Δευτέρα 1 Απριλίου 2019

ΗΠΑ: Μια στρατιωτική βάση στην οποία ο ήλιος δεν δύει ποτέ

Άρης Χατζηστεφάνου


Για το φάντασμα μιας νέας Κρίσης των Πυραύλων, η οποία έφερε τις ΗΠΑ και την πρώην ΕΣΣΔ στα πρόθυρα του πυρηνικού ολοκαυτώματος, μίλησαν αρκετοί αναλυτές με αφορμή τις απειλές του Ντόναλντ Τραμπ να αναλάβει στρατιωτική δράση εάν δεν απομακρυνθούν 100 στελέχη του ρωσικού στρατού που έφθασαν προ ημερών στη Βενεζουέλα.

Δυστυχώς ο συγκεκριμένος παραλληλισμός με τα γεγονότα του 1962 στην Κούβα είναι ατυχής και παραπλανητικός.

Η κρίση των πυραύλων, καλώς ή κακώς, έχει αποτυπωθεί στο συλλογικό υποσυνείδητο του δυτικού κόσμου σαν μια αντιπαράθεση δυο ισοδύναμων πυρηνικών δυνάμεων, οι οποίες έφεραν την ίδια ευθύνη για την κλιμάκωση της αντιπαράθεσης (η ΕΣΣΔ επιχείρησε να αναπτύξει πυρηνικό οπλοστάσιο στην Κούβα με το οποίο θα μπορούσε να πλήξει τις ΗΠΑ αλλά είχε προηγηθεί η ανάπτυξη αμερικανικών πυραυλικών συστημάτων στην Τουρκία, τα οποία θα μπορούσαν να χτυπήσουν στην καρδιά της ΕΣΣΔ).

Το σημερινό σκηνικό είναι εντελώς διαφορετικό από κάθε άποψη, κυρίως γιατί είναι οι ΗΠΑ αυτές που ανατρέπουν τις διεθνείς ισορροπίες δυνάμεων στέλνοντας στρατιωτικές δυνάμεις στα σύνορα των αντιπάλων τους.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες αποτελούν την πρώτη υπερδύναμη, στην ιστορία της ανθρωπότητας, η οποία διατηρεί περίπου 800 στρατιωτικές βάσεις σε 80 χώρες. Αν συνυπολογίσει κάποιος και μικρότερες μονάδες του αμερικανικού στρατού, το Πεντάγωνο έχει παρουσία σε σχεδόν 160 χώρες του κόσμου.

Στην περίπτωση της Λατινικής Αμερικής η Ουάσινγκτον στέλνει συνεχώς στρατιωτικό προσωπικό σε χώρες με ακροδεξιές κυβερνήσεις, όπως αυτή της Κολομβίας και της Βραζιλίας, ενώ σταδιακά εντάσσει αυτές τις χώρες στους ευρύτερους μηχανισμούς του ΝΑΤΟ, με στόχο να περικυκλώσει την Βενεζουέλα και άλλες χώρες που δεν βρίσκονται στην αμερικανική σφαίρα επιρροής. Για αρκετές δεκαετίες, κυρίως μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, αυτού του είδους η στρατιωτική παρουσία δικαιολογούνταν στο όνομα του πολέμου κατά των ναρκωτικών. Σήμερα όμως η Ουάσινγκτον δεν αισθάνεται καν την ανάγκη να παρουσιάζει δικαιολογίες για την προβολή στρατιωτικής ισχύος στην περιοχή. Πριν από μερικές εβδομάδες ο σύμβουλος εθνικής ασφαλείας των ΗΠΑ, Τζον Μπόλτον, τόνισε ότι η πολιτική της Ουάσινγκτον για τη Βενεζουέλα καθορίζεται από το διαβόητο Δόγμα Μονρόε του 19ου αιώνα, την αντίληψη δηλαδή ότι οι ΗΠΑ έχουν ευθύνη και υποχρέωση να επιβάλλουν την γεωπολιτική τους κυριαρχία στη Νότια Αμερική.

Η στρατιωτική επιθετικότητα των ΗΠΑ δεν περιορίζεται φυσικά στη λεγόμενη «πίσω αυλή» της Ουάσινγκτον. Η ενίσχυση των ναυτικών αλλά και χερσαίων δυνάμεων γύρω από την Κίνα είναι ένα ακόμη παράδειγμα της ανατροπής των γεωπολιτικών συσχετισμών που επιχειρεί το Πεντάγωνο. Αμερικανικά αεροσκάφη και πολεμικά πλοία παραβιάζουν όλο και συχνότερα τα κυριαρχικά δικαιώματα της Κίνας σε μια αντιπαράθεση η οποία θα μπορούσε πολύ εύκολα να οδηγήσει σε ένα θερμό επεισόδιο ανάμεσα στις δυο ισχυρότερες οικονομικές δυνάμεις του πλανήτη.

Η κατάσταση είναι σχεδόν όμοια και στα δυτικά σύνορα της Ρωσίας αλλά και περιμετρικά του Ιράν, όπου η αμερικανική στρατιωτική παρουσία «προελαύνει» συνεχώς με την κατασκευή νέων στρατιωτικών βάσεων και την αποστολή ισχυρότερων στρατιωτικών δυνάμεων.

Όποια άποψη και αν έχει κάποιος για το ρόλο των αντιπάλων των ΗΠΑ στη διεθνή σκηνή, είναι δύσκολο να αγνοήσει ποιος είναι ο πραγματικά επιτιθέμενος και ποιος ο αμυνόμενος. Κανείς δεν μπορεί να πιστέψει φυσικά ότι η αποστολή μερικών δεκάδων στελεχών του ρωσικού στρατού στη Βενεζουέλα, η οποία μάλιστα γίνεται στο πλαίσιο στρατιωτικής συνεργασίας που υπεγράφη το 2001, απειλεί να ανατρέψει τις ισορροπίες δυνάμεων στη Λατινική Αμερική. Ίσως, η μόνη «απειλή» για τις ΗΠΑ να προέρχεται από το γεγονός ότι στην αποστολή συμμετέχουν, σύμφωνα με πληροφορίες, και ειδικοί σε θέματα κυβερνοπολέμου, που θα μπορούσαν να προστατεύσουν το ηλεκτρικό δίκτυο της Βενεζουέλας από ενδεχόμενες επιθέσεις, όπως αυτή που σύμφωνα με τις καταγγελίες του Μαδούρο βύθισε τη χώρα στο σκοτάδι για αρκετές ημέρες.


Πηγή: sputniknews.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου