Αναδημοσίευση από τον Ερανιστή
Το
επόμενο κείμενο είναι απόσπασμα από το διήγημα του Αλέξανδρου
Παπαδιαμάντη «Βαρδιάνος στὰ σπόρκα» (1893). «Σπόρκος» λέγεται αυτός που
έχει μολυνθεί, που βρίσκεται σε καραντίνα εξαιτίας μολυσματικής νόσου·
μολυσμένος, επιχόλερος [< ιταλική sporco < λατινική spurcus.]
«Ἐναντίον
τῆς χολέρας τοῦ 1865 διετάχθησαν ἐν Ἑλλάδι μακραὶ καὶ αὐστηραὶ
καθάρσεις. Τότε τὰ νεόκτιστα λοιμοκαθαρτήρια τοῦ τόπου δὲν ἤρκεσαν πλέον
καὶ δὲν ἐκρίθησαν κατάλληλα διὰ τὸν σκοπὸν τῶν καθάρσεων, καὶ διετάχθη
πρὸς τοῖς ἄλλοις νὰ συσταθῇ ἔκτακτον λοιμοκαθαρτήριον ἐπὶ τῆς ἐρημονήσου
Τσουγκριᾶ. Τὰς πρώτας ἡμέρας τοῦ Αὐγούστου εἶχαν καταπλεύσει ὀλίγα
πλοῖα. Μετὰ δύο ἢ τρεῖς ἡμέρας ὁ ἀριθμὸς τῶν κατάπλων ἐδιπλασιάσθη.
Τὴν
ἑπομένην ἑβδομάδα εἶχον ἔλθει πλείονα τῶν 30 μεγάλων ἱστιοφόρων, καὶ
πάμπολλα μικρὰ καΐκια. Περὶ τὰ μέσα τοῦ Αὐγούστου, ὁ ἀριθμὸς τῶν
βρικίων, καὶ μεγάλων σκουνῶν, τῶν καθαριζομένων περὶ τὴν νῆσον
Τσουγκριᾶν, ἀνῆλθεν εἰς πεντήκοντα, καὶ τὰ μικρὰ καΐκια ὑπερέβησαν τὰ
ἑκατόν. Τὰ ἑκατὸν πεντήκοντα ταῦτα πλοῖα εἶχον φέρει πλείονας τῶν
τρισχιλίων ἐπιβατῶν, ἐκτὸς τοῦ ἀριθμοῦ τῶν πληρωμάτων.
Ἔξω, εἰς τὸν
Τσουγκριᾶν μεγάλη δραστηριότης ἐπεκράτει. Ὁ μαστρο-Στάθης ὁ Χερχέρης,
ὅστις εἶχεν ἀναλάβει τὴν κατασκευὴν τῶν παραπηγμάτων, εἶχεν ἀρχίσει μετὰ
ζήλου τὴν ἐργασίαν του. Εἶχε συναινέσει χάριν τῆς ἐργασίας, νὰ
«σπορκαρισθῇ»* ἑκουσίως, ἤτοι νὰ συγκοινωνήσῃ ἐξ ἀνάγκης μὲ τοὺς ἐν
καθάρσει καὶ μετάσχῃ καὶ αὐτὸς τῆς καθάρσεως. Εἰς τὴν ἀπόφασίν του
ταύτην τὸν ἠκολούθησαν φιλοτίμως τέσσαρες ἐκ τῶν συναδέλφων του τεκτόνων
ἐργαζόμενοι ὑπὸ τὰς διαταγάς του. Ὁ μαστρο-Στάθης ὁ Χερχέρης ἐκάρφωνε
μικρὰν δοκὸν ἐδῶ, μίαν σανίδα ἐκεῖ, καὶ εἶτα ἔτρεχε παρέκει. Ἤρχιζεν ἓν
παράπηγμα, ἐκάρφωνε τρεῖς σανίδας διὰ τοῖχον, δύο πέταυρα διὰ στέγην,
εἶτα τὸ ἄφηνεν ἀτελές, καὶ ἤρχιζεν ἄλλο παράπηγμα.
Ἀφοῦ
εἶχεν ἐμπήξει ἕνα πάλον εἰς τὴν γῆν, ἀρκετὰ στερεὰ ὥστε νὰ μὴ
ἀνατρέπεται ὑπὸ τοῦ ἐλαφροῦ ἀνέμου, καὶ ἀρκετὰ ρηχά, ὥστε νὰ σείηται
ὅλος εἰς πᾶσαν ἐπαφήν, ἐκάρφωνεν ὁριζοντίως μίαν δοκίδα, ἐνεπήγνυε
δεύτερον πάλον εἰς τὸ ἀμμῶδες ἔδαφος, ἐκάρφωνε μίαν σανίδα ἀπὸ τὸ ἓν
μέρος, τὴν ἄφηνεν ἀκάρφωτην ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος καὶ εἶτα μετέβαινεν εἰς
ἄλλο παράπηγμα. Ἄφηνεν ἕνα τῶν τεχνιτῶν του, τὸν νεώτερον, ν᾽
ἀποτελειώσῃ τὸ παράπηγμα, καὶ αὐτὸς ἔτρεχε νὰ θεμελιώσῃ ἄλλο. Εἶτα
μετεκάλει τὸν μαθητευόμενόν του εἰς τὸν ὁποῖον εἶχε δώσει ἐντολὴν ν᾽
ἀποτελειώσῃ τὸ ἡμιτελὲς παράπηγμα, καὶ τὸν διέταττε νὰ ἐργασθῇ εἰς τὸ
δεύτερον, ἀφήνων μὲ δύο σανίδας καὶ μὲ τρεῖς ἀστηρίκτους δοκίδας
κλονούμενον τὸ παλαιόν. Ἐντὸς μιᾶς ἑβδομάδος εἶχε κατασκευάσει οὕτω
πλείονα τῶν εἴκοσι παραπήγματα, μεγάλα καὶ μικρά, ἀλλ᾽ ὀλίγα τούτων
εἶχον φατνωμένας μὲ σανίδας τὰς πλευράς, κανὲν δὲν εἶχε σκεπασμένην μὲ
στέγην τὴν κορυφήν, ὅπως στεγάσῃ ἀνθρώπους. Ἐν τῷ μεταξὺ τὰ πρωτοβρόχια
ἤρχισαν πρώιμα, καὶ ἡ συρροὴ τῶν ταξιδιωτῶν ἦτο μεγάλη. Πολλοὶ τῶν
ταξιδιωτῶν ἐπροτίμων νὰ μένωσιν ἐπὶ τῶν πλοίων, εἰς τὰ ὁποῖα ἄλλως θὰ
ἐστενοχωροῦντο νὰ μένωσι περισσότερον. Γυναῖκες, παῖδες καὶ κοράσια
ὑπέφερον ἐπὶ τῶν πλοίων, ἂν καὶ ἦσαν ἠγκυροβολημένα ταῦτα.
Πάμπολλαι
ἑλληνικαὶ οἰκογένειαι εἶχον ἔλθει ἐσπευσμένως ἐπὶ τοῦ πρώτου ἑλληνικοῦ
ἰστιοφόρου τὸ ὁποῖον ἠδυνήθησαν νὰ εὕρωσιν, ὀλίγαι οἰκογένειαι δυτικῶν
καὶ λεβαντίνων, καί τινες ἑβραϊκαί. Πολλοὶ τῶν πλοιάρχων ἐξήσκουν τὴν
φιλανθρωπίαν μὲ τὸ ἀζημίωτον, ἐπιβιβάζοντες εἰς τὰ σκάφη των ὅσον τὸ
δυνατὸν πλείονας ἐπιβάτας.
Ὅπως
συμβαίνει πάντοτε ἐν καιρῷ πανικοῦ φόβου, μέγας συνωστισμὸς καὶ σπουδὴ
ἀλόγιστος καὶ τυφλὴ φυγὴ εἶχον ἐπέλθει. Ὁ πρῶτος σαστισμὸς τῆς φυγῆς
εἶχε συναντήσει δεύτερον σαστισμόν, τὸν σαστισμὸν τῶν ἐπειγόντων μέτρων
εἰς τὰ ἑλληνικὰ παράλια. Ἔξω εἰς τὴν πολίχνην αἱ τοπικαὶ ἀρχαὶ εἶχον
ἐκτελέσει τὴν προμήθειαν τοῦ ὑλικοῦ καὶ τὴν συμφωνίαν τῆς κατασκευῆς τῶν
προσωρινῶν καταλυμάτων. Μέσα εἰς τὴν ἐρημόνησον, ὁ μαστρο-Στάθης ὁ
Χερχέρης ἐφιλοτιμεῖτο νὰ κατασκευάσῃ πολλὰ παραπήγματα εἰς μίαν ἡμέραν
καὶ κατεσκεύασε ἐντὸς δύο ἑβδομάδων πλεῖστα ἡμιτελῆ. Πέταυρον
μισοκαρφωμένον, ἀποσπώμενον τὴν νύκτα, ἀπὸ τὸ φύσημα τῆς αὔρας, ἔπιπτεν
εἰς τὴν κεφαλὴν τῆς μισοκοιμισμένης γυναικὸς καὶ τοῦ πιπιλίζοντος τὴν
θηλήν της βρέφους εἰς τὸ πλευρόν της.
Στύλος
μισοεμπεπηγμένος εἰς τὸ ἀμμῶδες ἔδαφος, θιχθεὶς ἀπὸ τὸν τανυόμενον πόδα
τοῦ ρέγχοντος ὑπτίου ἀνδρός, ἔπιπτεν ὁμοῦ μὲ ὅλον τὸ παράπηγμα, καὶ
ἐπλάκωνε τὴν κοιμωμένην οἰκογένειαν, πλησίον τοῦ βάλτου, εἰς τὴν
παραλίαν. Γογγυσμοὶ καὶ θρῆνοι ἤρχισαν ν᾽ ἀκούωνται ἐδῶ κ᾽ ἐκεῖ. Ἡ
τερπνή, ἡ πρασινίζουσα πευκόφυτος καὶ ἐλαιόφυτος νῆσος, ἐφαίνετο ὡς
μικρὰ γωνία πρῴην ἐρημικοῦ παραδείσου, εἰς ἣν ἐπέδραμον αἴφνης δαίμονες
ὁδηγοῦντες κολασμένας ψυχὰς τὰς ὁποίας ἐτέρποντο νὰ βασανίζωσιν ἐν αὐτῇ
τῇ Ἐδέμ, ὅπως καταστήσωσι σκληροτέραν τὴν κόλασιν.
Δὲν
λέγομεν ὅτι οἱ ἄνθρωποι τοῦ τόπου ἦσαν ἐκτάκτως κακοί. Ἀλλοῦ ἴσως εἶναι
χειρότεροι. Ἀλλὰ τὸ πλεῖστον κακὸν ὀφείλεται ἀναντιρρήτως εἰς τὴν
ἀνικανότητα τῆς ἑλληνικῆς διοικήσεως. Θὰ ἔλεγέ τις ὅτι ἡ χώρα αὕτη
ἠλευθερώθη ἐπίτηδες διὰ ν᾽ ἀποδειχθῇ ὅτι δὲν ἦτο ἱκανὴ πρὸς
αὐτοδιοίκησιν. Ἀλλὰ ταῦτα δὲν εἶναι τοῦ παρόντος. Ὅπως καὶ ἂν ἔχῃ,
ἀληθεύει ὅτι, εἰς τὴν ἐρημόνησον, τὴν χρησιμεύουσαν ὡς αὐτοσχέδιον
λοιμοκαθαρτήριον, τὸ κρέας ἐπωλεῖτο ὑπὸ ἐλαστικῆς συνειδήσεως
κερδοσκόπων ἀντὶ τριῶν δραχμῶν κατ᾽ ὀκάν, ὁ ἄρτος ἀντὶ ὀγδοήκοντα λεπτῶν
καὶ ὁ οἶνος ἀντὶ δραχμῆς. Ὅσον διὰ τὸ νερόν, ἐπειδὴ τὸ μόνον πηγάδιον
τὸ ὑπάρχον ἐπὶ τῆς ἐρημονήσου ταχέως ἐστείρευσε, κατήντησε νὰ πωληθῇ
πρὸς δύο δραχμὰς ἡ στάμνα.
Φυσικά, ἡ
μεγάλη πληθὺς τῶν ὑπὸ κάθαρσιν ταξιδιωτῶν ἦσαν ἄνθρωποι πτωχοί. Ὀλίγοι
μεταξὺ αὐτῶν ἦσαν εὔποροι. Οἱ κερδοσκόποι ἀπέθετον τὰ ἐμπορεύματά των
εἰς τὴν ἄκραν τῆς ἀπωτάτης ἀκτῆς τῆς ἐρημονήσου, ἐλάμβανον τὰ λεπτά των
καὶ ἔφευγον. Ἡ χολέρα δυνατὸν νὰ κολλᾷ εἰς κάθε πρᾶγμα, ἀλλ᾽ εἰς τὰ
χρήματα ὄχι.
Ἐλέχθη ὅτι οἱ πλεῖστοι
τῶν ἀνθρώπων, τῶν παρασταθέντων τότε ὡς θυμάτων τῆς χολέρας, ἀπέθανον
πραγματικῶς ἐκ πείνης. Ἴσως νὰ μὴν ὑπῆρξεν ὅλως χολέρα. Ἀλλ᾽ ὑπῆρξε
τύφλωσις καὶ ἀθλιότης καὶ συμφορὰ ἀνήκουστος. Οἱ ἄνθρωποι, ὅλοι
πάσχοντες, ἐσκληρύνοντο κατ᾽ ἀλλήλων, εἰς ἐπίμετρον, καὶ καθίστων τὴν
δεινοπάθειαν ἀπείρως μεγαλυτέραν. Οἱ εὔποροι ἐκ τῶν καθαριζομένων
ἐσκληρύνοντο κατὰ τῶν πτωχῶν, καὶ ἐμέμφοντο αὐτοὺς ὡς παραιτίους τῆς
δυστυχίας δι᾽ αὐτῆς τῆς παρουσίας των.
Οἱ πτωχοὶ ἐσκληρύνοντο κατὰ τῶν
εὐπόρων, καὶ τοὺς ᾐτιῶντο ὡς προκαλοῦντας τὴν ἀκρίβειαν τῶν τροφίμων διὰ
τῆς εὐπορίας των. Ὅλοι ὁμοῦ οἱ ὑπὸ κάθαρσιν ταξιδιῶται ἐσκληρύνοντο
κατὰ τῶν κατοίκων τῆς πολίχνης, καὶ τοὺς κατηγόρουν ἐπὶ ἀσυνειδήτῳ
αἰσχροκερδείᾳ καὶ σκληρότητι, ἐνῷ τὸ ἀληθὲς ἦτο ὅτι δέκα μόνον ἄνθρωποι
ἐκ τῆς ἐμπορικῆς καὶ τυχοδιωκτικῆς τάξεως, ἥτις πουθενὰ δὲν λείπει, ἦσαν
οἱ αἰσχροκερδεῖς καὶ οἱ σκληροὶ ἐκμεταλλευταὶ τῆς δυστυχίας.
Οἱ
κάτοικοι τῆς πολίχνης ἐσκληρύνοντο κατὰ τῶν ταξιδιωτῶν, καὶ ἐμίσουν
αὐτούς, διότι εἶχον ἔλθει νὰ τοὺς φέρωσι τὴν χολέραν. Κακὴ ὑποψία,
δυσπιστία καὶ ἰδιοτέλεια χωροῦσα μέχρις ἀπανθρωπίας, ἐβασίλευε πανταχοῦ.
Ὅλα ταῦτα ἦσαν εἰς τὸ βάθος καὶ ὁ φόβος τῆς χολέρας ἦτο εἰς τὴν
ἐπιφάνειαν. Θὰ ἔλεγέ τις ὅτι ἡ χολέρα ἦτο μόνον πρόφασις, καὶ ὅτι ἡ
ἐκμετάλλευσις τῶν ἀνθρώπων ἦτο ἡ ἀλήθεια. Τὸ δαιμόνιον τοῦ φόβου εἶχεν
εὕρει ἑπτὰ ἄλλα δαιμόνια πονηρότερα ἑαυτοῦ, καὶ εἶχε λάβει κατοχὴν ἐπὶ
τοῦ πνεύματος τῶν ἀνθρώπων.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου