Η
επιστολή-παρέμβαση του Απόστολου Δοξιάδη στο δημοσίευμα των New York
Times που υποστήριζε πως υπάρχει «μυστικό κέντρο κράτησης» προσφύγων
στον Έβρο.
Στην αρχή το άρθρο των New York Times
«Νιώθουμε σαν ζώα» που δημοσιεύτηκε στις 10 Μαρτίου προκάλεσε
αντιδράσεις κι απορίες. Το αμφιλεγόμενο δημοσίευμα που υπέγραψαν
τέσσερις συντάκτες υποστήριξε πως οι ελληνικές αρχές συμπεριφέρονται με
παράνομο τρόπο σε πρόσφυγες που περνούν τα σύνορα του Έβρου,
υποστηρίζοντας μάλιστα πως υπάρχει ένα μυστικό κέντρο στο οποίο
κρατούνται πριν προωθηθούν στην Τουρκία και δίχως να έχουν τη δυνατότητα
να υποβάλλουν αίτηση χορήγησης ασύλου.
Ο Έλληνας συγγραφέας, σκηνοθέτης και διανοούμενος Απόστολος Δοξιάδης, θεώρησε πρέπον να παρέμβει αποστέλλοντας επιστολή στους New York Times για το «αδικαιολόγητα παραπλανητικό άρθρο» και όσα συμβαίνουν στα ελληνοτουρκικά σύνορα.
Λίγες ώρες μετά, ο δημοσιογράφος Patrick Kingsley σε ανάρτησή του στο Twitter παραδέχτηκε ότι στήριξε το ρεπορτάζ στη μαρτυρία ενός προσώπου που προβλήθηκε σαν πρόσφυγας συρο-κουρδικής καταγωγής, ενώ αποκαλύφθηκε πως είναι Τούρκος υπήκοος, παραδεχόμενος με τον πλέον-ίσως-εμφατικό τρόπο πως αποκρύφθηκε μια πληροφορία μεγάλης σημασίας στο άρθρο που προκάλεσε αλγεινές εντυπώσεις για την Ελλάδα.
Ο ιδεαλισμός δεν μπορεί να δικαιολογεί
την ακραία αφέλεια, την τσαπατσούλικη έρευνα γεγονότων και, ακόμη
χειρότερα, την παντελή άγνοια ενός γενικού πλαισίου.
Το να πιστεύεις σε έναν ευγενή σκοπό είναι αξιέπαινο. Να τον υπηρετείς με τα κείμενά σου, ώστε να μοιραστείς με τους συνανθρώπους σου τις υψηλές σου αξίες, ακόμη περισσότερο. Υπάρχει ωστόσο ένα πρόβλημα: αν είσαι δημοσιογράφος, θα πρέπει πάντα να βάζεις τα γεγονότα πάνω από τις προσωπικές σου αξίες – διαφορετικά δεν είσαι τίποτε παραπάνω από ένας προπαγανδιστής. Και η νομιμότητα του σκοπού δεν παραγράφει το «θανάσιμο αμάρτημα» για έναν δημοσιογράφο, τη διαστρέβλωση των γεγονότων ώστε να ταιριάξουν με τις απόψεις του. Η Ευρωπαϊκή, και ειδικότερα η Ελληνική, προσφυγική κρίση των τελευταίων ετών έδωσε πλούσιο υλικό και τροφή σε πολλούς ικανότατους και ιδεαλιστές δημοσιογράφους να κάνουν εξαιρετική δουλειά, συνδυάζοντας τα γεγονότα με τις αξίες. Αλίμονο, δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο για τους συντάκτες του πρόσφατου άρθρου που δημοσιεύθηκε στους The New York Times με τον τίτλο «Είμαστε όλοι ζώα: Μέσα στο Ελληνικό μυστικό κέντρο κράτησης προσφύγων» (10 Μαρτίου, 2020). Σε αυτό, οι συντάκτες κατάπιαν και το δόλωμα και το αγκίστρι που τους έριξε η αποτελεσματική, καθώς φαίνεται, τουρκική μηχανή προπαγάνδας. Και το χειρότερο απ’ όλα, οι ίδιοι φαίνεται να μην κατάλαβαν απολύτως τίποτα.
Στο διά ταύτα, το άρθρο λέει πως η ελληνική κυβέρνηση έχει στήσει ένα «μυστικό κέντρο κράτησης», – φέρνει στο μυαλό σου κάτι σε Γκουαντάναμο και CIA κατά τον πόλεμο στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ – στο οποίο άνθρωποι που ζητούν πολιτικό άσυλο τους μεταχειρίζονται «σαν ζώα».
Ο ιδεαλισμός δεν μπορεί να δικαιολογεί την ακραία αφέλεια, την τσαπατσούλικη έρευνα γεγονότων και, ακόμη χειρότερα, την παντελή άγνοια ενός γενικού πλαισίου.
Υπό αυτή την έννοια, οι συντάκτες, για παράδειγμα, του εν λόγω άρθρου θα έπρεπε, σε κάποιο σημείο, να γράψουν – άλλωστε είναι δημοσιογράφοι, και οφείλουν να είναι καλύτερα ενημερωμένοι από τον μέσο πολίτη – πως η Τουρκία του Ερντογάν είναι ένα απολυταρχικό καθεστώς, στο οποίο δεκάδες χιλιάδες αθώοι πολίτες φυλακίζονται, είτε χωρίς δίκη ή μετά από ένα δικαστήριο-φάρσα, πολλοί εξ αυτών υποβάλλονται σε βασανιστήρια και τουλάχιστον μερικές εκατοντάδες από αυτούς που φυλακίζονται βρίσκονται, όπως θα πουν αργότερα οι επίσημες ανακοινώσεις, «νεκροί στα κελιά τους». Επιπλέον, οι συντάκτες του άρθρου όφειλαν να γνωρίζουν πως τα τελευταία χρόνια τα μίντια είναι ταγμένα στην υπηρεσία του καθεστώτος, με τον φόβο του κλεισίματος ή της φυλάκισης ιδιοκτητών-εκδοτών και με τον φόβο οποιοσδήποτε τολμά να κάνει δημόσια κριτική στην κυβέρνηση να καταλήξει στη φυλακή. Ανάμεσά τους και ένας τεράστιος αριθμός δημοσιογράφων.
Η Διεθνής Επιτροπή για την προστασία των Δημοσιογράφων χαρακτήρισε πρόσφατα την Τουρκία ως «τον τρομακτικότερο δεσμοφύλακα δημοσιογράφων στον κόσμο». Θα περίμενε κανείς πως λαμβάνοντας υπόψη αυτόν τον χαρακτηρισμό και μόνο, οι φιλόδοξοι, ιδεαλιστές, νεαροί δημοσιογράφοι της Δύσης να είναι πιο καχύποπτοι απέναντι στις επίσημες τουρκικές πηγές και να ερευνούν βαθύτερα τις ιστορίες που τους ταΐζει το κράτος και οι λειτουργοί του. Κάτι που δεν συνέβη στην περίπτωση του «είμαστε όλοι σαν τα ζώα».
Αντιθέτως μάλιστα, αναφέρονται με αθωότητα στους «Τούρκους αξιωματούχους», ως την κύρια πηγή των αληθινών γεγονότων. Πως σας φαίνεται αυτό! Αναρωτιέμαι, το «σύμφωνα με αξιωματούχο του Υπουργείου Προπαγάνδας του Τρίτου Ράιχ» θα μπορούσε να προϋποθέτει το αληθές μιας πληροφορίας; Όχι, σίγουρα όχι, εκτός κι αν είσαι ηλίθιος ή Ναζί. Το ίδιο λοιπόν συμβαίνει σήμερα όταν βάζεις μπροστά τους Τούρκους αξιωματούχους, ειδικά σε ένα θέμα τόσο πολιτικά φορτισμένο όσο ο υβριδικός πόλεμος που έχει εξαπολύσει χώρα τους εναντίον της Ελλάδας. Είναι το παράδειγμά μου μια υπερβολή; Ναι είναι, αλλά ίσως όχι τόσο – καθώς αυτή η υπερβολή δείχνει και το ακριβές μέγεθος: δεν εμπιστεύεσαι αξιωματούχους ενός καταπιεστικού καθεστώτος να παραθέτουν τα πραγματικά γεγονότα. Αυτό που είναι ακόμη πιο ενοχλητικό στο άρθρο είναι πως οι συντάκτες του παρουσιάζουν την άρνηση από το ελληνικό κράτος τέτοιων ισχυρισμών ως, υπαινικτικά, απόδειξη πως αυτοί οι ισχυρισμοί είναι όντως αληθείς. Είναι λάθος: η Ελλάδα, παρά τα λάθη και τα προβλήματά της, είναι μια δημοκρατική χώρα με λειτουργικούς νόμους που θέτουν ισορροπία, με ελευθερία Τύπου, λόγου και αντίλογου, που μπορεί να ερευνά ή να ασκεί κριτική στην κυβέρνησή της – για προσπάθησε να το κάνεις αυτό στην Τουρκία του Ερντογάν και θα βρεθείς στη φυλακή.
Αυτό που θα περίμενε κανείς από δημοσιογράφους που γράφουν σε μια ελεύθερη χώρα για μια μεγάλη και με τεράστια επιρροή εφημερίδα, είναι ο επαγγελματισμός, να είναι εκείνοι που έχουν μάθει να σέβονται τις αξίες μιας ανοικτής κοινωνίας, που γνωρίζουν πως η καθοδηγούμενη παραπληροφόρηση, τα fake news, η προπαγάνδα που πλασάρεται ως αλήθεια και τα απροκάλυπτα ψεύδη είναι τα χαρακτηριστικά ενός καταπιεστικού κράτους, και το σήμα κατατεθέν της Τουρκίας του Ερντογάν, της οποίας ο τύραννος-ηγέτης έχει αυτοκηρυχθεί ως «ο μόνος αλάθητος» (θα διαμαρτυρηθεί άραγε το Βατικανό, αναρωτιέμαι;) Ο δημοσιογράφος, λοιπόν, που έγραψε το «είμαστε σαν ζώα» δεν φαίνεται να έχει αίσθηση των πραγμάτων. Η ευπιστία είναι σπάνια αρετή. Ποτέ όμως για έναν δημοσιογράφο.
Πέρα από την αφελή αποδοχή πως οι τούρκοι αξιωματούχοι μπορούν να θεωρηθούν αξιόπιστη πηγή πληροφοριών, η βασική ουσία στο πόνημα του δημοσιογράφου πηγάζει από μια και μοναδική (!) πηγή, έναν συγκεκριμένο κύριο που παρουσιάζεται ως «Σύριος-κούρδος» και του οποίου το όνομα όπως εμφανίζεται στο άρθρο είναι Somar al-Hussein, πιθανώς γιατί ακούγεται πιο αληθινό. Το θέμα όμως είναι λίγο πιο περίπλοκο. Αυτό που ξέφυγε της προσοχής των καλών δημοσιογράφων είναι πως ο κ. Somar Elhüseyin, όπως ο ίδιος γράφει το όνομά του, σύμφωνα με την τουρκική γλώσσα, είναι στην πραγματικότητα ένα golden boy του τουρκικού κράτους. Και ότι παρά το γεγονός ότι είναι Συριο-κουρδικής καταγωγής, είναι Τούρκος πολίτης, ο οποίος τα τελευταία χρόνια «προωθείται» στην Τουρκία ως παράδειγμα του τέλειου μετανάστη, επιδεικνύοντας όσα μπορεί να καταφέρει κανείς όταν αφομοιωθεί από την Τουρκική κοινωνία. Βέβαια, το να είσαι σήμερα ένα golden boy του τουρκικού κράτους, σημαίνει πως είσαι ένα golden boy της τούρκικης μηχανής προπαγάνδας ενός αδίστακτου δικτάτορα.
Αξίζει να ρίξουμε μια ματιά στη ζωή αυτού του νεαρού που παρουσιάζεται στους New York Times ως ένας δύσμοιρος πρόσφυγας που έχει υποφέρει τα πάνδεινα και ελπίζει σε μια καλύτερη ζωή στην Ευρώπη, έχοντας ξεφύγει από τον τρόμο του Συριακού πολέμου.
Το 2017, ο κ. Elhüseyin έγινε δεκτός στο Πανεπιστήμιο Karamanoglu Mehmetbey, στην πόλη Καραμάν της νότιας Τουρκίας, για να σπουδάσει μηχανολόγος στον τομέα της ενέργειας, στο πλαίσιο προγραμμάτων ανταλλαγής φοιτητών. Το όνομά του είχε ήδη «τουρκοποιηθεί» όταν έδινε τις κατατακτήριες εξετάσεις. Και ήταν από νωρίς ξεκάθαρο πως μετά από αυτό ξεχώριζε ως ειδική περίπτωση, ένας άνθρωπος δηλαδή που θα μπορούσε να δουλέψει με και για λογαριασμό του κράτους, να εκθειάζει τους δήθεν θριάμβους του. Στην πραγματικότητα, αμέσως μόλις πέρασε τις εξετάσεις του, η φανατικά προσκείμενη στον Ερντογάν εφημερίδα Hürriyet διάλεξε τον κ. Elhüseyin (ναι, ο ίδιος που εμφανίζεται στους New York Times ως Al-Hussein) να παραχωρήσει συνέντευξη, στις 14 Σεπτεμβρίου, 2017, σχετικά με τα οφέλη του τουρκικού εκπαιδευτικού συστήματος για τους ξένους φοιτητές. Γεγονός: Η Hürriyet δεν προωθεί κανέναν αν δεν είναι φίλος της κυβέρνησης Ερντογάν, με τον ίδιο τρόπο που η Pravda δεν προωθούσε κανέναν αν δεν ήταν φίλος του Κομμουνιστικού κράτους – και εδώ δεν υπάρχει καμία υπερβολή.
Αμέσως μετά τις κατακτήριες εξετάσεις, ο κ. Elhüseyin ευνοείται με μια μεταγραφή στο ακόμη πιο περίβλεπτο πανεπιστήμιο Maltepe, στην Κωνσταντινούπολη. Η μετέπειτα πορεία του εξελίσσεται ως οργανωτής φοιτητών με τη χορηγία του κράτους, και επίσης τακτικός ομιλητής σε εκδηλώσεις για τους πρόσφυγες, όπου και παρομοίαζε την Τουρκία ως παράδεισο ελεύθερων ιδεών, σύμφωνα με την επίσημη γραμμή του κράτους.
Πολύ σύντομα, έρχεται η ανταμοιβή για την αφοσίωσή του στην Τουρκική υπηκοότητα – και όποιος γνωρίζει έστω ελάχιστα για τους πρόσφυγες, αντιλαμβάνεται πως για να καταφέρει ένας πρόσφυγας να ανελιχθεί ως πολίτης σε ένα κράτος σε λιγότερο από τρία χρόνια, είναι ένα απίστευτο κατόρθωμα, ένας «προβιβασμός» που δείχνει ισχυρό κρατικό κίνητρο.
Από τότε, ο κ. Elhüseyin συνέχισε το έργο του ως προπαγανδιστής και οργανωτής για το τουρκικό κράτος, μιλώντας με σθένος κατά του συριακού καθεστώτος – κάτι που δεν αμφισβητώ – στηρίζοντας φανατικά τις πολεμικές επιχειρήσεις της Τουρκίας, κάτι που δεν συμμερίζομαι. Και, ως επί τω πλείστον, δεν συμμερίζομαι την δίψα του κ. Elhüseyin για αίμα («ας κάψουμε ολόκληρη τη Συρία!» σχολίαζε προσφάτως δημόσια, καθώς πανηγύριζε την κατάρριψη Συριακού ελικοπτέρου – και η Συρία είναι ο τόπος καταγωγής του, σύμφωνα με το δημοσίευμα των New York Times). Και ακόμη πιο πρόσφατα, όταν ο Ερντογάν αποφάσισε να στραφεί εναντίον των Ελληνικών, και κατ’ επέκταση των Ευρωπαϊκών, συνόρων, ενορχηστρώνοντας την επιδρομή δεκάδων χιλιάδων μη-Τούρκων, κάποιοι από τους οποίους πρώην κρατούμενοι στις τουρκικές φυλακές, κάποιοι με το δέλεαρ αμοιβής 800 ευρώ, όλοι όμως με τον σκοπό να εισβάλλουν με τη βία στη χώρα, με την υποστήριξη μονάδων του τουρκικού στρατού, ο κ. Elhüseyin ήταν στην πρώτη γραμμή του κινήματος.
Και το ξαναλέω, αυτό ήταν μια βίαιη, μαζική προσπάθεια διέλευσης των ελληνικών συνόρων, με το πλήθος στην τουρκική πλευρά, ανεξέλεγκτο, χωρίς κανέναν περιορισμό από στρατό και αστυνομία, να πετάει πέτρες, μολότοφ και χημικά στους φρουρούς των ελληνικών συνόρων.
Ο κ. Elhüseyin υπήρξε ο κύριος οργανωτής της «εκστρατείας», προσφέροντας αποτελεσματικά τις υπηρεσίες του, στέλνοντας μηνύματα σε όλους ανεξαιρέτως να συμμετέχουν στην προσπάθεια εισόδου στην Ελλάδα, σίγουρα με τις ευλογίες και τη στήριξη της κυβέρνησης. Αν υπάρχει κάποιος που αμφιβάλλει γι’ αυτό, αρκεί να δει τη σελίδα του εν λόγω κυρίου στο facebook, ενεργή ακόμα και γεμάτη σχετικές πληροφορίες ακόμη και τώρα που μιλάμε. Σε αυτή τη σελίδα, διαφήμιζε – και φαντάζομαι πως οι αμερικανοί δημοσιογράφοι έχουν πρόσβαση στο facebook, σωστά; – τα τελευταίας τεχνολογίας λεωφορεία που θα μεταφέρουν μετανάστες, είτε δικαιούνται είτε όχι άσυλο στην Ελλάδα.
Μίλησα με εκατοντάδες μετανάστες που διάλεξαν τον δύσκολο δρόμο να έρθουν στην Ελλάδα, σαν κλέφτες δηλαδή από τον ποταμό Έβρο (Meriç στα Τούρκικα) αναζητώντας, και σχεδόν πάντα αποκτώντας, άσυλο στην Ελλάδα. Όλοι τους είχαν να πουν τρομακτικές ιστορίες από το ταξίδι τους στην τούρκικη πλευρά με εγκληματίες διακινητές και χιλιάδες δολάρια αντίτιμο και έναν μόνιμο φόβο ,να συλληφθούν από την τούρκικη χωροφυλακή πριν διασχίσουν το ποτάμι. Ούτε ένας δεν μίλησε για πολυτελή λεωφορεία και ανέσεις σαν αυτές που διαφήμιζε στο facebook ο κ. Elhüseyin. Μάλιστα, για να σβήσει κάθε αμφιβολία από το μυαλό όσων επιθυμούσαν να διασχίσουν μαζί του τα «ανοικτά Ευρωπαϊκά σύνορα», έχοντας πάντα την έγκριση του τουρκικού κράτους για το εγχείρημά του, ανακοίνωνε πως «η αναχώρηση θα γίνει αμέσως μόλις πάρουμε την άδεια της Τουρκικής Ασφάλειας». Το άρθρο των NYT αναφέρει μάλιστα πως ο κ. Elhüseyin είχε θέση σε ένα από τα πρώτα λεωφορεία. Και γίνεται ακόμη πιο συγκεκριμένο: θα καθόταν στην μπροστινή θέση, δίπλα στο οδηγό, απ’ όπου και θα κινηματογραφούσε μέρος του ταξιδιού προς τα ελληνικά σύνορα, σχολιάζοντας και ποστάροντας αργότερα το βίντεο της διαδρομής στο facebook.
Η Ελλάδα, προστατεύοντας τα κυριαρχικά της δικαιώματα, αντιστάθηκε στη μαζική και βίαιη εισβολή που επιχείρησε ο Ερντογάν ενάντια στα Ελληνικά (και ταυτόχρονα Ευρωπαϊκά) σύνορα. Από τους δεκάδες χιλιάδες που στρατολόγησε το τουρκικό κράτος για αυτή την επιχείρηση, μερικές δεκάδες κατάφεραν να περάσουν τα σύνορα παράνομα, αλλά συνελήφθησαν αμέσως. Ανάμεσά τους και ο κ. Elhüseyin, ο οποίος ήταν τελικά και ο μόνος άνθρωπος που καταγόταν πραγματικά από τη Συρία, σε όλο αυτό που διαφήμιζε ως αποστολή του να μεταφέρει τους δικούς του ανθρώπους, τους Σύριους στην Ευρώπη και την ελευθερία. Είχε όμως απεριόριστη ελευθερία στην Τουρκία και η υπηκοότητά του τού παρείχε δικαίωμα σε διαβατήριο. Αν ήθελε να ταξιδέψει στην Ευρώπη, θα μπορούσε να το κάνει και με το αεροπλάνο. Γιατί δεν το έκανε; Επειδή η αποστολή του ήταν να οδηγήσει άλλους σε μια επιχείρηση εισβολής στα ελληνικά σύνορα.
Μετά την τρομακτική περιπέτειά του, όπως την περιέγραψε στους μωρόπιστους δημοσιογράφους, πως τον μεταχειρίστηκαν «σαν να ήταν ζώο» στο αστυνομικό τμήμα (το «μυστικό κέντρο κράτησης» κατά το δημοσίευμα), επέστρεψε στην Τουρκία. Είχε εισέλθει παράνομα και δεν ζήτησε καν άσυλο – αν το είχε κάνει, θα είχε μεταφερθεί σε κάποιο κέντρο επαναπροώθησης, όπως συμβαίνει σε κάθε Ευρωπαϊκή χώρα, και θα είχε αφεθεί ελεύθερος λίγες ημέρες μετά, έχοντας όλα τα απαραίτητα έγγραφα ως αιτών άσυλο. Δεν ζήτησε όμως άσυλο επειδή δεν το χρειαζόταν – ούτε θα μπορούσε να στηρίξει μια τέτοια αίτηση, όντας πολίτης ενός κράτους που του παρέχει τα πάντα. Και για να είναι ξεκάθαρα τα συναισθήματά του απέναντι στην Τουρκία, ο κ. Elhüseyin εξέφρασε δημόσια την ανακούφισή του αμέσως μόλις επέστρεψε στην Τουρκία: «Επιτέλους σπίτι!» με «σπίτι» εδώ να εννοεί την Τουρκία. Αυτή η λεπτομέρεια ήταν διαθέσιμη στους δημοσιογράφους που έγραψαν το άρθρο, και τον παρουσίαζαν σαν τον κακόμοιρο πρόσφυγα που ζητούσε άσυλο – αν τους ενδιέφερε να ψάξουν λίγο, δηλαδή.
Δεν θα πω περισσότερα και δεν θα δώσω μεγαλύτερη βαρύτητα απ’ όσο αξίζει στη νέα φαντασιοπληξία της «δικανικής αρχιτεκτονικής» (που δεν είναι ούτε αρχιτεκτονική ούτε δικανική) και η οποία δεν κάνει τίποτε άλλο από το να αναλύει φωτογραφίες από το Google earth με τις ικανότητες παρατήρησης που διαθέτει ένας μαθητής γυμνασίου, που μάλλον είναι καλύτερες από αυτές των αυτοαποκαλούμενων «δικανικών αρχιτεκτόνων» που προσπαθούν να βγάλουν ψωμί παρουσιάζοντας το ασήμαντο ως σημαντικό. Και αυτό θα μπορούσα να το δικαιολογήσω στη συγκεκριμένη περίπτωση της ανάλυσης μιας φωτογραφίας του δήθεν «μυστικού κέντρου κράτησης», εάν εκείνοι που το παρουσίασαν ως αποδεικτικό στοιχείο στους New York Times είχαν έστω ενδιαφερθεί να κοιτάξουν λίγο πιο προσεκτικά. Αν το έκαναν, θα έβλεπαν πως το «μυστικό κέντρο κράτησης», καθόλου μυστικό στο Google Earth, είναι μια μικρή εγκατάσταση από ετοιμόρροπα κτήρια και κάνα-δυο κοντέινερ, χωρίς τοίχους τριγύρω και χωρίς πύλες – ένας ανοικτός χώρος που ο οποιοσδήποτε μπορεί να περάσει ή να βγει, χωρίς καν μια ξύλινη μπάρα να κατεβαίνει ως εμπόδιο. Φοβερός μυστικός χώρος κράτησης! Αυτό που είναι στην πραγματικότητα αυτό το μέρος, είναι ένας αστυνομικός σταθμός που δημιουργήθηκε βιαστικά με αφορμή την προσφυγική κρίση και τα γεγονότα στο σημείο, όπου οι άνθρωποι που συλλαμβάνονταν για παράνομη είσοδο στη χώρα μεταφέρονταν εκεί και κρατούνταν για δυο μέρες.
Όσοι ζητούσαν άσυλο, τους έστελναν εκεί που θα μπορούσαν να το ζητήσουν νόμιμα. Όσοι έμπαιναν παράνομα χωρίς βάσιμο λόγο, δικάζονταν και τους επιβάλλονταν ποινή δυο μηνών με αναστολή. Αυτοί που επέστρεφαν στην Τουρκία ήταν μόνο εκείνοι που πραγματικά ήθελαν να επιστρέψουν – όπως ο κ. Elhüseyin που χάρηκε πολύ που γύρισε «σπίτι».
Ως φοιτητής στις Ηνωμένες Πολιτείες κατά την περίοδο του πολέμου στο Βιετνάμ, ήμουν πιστός αναγνώστης των New York Times. Διάβαζα καθημερινά. Έγραφαν τα γεγονότα. Όπως είχαν. Η ανάγνωση των άρθρων δεν ήταν απλά «πληροφορούμε» τα γεγονότα, ήταν και ένα μάθημα επιμέλειας, προκοπής, σκληρής δουλειά, έρευνας και αντικειμενικότητας. Αυτό ήταν το κληροδότημα αυτής της εφημερίδας και πάντα τη σεβόμουν ώστε να μην κάνω γενικεύσεις πάνω στην εξέλιξή της με τα χρόνια. Θα κλείσω απλά λέγοντας πως, το τελευταίο της άρθρο, «Είμαστε σαν ζώα», που μοιάζει περισσότερο σαν ξαναζεσταμένη τουρκική προπαγάνδα, δεν τους τιμά. Είναι τόσο τσαπατσούλικο, χωρίς καμία απόδειξη δημοσιογραφικής έρευνας και οδηγεί σε τόσο λάθος συμπεράσματα που η δημοσίευσή του και μόνο εγείρει ερωτήματα. Όσο για τους συντάκτες του άρθρου, έχω δυο επιλογές: να ρίξω το φταίξιμο στις κακές προθέσεις τους ή στην χαμηλή επαγγελματική τους ικανότητα. Και επειδή δεν έχω αποδείξεις για το πρώτο, θα πρέπει να δεχθώ το δεύτερο. Όπως θα έλεγε και ο Φόρεστ Γκαμπ, «ο ηλίθιος κάνει ηλίθια πράγματα».
athensvoice.gr
Ο Έλληνας συγγραφέας, σκηνοθέτης και διανοούμενος Απόστολος Δοξιάδης, θεώρησε πρέπον να παρέμβει αποστέλλοντας επιστολή στους New York Times για το «αδικαιολόγητα παραπλανητικό άρθρο» και όσα συμβαίνουν στα ελληνοτουρκικά σύνορα.
Λίγες ώρες μετά, ο δημοσιογράφος Patrick Kingsley σε ανάρτησή του στο Twitter παραδέχτηκε ότι στήριξε το ρεπορτάζ στη μαρτυρία ενός προσώπου που προβλήθηκε σαν πρόσφυγας συρο-κουρδικής καταγωγής, ενώ αποκαλύφθηκε πως είναι Τούρκος υπήκοος, παραδεχόμενος με τον πλέον-ίσως-εμφατικό τρόπο πως αποκρύφθηκε μια πληροφορία μεγάλης σημασίας στο άρθρο που προκάλεσε αλγεινές εντυπώσεις για την Ελλάδα.
Το να πιστεύεις σε έναν ευγενή σκοπό είναι αξιέπαινο. Να τον υπηρετείς με τα κείμενά σου, ώστε να μοιραστείς με τους συνανθρώπους σου τις υψηλές σου αξίες, ακόμη περισσότερο. Υπάρχει ωστόσο ένα πρόβλημα: αν είσαι δημοσιογράφος, θα πρέπει πάντα να βάζεις τα γεγονότα πάνω από τις προσωπικές σου αξίες – διαφορετικά δεν είσαι τίποτε παραπάνω από ένας προπαγανδιστής. Και η νομιμότητα του σκοπού δεν παραγράφει το «θανάσιμο αμάρτημα» για έναν δημοσιογράφο, τη διαστρέβλωση των γεγονότων ώστε να ταιριάξουν με τις απόψεις του. Η Ευρωπαϊκή, και ειδικότερα η Ελληνική, προσφυγική κρίση των τελευταίων ετών έδωσε πλούσιο υλικό και τροφή σε πολλούς ικανότατους και ιδεαλιστές δημοσιογράφους να κάνουν εξαιρετική δουλειά, συνδυάζοντας τα γεγονότα με τις αξίες. Αλίμονο, δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο για τους συντάκτες του πρόσφατου άρθρου που δημοσιεύθηκε στους The New York Times με τον τίτλο «Είμαστε όλοι ζώα: Μέσα στο Ελληνικό μυστικό κέντρο κράτησης προσφύγων» (10 Μαρτίου, 2020). Σε αυτό, οι συντάκτες κατάπιαν και το δόλωμα και το αγκίστρι που τους έριξε η αποτελεσματική, καθώς φαίνεται, τουρκική μηχανή προπαγάνδας. Και το χειρότερο απ’ όλα, οι ίδιοι φαίνεται να μην κατάλαβαν απολύτως τίποτα.
Στο διά ταύτα, το άρθρο λέει πως η ελληνική κυβέρνηση έχει στήσει ένα «μυστικό κέντρο κράτησης», – φέρνει στο μυαλό σου κάτι σε Γκουαντάναμο και CIA κατά τον πόλεμο στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ – στο οποίο άνθρωποι που ζητούν πολιτικό άσυλο τους μεταχειρίζονται «σαν ζώα».
Ο ιδεαλισμός δεν μπορεί να δικαιολογεί την ακραία αφέλεια, την τσαπατσούλικη έρευνα γεγονότων και, ακόμη χειρότερα, την παντελή άγνοια ενός γενικού πλαισίου.
Υπό αυτή την έννοια, οι συντάκτες, για παράδειγμα, του εν λόγω άρθρου θα έπρεπε, σε κάποιο σημείο, να γράψουν – άλλωστε είναι δημοσιογράφοι, και οφείλουν να είναι καλύτερα ενημερωμένοι από τον μέσο πολίτη – πως η Τουρκία του Ερντογάν είναι ένα απολυταρχικό καθεστώς, στο οποίο δεκάδες χιλιάδες αθώοι πολίτες φυλακίζονται, είτε χωρίς δίκη ή μετά από ένα δικαστήριο-φάρσα, πολλοί εξ αυτών υποβάλλονται σε βασανιστήρια και τουλάχιστον μερικές εκατοντάδες από αυτούς που φυλακίζονται βρίσκονται, όπως θα πουν αργότερα οι επίσημες ανακοινώσεις, «νεκροί στα κελιά τους». Επιπλέον, οι συντάκτες του άρθρου όφειλαν να γνωρίζουν πως τα τελευταία χρόνια τα μίντια είναι ταγμένα στην υπηρεσία του καθεστώτος, με τον φόβο του κλεισίματος ή της φυλάκισης ιδιοκτητών-εκδοτών και με τον φόβο οποιοσδήποτε τολμά να κάνει δημόσια κριτική στην κυβέρνηση να καταλήξει στη φυλακή. Ανάμεσά τους και ένας τεράστιος αριθμός δημοσιογράφων.
Η Διεθνής Επιτροπή για την προστασία των Δημοσιογράφων χαρακτήρισε πρόσφατα την Τουρκία ως «τον τρομακτικότερο δεσμοφύλακα δημοσιογράφων στον κόσμο». Θα περίμενε κανείς πως λαμβάνοντας υπόψη αυτόν τον χαρακτηρισμό και μόνο, οι φιλόδοξοι, ιδεαλιστές, νεαροί δημοσιογράφοι της Δύσης να είναι πιο καχύποπτοι απέναντι στις επίσημες τουρκικές πηγές και να ερευνούν βαθύτερα τις ιστορίες που τους ταΐζει το κράτος και οι λειτουργοί του. Κάτι που δεν συνέβη στην περίπτωση του «είμαστε όλοι σαν τα ζώα».
Αντιθέτως μάλιστα, αναφέρονται με αθωότητα στους «Τούρκους αξιωματούχους», ως την κύρια πηγή των αληθινών γεγονότων. Πως σας φαίνεται αυτό! Αναρωτιέμαι, το «σύμφωνα με αξιωματούχο του Υπουργείου Προπαγάνδας του Τρίτου Ράιχ» θα μπορούσε να προϋποθέτει το αληθές μιας πληροφορίας; Όχι, σίγουρα όχι, εκτός κι αν είσαι ηλίθιος ή Ναζί. Το ίδιο λοιπόν συμβαίνει σήμερα όταν βάζεις μπροστά τους Τούρκους αξιωματούχους, ειδικά σε ένα θέμα τόσο πολιτικά φορτισμένο όσο ο υβριδικός πόλεμος που έχει εξαπολύσει χώρα τους εναντίον της Ελλάδας. Είναι το παράδειγμά μου μια υπερβολή; Ναι είναι, αλλά ίσως όχι τόσο – καθώς αυτή η υπερβολή δείχνει και το ακριβές μέγεθος: δεν εμπιστεύεσαι αξιωματούχους ενός καταπιεστικού καθεστώτος να παραθέτουν τα πραγματικά γεγονότα. Αυτό που είναι ακόμη πιο ενοχλητικό στο άρθρο είναι πως οι συντάκτες του παρουσιάζουν την άρνηση από το ελληνικό κράτος τέτοιων ισχυρισμών ως, υπαινικτικά, απόδειξη πως αυτοί οι ισχυρισμοί είναι όντως αληθείς. Είναι λάθος: η Ελλάδα, παρά τα λάθη και τα προβλήματά της, είναι μια δημοκρατική χώρα με λειτουργικούς νόμους που θέτουν ισορροπία, με ελευθερία Τύπου, λόγου και αντίλογου, που μπορεί να ερευνά ή να ασκεί κριτική στην κυβέρνησή της – για προσπάθησε να το κάνεις αυτό στην Τουρκία του Ερντογάν και θα βρεθείς στη φυλακή.
Αυτό που θα περίμενε κανείς από δημοσιογράφους που γράφουν σε μια ελεύθερη χώρα για μια μεγάλη και με τεράστια επιρροή εφημερίδα, είναι ο επαγγελματισμός, να είναι εκείνοι που έχουν μάθει να σέβονται τις αξίες μιας ανοικτής κοινωνίας, που γνωρίζουν πως η καθοδηγούμενη παραπληροφόρηση, τα fake news, η προπαγάνδα που πλασάρεται ως αλήθεια και τα απροκάλυπτα ψεύδη είναι τα χαρακτηριστικά ενός καταπιεστικού κράτους, και το σήμα κατατεθέν της Τουρκίας του Ερντογάν, της οποίας ο τύραννος-ηγέτης έχει αυτοκηρυχθεί ως «ο μόνος αλάθητος» (θα διαμαρτυρηθεί άραγε το Βατικανό, αναρωτιέμαι;) Ο δημοσιογράφος, λοιπόν, που έγραψε το «είμαστε σαν ζώα» δεν φαίνεται να έχει αίσθηση των πραγμάτων. Η ευπιστία είναι σπάνια αρετή. Ποτέ όμως για έναν δημοσιογράφο.
Πέρα από την αφελή αποδοχή πως οι τούρκοι αξιωματούχοι μπορούν να θεωρηθούν αξιόπιστη πηγή πληροφοριών, η βασική ουσία στο πόνημα του δημοσιογράφου πηγάζει από μια και μοναδική (!) πηγή, έναν συγκεκριμένο κύριο που παρουσιάζεται ως «Σύριος-κούρδος» και του οποίου το όνομα όπως εμφανίζεται στο άρθρο είναι Somar al-Hussein, πιθανώς γιατί ακούγεται πιο αληθινό. Το θέμα όμως είναι λίγο πιο περίπλοκο. Αυτό που ξέφυγε της προσοχής των καλών δημοσιογράφων είναι πως ο κ. Somar Elhüseyin, όπως ο ίδιος γράφει το όνομά του, σύμφωνα με την τουρκική γλώσσα, είναι στην πραγματικότητα ένα golden boy του τουρκικού κράτους. Και ότι παρά το γεγονός ότι είναι Συριο-κουρδικής καταγωγής, είναι Τούρκος πολίτης, ο οποίος τα τελευταία χρόνια «προωθείται» στην Τουρκία ως παράδειγμα του τέλειου μετανάστη, επιδεικνύοντας όσα μπορεί να καταφέρει κανείς όταν αφομοιωθεί από την Τουρκική κοινωνία. Βέβαια, το να είσαι σήμερα ένα golden boy του τουρκικού κράτους, σημαίνει πως είσαι ένα golden boy της τούρκικης μηχανής προπαγάνδας ενός αδίστακτου δικτάτορα.
Αξίζει να ρίξουμε μια ματιά στη ζωή αυτού του νεαρού που παρουσιάζεται στους New York Times ως ένας δύσμοιρος πρόσφυγας που έχει υποφέρει τα πάνδεινα και ελπίζει σε μια καλύτερη ζωή στην Ευρώπη, έχοντας ξεφύγει από τον τρόμο του Συριακού πολέμου.
Το 2017, ο κ. Elhüseyin έγινε δεκτός στο Πανεπιστήμιο Karamanoglu Mehmetbey, στην πόλη Καραμάν της νότιας Τουρκίας, για να σπουδάσει μηχανολόγος στον τομέα της ενέργειας, στο πλαίσιο προγραμμάτων ανταλλαγής φοιτητών. Το όνομά του είχε ήδη «τουρκοποιηθεί» όταν έδινε τις κατατακτήριες εξετάσεις. Και ήταν από νωρίς ξεκάθαρο πως μετά από αυτό ξεχώριζε ως ειδική περίπτωση, ένας άνθρωπος δηλαδή που θα μπορούσε να δουλέψει με και για λογαριασμό του κράτους, να εκθειάζει τους δήθεν θριάμβους του. Στην πραγματικότητα, αμέσως μόλις πέρασε τις εξετάσεις του, η φανατικά προσκείμενη στον Ερντογάν εφημερίδα Hürriyet διάλεξε τον κ. Elhüseyin (ναι, ο ίδιος που εμφανίζεται στους New York Times ως Al-Hussein) να παραχωρήσει συνέντευξη, στις 14 Σεπτεμβρίου, 2017, σχετικά με τα οφέλη του τουρκικού εκπαιδευτικού συστήματος για τους ξένους φοιτητές. Γεγονός: Η Hürriyet δεν προωθεί κανέναν αν δεν είναι φίλος της κυβέρνησης Ερντογάν, με τον ίδιο τρόπο που η Pravda δεν προωθούσε κανέναν αν δεν ήταν φίλος του Κομμουνιστικού κράτους – και εδώ δεν υπάρχει καμία υπερβολή.
Αμέσως μετά τις κατακτήριες εξετάσεις, ο κ. Elhüseyin ευνοείται με μια μεταγραφή στο ακόμη πιο περίβλεπτο πανεπιστήμιο Maltepe, στην Κωνσταντινούπολη. Η μετέπειτα πορεία του εξελίσσεται ως οργανωτής φοιτητών με τη χορηγία του κράτους, και επίσης τακτικός ομιλητής σε εκδηλώσεις για τους πρόσφυγες, όπου και παρομοίαζε την Τουρκία ως παράδεισο ελεύθερων ιδεών, σύμφωνα με την επίσημη γραμμή του κράτους.
Πολύ σύντομα, έρχεται η ανταμοιβή για την αφοσίωσή του στην Τουρκική υπηκοότητα – και όποιος γνωρίζει έστω ελάχιστα για τους πρόσφυγες, αντιλαμβάνεται πως για να καταφέρει ένας πρόσφυγας να ανελιχθεί ως πολίτης σε ένα κράτος σε λιγότερο από τρία χρόνια, είναι ένα απίστευτο κατόρθωμα, ένας «προβιβασμός» που δείχνει ισχυρό κρατικό κίνητρο.
Από τότε, ο κ. Elhüseyin συνέχισε το έργο του ως προπαγανδιστής και οργανωτής για το τουρκικό κράτος, μιλώντας με σθένος κατά του συριακού καθεστώτος – κάτι που δεν αμφισβητώ – στηρίζοντας φανατικά τις πολεμικές επιχειρήσεις της Τουρκίας, κάτι που δεν συμμερίζομαι. Και, ως επί τω πλείστον, δεν συμμερίζομαι την δίψα του κ. Elhüseyin για αίμα («ας κάψουμε ολόκληρη τη Συρία!» σχολίαζε προσφάτως δημόσια, καθώς πανηγύριζε την κατάρριψη Συριακού ελικοπτέρου – και η Συρία είναι ο τόπος καταγωγής του, σύμφωνα με το δημοσίευμα των New York Times). Και ακόμη πιο πρόσφατα, όταν ο Ερντογάν αποφάσισε να στραφεί εναντίον των Ελληνικών, και κατ’ επέκταση των Ευρωπαϊκών, συνόρων, ενορχηστρώνοντας την επιδρομή δεκάδων χιλιάδων μη-Τούρκων, κάποιοι από τους οποίους πρώην κρατούμενοι στις τουρκικές φυλακές, κάποιοι με το δέλεαρ αμοιβής 800 ευρώ, όλοι όμως με τον σκοπό να εισβάλλουν με τη βία στη χώρα, με την υποστήριξη μονάδων του τουρκικού στρατού, ο κ. Elhüseyin ήταν στην πρώτη γραμμή του κινήματος.
Και το ξαναλέω, αυτό ήταν μια βίαιη, μαζική προσπάθεια διέλευσης των ελληνικών συνόρων, με το πλήθος στην τουρκική πλευρά, ανεξέλεγκτο, χωρίς κανέναν περιορισμό από στρατό και αστυνομία, να πετάει πέτρες, μολότοφ και χημικά στους φρουρούς των ελληνικών συνόρων.
Ο κ. Elhüseyin υπήρξε ο κύριος οργανωτής της «εκστρατείας», προσφέροντας αποτελεσματικά τις υπηρεσίες του, στέλνοντας μηνύματα σε όλους ανεξαιρέτως να συμμετέχουν στην προσπάθεια εισόδου στην Ελλάδα, σίγουρα με τις ευλογίες και τη στήριξη της κυβέρνησης. Αν υπάρχει κάποιος που αμφιβάλλει γι’ αυτό, αρκεί να δει τη σελίδα του εν λόγω κυρίου στο facebook, ενεργή ακόμα και γεμάτη σχετικές πληροφορίες ακόμη και τώρα που μιλάμε. Σε αυτή τη σελίδα, διαφήμιζε – και φαντάζομαι πως οι αμερικανοί δημοσιογράφοι έχουν πρόσβαση στο facebook, σωστά; – τα τελευταίας τεχνολογίας λεωφορεία που θα μεταφέρουν μετανάστες, είτε δικαιούνται είτε όχι άσυλο στην Ελλάδα.
Μίλησα με εκατοντάδες μετανάστες που διάλεξαν τον δύσκολο δρόμο να έρθουν στην Ελλάδα, σαν κλέφτες δηλαδή από τον ποταμό Έβρο (Meriç στα Τούρκικα) αναζητώντας, και σχεδόν πάντα αποκτώντας, άσυλο στην Ελλάδα. Όλοι τους είχαν να πουν τρομακτικές ιστορίες από το ταξίδι τους στην τούρκικη πλευρά με εγκληματίες διακινητές και χιλιάδες δολάρια αντίτιμο και έναν μόνιμο φόβο ,να συλληφθούν από την τούρκικη χωροφυλακή πριν διασχίσουν το ποτάμι. Ούτε ένας δεν μίλησε για πολυτελή λεωφορεία και ανέσεις σαν αυτές που διαφήμιζε στο facebook ο κ. Elhüseyin. Μάλιστα, για να σβήσει κάθε αμφιβολία από το μυαλό όσων επιθυμούσαν να διασχίσουν μαζί του τα «ανοικτά Ευρωπαϊκά σύνορα», έχοντας πάντα την έγκριση του τουρκικού κράτους για το εγχείρημά του, ανακοίνωνε πως «η αναχώρηση θα γίνει αμέσως μόλις πάρουμε την άδεια της Τουρκικής Ασφάλειας». Το άρθρο των NYT αναφέρει μάλιστα πως ο κ. Elhüseyin είχε θέση σε ένα από τα πρώτα λεωφορεία. Και γίνεται ακόμη πιο συγκεκριμένο: θα καθόταν στην μπροστινή θέση, δίπλα στο οδηγό, απ’ όπου και θα κινηματογραφούσε μέρος του ταξιδιού προς τα ελληνικά σύνορα, σχολιάζοντας και ποστάροντας αργότερα το βίντεο της διαδρομής στο facebook.
Η Ελλάδα, προστατεύοντας τα κυριαρχικά της δικαιώματα, αντιστάθηκε στη μαζική και βίαιη εισβολή που επιχείρησε ο Ερντογάν ενάντια στα Ελληνικά (και ταυτόχρονα Ευρωπαϊκά) σύνορα. Από τους δεκάδες χιλιάδες που στρατολόγησε το τουρκικό κράτος για αυτή την επιχείρηση, μερικές δεκάδες κατάφεραν να περάσουν τα σύνορα παράνομα, αλλά συνελήφθησαν αμέσως. Ανάμεσά τους και ο κ. Elhüseyin, ο οποίος ήταν τελικά και ο μόνος άνθρωπος που καταγόταν πραγματικά από τη Συρία, σε όλο αυτό που διαφήμιζε ως αποστολή του να μεταφέρει τους δικούς του ανθρώπους, τους Σύριους στην Ευρώπη και την ελευθερία. Είχε όμως απεριόριστη ελευθερία στην Τουρκία και η υπηκοότητά του τού παρείχε δικαίωμα σε διαβατήριο. Αν ήθελε να ταξιδέψει στην Ευρώπη, θα μπορούσε να το κάνει και με το αεροπλάνο. Γιατί δεν το έκανε; Επειδή η αποστολή του ήταν να οδηγήσει άλλους σε μια επιχείρηση εισβολής στα ελληνικά σύνορα.
Μετά την τρομακτική περιπέτειά του, όπως την περιέγραψε στους μωρόπιστους δημοσιογράφους, πως τον μεταχειρίστηκαν «σαν να ήταν ζώο» στο αστυνομικό τμήμα (το «μυστικό κέντρο κράτησης» κατά το δημοσίευμα), επέστρεψε στην Τουρκία. Είχε εισέλθει παράνομα και δεν ζήτησε καν άσυλο – αν το είχε κάνει, θα είχε μεταφερθεί σε κάποιο κέντρο επαναπροώθησης, όπως συμβαίνει σε κάθε Ευρωπαϊκή χώρα, και θα είχε αφεθεί ελεύθερος λίγες ημέρες μετά, έχοντας όλα τα απαραίτητα έγγραφα ως αιτών άσυλο. Δεν ζήτησε όμως άσυλο επειδή δεν το χρειαζόταν – ούτε θα μπορούσε να στηρίξει μια τέτοια αίτηση, όντας πολίτης ενός κράτους που του παρέχει τα πάντα. Και για να είναι ξεκάθαρα τα συναισθήματά του απέναντι στην Τουρκία, ο κ. Elhüseyin εξέφρασε δημόσια την ανακούφισή του αμέσως μόλις επέστρεψε στην Τουρκία: «Επιτέλους σπίτι!» με «σπίτι» εδώ να εννοεί την Τουρκία. Αυτή η λεπτομέρεια ήταν διαθέσιμη στους δημοσιογράφους που έγραψαν το άρθρο, και τον παρουσίαζαν σαν τον κακόμοιρο πρόσφυγα που ζητούσε άσυλο – αν τους ενδιέφερε να ψάξουν λίγο, δηλαδή.
Δεν θα πω περισσότερα και δεν θα δώσω μεγαλύτερη βαρύτητα απ’ όσο αξίζει στη νέα φαντασιοπληξία της «δικανικής αρχιτεκτονικής» (που δεν είναι ούτε αρχιτεκτονική ούτε δικανική) και η οποία δεν κάνει τίποτε άλλο από το να αναλύει φωτογραφίες από το Google earth με τις ικανότητες παρατήρησης που διαθέτει ένας μαθητής γυμνασίου, που μάλλον είναι καλύτερες από αυτές των αυτοαποκαλούμενων «δικανικών αρχιτεκτόνων» που προσπαθούν να βγάλουν ψωμί παρουσιάζοντας το ασήμαντο ως σημαντικό. Και αυτό θα μπορούσα να το δικαιολογήσω στη συγκεκριμένη περίπτωση της ανάλυσης μιας φωτογραφίας του δήθεν «μυστικού κέντρου κράτησης», εάν εκείνοι που το παρουσίασαν ως αποδεικτικό στοιχείο στους New York Times είχαν έστω ενδιαφερθεί να κοιτάξουν λίγο πιο προσεκτικά. Αν το έκαναν, θα έβλεπαν πως το «μυστικό κέντρο κράτησης», καθόλου μυστικό στο Google Earth, είναι μια μικρή εγκατάσταση από ετοιμόρροπα κτήρια και κάνα-δυο κοντέινερ, χωρίς τοίχους τριγύρω και χωρίς πύλες – ένας ανοικτός χώρος που ο οποιοσδήποτε μπορεί να περάσει ή να βγει, χωρίς καν μια ξύλινη μπάρα να κατεβαίνει ως εμπόδιο. Φοβερός μυστικός χώρος κράτησης! Αυτό που είναι στην πραγματικότητα αυτό το μέρος, είναι ένας αστυνομικός σταθμός που δημιουργήθηκε βιαστικά με αφορμή την προσφυγική κρίση και τα γεγονότα στο σημείο, όπου οι άνθρωποι που συλλαμβάνονταν για παράνομη είσοδο στη χώρα μεταφέρονταν εκεί και κρατούνταν για δυο μέρες.
Όσοι ζητούσαν άσυλο, τους έστελναν εκεί που θα μπορούσαν να το ζητήσουν νόμιμα. Όσοι έμπαιναν παράνομα χωρίς βάσιμο λόγο, δικάζονταν και τους επιβάλλονταν ποινή δυο μηνών με αναστολή. Αυτοί που επέστρεφαν στην Τουρκία ήταν μόνο εκείνοι που πραγματικά ήθελαν να επιστρέψουν – όπως ο κ. Elhüseyin που χάρηκε πολύ που γύρισε «σπίτι».
Ως φοιτητής στις Ηνωμένες Πολιτείες κατά την περίοδο του πολέμου στο Βιετνάμ, ήμουν πιστός αναγνώστης των New York Times. Διάβαζα καθημερινά. Έγραφαν τα γεγονότα. Όπως είχαν. Η ανάγνωση των άρθρων δεν ήταν απλά «πληροφορούμε» τα γεγονότα, ήταν και ένα μάθημα επιμέλειας, προκοπής, σκληρής δουλειά, έρευνας και αντικειμενικότητας. Αυτό ήταν το κληροδότημα αυτής της εφημερίδας και πάντα τη σεβόμουν ώστε να μην κάνω γενικεύσεις πάνω στην εξέλιξή της με τα χρόνια. Θα κλείσω απλά λέγοντας πως, το τελευταίο της άρθρο, «Είμαστε σαν ζώα», που μοιάζει περισσότερο σαν ξαναζεσταμένη τουρκική προπαγάνδα, δεν τους τιμά. Είναι τόσο τσαπατσούλικο, χωρίς καμία απόδειξη δημοσιογραφικής έρευνας και οδηγεί σε τόσο λάθος συμπεράσματα που η δημοσίευσή του και μόνο εγείρει ερωτήματα. Όσο για τους συντάκτες του άρθρου, έχω δυο επιλογές: να ρίξω το φταίξιμο στις κακές προθέσεις τους ή στην χαμηλή επαγγελματική τους ικανότητα. Και επειδή δεν έχω αποδείξεις για το πρώτο, θα πρέπει να δεχθώ το δεύτερο. Όπως θα έλεγε και ο Φόρεστ Γκαμπ, «ο ηλίθιος κάνει ηλίθια πράγματα».
athensvoice.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου