Απόσπασμα από το άρθρο του Θεόδωρου Ζιάκα "Περί Ευρώπης, πολιτισμού και χριστιανοσύνης".
Αντίφωνο
Ο Θεός στον οποίο οι άνθρωποι πιστεύουν, δηλαδή εμπιστεύονται την κοινωνική τους ύπαρξη (δεν υπάρχει άλλη), δεν είναι ο «ίδιος» για τον Δούλο, τον Μισθωτό και τον Φίλο.
Ο Θεός του νεωτερικού Μισθωτού είναι το Χρήμα, ο Μαμωνάς. Μπορεί το άτομο να θεωρεί τον εαυτό του «χριστιανό», αλλά «ουδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν, Θεώ και Μαμωνά». Κατ’ αρχήν, λοιπόν, δεν έχει νόημα να μιλάμε για «χριστιανοσύνη» στην Ευρώπη, αν δεν κάνουμε την προκαταρκτική αυτή διάκριση.
Η «αληθινή θρησκεία» του νεωτερικού ανθρώπου είναι ο Καπιταλισμός. Σύμφωνα μάλιστα με τον γερμανο-εβραίο φιλόσοφο Βάλτερ Μπένγιαμιν (1892-1940), ο Καπιταλισμός είναι η πιο σκληρή θρησκευτική λατρεία, που έχει υπάρξει, γιατί «δεν γνωρίζει εξιλέωση», παρά «μόνο ενοχή και απόγνωση». Επιπλέον είναι μια θρησκεία–παράσιτο: «Ο καπιταλισμός έχει αναπτυχθεί παρασιτικά πάνω στον Χριστιανισμό της Δύσης με τέτοιον τρόπο, που τελικά η ιστορία του δυτικού χριστιανισμού είναι στην ουσία η ιστορία του παρασίτου του, του καπιταλισμού.» [Walter Benjamin, Ο Καπιταλισμός ως Θρησκεία 1921. Ges. Schriften, VI, S. 100, Frankfurt / M., 1991].
Αν δεν τον βλέπουμε ως θρησκεία, είναι επειδή φοράει το ιδεολογικό μανδύα της «εκκοσμίκευσης», που σαν το κράνος του Άδη, την καθιστά αόρατη. Η αποκάλυψη της σχέσης αυτής, μεταξύ του Καπιταλισμού ως θρησκείας-παρασίτου και του δυτικού Χριστιανισμού ως θρησκείας-ξενιστή του, αποτελεί καίρια γνωσιολογική τομή στη μοντέρνα σκέψη. Αποκαλύπτει, πώς λειτουργεί στον νεωτερικό ατομοκεντρικό πολιτισμό ο πυλώνας του Θυσιαστηρίου. [Θρόνος, Θυσιαστήριο, Σχολή, που είναι κατά την ορολογία του Σπ. Ζαμπελίου (1815-1881), οι τρεις τόποι-πυλώνες, όπου αναπαράγεται η κοινωνιο-οντολογική ταυτότητα των πολιτισμών.]
Με την είσοδο της «Νεωτερικότητας» στη φάση του ολοκληρωμένου μηδενισμού, το Παράσιτο έχει αφαιμάξει πλήρως τον ξενιστή του, με αποτέλεσμα να πεθαίνει κι αυτό το ίδιο στα ιστορικά κέντρα του, τρώγοντας τις σάρκες του σαν τον μυθικό Ερυσίχθονα. Αυτό που βλέπουμε σήμερα, είναι το φάντασμά του. Το πραγματικό Χρήμα έγινε fiat money: εικονικό χρήμα. Το «δημιουργεί» ο ιδιωτικός κεντρικός Σάϋλωκ, εκ του μηδενός, στο πληκτρολόγιό του. Εσωκλείει τη μηδενική του αξία σε ηλεκτρονικά πακέτα δισεκατομμυρίων και τρισεκατομμυρίων δολαρίων και τα δανείζει στην κυβέρνηση της Αυτοκρατορίας, προκειμένου να τα πάρει αργότερα σε πραγματικό πλούτο και μάλιστα με τόκο! Με τον ζεστό αυτόν ηλεκτρονικό αέρα, η Αυτοκρατορία θα χρηματοδοτήσει τις εκατοντάδες ανά την υφήλιο στρατιωτικές βάσεις της και τους αλλεπάλληλους πολέμους της, καθώς και τα πελώρια ελλείμματά της.
Μιλάμε για την απάτη των αιώνων. Την οποία ουδείς διανοείτο, μαστουρωμένοι καθώς ήταν όλοι από την απεριόριστη πιστωτική επέκταση, στη σκιά της οποίας ο Σάϋλωκ μεθόδευε απερίσπαστος τον σκοπό του: κρέας αντί χρέους και ειδικά από την καρδιά του θύματος. Στον τελευταίο όμως τρύγο πραγματικού πλούτου, που στο Οργουελικό new speak ονομάζεται «κρίση», το μυστικό διέρρευσε σε μεγάλη έκταση. Ήδη ανατολικοί στρατηγοί το μελετούν, ηγέτες επεξεργάζονται αντίμετρα και η διεθνής ατμόσφαιρα ηλεκτρίζεται επικίνδυνα. Ο Αυτοκρατορικός «Θεός», το απόλυτο Τίποτα, αποκαλύφθηκε. Και η αντίστροφη μέτρηση έχει αρχίσει.
Στο νεκρόσιτο αυτό περιβάλλον, δεν είναι παράξενο, που οι άνθρωποι στρέφονται στον Θεό και τον καλούν να «επιστρέψει». Ενώ η αξιοσέβαστη ακαδημαϊκή θεωρία της «εκκοσμίκευσης», δεν ξέρει πλέον πού να κρυφτεί.
Πριν όμως διερωτηθούμε, αν είναι η «ευρωπαϊκή χριστιανοσύνη» που «επιστρέφει», πρέπει να λάβουμε υπόψη, ότι στη μεταρωμαϊκή Ευρώπη δεν ήταν μία η «χριστιανοσύνη», αλλά τρεις και μάλιστα ασύμβατες μεταξύ τους, οπότε το πρώτο ερώτημα είναι τούτο: τι είδους κοινωνικότητα ανέπτυσσαν; Τι σήμαινε η ασυμβατότητά τους; Επειδή όμως υπάρχει και η κοινωνικότητα που ευαγγελίζεται ο Χριστός, το δεύτερο και ποιο σημαντικό ερώτημα είναι: ποια είναι η σχέση της ευαγγελικής κοινωνικότητας με τα τρία είδη της χριστεπώνυμης αυτής «ευρωπαϊκής» κοινωνικότητας; Δοθέντος, τέλος, ότι στο περιβάλλον του ολοκληρωμένου μηδενισμού δεν υπάρχει καν κοινωνικότητα, πράγμα που επεκτείνεται πλέον (σκόπιμα μάλιστα) και στον οικογενειακό χώρο, τίθεται το ερώτημα, αν μπορεί να υπάρχει «χριστιανοσύνη» σε συνθήκες κοινωνικού κενού. Ας δούμε τα ερωτήματα αυτά.
(α) Γιατί οι νοτιο-ανατολικο-ευρωπαίοι έγιναν ελληνο-ορθόδοξοι, οι νοτιο-δυτικο-ευρωπαίοι ρωμαιο-καθολικοί και οι βορειο-δυτικο-ευρωπαίοι ξεκίνησαν ως αρειανοί, για να γίνουν έπειτα με το ζόρι καθολικοί και στη συνέχεια προτεστάντες; Το ίδιο Ευαγγέλιο δεν άκουσαν; «Ευρωπαίοι» δεν ήταν όλοι τους;
Η απάντηση, ότι έτσι το κατάλαβαν (το Ευαγγέλιο) ο Αυγουστίνος, ο Ουλφίλας και μετά ο Λούθηρος κι ο Καλβίνος, ή ο Κύριλλος κι ο Μεθόδιος νοτιο-ανατολικά, αντανακλά μάλλον την ψευδαίσθηση του Διανοούμενου, ότι «αυτός» τάχα (διά των ομοίων του) είναι που «κατασκευάζει» την ιστορία… Η χριστιανική τριπολικότητα της μεταρωμαϊκής Ευρώπης, υποδηλώνει, απλώς, την ασυμμετρία των ήδη κεκτημένων τύπων κοινωνικότητας, βάσει των οποίων οι αντίστοιχοι λαοί προσέλαβαν τον Χριστιανισμό, προκειμένου να ανακαινίσουν τα αρχαϊκά τους Θυσιαστήρια. Τυχαία η Ορθοδοξία ήταν προσωποκεντρική, ο Καθολικισμός κολεκτιβιστικός και ο Προτεσταντισμός ατομοκεντρικός;
(β) Η κοινωνικότητα του Ευαγγελίου είναι ριζικά διαφορετική. Κι αυτό γιατί είναι προσιτή μόνον ως διωκόμενη και όχι ως κυρίαρχη. «Ει εμέ εδίωξαν και υμάς διώξωσι», λέει ο Ιησούς στους μαθητές του. «Η βασιλεία ἡ ἐμὴ οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου», λέει στον Πιλάτο.
Είναι έτσι, επειδή «τούτος ο κόσμος» είναι θεμελιωμένος στη βία. Βία είναι και η νόμιμη βία της δεσμευτικής κοινωνικής θέσμισης των πολιτισμών. Αναρίθμητα είναι τα θύματά της. Είναι η «κατάρα του νόμου». Που θα βαραίνει ακέραιη πάνω στην ανθρώπινη φύση, όσο οι κοινωνικές σχέσεις θα υπόκεινται στο δίπολο φιλότητας – νείκους. Αυτό δεν είναι άλλωστε το κοινωνιο-οντολογικό νόημα της Πτώσης; Όπου οι αιωνίως πρωτόπλαστοι προτιμούν να αποβάλλουν από την κοινωνία τους τον Θεό-Πατέρα τους, ως αναξιόπιστο; Το ίδιο δεν μας λέει και το ύπατο χριστιανικό δόγμα, ότι ο Θεός είναι Τριαδικός και όχι «τριλεκτικός»;
Η «Βασιλεία των Ουρανών» δύναται να υπάρξει «μέσα μας», αλλά δεν μπορεί να γενικευθεί «έξω μας», ως ιστορικός πολιτισμός. Εκεί μόνο ως σταυρική – αυτοθυσία μπορεί να υπάρξει. Ως «άλας της γης»: κοινωνικό ένζυμο αντισηπτικό–αντιμηδενιστικό. Και ως πνευματική ρομφαία αμφίστομη: «φως του κόσμου», αποδομητικό παντός φαρισαϊκού-φενακιστικού σκότους.
Ανταποκρινόμενη στη διττή αυτή «προδιαγραφή», η Εκκλησία του Χριστού είναι «άλλο σύστημα πατρίδος» και ως τέτοιο, θα μισείται και θα αποπέμπεται από τον κόσμο. Παρά ταύτα θα αγαπά τον κόσμο, «όπως η ψυχή το σώμα», ενωμένη μ’ αυτό ως τη συντέλειά του, κατά την πρωτοχριστιανική «Επιστολή προς Διόγνητον». Αυτό δεν σημαίνει, πως αποκλείεται να μεταλλαχθεί η Εκκλησία, από «ψυχή» του εκάστοτε τοπικού της «κόσμου», σε σκέτο «σώμα» του, υποκύπτοντας στους τρεις πειρασμούς, που αρνήθηκε ο Ιησούς στην έρημο. Δεν σημαίνει, ότι δεν μπορεί να εγκαταλείψει το «πολίτευμα του Σταυρού», για να «συσχηματισθεί» και εσωτερικά με τα πολιτεύματα του κόσμου (μοναρχία, αριστοκρατία, δημοκρατία και τις παρακμιακές παρεκβάσεις τους, τυραννία, ολιγαρχία, οχλοκρατία).
Διακρίνουμε, λοιπόν, απόλυτα τις πολιτισμικές μορφές της χριστεπώνυμης κοινωνικότητας, από την Σταυρική κοινωνικότητα. Κι αυτό όχι μόνο σε σχέση με τον καθολικό Δούλο και τον προτεσταντικό Μισθωτό, αλλά και σε σχέση με τον προσωποκεντρικό Φίλο, που ως «τριλεκτικός», διαφέρει κι αυτός ριζικά από τον σταυρικό Φίλο. Ας τονιστεί όμως, ότι η απόλυτη αυτή διάκριση, κάθε άλλο παρά αμφισβητεί την αξία της κοινωνιο-οντολογικής διαβάθμισης του ιστορικού χριστιανισμού, με κριτήριο τους βαθμούς κοινωνικής θέσμισης της ατομικής ελευθερίας.
(γ) Απαντάται έτσι και το τρίτο ερώτημα: Εκτός πολιτισμικού σώματος, δηλαδή μη «ενδημοποιημένη» σε ζωντανό Δήμο, δεν νοείται χριστιανική Εκκλησία. -Ό,τι και αν λένε σήμερα οι «θεολογίες» της «συσχηματιστικής» προσαρμογής στα δεδομένα του κυρίαρχου «παγκοσμιοποιητικού» μηδενισμού.
Συμπέρασμα
Θετική διέξοδος από την κατάρρευση του ατομοκεντρικού πολιτισμού θεωρητικά υπάρχει και βρίσκεται στην προσωποκεντρική κοινωνιο-οντολογική μετάλλαξη των αντίστοιχων εθνών. Επαφίεται δε στη δυνατότητα της «ευρωπαϊκής χριστιανοσύνης» να λειτουργήσει, ως αποτελεσματικό ανάχωμα στον «παγκοσμιοποιητικό» μηδενισμό. Υπ’ αυτή την έννοια η διαίσθηση του Κολακόφσκι, ότι η «χριστιανοσύνη» μπορεί να σώσει την Ευρώπη, δεν είναι άστοχη. Θα πρέπει μόνο να προσθέσουμε, ότι διαμορφώνεται και η εναλλακτική προς αυτήν εκδοχή: η κολεκτιβιστική κοινωνιο-οντολογική μετάλλαξη της Ευρώπης, μέσω του Ισλάμ.
Συμπλήρωμα
Θρήνος για την Ευρώπη!...
Η νόσος του δυτικού ανθρώπου και η θεραπεία της (όπου και αναφορές στο αρχαίο ορθόδοξο παρελθόν της δυτ. Ευρώπης)
Ορθόδοξοι άγιοι στις χώρες της Δύσης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου