Δευτέρα 21 Μαρτίου 2016

Ὅλοι καὶ ὅλα γιὰ τὴν σωτηρία τῆς πατρίδας

Γράφει ὁ Δημήτρης,
Νατσιὸς δάσκαλος-Κιλκὶς
«εἰ δέ τις τῶν ἰδίων καὶ μάλιστα τῶν οἰκείων οὐ προνοεῖ, τὴν πίστιν ἤρνηται καὶ ἔστιν ἀπίστου χείρων» πρὸς Τιμόθεον Α, ε’, 8
Ἡ μεγαλύτερη σύγχυση τούτη τὴν παμπόνηρη ἐποχὴ ἐντοπίζεται στὴν στάση τῶν Ἑλλήνων ἔναντι τῶν λαθρομεταναστῶν.
(Ὁ κοινὸς νοῦς λέει ὅτι ἂν κάποιος εἰσβάλλει στὴν χώρα σου, ὄντας ἀπρόσκλητος καὶ ἀνεπιθύμητος, λαθραίως καὶ παρανόμως, σύμφωνα μὲ τὰ ἔγκυρα λεξικά, ὀνομάζεται λαθρομετανάστης. Ὅπως λέγεται λαθροθήρας αὐτὸς ποὺ κυνηγᾶ χωρὶς ἄδεια, ὁ λαθροϋλοτόμος καὶ ὁ λαθρεπιβάτης. Ὁ κυρ-Φίλης ὑπουργός, στὴν πρόσφατη ἐπιστολή του στὰ σχολεῖα, ταυτίζει τοὺς Ἕλληνες, Χριστιανοὺς Ὀρθοδόξους τοῦ ’22, τοὺς διωκόμενους καὶ σφαγιασθέντες ἀπὸ τοὺς μωαμεθανοὺς γενοκτόνους μας τοῦ Κεμάλ, μὲ τοὺς νῦν λαθρομετανάστες, οἱ ὁποῖοι, ἀντὶ νὰ καταφύγουν στὶς ὁμόδοξές τους χῶρες τοῦ Ἰσλάμ, καταφεύγουν.. στὴν ἄπιστη Εὐρώπη. Θλιβερὲς συγκρίσεις ἀπὸ ἕναν ἀρνητὴ τῆς Γενοκτονίας τῶν Ἑλλήνων τῆς Ἀνατολῆς).
Περίεργη καὶ ἐπαμφοτερίζουσα εἶναι καὶ ἡ στάση κάποιων χριστιανῶν. «Τί θὰ ἔκανε ὁ Χριστὸς στὴ θέση μας;», «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους», εἶναι οἱ συνήθεις… παραπομπές.
Καρυκεύουν τὴν ἐρώτηση καὶ μὲ ἀναφορὲς στὸν Καλὸ Σαμαρείτη ἢ στὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα «ξένος ἤμην καὶ συνηγάγετέ με». (Μάτθ. ΚΕ, 35).
Ὁπότε ὀφείλουμε «νὰ ἀνοίξουμε τὴν ἀγκαλιά μας» (κατὰ κυρ-Φίλη) καὶ νὰ «συναγάγουμε»...
τοὺς ξένους λαθρομετανάστες, διότι εἶναι εὐαγγελικὴ ἐπιταγή.

Ἐρωτῶ καὶ ἀπευθύνομαι κυρίως στοὺς «προοδευτικοὺς» ἱερωμένους πού ἀποκοιμίζουν τὸν κόσμο μὲ τὶς ἀγαπολογίες τους: Ὁ Κολοκοτρώνης, ὅταν «ἀποφάσισε νὰ κάμει» τὴν Ἐπανάσταση, γιὰ νὰ ἐκδιώξει τὴν μισητὴ ἡμισέληνο, ἔτσι σκεφτόταν; Θὰ ἔκοβε τούρκικα κεφάλια ὁ Νικηταρᾶς ὁ Τουρκοφάγος, ἂν δὲν εὐλογοῦσε ἡ Ἐκκλησία τὰ ὄπλα τοῦ Ἀγώνα τῆς Παλιγγενεσίας; Τί τραγουδοῦσαν τότε οἱ Ρωμιοί; «Χαρὰ ποὺ τὸ ‘χουν τὰ βουνὰ τὰ κάστρα περηφάνια/ γιατί γιορτάζει ἡ Παναγιά, γιορτάζει καὶ ἡ Πατρίδα./ Νὰ βλέπεις διάκους μὲ σπαθιά, παπάδες μὲ ντουφέκια/ νὰ βλέπεις καὶ τὸν Γερμανό, τῆς Πάτρας τὸν δεσπότη/ πῶς εὐλογάει τ’ ἅρματα κι εὐχιέται τοὺς λεβέντες».

Ὁ ἐπίσκοπος Βρεσθένης Θεοδώρητος, τὸν ὁποῖο ὁ Κολοκοτρώνης ἀποκαλοῦσε καπετὰν Δεσπότη, εὐλογεῖ τ’ ἅρματα στὸ Βαλτέτσι, ζώνεται τὰ γιαταγάνια καὶ τὰ καριοφίλια καὶ πολεμᾶ.
Ὁ Σαλώνων Ἠσαΐας, ὁ πρῶτος Ἕλληνας ἱεράρχης ὁ ὁποῖος ἔπεσε ὑπὲρ πατρίδος, τὴν ὥρα τῆς μάχης τῆς Ἀλαμάνας, δὲν εἶχε ὑπ’ ὄψιν του τὸ Εὐαγγέλιο; Γιατί «ρίχνανε στὸ θυμιατὸ μπαρούτι γιὰ λιβάνι» οἱ παπάδες καὶ θυσιάζονταν γιὰ τὴν λευτεριὰ τοῦ Γένους. Πολλοὶ ἀπ’ αὐτοὺς δὲν ξαναπίασαν τὸ ἁγιοπότηρο, ὅμως ἒφτιαξαν πατρίδα. Ποιμένες καλοὶ ποὺ θυσιάστηκαν ὑπὲρ τοῦ σκλαβωμένου ποιμνίου τους.

Παραπέμπω καὶ σ’ ἕνα περίφημο κείμενο τοῦ Δασκάλου τοῦ Γένους Κωνσταντίνου Οἰκονόμου ἐξ Οἰκονόμων, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε «μέγας ἐκκλησιαστικὸς ἀνήρ, λαμπρὸν κόσμημα καὶ μέγα καύχημα τοῦ ἑλληνικοῦ Γένους».

«Λέγω πρῶτον, ὅτι χρεωστεῖς, χριστιανέ, καθὸ χριστιανὸς νὰ ἀγαπᾶς καὶ νὰ εὐεργετῆς τὴν Πατρίδα. Σὲ προστάζει ὁ θεῖος νόμος “ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν”. Πλησίον σου εἶναι βέβαια πάς ἄνθρωπος, ἀλλὰ ποιός δύναται νὰ εἶναι πλησιέστερός σου παρὰ τοὺς συγγενεῖς καὶ ὁμοπίστους καὶ συμπολίτας σου. Οὗτοι εἶναι ἀδελφοί σου, οἵτινες συγκατοικούσι μετά σου εἰς μίαν καὶ τὴν αὐτὴν χώραν, ὡσὰν εἰς μίαν καὶ τὴν αὐτὴν οἰκίαν, οὗτοι ἔχουσι τὸν αὐτὸν  καὶ σὺ πατέρα, τὸν Θεόν, τὴν αὐτὴν καὶ σὺ μητέρα, τὴν Ἐκκλησίαν, τὸ αὐτὸ γενέθλιον ἔδαφος, καὶ τὰς αὐτᾶς τροφᾶς, τοὺς αὐτοὺς νόμους, τοὺς αὐτοὺς ἄρχοντας καὶ ποιμένας καὶ διδασκάλους, τὰς αὐτᾶς πρὸς σὲ κοινᾶς καὶ πανηγύρεις καὶ ἀπολαύσεις καὶ λύπας καὶ χαρᾶς, ὅσον λοιπὸν εἰλικρινέστερον ἀγαπᾶς τοὺς συμπατριώτας καὶ τὴν Πατρίδα, τόσον βεβαιότερον ἐκπληρώνεις τὸν νόμον τοῦ Θεοῦ καὶ πάλιν ἐξ ἐναντίας, ὅσον ἀμελεῖς καὶ προδίδεις πολλάκις τῆς Πατρίδος τὰ συμφέροντα, τόσον ἐξελέγχεσαι παραβάτης τοῦ θείου νόμου, καὶ τοῦ πλησίον σου ἐχθρὸς χειρότερος ἀπίστου. “Eι τὶς τῶν ἰδίων καὶ μάλιστα τῶν οἰκείων οὐ προνοεῖ, τὴν πίστιν ἤρνηται, καὶ ἔστιν ἀπίστου χείρων”...
Τόσον ἱερὸν καὶ θεῖον δῶρον εἶναι ἡ Πατρὶς ὥστε ἐν τῶν μεγίστων σημείων τῆς κατὰ τῶν ἀνθρώπων δικαίας ὀργῆς τοῦ Θεοῦ γίνεται πολλάκις ἡ στέρησις τῆς Πατρίδος.
...Καὶ ἂν λοιπὸν ἡ Πατρὶς εἶναι τόσον σεβάσμιον, τόσον πολύτιμον, τόσον ἀγαπητόν, εἰς τὸν Θεόν, φανερὸν ὅτι χριστιανός, ὅστις ἀγαπᾶ μάλιστα τὸν Θεό, καὶ τὸν πλησίον, χρεωστεῖ νὰ ἀγαπᾶ τὴν ἰδίαν αὐτοῦ Πατρίδα».
(Κων. Κούρκουλα, «Λεύκωμα Δασκάλων τοῦ Γένους», σελ. 160, Ἀθήνα 1971).

Διασώζει ὁ Ἰ. Πολέμης τὴν ἀπάντηση κάποιας γιαγιᾶς πρὸς τὸν ἐγγονό της, ποὺ ἀποροῦσε γιατί τὴν ἔβλεπε κάθε βράδυ μετὰ τὸν ἑσπερινὸ μαζὶ μὲ τὰ εἰκονίσματα νὰ θυμιατίζει καὶ τὸ καριοφίλι τοῦ παπποῦ.
«Τὸ καριοφίλι ποὺ θωρεῖς
ψηλὰ στὸν τοῖχο νὰ σκουριάζει
παιδάκι μου, μὴν ἀπορεῖς
ἁγιολιβάνι τοῦ ταιριάζει
γιατί χωρὶς αὐτὸ
χωρὶς τὸ φλογερό του στόμα
θὰ ‘μαστε σκλάβοι ἀκόμα».
(«Ἱεράρχες, Ἐθνάρχες», π. Θεοδώρου Ζήση, σελ. 30).
«Ἡ ἀπάντηση τῆς ὥριμης γερόντισσας», σημειώνει ὁ σεβαστὸς παπα-Θόδωρος, «εἶναι ἀπάντηση τῆς γηραιᾶς ἑλληνικῆς ἱστορίας στοὺς ἀνώριμους μελετητές της».

Οἱ δεσποτάδες τοῦ Μακεδονικοῦ Ἀγώνα ζώστηκαν τ’ ἅρματα καὶ ἔσωσαν τὴν Μακεδονία.
«...Στὴ μέση φοροῦσα μία πέτσινη ζώνη ἀπ’ ὅπου κρέμονταν ἀπὸ τὴ μία μεριὰ ἡ θήκη τοῦ πιστολιοῦ μου, ποὺ ἦταν μεγάλο καὶ γίνονταν ἐν ἀνάγκη καὶ τουφέκι, κι ἀπ’ τὴν ἄλλη ἕνα μαχαίρι γιὰ στρατιωτικὸ ἢ ἀστυνομικό. Συχνὰ γυμναζόμουν εἰς τὸ σημάδι...», διηγεῖται ὁ ἡρωικὸς μητροπολίτης Καστοριᾶς Γερμανὸς Καραβαγγέλης. (Ἄντ. Μπέλλου-Θρεγιάδη, «Μορφὲς Μακεδονομάχων, σελ. 75-76).

Ὁ ἐπίσκοπος Πελαγονίας, Ἰωακεὶμ Φορόπουλος, ὅταν ἐνθρονίστηκε στὸ Μοναστήρι, βροντοφώνησε στὸν ἐμπερίστατο λαό, ποὺ σφαζόταν ἀπὸ τοὺς Κομιτατζῆδες: «Δὲν ἦρθα νὰ σᾶς διδάξω ὀφθαλμὸν ἀντὶ ὀφθαλμοῦ καὶ ὀδόντα ἀντὶ ὀδόντος, ἀλλὰ ὀφθαλμοὺς ἀντὶ ὀφθαλμοῦ καὶ ὀδόντας ἀντὶ ὀδόντος». Ὁ Κορυτσᾶς Φώτιος, ὁ Γρεβενῶν Αἰμιλιανός, ὁ Μελενίκου Κωνσταντῖνος, ὁ Ἐλευθερουπόλεως Γερμανός, ἔπεσαν μαχόμενοι, κοσμώντας τὸ Εἰκονοστάσι τοῦ Γένους.

Ὅταν στὶς 30 Αὐγούστου τοῦ 1907 ὁ λαὸς τῆς Δράμας ἀποχαιρετᾶ τὸν δεσπότη του, τὸν μετέπειτα ἐθνοϊερομάρτυρα Μητροπολίτη Σμύρνης, Χρυσόστομο, ὁ δημογέροντας Νίκας ἐνώπιον τῶν χιλιάδων ποὺ εἶχαν μαζευτεῖ στὸ σταθμό, ἀναφωνεῖ: «Δέσποτα, μᾶς παρέλαβες λαγοὺς καὶ μᾶς ἔκαμες λιοντάρια. Μεῖνε ἥσυχος. Θὰ γίνει τὸ θέλημά σου». Κι ἔγινε. (Ν. Βασιλειάδη, «Γιὰ τὴν Ἐλευθερία», σελ. 265). Δὲν ἦταν πιστοὶ αὐτοὶ οἱ ἡρωικοὶ Ἐπίσκοποι; Ἦταν, ἀλλὰ προνοοῦσαν γιὰ τοὺς οἰκείους, γιὰ τὸ Γένος.

Τὰ γράφω αὐτὰ γιὰ νὰ κατανοήσουν κάποιοι ὅτι τούτη τὴν στιγμὴ διακυβεύεται ἡ ἱστορική μας ὕπαρξη. Ἂν ἀνεχτοῦμε τὴν ἐγκατάσταση τῶν μωαμεθανικῶν ὀρδῶν, ἂς θυροκολλήσουμε τὸ ἀγγελτήριο θανάτου μας. Σὲ λίγο καιρὸ δὲν θὰ ὑπάρχουν «καλοὶ σαμαρεῖτες», θὰ περιφέρονται ἐξαθλιωμένοι μωαμεθανοὶ ποὺ θὰ ξεσπάσουν πάνω μας γιὰ ὅλα τὰ δεινά τους. (Μωαμεθανοὶ καὶ ὄχι μουσουλμάνοι. Ὀπαδοὶ τοῦ Μωάμεθ εἶναι καὶ τίποτε ἄλλο).

Μὴν καταπίνετε τὰ παραμύθια τῶν σάπιων καναλιῶν. Οἱ ροὲς ἀπὸ τὴν Τουρκία, τὸ κράτος συμμορία, δὲν πρόκειται νὰ σταματήσουν. Μᾶς προορίζουν γιὰ βαλκανικὸ ἐμιράτο. Βρισκόμαστε ἐνώπιον ἐθνικῆς προδοσίας. Μὴν τοὺς πιστεύετε. Λένε ψέματα. Ὅλοι καὶ ὅλα γιὰ τὴν σωτηρία τῆς πατρίδας μας...
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου