Που θα φτάσει η ευρωπαϊκή αφέλεια στην αντιμετώπιση της επιθετικότητας του Ερντογάν;
Καθ’
όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα, η Τουρκία ποτέ δεν παραιτήθηκε από τη
πολεμοχαρή στάση την οποία υιοθετεί, πλέον, ανοιχτά. Αυτό το λησμονούν
μόνον οι Ευρωπαίοι, που πιστεύουν ότι ο θα σταματήσουν τον Ερντογάν με
καλή προαίρεση, υποστηρίζει ο ιστορικός και θεολόγος Ζαν-Φρανσουά
Κολοζιμό.του Jean-François Colosimo από τη Figaro, 8/3/2020
Η Ανατολή αρχίζει στον Βόσπορο. Δεν υπάρχει τίποτε το δύσκολο στο να το κατανοήσουμε εκτός από τις ψευδαισθήσεις, τις παρανοήσεις και τις αποσιωπήσεις που καλλιεργεί απέναντί της η Ευρώπη. Μετά από έναν αιώνα λανθασμένων υπολογισμών, μας φαίνεται φυσικό να θεωρούμε την Τουρκία ακατανόητη και σύνηθες να υφιστάμεθα τις υπαγορεύσεις της.
Μέχρι και σήμερα, αρνούμαστε να δούμε με τί συμμετρία παραβιάζει τα σύνορα του Λεβάντε και ταυτόχρονα επιτίθεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση στα σύνορά της. Επιλέγουμε να αγνοήσουμε ότι η χρήση των μεταναστών ως επικουρικού στρατεύματος, με την μετατροπή τους από ομήρους σε εφέδρους . Εξάλλου η μαζική μεταφορά τους προς τη Δύση, δεν απορρέει από μία λιγότερο συγκρουσιακή λογική από αυτή που οδηγεί σε στρατιωτική επέμβαση στην Ανατολή, με τη μεταφορά τεθωρακισμένων οχημάτων εκεί, προκειμένου να εδραιώσει ένα σχέδιο προσάρτησης εδαφών.
Αρνούμαστε να δούμε ότι ένα παζάρι το οποίο αφορά τη συγκράτηση μίας ανθρωπιστικής κρίσης με αντάλλαγμα τη διπλωματική υποστήριξη σε έναν άφρονα στρατιωτικό τυχοδιωκτισμό, αποτελεί ένα ανυπόφορο τελεσίγραφο. Ωστόσο, όποια ειρήνη και αν νομίζουμε ότι εξαγοράζουμε από έναν πολεμοκάπηλο, αυτό θα επιφέρει την αύξηση των επιθέσεων του. Οι καγκελαρίες και η ευρωπαϊκή Επιτροπή μπορούν όσο θέλουν να επικαλούνται το νόμο, αλλά η Ευρώπη, όπως και η Ρώμη την εποχή της παρακμής της, θα καταλήξει να καταβάλει ένα νέο χαράτσι στον ισχυρό και, αναπόφευκτα, το ποσό των λύτρων θα μεγαλώνει διαρκώς.
Ωστόσο, το πιο σημαντικό μας λάθος είναι η ηθελημένη αμνησία μας. Υπάρχει κάτι το αναλλοίωτο σε έναν γείτονα μας, ο οποίος από τη Ναύπακτο (1571) έως το Δαρδανέλια (1915), περνώντας από τη Βιέννη (1529 και 1683), δεν έχει πάψει να αποτελεί τον αντίπαλό μας. Σε αντίθεση με το μοντέλο της ανοχής που μυθοποίησε ο σύγχρονος ειρηνισμός, η εργαλειοποίηση των λαών στο εσωτερικό και ο εκβιασμός για σφαγή ή εκτόπιση αυτών των ίδιων πληθυσμών στο εξωτερικό, με άλλα λόγια η μόνιμη χρήση του ανθρώπινου υλικού με στόχο τη πολιτική κυριαρχία, αποτέλεσε σταθερή πρακτική της Τουρκίας.
Υπερβαίνοντας τις εποχές και τα καθεστώτα, η πρακτική αυτή εκτείνεται ιστορικά από την οθωμανική συγκρότηση ως την τουρκική ανασυγκρότηση και κυριαρχούσε υπό τον Ατατούρκ όπως κυριαρχεί υπό τον Ερντογάν. Η πραγματοποίηση και στη συνέχεια η άρνηση της γενοκτονίας που διαπράχθηκε εναντίον των Αρμενίων από το κίνημα των «προοδευτικών αξιωματικών» το 1915, που ακολουθησε τις σφαγές που είχε ήδη διαπράξει ο αντιδραστικός σουλτάνος Αβδουλχαμίτ το 1894 και της οποίας η αναγνώριση εξακολουθεί να τιμωρείται με νόμο του κοινοβουλίου το 2020, καταδεικνύει με αβυσσαλέο τρόπο αυτή τη συνέχεια.
Προφανώς, εμείς, οι Ευρωπαίοι, αντικαταστήσαμε αυτή την πραγματικότητα με μια διπλή πεποίθηση: κατ΄αρχάς, ότι ένα τουρκικό έθνος είχε διαδεχθεί οριστικά μια αυτοκρατορία· και ταυτόχρονα ότι, αυτό το έθνος δεν μπορούσε παρά να γίνει δημοκρατικό. Τώρα αποδεικνύεται ότι η τουρκική εθνική στιγμή δεν ήταν παρά μια πρόσκαιρη αναδίπλωση ανάμεσα σε δύο αυτοκρατορικές στιγμές, εκείνη της οθωμανικής αποσύνθεσης και της σημερινής ανασυγκρότησής της. Αποδεικνύεται ότι αντί για την αντιπαράθεση μεταξύ δύο Τουρκιών, μιας καλής και μιας κακής, κατά περίπτωση, υπήρξε πάντα μία Τουρκία, η οποία εδώ και εκατό χρόνια έχει επιχειρήσει κάθε είδους ακρότητα.
Αλλά η εθελολυσια τύφλωση μπορεί να απαλλάξει την Ευρώπη από τη δική της παραίτηση και τους δικούς της συμβιβασμούς, τη στιγμή που έρχεται η ώρα να πληρώσει τον λογαριασμό;
Έχουμε ξεχάσει την ιδρυτική βία αυτής της χώρας, η οποία, ξεκινώντας από μία κατάρρευση το 1918, παρ’ ολίγο να εξαφανιστεί και, έκτοτε, ξορκίζει το υπαρξιακό της άγχος και επιτείνει έναν παρανοϊκό αγώνα δρόμου για επιβίωση. Υποτιμήσαμε την αλλοτρίωση που επέφερε ο εκδυτικισμός του Ατατούρκ, επειδή μας συνέφερε. Κρίναμε εσφαλμένα την καταπίεση που έχει προκαλέσει ο εξισλαμισμός του Ερντογάν όσο δεν μας ενοχλούσε.
Αντιπαραθέσαμε, εσφαλμένα, τους δύο αυταρχικούς ηγέτες (τον Κεμάλ και τον Ερντογάν) που βρίσκονται ο καθένας στις δύο άκρες μιας πανομοιότυπης οφθαλμαπάτης, την οποία παράγει μία ενιαία ταυτοτική βιομηχανία. Εχθροί φαινομενικά, αδελφοί στην πραγματικότητα, μοιράζονται την ίδια λατρεία της δημιουργικής αναζωογόνησης και η υποτιθέμενη μονομαχία τους αναδεικνύει στη πραγματικότητα ένα έμπειρο ντουέτο.
Η εθνικοποίηση του Ισλάμ και ο εξισλαμισμός του έθνους είναι ταυτόσημες διαδικασίες που στοχεύουν στη δημιουργία ενός υποδειγματικού πολίτη, εθνικά Τούρκου, θρησκευτικά σουνίτη, ο οποίος, εκπαιδευμένος στον στρατώνα ή το τζαμί, είναι βιομηχανικά κατασκευασμένος και ρυθμισμένος με στόχο να διορθώσει την αδικία της ιστορίας και να αποκτήσει εκ νέου τη δύναμη να εξουσιάζει. Και για τους δύο αυτούς θεόσταλτους ηγέτες, ο παραλληλισμός των πεπρωμένων αντανακλάται και στην απόλυτη αντιστοιχία των προγραμμάτων τους: η καθαρότητα του Τούρκου απαιτεί τη εκκαθάριση των αντιπάλων του, δηλαδή όλων των άλλων.
Ο εχθρός είναι εσωτερικός. Αρμένιοι, Έλληνες, Εβραίοι, Ντονμέδες, Λαζοί, Ζάζα, Γεζίντι: Οι αρχέγονες κοινότητες εξαλείφθηκαν συστηματικά. Οι Κούρδοι, εθνική μειονότητα, και οι Αλεβίτες, θρησκευτική μειονότητα, εξακολουθούν να αντιστέκονται χάρις τον αριθμό τους, αλλά με κόστος την επανέναρξη των διωγμών.
Ο εχθρός είναι εξωτερικός. Κατοικεί στην Ουάσιγκτον, τη Μόσχα, το Βερολίνο, το Παρίσι, την Ιερουσαλήμ, τη Δαμασκό, τη Μέκκα. Οι συγκυρίες μπορεί να αλλάζουν, προκαλώντας μικρές διακυμάνσεις που γρήγορα απορροφούνται, αλλά η στρατηγική παραμένει ίδια: ο διάδοχος θέλει να είναι, όπως και ο προκάτοχός του, ένας πλανητικός εκβιαστής που εξαγοράζει με το φάντασμα της γενικευμένης αστάθειας την επιβεβαίωση της δικής του σταθερότητας.
Μετάφραση, Γιώργος Καραμπελιάς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου