν όχι μόνο ανακριτής αλλά και εκείνος που πρωτοστάτησε στην εκτέλεσή τους. Και ο ίδιος ο Νικόλαος Πλαστήρας φέρεται να μετάνιωσε αργότερα για την άδικη εκτέλεση των έξι σύμφωνα με μαρτυρία φίλου του.
    Τελικά ήρθε το πλήρωμα του χρόνου να αποκατασταθεί η αλήθεια με την ψύχραιμη και νηφάλια εξέταση των γεγονότων μακριά από από φαντασιώσεις και προκαταλήψεις. Μετά από αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας επί της οποίας εκδόθηκε η δολοφονική απόφαση, που υποβλήθηκε από τον εγγονό του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη, Μιχάλη Πρωτοπαπαδάκη, το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας, που δίκασε χωρίς προκαταλήψεις και χωρίς την πίεση των γεγονότων της εποχής εκείνης, με την υπ’ αριθ. 1533/2009 απόφασή του, όπως συμπληρώθηκε με την υπ’αριθ. 1075/2010 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, έκρινε ότι οι καταδικασθέντες ήταν αθώοι και ακύρωσε την επαίσχυντη απόφαση. Με την ιστορική αυτή απόφασή του ο Άρειος Πάγος ήρε τις πλάκες της προδοσίας που είχαν σκεπάσει τους τάφους των Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη, Πρωθυπουργού, Δημητρίου Γούναρη πρώην Πρωθυπουργού, Νικολάου Στράτου, Εντολοδόχου Πρωθυπουργού και Προέδρου της Βουλής, Νικολάου Θεοτόκη, Υπουργού, Γεωργίου Μπαλτατζή, Υπουργού, και Γεωργίου Χατζηανέστη Αρχιστρατήγου κι έβαλε ταφόπλακα στην αμφισβήτηση της τιμής και του πατριωτισμού τους. Η καταδίκη των Έξι ήταν άδικη, αφού αποδείχθηκε αναμφίλεκτα από τα νεότερα ιστορικά στοιχεία, πως δεν ήσαν προδότες.
    Υπάρχουν πολλοί που λένε πως οι έξι ορθώς ντουφεκίστηκαν, ορθώς έχασαν την ζωή τους ως αντιστάθμισμα στις χιλιάδες των θυμάτων της Μικρασιατικής Καταστροφής. Για όσους έχουν αυτή την επιπόλαιη, ανιστόρητη και επιτρέψτε μου, απάνθρωπη θεώρηση των πραγμάτων παραθέτω το εξής περιστατικό. Ο Κώστας Αθάνατος (Κωνσταντίνος Καραμούζης), δημοσιογράφος και ανταποκριτής του “Ελεύθερου Βήματος” αποτέλεσε έναν από τους βασικούς συνωμότες της “επανάστασης του 1922” και αρθρογράφησε με πάθος υπέρ της εκτέλεσης των έξι. Ο ίδιος κάλυψε δημοσιογραφικά την εκτέλεση των έξι και βρέθηκε στον τόπο μαρτυρίου τους στο Γουδή. Όταν τα όπλα πυροβόλησαν και τα κορμιά των έξι έπεσαν, ο Αθάνατος έκρυψε το πρόσωπο του με τα χέρια του και ξέσπασε σε λυγμούς. Ενώ οι επικεφαλής των αποσπασμάτων λοχίες πλησίαζαν για να ρίξουν τις χαριστικές βολές, ο επαναστατικός επίτροπος Νεόκοσμος Γρηγοριάδης γύρισε στον Αθάνατο και του είπε: “Τι κλαις τώρα; Εσύ χάλασες τον κόσμο για να γίνει ότι έγινε“. “Ναι αλλά τότε ήσαν υπεύθυνοι πολιτικοί, τώρα είναι απλοί άνθρωποι” ήταν η απάντηση του Αθάνατου. Ο ιστορικός Τάσος Βουρνάς ως προς την εκτέλεση των έξι παρατηρεί: «Η αιματοχυσία εκείνη, άσκοπη και χωρίς επιπτώσεις κάποιας κάθαρσης είχε ως αποτέλεσμα να αναζωπυρωθεί ο παλαιός Διχασμός του λαού και να ανοιχθούν κατάστιχα πολιτικών αντεκδικήσεων στο χώρο του αντιβενιζελισμού και του Βενιζελισμού “.
    Η Ελλάς επλήρωσε πανάκριβα τον εθνικό διχασμό. Τη στιγμή που θα έπρεπε η Ελλάς να είναι ενωμένη σαν μια γροθιά στη μικρασιατική εκστρατεία, τουναντίον βυθίστηκε στη καταστροφική διχόνοια με υπαιτιότητα τόσο των βενιζελικών, όσο και των αντιβενιζελικών που έθεταν τις μικροκομματικές φιλοδοξίες υπεράνω του εθνικού συμφέροντος. Τις συνέπειες που είχε και θα έχει επίσης στο μέλλον αυτός ο διχασμός επεσήμανε ο μεγάλος σύγχρονος πολιτικός φιλόσοφος και ηγέτης της Δεξιάς, Παναγιώτης Κανελλόπουλος, αγαπημένος ανηψιός του Δημητρίου Γούναρη, ίσως πρώτος απ’ όλους. Παρά το ότι η οικογένειά του ήταν βυθισμένη στο πένθος για τον αποτρόπαιο θάνατο του θείου του, είχε το ψυχικό συχνός να παραμερίσει την πικρία του, και όταν το 1935 ίδρυσε το «Ενωτικόν Κόμμα», σ’ ένα σπουδαίο άρθρο του, επισήμανε τον μέγα εθνικό κίνδυνο: Όπως παρατήρησε πολύ σωστά ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος: «Απευθύνομαι προς εκείνους, οι οποίοι γνωρίζουν, ότι εφόσον υπάρχει βενιζελισμός και αντιβενιζελισμός, δεν υπάρχει έθνος. Όσοι το γνωρίζουν και δεν έλθουν, αυτοί προδίδουν την συνείδησίν των και την πατρίδα των. Όσοι δεν το γνωρίζουν ακόμη, αυτοί ας λάβουν υπ’ όψιν των, τον εξής στοιχειώδη συλλογισμόν: Η διαίρεσις των Ελλήνων εις βενιζελικούς και αντιβενιζελικούς, προσέλαβε την μορφήν αντιδικίας, η οποία υπερβαίνει τα όρια των θεμιτών πολιτικών ανταγωνισμών και αίρει την ψυχικήν ενότητα του Έθνους…».
    Κατά τα άλλα στο εξαιρετικά ενδιαφέρον άρθρο του ο Φ. Κρανιδιώτης επισημαίνει την ανάγκη σύμπλευσης και συμπόρευσης των υγιών εθνικών δυνάμεων, για τη σύμπυξη μιας ενιαίας “Νέας Συντηρητικής Φιλελεύθερης Παράταξης”, όπως την αποκαλεί “… για ένα αληθινά συντηρητικό κόμμα, μια εθνική φιλελεύθερη δεξιά, που θα μπορεί να εκφράσει, όχι μόνο τον αληθινό κόσμο των εθνικών αστικών αξιών αλλά και τις στρατιές των προλεταριοποιημένων πολιτών...”. Οπωσδήποτε η συμπόρευση και η συνεργασία των εθνικών συντηρητικών και φιλελευθέρων δυνάμεων του τόπου, είναι θεμιτή ιδίως σήμερα που η Πατρίδα μας δοκιμάζεται από την οικονομική καταστροφή και το μεταναστευτικό πρόβλημα, υπό τη διακυβέρνηση της ανίκανης και εθνικά επικίνδυνης αριστεράς. Όσες φορές ενώθηκε ο αστικός πολιτικός κόσμος της χώρας, οδήγησε σε θαυματουργά αποτελέσματα τον Ελληνισμό κάνοντάς τον να μεγαλουργήσει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι επικοί Βαλκανικοί Πόλεμοι, όπου χάρη στην αρμονική συνεργασία Πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου και Στρατηλάτη Βασιλέως Κωνσταντίνου Α’, επιτύχαμε έναν εθνικό θρίαμβο κατά των προαιωνίων εχθρών του έθνους, διπλασιάζοντας την Ελλάδα. Στον Μεσοπόλεμο Δεξιά και Κέντρο τα “βρήκαν” με τη μεσολάβηση του Βασιλιά Γεωργίου Β’ και τον Απρίλιο του 1936 έδωσαν κοινή ψήφο εμπιστοσύνης στον Ι. Μεταξά, ο οποίος προπαρασκεύασε πολεμικά την Ελλάδα και προσέφερε στο Έθνος το νικηφόρο Έπος του “ΟΧΙ” του 40′. Επίσης κατά τη διάρκεια της κομμουνιστικής ανταρσίας σε βάρος της Πατρίδας κατά τα έτη 1946-49, η Δεξιά και το Κέντρο, όπως προέκυψαν από τις εκλογές του Μαρτίου του 1946 συνεργάστηκαν εποικοδομητικά για την απόκρουση της ξενοκίνητης κομμουνιστικής επιβουλής, στηρίζοντας από κοινού τις κυβερνήσεις συνεργασίας Θ. Σοφούλη και Αλ. Διομήδη που κατάφεραν να νικήσουν τον κομμουνισμό στον Γράμμο τον Αύγουστο του 1949. Πολιτικοί ηγέτες της Δεξιάς όπως ο Αλέξανδρος Παπάγος και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχαν διαβλέψει από την εποχή της ίδρυσης του Ελληνικού Συναγερμού και της Ε.Ρ.Ε. την ανάγκη της φιλελεύθερης διεύρυνσης προς το πατριωτικό Κέντρο, της παλαιάς λαϊκής Δεξιάς, την οποία εξέφραζε το παραδοσιακό Λαϊκό Κόμμα. Πράγματι κεντρογενείς πολιτικοί, όπως ο Γ. Παπανδρέου ή ο Ευ. Αβέρωφ – Τοσίτσας συνεργάστηκαν με τον Ελληνικό Συναγερμό ή στελέχωσαν τις τάξεις της ΕΡΕ αργότερα, ανταποκρινόμενοι στο κάλεσμα για συγκρότηση μιας ισχυρής συντηρητικής και φιλελεύθερης παράταξης, που θα εκπροσωπεί και θα εκφράζει τον πατριωτικό εθνικό αστικό κόσμο, απέναντι στον κομμουνιστικό κίνδυνο. Την ίδια πολιτική διεύρυνσης προς το Κέντρο ακολούθησε και μεταδικτατορικά ο Καραμανλής, με την προσχώρηση στη Νέα Δημοκρατία του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη το 1978.
    Σήμερα ο πάλαι ποτέ καλούμενος “κομμουνιστικός κίνδυνος” δεν είναι μια απροσδιόριστη απειλή, είναι η κυβέρνηση της χώρας. Οι εθνομηδενιστικές δηλώσεις του Μουζάλα ή του Φίλη, περί “Μακεδονίας” ή “ανυπαρξίας” της γενοκτονίας των Ελλήνων Ποντίων απηχούν απλά τις διαχρονικές διεθνιστικές ιδεοληψίες της ελληνικής αριστεράς. Γι’ αυτό είναι επίκαιρη όσο ποτέ άλλοτε μια πρόταση για τη συγκρότηση μιας εθνικής συντηρητικής φιλελεύθερης παράταξης, που θα εκφράσει συνολικά τον αστικό κόσμο και θ’απαλλάξει τη χώρα από την αριστερή λαίλαπα. Μπορεί αυτό να επιτευχθεί μέσω της Νέας Δημοκρατίας του Κυριάκου Μητσοτάκη ή θα χρειαστεί η δημιουργία ενός νέου πολιτικού σχήματος; Θα δείξει. Πάντως απαραίτητη προϋπόθεση για να γίνει κάτι τέτοιο είναι να ξεπεράσουν επιτέλους η Δεξιά και το Κέντρο τις παλαιές ανούσιες πλέον διαιρέσεις και να μην αναμοχλεύονται, έστω και καλοπροαίρετα, τα δηλητηριώδη πάθη του Εθνικού Διχασμού, με εκατέρωθεν βολές περί “προδοτών”, “ολετήρων” κλπ, εναντίον είτε των Έξι, είτε του Βενιζέλου. Εκτός του ότι δεν ισχύει ιστορικά κάτι τέτοιο, ούτε ωφελεί, ούτε οδηγεί πουθενά. Αδιαμφισβήτητοι πατριώτες και γνήσιοι Έλληνες ήσαν και οι μεν και οι δε, με δεδομένη την αγάπη τους για την Πατρίδα. Και με αυτήν την παραδοχή ως γνώμονα πρέπει να εξαλειφθούν επιτέλους τα πάθη και οι διαιρέσεις του πατριωτικού αστικού κόσμου. Κι αυτό θα γίνει από την ημέρα που η συντηρητική φιλελεύθερη παράταξη θ’ αρχίσει να τιμά και πάλι τη μνήμη του Δ. Γούναρη και των “Έξι”, χωρίς φόβο και ενοχές. Τον δρόμο της υπέρβασης του εθνικού διχασμού τον έδειξε πρώτος ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, που θρήνησε τον αγαπημένο θείο του, λέγοντας με σοφία ότι: “… η διαίρεσις των Ελλήνων εις βενιζελικούς και αντιβενιζελικούς …. αίρει την ψυχικήν ενότητα του Έθνους … Γνήσιοι Έλληνες ήταν και οι δύο, ο Βενιζέλος και ο Γούναρης”, ενώ τα λόγια του Δημητρίου Γούναρη παραμένουν σήμερα προκλητικά επίκαιρα: «Οι πολιτικοί άνδρες έρχονται και παρέρχονται. Μένει αναλλοίωτος η μία και αιωνία ιδέα της πατρίδος».

Νικόλαος Στεφανίδης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου