Γεώργιος. Γιος του Κωνσταντίνου. Πήρε μέρος σε πολλές επιχειρήσεις
στο πλευρό του πατέρα του. Επί Όθωνα έγινε αξιωματικός στη βασιλική
υπηρεσία. Δολοφονήθηκε το 1838.
Δημήτριος. Αδελφός του προηγούμενου. Σκοτώθηκε στην έξοδο του Μεσολογγίου.
Ιωάννης. Αδελφός του προηγούμενου. Πήρε μέρος σε πολλές επιχειρήσεις στο πλευρό του πατέρα του Κωνσταντίνου και διακρίθηκε στην πολιορκία της Νάουσας, όπου αιχμαλωτίστηκε αλλά κατόρθωσε να αποδράσει στη Σερβία. Από κει κατέβηκε και πάλι στην Ελλάδα και αγωνίστηκε σε ελαφρά σώματα σαν υπαξιωματικός, κάτω από τις διαταγές του Αθανάσιου Βαλτινού. Αργότερα διακρίθηκε σε πολεμικές επιχειρήσεις κυρίως στην Κύμη και τη Χαλκίδα.
Ο Λασσάνης Γεώργιος ήταν Λόγιος, φιλικός και πολιτικός (Κοζάνη 1793 – Αθήνα 1870). Μυήθηκε από τους πρώτους στη Φιλική Εταιρεία το 1818. στη Φιλική εταιρεία ο Λασσάνης πρόσφερε με ενθουσιασμό πολύτιμες υπηρεσίες, περιηγούμενος ρωσικές και βαλκανικές πόλεις και αποκαθιστώντας επαφή με διακεκριμένα στελέχη της πατριωτικής εκείνης οργάνωσης. Ο ενθουσιασμός του προκάλεσε τις ανησυχίες άλλων μελών της Εταιρείας, αλλά τελικά η δράση του Κοζανίτη φιλικού δεν έγινε αφορμή παρεξηγήσεων και αντιδράσεων. Έρχεται σύντομα σε επαφή με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, ο οποίος γεφύρωσε τα χάσματα μεταξύ των μελών της Εταιρείας στην Οδησσό. Τον Αύγουστο του 1820 ο Υψηλάντης έρχεται στην Οδησσό και διορίζει το Λασσάνη γραμματέα και υπασπιστή του. Αφού πέρασαν και οι δύο στο Ισμαΐλ της Βεσσαραβίας, κατέστρωσαν, από κοινού με άλλα στελέχη της Φιλικής, το σχέδιο της επανάστασης.
Ο Λασσάνης ανέλαβε να εξασφαλίσει την υποστήριξη του ηγεμόνα της Μολδαβίας Μιχαήλ Σούτσου, καθώς επίσης και να συντονίσει τις ενέργειες των ηγετών των ατάκτων Γεωργάκη Ολύμπιου, Περραιβού, Ιωάννη Φαρμάκη, Χριστόφορου Περραιβού, Σάββα Καμινάρη κλπ. Ο Λασσάνης οργάνωσε τα «καπετανάτα» και συνέταξε τους στρατιωτικούς κανονισμούς των απελευθερωτικών σωμάτων, καθώς επίσης και την περίφημη προκήρυξη που απεύθυνε ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, όταν πέρασε τον Προύθο, κηρύσσοντας την επανάσταση. Ο Λασσάνης ακολούθησε τον αρχηγό του ως χιλίαρχος κατά τις συγκρούσεις των παραδουνάβιων ηγεμονιών και αργότερα στις φυλακές του Mangatz της Αυστρίας. Επί Καποδίστρια κατέβηκε στην Ελλάδα και έλαβε μέρος στις επιχειρήσει της Πέτρας. Επί της βασιλείας του Όθωνα ανέλαβε διάφορα αξιώματα (υπουργός Οικονομικών το 1837, νομάρχης Αττικής κλπ.).
Ο Νάννος Τσόντζας γεννήθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα στην Κοζάνη.Υπήρξε κλέφτης στα προεπαναστατικά χρόνια στην περιοχή του Ολύμπου. Πήρε μέρος στην επανάσταση του 1821 στην περιοχή του Βερμίου και του Ολύμπου έως το 1822. Μετά την καταστροφή της Νάουσας επέστρεψε στη Δυτική Μακεδονία όπου στρατολόγησε πλήθος εθελοντών για τον αγώνα. Στις αρχές του 1821 επικεφαλής 1.200 Μακεδόνων μετέβη στα Ψαρά, ύστερα από πρόσκληση των Ψαριανών που αδυνατούσαν να πολεμήσουν στην στεριά, προκειμένου να αναλάβει τη φρουρά του νησιού έναντι της επικείμενης απειλής του από τους Οθωμανούς. Έτσι με υπαρχηγούς τους οπλαρχηγούς Ιωάννη Τουρούντζια και Κότα, καθώς και με την τοπική φρουρά των Ψαριανών και άλλων παροίκων που είχαν προσφύγει στο νησί, αντιστάθηκαν στην Τουρκική επιδρομή. Σύμφωνα με την παράδοση ο Τσόντζας στο συμβούλιο, που έκαναν οι Ψαριανοί πριν την καταστροφή, εξέφρασε τον φόβο των Μακεδόνων ότι οι Ψαριανοί θα μπουν στα καράβια τους και θα τους εγκαταλείψουν.
Οι Ψαριανοί για να τον πείσουν αποφάσισαν να αφαιρέσουν τα πηδάλια από τα πλοία ώστε να τα αχρηστεύσουν και να πολεμήσουν μέχρι εσχάτων στην στεριά, κάτι που αποδείχθηκε μοιραίο για την έκβαση της πολιορκίας των Ψαρών και οδήγησε στην Καταστροφή. Ο Τσόντζας έπεσε μαχόμενος, μαζί με αρκετά παλικάρια του που είχαν ταμπουρωθεί μαζί με τούς Ψαριανούς, στο Παλιόκαστρο όπου ανατίναξε ο Αντώνης Βρατσάνος έπειτα από απόφαση της Βουλής των Ψαρών βάζοντας φωτιά στις πυριτιδαποθήκες μαζί με τον Αρχιφύλακα Σιδέρη. Στην πυρκαγιά που ακολούθησε κάηκαν ζωντανοί οι περισσότεροι Μακεδόνες του Τσόντζα μαζί με αρκετούς Ψαριανούς και 4.000 Τούρκους. Άλλοι Κοζανίτες αγωνιστές του 1821 ήταν οι Μιχαήλ Ιωάννου, Εμμανουήλ Χατζηκωνσταντίνου, Κωνσταντίνος Ναουμίδης, Ιωάννης Τιάλιος, Γεώργιος Μάρανδος και Ιωάννης (Νάνος) Μπαρούτας.
Ο Γεώργιος Νιόπλιος ήταν απόγονος της οικογένειας του Σιατιστινού λογίου Γεωργίου Ρούσση και το πραγματικό του επώνυμο ήταν Ρούσσης. Υπήρξε έφορος των σχολείων της Σιάτιστας, μέλος της Φιλικής εταιρείας και ηγέτης της άμυνας ενάντια στις επιδρομές των Τουρκαλβανών. Υπήρξε ένας από τους πρωτεργάτες της διοργάνωσης της συνόδου των οπλαρχηγών στη Μονή Παναγίας Δοβρά στις 19 Φεβρουαρίου 1822. Εκεί συμμετείχαν οπλαρχηγοί από τις περιοχές Βοΐου, Κοζάνης, Σερβιών, Εορδαίας Αλμωπίας Εδέσσης Γιαννιτσών, Ημαθίας και Ρουμλουκίου και αποφασίστηκε η συντονισμένη εξέγερση με γενικό αρχηγό τον Αναστάσιο Καράτσο. Ο Γεώργιος Νιόπλιος εκπροσώπησε τη Σιάτιστα. Μετά τα τραγικά γεγονότα της Νάουσσας ο Γ. Νιόπλιος έμεινε στη Σιάτιστα, προκειμένου να αποτρέψει τα αντίποινα των Οθωμανών. Το 1822, ο Χουρσήτ πασάς έστειλε 1.600 άνδρες για να καταλάβει την κώμη. Ο Γ. Νιόπλιος μεσολάβησε και με συγκέντρωση χρημάτων από τους Σιατιστινούς, η Σιάτιστα σώθηκε. Πλήρωσε όμως βαρύ φόρο. Στη συνέχεια, επικεφαλής εντοπίου στρατιωτικού σώματος 500 ανδρών, απέκρουσε με επιτυχία επιδρομές Τουρκαλβανών το 1827 το 1828 και το 1830.
Ο Ιωάννης Παπαρέσκας γεννήθηκε το 1779 στην Καστοριά της Μακεδονίας. Υπήρξε αρχικά, γραμματέας του Οθωμανού έπαρχου (καϊμακάμη) Μεχμέτ μπέη. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1820 και κατήχησε αρκετούς Έλληνες στην ευρύτερη περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας. Το Φεβρουάριο του 1822 συμμετείχε στη σύνοδο της μονής της Παναγίας Δοβράς με τους πρόκριτους της Νάουσας (Ζαφειράκη Θεοδοσίου), της Σιάτιστας (Γεώργιο Νιόπλιο), της Έδεσσας (Παναγιώτη Ναούμ), τους οπλαρχηγούς Αναστάσιο Καρατάσο και Αγγελή Γάτσο κ.α., ως εκπρόσωπος της Καστοριάς. Εκεί μετά από πρόταση του Ζαφειράκη Θεοδοσίου καταρτίστηκε επιτροπή αγώνα στην οποία συμμετείχε ο Ιωάννης Παπαρέσκας, ο πρωτοσύγγελος Γρηγόριος, ο Παναγιώτης Ναούμ και ο Ζαφείριος Γεωργίου από το Βόιο. Επιπλέον ο Ιωάννης Παπαρέσκας επιφορτίστηκε με την οργάνωση του αποκλεισμού των στενών της Καστοριάς (Κλεισούρας) και των ορεινών διαβάσεων του Βερμίου, ώστε να αποτραπεί η από δυσμάς αποστολή Οθωμανικού στρατού από την περιοχή της Αλβανίας. Ο ίδιος με σώμα Καστοριανών ανέλαβε προσωπικά τον αγώνα στο Βέρμιο.
Μετά την επίθεση των Οθωμανικών στρατιωτικών δυνάμεων και την υποχώρηση των επαναστατών, ο Ιωάννης Παπαρέσκας μαζί με τα λοιπά σώματα εισέρρευσαν στην πόλη της Νάουσας, όπου βρέθηκαν πολιορκούμενοι. Κατά την είσοδο των Οθωμανών στην πόλη, ο Ιωάννης Παπαρέσκας έμεινε ως οπισθοφυλακή με 40 Δαρζιλοβίτες (από τη Μεταμόρφωση Ημαθίας) και 25 Τεχοβίτες, προκειμένου να διευκολύνει τη φυγή των γυναικόπαιδων. Εκεί οχυρωμένοι, πολέμησαν μέχρι τέλους καθυστερώντας όσο ήταν δυνατόν, τους επιτιθέμενους. Σκοτώθηκε στις 6 Απριλίου του 1822. Γιος του ήταν ο επίσης αγωνιστής της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, Γεώργιος Παπαρέσκας.
Ο Ιωάννης Φαρμάκης Γεννήθηκε στο Μπλάτσι (σήμερα Βλάστη) της ιστορικής επαρχίας της Εορδαίας της Δυτικής Μακεδονίας το 1772. Το 1795, συνεργάστηκε με τον Θεσσαλό αρματολό και επαναστάτη Ευθύμιο Βλαχάβα. Το 1799, βρίσκεται στα Επτάνησα και συνεργάζεται με τον Καποδίστρια και τους Ρώσους. Το 1807, συμμετείχε στη σύσκεψη των οπλαρχηγών στη Λευκάδα που διοργάνωσε ο Καποδίστριας.
Το 1817 μυήθηκε στην Οδησσό από τον Εμμανουήλ Ξάνθο στη Φιλική Εταιρεία. Έδρασε σαν οπλαρχηγός στη συνέχεια στις παραδουνάβιες περιοχές. Μετά την ήττα των επαναστατών στη Μάχη του Δραγατσανίου, υπερασπίστηκε μαζί με τον Γεωργάκη Ολύμπιο και 350 συντρόφους τους για 13 μέρες στη Μάχη στη Μονή Σέκκου. Στο τέλος ο Ολύμπιος ανατινάχθηκε στην πυριτιδαποθήκη, ενώ ο Φαρμάκης παραδόθηκε με όρους στον επικεφαλής των Τούρκων Σελίχ Πασά, έπειτα από διαμεσολάβηση Αυστριακού διπλωμάτη. Οι όροι όμως αυτοί δεν τηρήθηκαν ύστερα από παρασπονδία των Οθωμανών[2], οι σύντροφοί του σφάχτηκαν και ο ίδιος στάλθηκε στην Κωνσταντινούπολη όπου βασανίστηκε, και τελικά καρατομήθηκε το 1821.
Ο Αγγελίνας γεννήθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα στην περιοχή της Φλώρινας. Δεν είναι γνωστό το πλήρες ονοματεπώνυμό του. Συμμετείχε στις επιχειρήσεις των οπλαρχηγών της Φλώρινας, όταν κατά τη διάρκεια της εξέγερσης της Νάουσας (αρχές του 1822) ανέλαβαν, σε επικοινωνία με τους οπλαρχηγούς του Ολύμπου και του Βερμίου, να καταλάβουν τα Στενά του Κλειδιού (Κιρλί Δερβέν) προκειμένου να αποκλείσουν ενδεχόμενη κάθοδο Οθωμανικών στρατευμάτων από την περιοχή του Μοναστηρίου προς την περιοχή της Νάουσας. Μετά την αποτυχία της επανάστασης στη Μακεδονία κατέβηκε στη Νότια Ελλάδα, όπου πήρε μέρος σε αρκετές μάχες. Στη συνέχεια, μετέβη στην Κρήτη, όπου και πολέμησε έως το τέλος του αγώνα
Ο Θεόδωρος Ζιάκας ήταν οπλαρχηγός από παλιά οικογένεια κλεφτών και αρματολών των Γρεβενών, που πολέμησε στην Ελληνική επανάσταση του 1821 και στις επαναστάσεις της Μακεδονίας του 1854 και του 1878. Πατέρας του ήταν ο γερο-Ζιάκας (Γεώργιος Ζιάκας) (1730 – 1810), πρωτοπαλίκαρο κατά το 1750 του λήσταρχου και αρματολού Ντελή – Δήμου της επαρχίας των Γρεβενών επί Κουρτ Πασά. Όταν σκοτώθηκε το 1780, τον διαδέχτηκε στο αρματολίκι ο γιος του, Θεόδωρος.
Το 1826, ο Μεχμέτ αγάς των Γρεβενών μαζί με την οικογένεια των Μακραίων επιτέθηκε εναντίον της οικίας των Ζακαίων. Σε αντίθεση με τον αδερφό του, Γιαννούλα, που σκοτώθηκε στη μάχη, ο Θεόδωρος κατάφερε να σωθεί και να καταφύγει στην ελεύθερη Ελλάδα. Εκεί δεν έμεινε για πολύ, καθώς δυο χρόνια μετά επέστρεψε στην επαρχία Γρεβενών και ανέλαβε την αρχηγία στο αρματολίκι. Ο Ζιάκας μετέφερε το λημέρι του από τα Γρεβενά στην Πίνδο, στην ορεινή Βάλια Κάλντα.
Ο Θεόδωρος Ζιάκας οργάνωσε κατά το 1854 την εξέγερση της Δυτικής Μακεδονίας κατά των Τούρκων. Στη μάχη του Σπηλαίου Γρεβενών, αμέσως μετά τη μάχη στο σημερινό Καρπερό Γρεβενών, το Μάιο του 1854, ο Θεόδωρος Ζιάκας αντιμετώπισε κατά τις μέρες 28 Μαΐου-1 Ιουνίου του 1854 με 300 άνδρες 12.000 Τουρκαλβανούς με επικεφαλής τον Αβδή Πασά.
Στη μάχη αυτή ο Θεόδωρος Ζιάκας αντιστάθηκε στους πολύ περισσότερους αντιπάλους για πολλές μέρες. Όταν τα πολεμοφόδια τελείωσαν, έδωσε εντολή ν’ αδειάσουν τα βαρέλια του κρασιού που υπήρχαν στο χωριό, όπου υπήρχαν σημαντικές καλλιέργειες αμπελιών, να τα γεμίσουν με πέτρες και να τ’ αφήσουν από ψηλά να κατρακυλήσουν προς τη μεριά των εχθρών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να σκοτωθούν πολλοί απ’ αυτούς. Συνέχισε να πολεμά, αλλά όταν η κατάσταση είχε αρχίσει να δυσχεραίνει, αποδέχτηκε τη μεσολάβηση των ξένων διπλωματών και κατόρθωσε να μεταφέρει 1.000 γυναικόπαιδα στην ελεύθερη Ελλάδα (Λαμία).
Ο Θόδωρος Ζιάκας, ο οποίος έζησε στη συνέχεια στη Λαμία, πέθανε το 1882 στην Αταλάντη σε ηλικία 84 χρονών.
ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ Δ.ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Εσείς βουνά, βουνά του Γρεβενού
και πεύκα του Μετσόβου, λίγο για χα- για χαμηλώσετε.
Λίγο για χαμηλώσετε δυο ντουφεκιές του βάθους
για να φανούν τα Γρεβενά, το παινεμένο Σπήλιο,
πώς πολεμάει Τζιάκας με την Τουρκιά.
Πέφτουν τα τόπια σα βροχή κι οι μπόμπες σα χαλάζι,
κι αυτά τα λιανοντούφεκα σα σιγαλή ψιχάλα.
Βάστα καημένε Θόδωρε, βαστάξου στο ντουφέκι,
μη σε φοβίζουν τίποτε τ’ Αβδή πασά τα τόπια.
Πώς να βαστάξω βρε παιδιά και πώς να πολεμήσω,
ο τζιπχανές εσώθηκε, δεν έμεινε ένα βόλι,
και χίλια γυναικόπαιδα κρέμονται στο λαιμό μου.
Βάστα καημένε Θόδωρε.
https://cognoscoteam.gr
Δημήτριος. Αδελφός του προηγούμενου. Σκοτώθηκε στην έξοδο του Μεσολογγίου.
Ιωάννης. Αδελφός του προηγούμενου. Πήρε μέρος σε πολλές επιχειρήσεις στο πλευρό του πατέρα του Κωνσταντίνου και διακρίθηκε στην πολιορκία της Νάουσας, όπου αιχμαλωτίστηκε αλλά κατόρθωσε να αποδράσει στη Σερβία. Από κει κατέβηκε και πάλι στην Ελλάδα και αγωνίστηκε σε ελαφρά σώματα σαν υπαξιωματικός, κάτω από τις διαταγές του Αθανάσιου Βαλτινού. Αργότερα διακρίθηκε σε πολεμικές επιχειρήσεις κυρίως στην Κύμη και τη Χαλκίδα.
Ο Λασσάνης Γεώργιος ήταν Λόγιος, φιλικός και πολιτικός (Κοζάνη 1793 – Αθήνα 1870). Μυήθηκε από τους πρώτους στη Φιλική Εταιρεία το 1818. στη Φιλική εταιρεία ο Λασσάνης πρόσφερε με ενθουσιασμό πολύτιμες υπηρεσίες, περιηγούμενος ρωσικές και βαλκανικές πόλεις και αποκαθιστώντας επαφή με διακεκριμένα στελέχη της πατριωτικής εκείνης οργάνωσης. Ο ενθουσιασμός του προκάλεσε τις ανησυχίες άλλων μελών της Εταιρείας, αλλά τελικά η δράση του Κοζανίτη φιλικού δεν έγινε αφορμή παρεξηγήσεων και αντιδράσεων. Έρχεται σύντομα σε επαφή με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη, ο οποίος γεφύρωσε τα χάσματα μεταξύ των μελών της Εταιρείας στην Οδησσό. Τον Αύγουστο του 1820 ο Υψηλάντης έρχεται στην Οδησσό και διορίζει το Λασσάνη γραμματέα και υπασπιστή του. Αφού πέρασαν και οι δύο στο Ισμαΐλ της Βεσσαραβίας, κατέστρωσαν, από κοινού με άλλα στελέχη της Φιλικής, το σχέδιο της επανάστασης.
Ο Λασσάνης ανέλαβε να εξασφαλίσει την υποστήριξη του ηγεμόνα της Μολδαβίας Μιχαήλ Σούτσου, καθώς επίσης και να συντονίσει τις ενέργειες των ηγετών των ατάκτων Γεωργάκη Ολύμπιου, Περραιβού, Ιωάννη Φαρμάκη, Χριστόφορου Περραιβού, Σάββα Καμινάρη κλπ. Ο Λασσάνης οργάνωσε τα «καπετανάτα» και συνέταξε τους στρατιωτικούς κανονισμούς των απελευθερωτικών σωμάτων, καθώς επίσης και την περίφημη προκήρυξη που απεύθυνε ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, όταν πέρασε τον Προύθο, κηρύσσοντας την επανάσταση. Ο Λασσάνης ακολούθησε τον αρχηγό του ως χιλίαρχος κατά τις συγκρούσεις των παραδουνάβιων ηγεμονιών και αργότερα στις φυλακές του Mangatz της Αυστρίας. Επί Καποδίστρια κατέβηκε στην Ελλάδα και έλαβε μέρος στις επιχειρήσει της Πέτρας. Επί της βασιλείας του Όθωνα ανέλαβε διάφορα αξιώματα (υπουργός Οικονομικών το 1837, νομάρχης Αττικής κλπ.).
Ο Νάννος Τσόντζας γεννήθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα στην Κοζάνη.Υπήρξε κλέφτης στα προεπαναστατικά χρόνια στην περιοχή του Ολύμπου. Πήρε μέρος στην επανάσταση του 1821 στην περιοχή του Βερμίου και του Ολύμπου έως το 1822. Μετά την καταστροφή της Νάουσας επέστρεψε στη Δυτική Μακεδονία όπου στρατολόγησε πλήθος εθελοντών για τον αγώνα. Στις αρχές του 1821 επικεφαλής 1.200 Μακεδόνων μετέβη στα Ψαρά, ύστερα από πρόσκληση των Ψαριανών που αδυνατούσαν να πολεμήσουν στην στεριά, προκειμένου να αναλάβει τη φρουρά του νησιού έναντι της επικείμενης απειλής του από τους Οθωμανούς. Έτσι με υπαρχηγούς τους οπλαρχηγούς Ιωάννη Τουρούντζια και Κότα, καθώς και με την τοπική φρουρά των Ψαριανών και άλλων παροίκων που είχαν προσφύγει στο νησί, αντιστάθηκαν στην Τουρκική επιδρομή. Σύμφωνα με την παράδοση ο Τσόντζας στο συμβούλιο, που έκαναν οι Ψαριανοί πριν την καταστροφή, εξέφρασε τον φόβο των Μακεδόνων ότι οι Ψαριανοί θα μπουν στα καράβια τους και θα τους εγκαταλείψουν.
Οι Ψαριανοί για να τον πείσουν αποφάσισαν να αφαιρέσουν τα πηδάλια από τα πλοία ώστε να τα αχρηστεύσουν και να πολεμήσουν μέχρι εσχάτων στην στεριά, κάτι που αποδείχθηκε μοιραίο για την έκβαση της πολιορκίας των Ψαρών και οδήγησε στην Καταστροφή. Ο Τσόντζας έπεσε μαχόμενος, μαζί με αρκετά παλικάρια του που είχαν ταμπουρωθεί μαζί με τούς Ψαριανούς, στο Παλιόκαστρο όπου ανατίναξε ο Αντώνης Βρατσάνος έπειτα από απόφαση της Βουλής των Ψαρών βάζοντας φωτιά στις πυριτιδαποθήκες μαζί με τον Αρχιφύλακα Σιδέρη. Στην πυρκαγιά που ακολούθησε κάηκαν ζωντανοί οι περισσότεροι Μακεδόνες του Τσόντζα μαζί με αρκετούς Ψαριανούς και 4.000 Τούρκους. Άλλοι Κοζανίτες αγωνιστές του 1821 ήταν οι Μιχαήλ Ιωάννου, Εμμανουήλ Χατζηκωνσταντίνου, Κωνσταντίνος Ναουμίδης, Ιωάννης Τιάλιος, Γεώργιος Μάρανδος και Ιωάννης (Νάνος) Μπαρούτας.
Ο Γεώργιος Νιόπλιος ήταν απόγονος της οικογένειας του Σιατιστινού λογίου Γεωργίου Ρούσση και το πραγματικό του επώνυμο ήταν Ρούσσης. Υπήρξε έφορος των σχολείων της Σιάτιστας, μέλος της Φιλικής εταιρείας και ηγέτης της άμυνας ενάντια στις επιδρομές των Τουρκαλβανών. Υπήρξε ένας από τους πρωτεργάτες της διοργάνωσης της συνόδου των οπλαρχηγών στη Μονή Παναγίας Δοβρά στις 19 Φεβρουαρίου 1822. Εκεί συμμετείχαν οπλαρχηγοί από τις περιοχές Βοΐου, Κοζάνης, Σερβιών, Εορδαίας Αλμωπίας Εδέσσης Γιαννιτσών, Ημαθίας και Ρουμλουκίου και αποφασίστηκε η συντονισμένη εξέγερση με γενικό αρχηγό τον Αναστάσιο Καράτσο. Ο Γεώργιος Νιόπλιος εκπροσώπησε τη Σιάτιστα. Μετά τα τραγικά γεγονότα της Νάουσσας ο Γ. Νιόπλιος έμεινε στη Σιάτιστα, προκειμένου να αποτρέψει τα αντίποινα των Οθωμανών. Το 1822, ο Χουρσήτ πασάς έστειλε 1.600 άνδρες για να καταλάβει την κώμη. Ο Γ. Νιόπλιος μεσολάβησε και με συγκέντρωση χρημάτων από τους Σιατιστινούς, η Σιάτιστα σώθηκε. Πλήρωσε όμως βαρύ φόρο. Στη συνέχεια, επικεφαλής εντοπίου στρατιωτικού σώματος 500 ανδρών, απέκρουσε με επιτυχία επιδρομές Τουρκαλβανών το 1827 το 1828 και το 1830.
Ο Ιωάννης Παπαρέσκας γεννήθηκε το 1779 στην Καστοριά της Μακεδονίας. Υπήρξε αρχικά, γραμματέας του Οθωμανού έπαρχου (καϊμακάμη) Μεχμέτ μπέη. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία το 1820 και κατήχησε αρκετούς Έλληνες στην ευρύτερη περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας. Το Φεβρουάριο του 1822 συμμετείχε στη σύνοδο της μονής της Παναγίας Δοβράς με τους πρόκριτους της Νάουσας (Ζαφειράκη Θεοδοσίου), της Σιάτιστας (Γεώργιο Νιόπλιο), της Έδεσσας (Παναγιώτη Ναούμ), τους οπλαρχηγούς Αναστάσιο Καρατάσο και Αγγελή Γάτσο κ.α., ως εκπρόσωπος της Καστοριάς. Εκεί μετά από πρόταση του Ζαφειράκη Θεοδοσίου καταρτίστηκε επιτροπή αγώνα στην οποία συμμετείχε ο Ιωάννης Παπαρέσκας, ο πρωτοσύγγελος Γρηγόριος, ο Παναγιώτης Ναούμ και ο Ζαφείριος Γεωργίου από το Βόιο. Επιπλέον ο Ιωάννης Παπαρέσκας επιφορτίστηκε με την οργάνωση του αποκλεισμού των στενών της Καστοριάς (Κλεισούρας) και των ορεινών διαβάσεων του Βερμίου, ώστε να αποτραπεί η από δυσμάς αποστολή Οθωμανικού στρατού από την περιοχή της Αλβανίας. Ο ίδιος με σώμα Καστοριανών ανέλαβε προσωπικά τον αγώνα στο Βέρμιο.
Μετά την επίθεση των Οθωμανικών στρατιωτικών δυνάμεων και την υποχώρηση των επαναστατών, ο Ιωάννης Παπαρέσκας μαζί με τα λοιπά σώματα εισέρρευσαν στην πόλη της Νάουσας, όπου βρέθηκαν πολιορκούμενοι. Κατά την είσοδο των Οθωμανών στην πόλη, ο Ιωάννης Παπαρέσκας έμεινε ως οπισθοφυλακή με 40 Δαρζιλοβίτες (από τη Μεταμόρφωση Ημαθίας) και 25 Τεχοβίτες, προκειμένου να διευκολύνει τη φυγή των γυναικόπαιδων. Εκεί οχυρωμένοι, πολέμησαν μέχρι τέλους καθυστερώντας όσο ήταν δυνατόν, τους επιτιθέμενους. Σκοτώθηκε στις 6 Απριλίου του 1822. Γιος του ήταν ο επίσης αγωνιστής της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, Γεώργιος Παπαρέσκας.
Ο Ιωάννης Φαρμάκης Γεννήθηκε στο Μπλάτσι (σήμερα Βλάστη) της ιστορικής επαρχίας της Εορδαίας της Δυτικής Μακεδονίας το 1772. Το 1795, συνεργάστηκε με τον Θεσσαλό αρματολό και επαναστάτη Ευθύμιο Βλαχάβα. Το 1799, βρίσκεται στα Επτάνησα και συνεργάζεται με τον Καποδίστρια και τους Ρώσους. Το 1807, συμμετείχε στη σύσκεψη των οπλαρχηγών στη Λευκάδα που διοργάνωσε ο Καποδίστριας.
Το 1817 μυήθηκε στην Οδησσό από τον Εμμανουήλ Ξάνθο στη Φιλική Εταιρεία. Έδρασε σαν οπλαρχηγός στη συνέχεια στις παραδουνάβιες περιοχές. Μετά την ήττα των επαναστατών στη Μάχη του Δραγατσανίου, υπερασπίστηκε μαζί με τον Γεωργάκη Ολύμπιο και 350 συντρόφους τους για 13 μέρες στη Μάχη στη Μονή Σέκκου. Στο τέλος ο Ολύμπιος ανατινάχθηκε στην πυριτιδαποθήκη, ενώ ο Φαρμάκης παραδόθηκε με όρους στον επικεφαλής των Τούρκων Σελίχ Πασά, έπειτα από διαμεσολάβηση Αυστριακού διπλωμάτη. Οι όροι όμως αυτοί δεν τηρήθηκαν ύστερα από παρασπονδία των Οθωμανών[2], οι σύντροφοί του σφάχτηκαν και ο ίδιος στάλθηκε στην Κωνσταντινούπολη όπου βασανίστηκε, και τελικά καρατομήθηκε το 1821.
Ο Αγγελίνας γεννήθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα στην περιοχή της Φλώρινας. Δεν είναι γνωστό το πλήρες ονοματεπώνυμό του. Συμμετείχε στις επιχειρήσεις των οπλαρχηγών της Φλώρινας, όταν κατά τη διάρκεια της εξέγερσης της Νάουσας (αρχές του 1822) ανέλαβαν, σε επικοινωνία με τους οπλαρχηγούς του Ολύμπου και του Βερμίου, να καταλάβουν τα Στενά του Κλειδιού (Κιρλί Δερβέν) προκειμένου να αποκλείσουν ενδεχόμενη κάθοδο Οθωμανικών στρατευμάτων από την περιοχή του Μοναστηρίου προς την περιοχή της Νάουσας. Μετά την αποτυχία της επανάστασης στη Μακεδονία κατέβηκε στη Νότια Ελλάδα, όπου πήρε μέρος σε αρκετές μάχες. Στη συνέχεια, μετέβη στην Κρήτη, όπου και πολέμησε έως το τέλος του αγώνα
Ο Θεόδωρος Ζιάκας ήταν οπλαρχηγός από παλιά οικογένεια κλεφτών και αρματολών των Γρεβενών, που πολέμησε στην Ελληνική επανάσταση του 1821 και στις επαναστάσεις της Μακεδονίας του 1854 και του 1878. Πατέρας του ήταν ο γερο-Ζιάκας (Γεώργιος Ζιάκας) (1730 – 1810), πρωτοπαλίκαρο κατά το 1750 του λήσταρχου και αρματολού Ντελή – Δήμου της επαρχίας των Γρεβενών επί Κουρτ Πασά. Όταν σκοτώθηκε το 1780, τον διαδέχτηκε στο αρματολίκι ο γιος του, Θεόδωρος.
Το 1826, ο Μεχμέτ αγάς των Γρεβενών μαζί με την οικογένεια των Μακραίων επιτέθηκε εναντίον της οικίας των Ζακαίων. Σε αντίθεση με τον αδερφό του, Γιαννούλα, που σκοτώθηκε στη μάχη, ο Θεόδωρος κατάφερε να σωθεί και να καταφύγει στην ελεύθερη Ελλάδα. Εκεί δεν έμεινε για πολύ, καθώς δυο χρόνια μετά επέστρεψε στην επαρχία Γρεβενών και ανέλαβε την αρχηγία στο αρματολίκι. Ο Ζιάκας μετέφερε το λημέρι του από τα Γρεβενά στην Πίνδο, στην ορεινή Βάλια Κάλντα.
Ο Θεόδωρος Ζιάκας οργάνωσε κατά το 1854 την εξέγερση της Δυτικής Μακεδονίας κατά των Τούρκων. Στη μάχη του Σπηλαίου Γρεβενών, αμέσως μετά τη μάχη στο σημερινό Καρπερό Γρεβενών, το Μάιο του 1854, ο Θεόδωρος Ζιάκας αντιμετώπισε κατά τις μέρες 28 Μαΐου-1 Ιουνίου του 1854 με 300 άνδρες 12.000 Τουρκαλβανούς με επικεφαλής τον Αβδή Πασά.
Στη μάχη αυτή ο Θεόδωρος Ζιάκας αντιστάθηκε στους πολύ περισσότερους αντιπάλους για πολλές μέρες. Όταν τα πολεμοφόδια τελείωσαν, έδωσε εντολή ν’ αδειάσουν τα βαρέλια του κρασιού που υπήρχαν στο χωριό, όπου υπήρχαν σημαντικές καλλιέργειες αμπελιών, να τα γεμίσουν με πέτρες και να τ’ αφήσουν από ψηλά να κατρακυλήσουν προς τη μεριά των εχθρών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να σκοτωθούν πολλοί απ’ αυτούς. Συνέχισε να πολεμά, αλλά όταν η κατάσταση είχε αρχίσει να δυσχεραίνει, αποδέχτηκε τη μεσολάβηση των ξένων διπλωματών και κατόρθωσε να μεταφέρει 1.000 γυναικόπαιδα στην ελεύθερη Ελλάδα (Λαμία).
Ο Θόδωρος Ζιάκας, ο οποίος έζησε στη συνέχεια στη Λαμία, πέθανε το 1882 στην Αταλάντη σε ηλικία 84 χρονών.
ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ Δ.ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Εσείς βουνά, βουνά του Γρεβενού
και πεύκα του Μετσόβου, λίγο για χα- για χαμηλώσετε.
Λίγο για χαμηλώσετε δυο ντουφεκιές του βάθους
για να φανούν τα Γρεβενά, το παινεμένο Σπήλιο,
πώς πολεμάει Τζιάκας με την Τουρκιά.
Πέφτουν τα τόπια σα βροχή κι οι μπόμπες σα χαλάζι,
κι αυτά τα λιανοντούφεκα σα σιγαλή ψιχάλα.
Βάστα καημένε Θόδωρε, βαστάξου στο ντουφέκι,
μη σε φοβίζουν τίποτε τ’ Αβδή πασά τα τόπια.
Πώς να βαστάξω βρε παιδιά και πώς να πολεμήσω,
ο τζιπχανές εσώθηκε, δεν έμεινε ένα βόλι,
και χίλια γυναικόπαιδα κρέμονται στο λαιμό μου.
Βάστα καημένε Θόδωρε.
https://cognoscoteam.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου