Η αριστερά απέναντι στα «ανοιχτά σύνορα»
Το
παρακάτω είναι...
μετάφραση του άρθρου
The
Left
Case
against
Open
Borders
της Angela
Nagle,
όπως δημοσιεύτηκε στο American
Affairs
(20/11/2018). Μετάφραση Σωτήρης Η. Καραλής
Προτού
το «υψώστε το τείχος!» υπήρξε το
«κατεδαφίσετε το τείχος!». Στην περίφημη
ομιλία του, το 1987, ο Ροναλντ Ρήγκαν
απαίτησε να εξαφανιστεί η «ουλή» του
τείχους του Βερολίνου και επέμεινε ότι
ο προσβλητικός περιορισμός στην ελευθερία
μετακίνησης που αυτό αντιπροσώπευε,
δεν ήταν τίποτα λιγότερο από «ζήτημα
ελευθερίας για όλη την ανθρωπότητα».
Συνέχισε λέγοντας ότι αυτοί «που
αρνούνται να πλαισιώσουν τις δυνάμεις
της ελευθερίας» θα «εξαφανίζονταν» σαν
αποτέλεσμα της ανίκητης δύναμης της
παγκόσμιας αγοράς. Και πράγματι έτσι
έγινε. Στους εορτασμούς της πτώσης του
τείχους ο Λέοναρντ Μπέρνσταϊν διηύθυνε
την «Ωδή στη χαρά» και ο Ρότζερ Γουότερς
έπαιξε το «The
Wall».
Οι φραγμοί σε εργασία και κεφάλαιο
έπεσαν σε όλο τον κόσμο· διακηρύχτηκε
το τέλος της ιστορίας· και ακολούθησαν
δεκαετίες παγκοσμιοποίησης οδηγούμενες
από τις ΗΠΑ.
Στα
29 χρόνια της ζωής του, περίπου 140 άτομα
σκοτώθηκαν στην προσπάθειά τους να το
περάσουν. Στον υπεσχημένο κόσμο της
παγκόσμιας οικονομικής ελευθερίας και
ευημερίας, 412 άνθρωποι σκοτώθηκαν μόνο
την προηγούμενη χρονιά (2017) προσπαθώντας
να περάσουν τα σύνορα ΗΠΑ – Μεξικού και
περισσότεροι από 3000 πνίγηκαν στη
Μεσόγειο. Τα τραγούδια και οι ταινίες
που δοξάζαν την νέα ελευθερία δεν
πολυπροβάλλονται πια. Τι πήγε στραβά;
Βέβαια,
το σχέδιο αυτό του Ρηγκανισμού δεν
τελείωσε με την κατάρρευση της Σοβιετικής
Ένωσης. Ο Ρήγκαν και οι διάδοχοί του
–και από τα δύο κόμματα- χρησιμοποίησαν
την ιδια θριαμβευτική ρητορική για να
προβάλλουν το ξεδόντιασμα των συνδικάτων,
την απορύθμιση των τραπεζών, την επέκταση
των υπεργολαβιών και την παγκοσμιοποίηση
των αγορών, μακριά από το νεκρό βάρος
των εθνικών οικονομικών συμφερόντων.
Βασική σε αυτό το σχέδιο ήταν η
νεοφιλελεύθερη επίθεση στα εθνικά
προσκόμματα στις ροές εργασίας και
κεφαλαίου. Στις ΗΠΑ, ο Ρήγκαν επίσης,
ολοκλήρωσε μιά από τις πιο σημαντικές
φιλο-μεταναστευτικές μεταρρυθμίσεις
στην αμερικάνικη ιστορία, την «Αμνηστία
Ρήγκαν» του 1986, που επέκτεινε την αγορά
εργασίας επιτρέποντας σε εκατομμύρια
παράνομους μετανάστες να νομιμοποιηθούν.
Τα
λαϊκά κινήματα ενάντια στα διαφορετικά
στοιχεία αυτού του μεταψυχροπολεμικού
οράματος προήλθαν αρχικά από την Αριστερά
με την μορφή αντιπαγκοσμιητικών κινημάτων
και κατόπιν του κινήματος «καταλάβατε
την Γουολ Στρίτ». Όμως μην έχοντας τη
δύναμη να αντιπαρατεθούν με το διεθνές
κεφάλαιο, τα κινήματα αυτά κατέληξαν
άδοξα. Το παγκοσμιημένο και
χρηματιστικοποιημένο οικονομικό σύστημα
παρέμεινε ακλόνητο παρόλη την καταστροφή
που επέφερε, ακόμα και μετά την οικονομική
κρίση του 2008.
Σήμερα,
μακράν η πιο ορατή αντιπαγκοσμιητική
αντίδραση παίρνει τη μορφή του
αντιμεταναστευτικού κινήματος του
οποίου ηγείται ο Ντ. Τραμπ και άλλοι
‘λαϊκιστές’. Στο μεταξύ, η Αριστερά,
φαίνεται ότι δεν έχει άλλη επιλογή παρά
να αναδιπλωθεί έντρομη μπροστά στην
«απαγόρευση των μουσουλμάνων» του
Τραμπ, και στις ιστορίες στα ΜΜΕ περί
του πως το η Υπηρεσία Μετανάστευσης, η
ICE
(Immigration and Customs Enforcement),
κυνηγάει τις οικογένειες των μεταναστών·
μπορεί μόνο να αντιδρά σε αυτά που κάνει
ο Τραμπ. Αν ο Τραμπ υποστηρίζει τον
περιορισμό της μετανάστευσης τότε η
αριστερά θα υποστηρίξει το αντίθετο.
Και έτσι, σήμερα, η πολεμική περί ‘ανοιχτών
συνόρων’ έχει εισβάλλει στην δημόσια
συζήτηση όταν κάποτε περιοριζόταν στα
think
tanks
των ακραίων φιλελεύθερων και στους
κύκλους των ελευθεριακών και αναρχικών.
Ενώ
κανένα σοβαρό πολιτικό κόμμα της
Αριστεράς δεν προσφέρει συγκεκριμένες
προτάσεις για μια κοινωνία πραγματικά
διχως σύνορα, η Αριστερά έχει βρεθεί
στη γωνία υιοθετώντας τα ηθικά προτάγματα
της Αριστεράς των ανοιχτών συνόρων και
τα οικονομικά επιχειρήματα των think
tanks
της ελεύθερης αγοράς. Αν «κανένας
άνθρωπος δεν είναι παράνομος» όπως λέει
το γνωστό σύνθημα, η αριστερά δέχεται
έμμεσα την ηθικιστική θέση ενάντια στα
σύνορα αλλά και ενάντια στα κυρίαρχα
έθνη. Αλλά τι επιπτώσεις θα έχει η
απεριόριστη μετανάστευση στην δημόσια
υγεία, την εκπαίδευση και το δικαίωμα
στην εργασία; Και πως οι προοδευτικοί
θα δικαιολογήσουν αυτούς τους στόχους
τους στο κοινό;
Κατά
τη διάρκεια της καμπάνιας των Δημοκρατικών
το 2016, όταν ο εκδότης του Vox,
Έζρα Κλάϊν, συνέστησε πολιτική ανοιχτών
συνόρων στον Μπέρνυ Σάντερς, ο γερουσιαστής
αντέδρασε επιδεικτικά απαντώντας
«ανοιχτά σύνορα; Όχι. Αυτή είναι πρόταση
των αδελφών Κοχ»
i.
Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα ο Σάντερς να
κατηγορηθεί ότι «ακούγεται σαν τον
Ντόναλντ Τραμπ». Πίσω από τις γενικές
διαφορές που εκδηλώθηκαν με αφορμή αυτή
την στιχομυθία ωστόσο, υπάρχει ένα
ευρύτερο ζήτημα. Η απεμπόληση και η
εγκατάλειψη των εργατικών προτεραιοτήτων
σημαίνει ότι, προς το παρόν, τα ζητήματα
της μετανάστευσης μπορούν να εξαντλούνται
μόνο στα πλαίσια ενός πολιτισμικού
πολέμου, με αποκλειστικά ηθικού τύπου
επιχειρήματα. Στα ακραία εξημμένα
συναισθήματα που προκαλεί η δημόσια
αντιπαράθεση στην Αμερική πάνω στην
μετανάστευση, προβάλλει μια απλοϊκή
ηθική και πολιτική διχοτομία. η «δεξιά»
Είναι ενάντια στην μετανάστευση και η
«αριστερά» υπέρ της μετανάστευσης. Τα
οικονομικά όμως της μετανάστευσης, λένε
μια άλλη ιστορία.
ΧΡΗΣΙΜΟΙ
ΗΛΙΘΙΟΙ
Η
μετατροπή των ανοιχτών συνόρων σε θέση
της Αριστεράς είναι μιά πολύ πρόσφατη
εξέλιξη και είναι αντίθετη στην ιστορία
της οργανωμένης Αριστεράς με πολύ
θεμελιώδη τρόπο. Τα ανοιχτά σύνορα είναι
εδώ και πολύ καιρό το σύνθημα των μεγάλων
επιχειρήσεων και της δεξιάς της ελεύθερης
αγοράς. Ξεκινώντας από τους νεοκλασικους
οικονομολόγους, αυτές οι ομάδες
υπερασπίστηκαν την φιλελευθεροποίηση
της μετανάστευσης βασιζόμενες σε
επιχειρήματα ορθολογισμού της αγοράς
και οικονομικής ελευθερίας. Αντιδρούν
σε περιορισμούς στην μετανάστευση για
τους ίδιους λόγους που αντιδρούν σε
περιορισμούς της κίνησης των κεφαλαίων.
Το Ινστιτούτο Cato
με ιδρυτή τον Koch,
το οποίο υπερασπίζεται επίσης την άρση
των νομικών περιορισμών στην παιδική
εργασία, επιμένει στην ριζοσπαστική
θέση των ανοιχτών συνόρων για δεκαετίες
τώρα, επιχειρηματολογώντας ότι η
υποστήριξη της ελεύθερης μετανάστευσης
είναι θεμελιώδης αρχή του φιλελευθερισμού,
και προτρέπει «ξεχάστε ήδη το τείχος,
είναι καιρός για τις ΗΠΑ να ανοίξουν τα
συνορά τους»
ii.
Το ίδιο κάνει το Ινστιτούτο Άνταμ Σμιθ
υποστηρίζοντας ότι «οι περιορισμοί
στην μετανάστευση μας κάνουν φτωχότερους»
iii.
Μετά
από τον Ρήγκαν και προσωπικότητες όπως
ο Μίλτον Φρίντμαν, ο G.W.Μπους
υποστήριξε την άρση των περιορισμών
στην μετανάστευση πριν, κατά τη διάρκεια,
και μετά την προεδρική του θητεία. Ο
Γκρόβερ Νόρκουιστ, ένας ενθουσιώδης
οπαδός της μειωμένης φόρολογίας του
Τραμπ (και των Μπους και Ρήγκαν), για
χρόνια σταυροφόρος ενάντια στον
αντιφιλελευθερισμό των εργατικών
συνδικάτων, μας υπενθυμίζει «Η εναντίωση
στην μετανάστευση είναι παραδοσιακά
μια θέση των συνδικάτων»iv.
Δεν
έχει άδικο. Από τον πρώτο νόμο που
περιόριζε την μετανάστευση το 1882 στον
Τσέζαρ Τσάβεζ, και την περίφημη πολυεθνική
διαμαρτυρία των Ενωμένων Εργατών Γης
το 1969, ενάντια στην χρήση της ελεύθερης
μετανάστευσης από τους εργοδότες και
την συνηγορία των εργοδοτών σε αυτήν,
τα εργατικά συνδικάτα έχουν συχνά
εναντιωθεί στην μαζικη μετανάστευση.
Όχι μόνο γιατί είναι μια μορφή εκμετάλλευσης
αλλά γιατί διαβλέπουν σε αυτήν την
σκόπιμη εισαγωγή παράνομης, χαμηλά
αμοιβόμενης εργατικής δύναμης, το μέσο
για την εξασθένηση των συνδικάτων. Δεν
μπορεί να αμφισβητηθεί το ότι η δύναμη
των συνδικάτων έγκειται στην ικανότητά
τους να περιορίζουν και να αποσύρουν
αν χρειαστεί την διαθεσιμότητα της
εργασίας, κάτι που γίνεται αδύνατον εάν
η εργατική δύναμη μπορεί να αντικατασταθεί
εύκολα και φτηνά. Τα ανοιχτά σύνορα και
η μαζική μετανάστευση είναι μια νίκη
των αφεντικών.
Και
τα αφεντικά, σχεδόν ομόφωνα την
υποστηρίζουν. Το think
tank
και οργάνωση λόμπυ του Ζούκενμπεργκ,
Εμπρός,
που εργάζεται για την φιλελευθεροποίηση
των πολιτικών μετανάστευσης περιλαμβάνει
ανάμεσα στους «ιδρυτές και χορηγούς»
του τους Έρικ Σμιτ και Μπίλ Γκείτς, καθώς
και τους CEO
και τα μεγαλοστελέχη των YouTube, Dropbox,
Airbnb, Netflix, Groupon, Walmart, Yahoo, Lyft, Instagram και
πολλών άλλων. Η αθροιστική περιουσία
αυτής της λίστας είναι αρκετή να γείρει
την πλάστιγγα στις περισσότερες
κυβερνήσεις και κοινοβούλια, αν όχι να
τα εξαγοράσει πλήρως. Αν και συχνά
προβαλλόμενα από προοδευτικούς, τα
κίνητρα των «φιλελεύθερων» αυτών
δισεκατομμυριούχων είναι εμφανή. Η
γεναιοδωρία τους προς τους ρεπουμπλικάνους
δογματικούς πολέμιους των συνδικάτων
όπως ο Τζεφ Φλέικ της διαβόητης «συμμορίας
των οκτώ» που έδωσαν το όνομά τους στον
ομώνυμο νόμο, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει.
Βέβαια,
η αντίθεση των συνδικάτων στην μαζική
μετανάστευση σε προηγούμενες εποχές,
πολλές φορές ήταν αναμεμιγμένη με
ρατσισμό (παρόντα σε όλη την Αμερικάνικη
κοινωνία). Αυτό που παραλείπουν ωστόσο
οι φιλελεύθεροι στις προσπάθειές τους
να δυσφημίσουν τα συνδικάτα σαν «τους
πραγματικούς ρατσιστές», είναι ότι τις
εποχές των ισχυρών συνδικατων, αυτά
ήταν ικανά να χρησιμοποιήσουν την δύναμή
τους για να ξεκινήσουν καμπάνιες διεθνούς
αλληλεγγύης σε εργατικά κινήματα στον
υπόλοιπο κόσμο. Τα συνδικάτα έτσι
αύξαιναν τους μισθούς των εκατομμυρίων
μη-λευκών μελών τους, ενώ σήμερα η απουσία
συνδικαλιστικών ενώσεων εκτιμάται ότι
στοιχίζει στους μαύρους αμερικάνους
άνδρες 50 δολάρια την εβδομάδα v.
Κατά
τη διάρκεια της Ρηγκανικής νεοφιλελεύθερης
επανάστασης τα συνδικάτα δέχτηκαν
τρομακτικά πλήγματα από τα οποία δεν
συνήλθαν ποτέ ενώ οι μισθοί καθηλώθηκαν
για δεκαετίες. Κάτω από αυτή την πίεση
η ίδια η Αριστερά έχει υποστεί έναν
μετασχηματισμό. Σε απουσία ισχυρού
εργατικού κινήματος, ο ριζοσπαστισμός
που της απέμεινε ήταν μονάχα στα ζητήματα
της κουλτούρας και της ατομικής
ελευθερίας, αλλά στον τομέα της οικονομίας,
δεν μπορεί να προσφέρει παρά αδύναμες
διαμαρτυρίες και εκκλήσεις στην ευμένεια
των ισχυρών.
Με
τις αισχρές εικόνες των χαμηλά αμοιβόμενων
μεταναστών που τους κυνηγά το ICE
σαν εγκληματίες, και των άλλων που
πνίγονται στη Μεσόγειο, και την ανησυχητική
αύξηση του αντιμεταναστευτικού αισθήματος
στον κόσμο, εύκολα μπορούμε να δούμε
γιατί η Αριστερά επιλέγει να υπερασπιστεί
τους παράνομους μετανάστες ενάντια
στην στοχοποίησή και την θυματοποίηση
τους. Και καλά κάνει. Αλλά, ενεργώντας
με τα σωστά ηθικά κίνητρα, την υπεράσπιση
δηλαδή της ανθρώπινης υπόστασης των
μεταναστών, η Αριστερά έχει καταλήξει
να μεταθέσει το μέτωπο πολύ πίσω, στην
πραγματικότητα υπερασπιζόμενη το
εκμεταλλευτικό σύστημα της μετανάστευσης
καθ’αυτό.
Οι
σημερινοί ακτιβιστές με τις καλές
προθέσεις έχουν γίνει οι χρήσιμοι
ηλίθιοι των μεγάλων επιχειρήσεων.
Υιοθετώντας τα επιχειρήματα των «ανοιχτών
συνόρων» - και με μια απολυτότητα και
ηθικό φανατισμό που θεωρεί κάθε εμπόδιο
στην μετανάστευση σαν ανείπωτο έγκλημα-
κάθε κριτική στο εκμεταλλευτικό σύστημα
της μαζικής μετανάστευσης απορρίπτεται
σαν βλασφημία. Ακόμα και αριστεροί
πολιτικοί όπως ο Μπέρνυ Σάντερς στις
ΗΠΑ και ο Τζ. Κόρμπυν στην Μ.Βρεττανία
κατηγορούνται σαν ‘εθνικιστές’ από
τους αντιπάλους τους εφόσον υπερασπίζονται
την νομιμότητα των συνόρων ή μέτρα
περιορισμού της μετανάστευσης. Αυτός
ο ριζοσπαστισμός των «ανοιχτών συνόρων»
τελικά ευνοεί τις ελίτ των πιο ισχυρών
κρατών, εξασθενεί ακόμα περισσότερο
την οργανωμένη σε συνδικάτα εργασία,
στερεί τον αναπτυσσόμενο κόσμο από τους
ειδικευμένους επαγγελματίες και στρέφει
τους εργάτες ενάντια στους εργάτες.
Αλλά
η Αριστερά δεν χρειάζεται να πειστεί
από εμένα. Ας ρωτήσει τον Μαρξ, του οποίου
η θέση για την μετανάστευση θα αρκούσε
για να τον εξαφανίσει από την σύγχρονη
αριστερά. Αν και η μετανάστευση στην
σημερινή της κλίμακα και ρυθμούς ήτανε
αδιανόητη τον καιρό του, ο Μαρξ εξέφρασε
μια πολύ κριτική θέση πάνω στα επιπτώσεις
της μετανάστευσης όπως αυτή συνέβαινε
στον 19ο
αιώνα. Σε μια επιστολή του σε δυό
συνταξιδιώτες του Αμερικάνους, ο Μάρξ
υποστήριξε ότι η εισαγωγή των χαμηλά
αμοιβόμενων Ιρλανδών μεταναστών στην
Αγγλία τους οδηγούσε σε ανταγωνισμό με
τους Εγγλέζους εργάτες. Το έβλεπε σαν
ένα τμήμα του συστήματος εκμετάλλευσης
που δίχαζε την εργατική τάξη και που
αντιπροσώπευε μια επέκταση της
αποικιοκρατίας. Έγραψε:
Λόγω της
συνεχώς αυξανόμενης συγκέντρωσης των
μισθώσεων, η Ιρλανδία σταθερά στέλνει
το περίσσευμά της στην αγορά εργασίας
της Αγγλίας και έτσι πιέζει τους μισθούς
και επιδεινώνει την υλική και ηθική
θέση της Αγγλικής εργατικής τάξης.
Και το πιο
σημαντικό απ’όλα! Κάθε βιομηχανικό και
εμπορικό κέντρο στην Αγγλία τώρα έχει
μια εργατική τάξη διαιρεμένη σε δύο
εχθρικά
στρατόπεδα, Άγγλους προλετάριους και
Ιρλανδούς προλετάριους. Ο συνηθισμένος
Άγγλος εργάτης μισεί τον Ιρλανδό εργάτη
σαν ανταγωνιστή του, που του επιδεινώνει
την ποιότητα ζωής του. Σε σχέση με τον
Ιρλανδό εργάτη θεωρεί τον εαυτό του σαν
μέλος της άρχουσας
εθνότητας και σαν αποτέλεσμα μετατρέπεται
σε εργαλείο των Άγγλων καπιταλιστών
και αριστοκρατών ενάντια στην Ιρλανδία,
με συνέπεια να ενδυναμώνεται η κυριαρχία
τους πάνω
του.
Απεναντί του διατηρεί θρησκευτικές,
κοινωνικές και εθνικές προκαταλήψεις.
Η συμπεριφορά του προς τον Ιρλανδό
εργάτη μοιάζει πολύ με αυτή των «φτωχών
λευκών» προς τους Νέγρους στις παλιές
δουλοκτητικές πολιτείες των ΗΠΑ. Ο
Ιρλανδός του το ανταποδίδει με τόκο.
Βλέπει στο πρόσωπο του Εγγλέζου εργάτη
τόσο τον συνένοχο όσο και το ηλίθιο
όργανο των Εγγλέζων
κυρίαρχων της Ιρλανδίας.
Αυτός ο
ανταγωνισμός κρατιέται τεχνητά ζωντανός
και εντείνεται από τον τύπο, τον άμβωνα,
την σάτυρα και εν ολίγοις από όλα τα
μέσα που έχει στη διάθεσή της η άρχουσα
τάξη. Αυτός ο ανταγωνισμός είναι το
μυστικό της αδυναμίας της Εγγλέζικης
εργατικής τάξης, παρόλη την οργάνωσή
της. Είναι το μυστικό με το οποίο η τάξη
των καπιταλιστών διατηρεί την εξουσία
της. Και το γνωρίζει πολύ καλά.»vi
Ο
Μάρξ συνέχισε λέγοντας ότι η προτεραιότητα
για την οργανωμένη εργατική τάξη της
Αγγλίας ήταν «να κάνει την εργατική
τάξη να συνειδητοποιήσει ότι για αυτήν,
η εθνική χειραφέτηση της Ιρλανδίας δεν
ήταν ζήτημα αφηρημένης δικαιοσύνης ή
ανθρωπιστικών ιδεωδών αλλά η πρώτη
συνθήκη της δικής της χειραφέτησης».
Εδώ ο Μαρξ έδειξε τον δρόμο σε μια
προσέγγιση που σπάνια συναντάμε σήμερα.
Η εισαγωγή χαμηλά αμοιβόμενης εργασίας
είναι ένα όργανο καταστολής που διχάζει
την εργατική τάξη και ευνοεί την τάξη
των εξουσιαστών. Η κατάλληλη, λοιπόν,
απάντηση δεν είναι ο αφηρημένος μοραλισμός
του καλωσορίσματος όλων των μεταναστών
σαν μια πράξη φιλανθρωπίας, αλλά η
αντιμετώπιση των αιτίων της μετανάστευσης
που βρίσκεται στις σχέσεις μεταξύ των
μεγάλων και ισχυρών οικονομιών και των
μικρότερων και αναπτυσσόμενων οικονομιών,
από τις οποίες οι άνθρωποι μεταναστεύουν.
ΤΟ
ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΚΟΣΤΟΣ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ
Οι
συνήγοροι των ανοιχτών συνόρων συχνά
υποτιμούν
το
κόστος της μαζικής μετανάστευσης για
τις αναπτυσσόμενες χώρες. Πράγματι, η
παγκοσμιοποίηση συχνά δημιουργεί έναν
φαύλο κύκλο: οι απελευθερωμένες πολιτικές
του εμπόριου καταστρέφουν την οικονομία
μιας περιοχής, γεγονός που με τη σειρά
του οδηγεί σε μαζική μετανάστευση από
αυτήν, υποβαθμίζοντας περαιτέρω την
δυνατότητά της να αντιστρέψει την τάση,
ενώ έχει σαν αποτέλεσμα την μείωση των
μισθών για τους χαμηλά αμοιβόμενους
εργάτες στις χώρες υποδοχής. Μία από
τις κύριες αιτίες της εργατικής
μετανάστευσης από το Μεξικό στις ΗΠΑ
είναι η οικονομική και κοινωνική
ισοπέδωση που προκλήθηκε από την
ΒορειοΑμερικάνικη συμφωνία Ελεύθερου
Εμπορίου (NAFTA).
Η NAFTA
ανάγκασε τους Μεξικάνους αγρότες να
ανταγωνιστούν την αγροτική παραγωγή
των ΗΠΑ και οι συνέπειες ήταν καταστροφικές
για το Μεξικό. Οι εισαγωγές διπλασιάστηκαν
και το Μεξικό έχασε χιλιάδες μικρές
χοιροπαραγωγικές μονάδες και
μικροκαλλιεργητές καλαμποκιού. Όταν
οι τιμές του καφέ έπεσαν κάτω από το
κόστος παραγωγής, η NAFTA
απαγόρευε τις επιδοτήσεις που θα
μπορούσαν να κρατήσουν ζωντανούς τους
παραγωγούς. Επιπλέον, οι εταιρείες των
ΗΠΑ μπορούσαν να αγοράσουν δημόσιες
υποδομές στο Μεξικό, όπως, για παράδειγμα,
την κύρια σιδηροδρομική γραμμή
βορρά-νότου. Η γραμμή διέκοψε την
εξυπηρέτηση επιβατών, πράγμα που οδήγησε
στον αποδεκατισμό του συνδικάτου των
σιδηροδρομικών εργατών μετά και από
την βίαιη καταστολή των απεργιών τους.
Μέχρι το 2002 οι μισθοί στο Μεξικό είχαν
πέσει κατά 22%, παρόλο που η παραγωγικότητα
της εργασίας είχε αυξηθεί κατά 45%vii.
Σε περιφέρειες όπως η Οαχάκα, η μετανάστευση
κατέστρεψε τις τοπικές οικονομίες και
κοινότητες καθώς οι άνδρες μετανάστευαν
στις ΗΠΑ για να γίνουν εργάτες γης και
να εργαστούν στα σφαγεία, αφήνοντας
πίσω γυναίκες, παιδιά και ηλικιωμένους.
Και
τι απογίνονται οι ειδικευμένοι μετανάστες
εργάτες και τα λευκά κολλάρα ανάμεσά
τους; Παρ’όλη την ρητορική για
«χώρες-αποπάτους» ή «έθνη που δεν
στέλνουν τους καλύτερούς τους», ο φόρος
της μετανάστευσης εγκεφάλων στις
αναπτυσσόμενες οικονομίες είναι
δυσθεώρητος. Σύμφωνα με τα στοιχεία της
Στατιστικής Υπηρεσίας για το 2017, περίπου
το 45% των μεταναστών που έχουν εισρεύσει
στις ΗΠΑ από το 2010 είναι απόφοιτοι
κολλεγίουviii.
Οι αναπτυσσόμενες χώρες πασχίζουν να
συγκρατήσουν τους ειδικευμένους και
επαγγελματίες τους, πολίτες, που η
εκπαίδευσή τους έχει στοιχίσει ένα
αξιόλογο κεφάλαιο, επειδή οι μεγαλύτερες
και πιο εύρωστες οικονομίες που κυριαρχούν
στην παγκόσμια αγορά, έχουν τον πλούτο
να τους αρπάξουν. Σήμερα, το Μεξικό
επίσης συγκαταλέγεται ως ένας από τους
μεγαλύτερους εξαγωγείς μορφωμένων
επαγγελματιών και η οικονομία του ως
εκ τούτου υποφέρει από ένα μόνιμο
«έλλειμα ειδικευμένων εργαζομένων».
Αυτή η αναπτυξιακή αδικία δεν περιορίζεται
σίγουρα στο Μεξικό. Σύμφωνα με το
περιοδικό Foreign
Policy,
«υπάρχουν περισσότεροι Αιθίοπες φυσικοί
που εξασκούν το επάγγελμά τους σήμερα
στο Σικάγο, απ’ότι σε ολόκληρη την
Αιθιοπία, μία χώρα 80 εκατομμυρίων
κατοίκων»ix.
Δεν είναι δύσκολο να δούμε γιατί οι
οικονομικές και πολιτικές ελίτ των
πλουσιότερων χωρών της γης θέλουν ο
κόσμος «να στέλνει τους καλύτερούς
του», ανεξάρτητα από τις συνέπειες για
τον υπόλοιπο κόσμο. Αλλά γιατί η
ηθικολογούσα Αριστερά των ανοιχτών
συνόρων παρέχει το ανθρωπιστικό προσωπείο
για αυτή την απροκάλυπτη ιδιοτέλεια;.
Σύμφωνα
με την ανάλυση των κεφαλαιουχικών ροών
και του παγκόσμιου πλούτου σήμερα, η
παγκοσμιοποίηση πλουτίζει τους
πλουσιότερους ανθρώπους στις πλουσιότερες
χώρες σε βάρος των φτωχότερων, και όχι
αντίστροφα. Κάποιοι αυτό το ονομάζουν
«βοήθεια από την ανάποδη». Δισεκατομμύρια
σε τοκοχρεολύσια μετακινούνται από την
Αφρική προς τις μεγάλες τράπεζες στο
Λονδίνο και την Νέα Υόρκη. Τεράστιος
ιδιωτικός πλούτος γεννιέται σε εξορυκτικές
βιομηχανίες που κάθε χρόνο διαμέσου
διαιτησίας επαναπατρίζεται στα
πλουσιότερα έθνη, όπου έχουν την έδρα
τους οι πολυεθνικές επιχειρήσεις. Έτσι
προκύπτει διαφυγή κεφαλαίων τρισεκατομμυρίων
δολαρίων γιατί οι παγκόσμιες επιχειρήσεις
εκμεταλλεύονται τους φορολογικούς
παραδείσους και την ισχύουσα εχεμύθεια
σε θέματα δικαιοδοσίας που έχει προωθήσει
ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου μέσω
της φιλελευθεροποίησης των «αναποτελεσματικών
εμπορικά» τιμολογήσεων και άλλων
πολιτικών x.
Η
ανισοκατανομή του παγκόσμιου πλούτου
είναι ο πρωταρχικός παράγοντας που ωθεί
την μαζική μετανάστευση, και η
παγκοσμιοποίηση του κεφαλαίου δεν είναι
αμέτοχη σε αυτό. Υπάρχει ακόμα και ο
παράγοντας που έλκει την μαζική
μετανάστευση, που είναι οι εκμεταλλευτές
εργοδότες των ΗΠΑ, που γυρεύουν να
κερδίσουνε από μη συνδικαλισμένους,
χαμηλά αμοιβόμενους εργαζόμενους, σε
τομείς όπως η γεωργία αλλά και μέσω της
εισαγωγής εργατικής δύναμης ήδη
ειδικευμένης σε άλλες χώρες (άσπρα
κολλάρα). Το καθαρό αποτέλεσμα είναι
ένας εκτιμώμενος πληθυσμός 11 εκατομμυρίων
ανθρώπων που διαβιούν παρανόμως στις
ΗΠΑ.
ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΑ
ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΑ ΚΑΙ ΗΘΙΚΟΣ ΕΚΒΙΑΣΜΟΣ
Η
πολιτική των ανοιχτών συνόρων δεν έχει
δημόσια νομιμοποίηση, αλλά οι
μεταναστευτικές πολιτικές που ρίχνουν
το βάρος της υλοποίησης της στους
εργοδότες αντί για τους μετανάστες
έχουν πράγματι μεγάλη υποστήριξη.
Σύμφωνα με μια έρευνα της Washington
Post
και του ABC
News,
η υποστήριξη για την υποχρεωτική χρήση
του ομοσπονδιακού
ηλεκτρονικού συστήματος ταυτοποίησης
της απασχόλησης
(Ε-Verify),
που η χρήση του θα εμπόδιζε τους εργοδότες
να εκμεταλλεύονται την παράνομη εργασία,
είναι σχεδόν στο 80% - περισσότερο από
δύο φορές το ποσοστό που υποστηρίζει
την ανέγερση τείχους στα σύνορα με το
Μεξικό xi.
Γιατί λοιπόν οι προεδρικές καμπάνιες
περιστρέφονται μόνο γύρω από την ανέγερση
ενός τεράστιου τειχους; Γιατί η τρέχουσα
συζήτηση περιστρέφεται γύρω από τις
αμφιλεγόμενες πρακτικές του ICE
που στοχεύουν τους μετανάστες –
ειδικότερα όταν η πιο ανθρώπινη και
δημοφιλής μέθοδος να κάνουν τους
εργοδότες υπεύθυνους για την εφαρμογή
του νόμου από την αρχή είναι και η πιο
αποτελεσματικήxii;
Η απάντηση, στα γρήγορα, είναι ότι τα
λόμπι των εργοδοτών έχουν μπλοκάρει
και σαμποτάρουν τις προσπάθειες του
τύπου Ε-Verify
για δεκαετίες, ενώ η αριστερά των ανοιχτών
συνόρων έχει εγκαταλείψει κάθε σοβαρή
συζήτηση πάνω σε αυτές τις μεθόδους.
Πρόσφατα,
η Western
Growers
Association
και η California
Farm
Bureau
Federation,
μεταξύ άλλων, μπλόκαραν έναν νόμο που
θα έκανε υποχρεωτικό το Ε-Verify,
παρ’όλες τις πολλές παραχωρήσεις του
(του νόμου) προς την εργοδοσία xiii.
Οι Δημοκρατικοί ήταν παντελώς απόντες
από αυτή την συζήτηση. Σαν συνέπεια,
εργάτες προερχόμενοι από κατεστραμμένες
από τις ΗΠΑ οικονομίες, θα συνεχίσουν
να έλκονται με την υπόσχεση της εξεύρεσης
εργασίας, προκειμένουν να πέσουν θύματα
φτηνής και παράνομης εκμετάλευσης.
Καθώς στερούνται πλήρων νομικών
δικαιωμάτων, αυτοί οι μη-πολίτες θα
είναι αδύνατον να γραφτούν σε συνδικάτα
και θα ζούν σε μόνιμο φόβο να μην
συλληφθούν και διωχθούν.
Έχει
πλέον γίνει κοινό σύνθημα μεταξύ των
υπερασπιστών των ανοιχτών συνόρων
–καθώς και πολλών δημοσιολόγων του
καθεστώτος- ότι «δεν υπάρχει μεταναστευτική
κρίση». Αλλά, είτε τους αρέσει είτε όχι,
τα υψηλά και μη αντιστρέψιμα επίπεδα
μαζικής μετανάστευσης είναι αντιδημοφιλή
σε όλες τις κοινωνίες σε όλο τον κόσμο.
Και οι άνθρωποι μεταξύ των οποίων είναι
αντιδημοφιλή, οι πολίτες, έχουν δικαίωμα
ψήφου. Έτσι, η μετανάστευση όλο και
περισσότερο παράγει μια κρίση που είναι
θεμελιώδης για την δημοκρατία. Κάθε
πολιτικό κόμμα που θέλει να κυβερνήσει
θα πρέπει είτε να δεχτεί την θέληση των
πολιτών, είτε θα πρέπει να καταπνίξει
την διαφωνία αυτή προκειμένου να
επιβάλλει την ατζέντα των ανοιχτών
συνόρων. Πολλοί από την ελευθεριακή
Αριστερά είναι από τους πιο διαπρύσιους
υπερασπιστές της τελευταίας. Για ποιό
λόγο; Για να δώσει το ηθικό κάλυμμα για
εκμετάλλευση; Για να διασφαλίσει ότι
τα αριστερά κόμματα που θα μπορούσαν
πράγματι να αναδείξουν κάθε ένα από
αυτά τα ζητήματα σε μια βαθύτερη παγκόσμια
επίπεδο θα παραμένουν εκτός (κυβερνητικού)
νυμφώνος;
Οι
απολογητές της μετανάστευσης έχουν δύο
κύρια όπλα. Το ένα είναι οι μεγάλες
επιχειρήσεις και τα οικονομικά συμφέροντα
που, όλα, συμπαρατάσσονται στο πλευρό
τους, αλλά ένα όπλο εξίσου ισχυρό- που
χρησιμοποιείται με δεξιοτεχνία από
τους αριστερίζοντες απολογητές- είναι
ο ηθικός εκβιασμός και η δημόσια
καταισχύνη. Οι άνθρωποι σωστά
αντιλαμβάνονται την κακομεταχείριση
των μεταναστών σαν ηθικά μεμπτή. Πολλοί
άνθρωποι ανησυχούν για την άνοδο του
ρατσισμού και την περιφρόνηση προς τις
μειονότητες που συχνά συνοδεύει το
αντιμεταναστευτικό αίσθημα. Αλλά η θέση
των ανοιχτών συνόρων δεν ανταποκρίνεται
καν στο διακυρηγμένο της ηθικό κώδικα.
Υπάρχουν
πολλά οικονομικά υπέρ και κατά στην
μεγάλη μετανάστευση, αλλά αυτή είναι
πιο πιθανό να επηρεάσει αρνητικά τις
χαμηλά αμοιβόμενες δουλειές και τους
πιο ανειδίκευτους ιθαγενείς εργάτες,
ενώ θα ευνοήσει τους πλουσιότερους από
αυτούς καθώς και τον εταιρικό τομέα.
Όπως υποστήριξε ο Τζόρτζ Μπόρχας,
λειτουργεί σαν μια ανακατανομή στους
πλουσιότερουςxiv.
Μια μελέτη της Εθνικής Εκαδημίας
Επιστημών το 2017 με τίτλο «οι οικονομικές
και νομισματικές επιπτώσεις της
μετανάστευσης» συμπεραίνει ότι οι
τρέχουσες μεταναστευτικές πολιτικές
έχουν πλήξει δυσανάλογα τους φτωχούς
και μειονοτικούς Αμερικάνους, ένα εύρημα
που δεν θα εξέπληττε προσωπικότητες
όπως ο Μάρκους Γκάρβευ ή ο Φρέντερικ
Ντάγκλας. Χωρίς αμφιβολία και αυτοί θα
έπρεπε να θεωρηθούν σαν «αντι-μετανάστες»
με τα σημερινά δεδομένα, για την
προειδοποίησή τους αυτή.
Σε
μια δημόσια ομιλία για την μετανάστευση
η Χίλαρυ Κλίντον είπε: «Πιστεύω ότι όταν
έχουμε εκατομμύρια σκληρά εργαζόμενους
μετανάστες που συνεισφέρουν στην
οικονομία μας, θα ήταν αυτοχειριαστικό
και απάνθρωπο να προσπαθήσουμε να τους
πετάξουμε έξω» xv.
Σε μια ιδιωτική απεύθυνσή της σε
Λατινοαμερικάνους τραπεζίτες που
διέρρευσε, προχώρησε ακόμα περισσότερο:
«το όνειρό μου είναι μια κοινή αγορά
για όλο το ημισφαίριο, με ανοιχτά σύνορα
και ελεύθερο εμπόριο, κάποια στιγμή στο
μέλλον, με ενέργεια που να είναι τόσο
πράσινη και αειφόρα οσο μπορούμε να την
κάνουμε» (αν και αργότερα υποστήριξε
ότι εννοούσε ανοιχτά σύνορα μόνο για
την ενέργεια) xvi.
Τέτοιες δηλώσεις φυσικά, έκαναν την
αντιμεταναστευτική προ-Τραμπ δεξιά να
λυσσάξει. Αλλά ίσως ακόμα περισσότερο
αποκαλυπτική είναι η σύγκλιση μεταξύ
της Αριστεράς των ανοιχτών συνόρων και
της «σεβάσμιας» φιλοεπιχειρηματικής
Δεξιάς που συνόψισαν οι επισημάνσεις
της Κλίντον. Σε ένα πρόσφατο άρθρο στο
National
Review
απάντώντας στον «εθνικισμό» του Τραμπ,
ο Τζευ Κοστ έγραψε, «Για να θέσουμε τα
πράγματα ωμά, όσο συνεχίζουμε να κάνουμε
λεφτά ο ένας από τον άλλο, δεν χρειάζεται
να αγαπιόμαστε. Αυτό είναι που θα μας
κρατήσει ενωμένους». Σε αυτό το τερατώδες
είδος Θατσερισμού, οι Buckleyites
(συντηρητικοί) ακούγονται ακριβώς σαν
τους φιλελευθερους “κοσμοπολίτες”-
αλλά χωρίς την λάμψη ή τη γοητεία της
ηθικής αυτοεξαπάτησης.
Ως
παιδί μεταναστών, και ως κάποια που έχω
ζήσει την περισσότερη ζωή μου σε μια
χώρα με σταθερά υψηλά ποσοστά αποδημίας
–την Ιρλανδία- είχα πάντοτε δεί το
ζήτημα της μετανάστευσης διαφορετικά
απ’ότι οι καλοπροαίρετοι φίλοι μου της
αριστεράς, που ζούσαν σε μεγάλες και
κυρίαρχες οικονομίες. Όταν η λιτότητα
και ανεργία χτύπησε πάλι την Ιρλανδία
–και ενώ εκατομμύρια δημόσιου χρήματος
χρησιμοποιήθηκαν για να σώσουν τον
ιδιωτικό τομέα, το 2008- παρακολούθησα
όλόκληρη την παρέα των συνομηλίκων μου
να φεύγει για να μην γυρίσει ποτέ. Δεν
είναι μοναχα ένα τεχνικό ζήτημα. Αγγίζει
την ψυχή και την καρδιά ενός έθνους,
όπως ο πόλεμος. Σημαίνει την συνεχή
αιμορραγία ιδεαλιστικής και ενεργητικής
νεολαίας που συνήθως είναι αυτή που
αναζωογωνεί και επαναπροσδιορίζει μια
κοινωνία. Στην Ιρλανδία, όπως και στην
κάθε κοινωνία με υψηλά ποσοστά
μετανάστευσης, πάντοτε υπήρχαν καμπάνιες
ενάντια στην αποδημία από την Αριστερά,
οι οποίες απαιτούσαν πλήρη απασχόληση
σε καιρούς ύφεσης. Σπανια όμως είναι
τόσο ισχυρές ώστε να αντέξουν την πίεση
των δυνάμεων της παγκόσμιας αγοράς. Στο
μεταξύ, οι ένοχες και νευρικές ελιτ στην
κυβέρνηση κάθε άλλο παρά στεναχωριούνται
όταν βλέπουν μία δυνητικά κριτική γενιά
να σκορπίζει ανά την υφήλιο κατά τη
διάρκεια της κρίσης.
Εξακολουθώ
πάντοτε να εκπλήσσομαι με την αλαζονεία
και την περίεργα αυτοκρατορική νοοτροπία
των Βρεττανών και Αμερικανών προοδευτικών
υποστηρικτών των ανοιχτών συνόρων όταν
πιστεύουν ότι επιτελούν έργο φωτισμένης
φιλανθρωπίας όταν υποδέχονται ανθρώπους
με διδακτορικά από την Ανατολική Ευρώπη
ή την Κεντρική Αμερική και τους ξεναγούν
και τους κάνουν το τραπέζι. Ανάμεσα στα
πλουσιότερα έθνη, η υπεράσπιση των
ανοιχτών συνόρων φαίνεται να λειτουργεί
μεταξύ των οπαδών της σαν μια σέχτα
φανατικών – ένα προϊόν των μεγάλων
επιχειρήσεων και του λόμπυ της ελεύθερης
αγοράς, προωθείται από μιά μεγαλύτερη
ομάδα ανθρώπων της αστικής, δημιουργικής,
τεχνοκρατικής, μορφωμένης και
δημοσιολογούσας τάξης, οι οποίοι
εξυπηρετούν τα ιδιαίτερα συμφέροντα
της τάξης τους κρατώντας φτηνό τον
άστατο τρόπο ζωής τους και τις καριέρες
τους άθικτες, καθώς παπαγαλίζουν την
καθεστωτική ιδεολογία των επιχειρήσεών
τους. Η αλήθεια είναι ότι η μαζική
μετανάστευση έιναι μια τραγωδία και
ότι η ηθικολογία της ανώτερης μεσοαστικής
τάξης περί αυτής είναι μια φάρσα. Ισως
οι πολύ πλούσιοι μπορούν να ζήσουν τις
ζωές τους στον διχως σύνορα κόσμο που
επιθετικά υπερασπίζονται, αλλά οι
περισσότεροι άνθρωποι χρειάζονται –και
επιθυμούν- ένα συμπαγές, κυρίαρχο
πολιτικό σώμα όπου μπορούν να υπερασπιστούν
τα δίκαιά τους ως πολίτες.
ΥΠΕΡΑΣΠΙΖΟΜΕΝΟΙ
ΤΟΥΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ, ΑΝΤΙΜΑΧΟΜΕΝΟΙ ΤΗΝ
ΣΥΣΤΗΜΙΚΗ ΕΚΜΑΤΑΛΛΕΥΣΗ
Εάν
τα ανοιχτά σύνορα είναι μια πρόταση των
αδελφών Κοχ, τότε ποιά θα ήτανε μια
γνήσια αριστερή θέση πάνω στη μετανάστευση;
Σε αυτή την περίπτωση, αντί για τον
Μιλτον Φριντμαν, η αριστερά πρέπει να
προσανατολιστεί στην δική της μακριά
παράδοση. Οι προοδευτικοί πρέπει να
επικεντρώσουν την κριτική στην συστημική
εκμετάλλευση που βρίσκεται στη ρίζα
της μαζικής μετανάστευσης, και όχι να
υποχωρήσουν σε έναν φτηνό ρηχό μοραλισμό
που νομιμοποιεί αυτές τις δυνάμεις.
Αυτό δεν σημαίνει ότι οι Αριστεροί θα
πρέπει να αγνοήσουν τις αδικίες που
υφίστανται οι μετανάστες. Πρέπει ζωηρά
να τους υπερασπιστούν ενάντια στην
απάνθρωπη μεταχείριση. Από την άλλη,
κάθε συνεπής αριστερός πρέπει να παλέψει
σκληρά ενάντια στην μεγάλη επιχείρηση,
το χρηματιστικό κεφάλαιο και τους άλλους
φορείς που δημιουργούν τις αβίωτες
συνθήκες που ευνοούν την μετανάστευση
(η οποία, με τη σειρά της, δημιουργεί την
λαικιστική αντίδραση εναντίον της).
Μόνο μια ισχυρή εθνική Αριστερά στα
μικρά και αναπτυσσόμενα έθνη- συνασπιζόμενη
με μια Αριστερά ταγμένη στον πόλεμο
ενάντια στην χρηματιστικοποίηση και
την παγκόσμια εκμετάλλευση της εργασίας
στις ισχυρότερες οικονομίες- μπορεί να
έχει κάποια ελπίδα να αντιμετωπίσει
αυτά τα ζητήματα.
Για
αρχή, η Αριστερά θα πρέπει να πάψει να
τσιτάρει την πιο πρόσφατη προπαγάνδα
του Ινστιτούτο Κάτο που αγνοεί την
επίπτωση των μεταναστευτικών ροών στο
εγχώριο εργατικό δυναμικό, ιδιαίτερα
επειδή οι φτωχότεροι προκειται να
υποφέρουν περισσότερο από την επέκταση
της δεξαμενής εργασίας. Οι μεταναστευτικές
πολιτικές θα πρέπει να σχεδιαστούν με
τέτοιο τρόπο ώστε η διαπραγματευτική
θέση των εργατών δεν θα θιχτεί σημαντικά.
Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό σε
καιρούς στασιμότητας των μισθών, αδύναμων
συνδικάτων και μαζικής ανισότητας.
Σχετικά
με την παράνομη μετανάστευση η Αριστερά
θα πρέπει να υποστηρίξει τις προσπάθειες
να γίνει το Ε-Verify
υποχρεωτικό και να πιέσει για βαριές
ποινές σε εργοδότες που το παραβιάζουν.
Οι εργοδότες και όχι οι μετανάστες
πρέπει να είναι ο στόχος. Αυτοί οι
εργοδότες εκμεταλεύονται τους μετανάστες
που δεν έχουν νομική κάλυψη με σκοπό να
ριξουν τα μεροκάματα στα τάρταρα ενώ
ταυτόχρονα αποφεύγουν την καταβολή των
φόρων και των άλλων επιδομάτων. Αυτά τα
κίνητρα πρέπει να εξαφανιστούν αν
πρόκειται οι εργαζόμενοι να έχουν ελπίδα
σε μιά τίμια μεταχείριση.
Ο
Τραμπ παραπονέθηκε για τους ανθρώπους
που έρχονται από τις ‘χώρες-απόπατους’
και υπέδειξε τους Νορβηγούς σαν
υποδειγματικούς μετανάστες. Αλλά οι
Νορβηγοί που κάποτε έρχονταν στις ΗΠΑ
κατά μάζες –ήταν απελπισμένοι και
φτωχοί. Σήμερα, που έχουν μια ακμάζουσα
και σχετικά δίκαια σοσιαλδημοκρατία,
που βασίστηκε στην δημόσια ιδιοκτησία
των πλουτοπαραγωγικών πόρων, δεν έρχονται
πλέον xvii.
Στο τέλος, τα κίνητρα για τις μαζικές
μεταναστεύσεις θα παραμένουν, όσο τα
δομικά προβλήματα που τις προκαλούν
παραμείνουν άθικτα.
Η
μείωση της έντασης της μαζικής
μετανάστευσης επομένως απαιτεί την
βελτίωση των όρων ζωής των φτωχών του
κόσμου. Η ίδια η μαζική μετανάστευση
δεν μπορεί να το καταφέρει αυτό: δημιουργεί
μια κούρσα προς τον πάτο για τους εργάτες
των χωρών υποδοχής και έναν αποδεκατισμό
των εγκεφάλων στις χώρες αποδημίας. Η
μόνη πραγματική λύση είναι η διόρθωση
των ανισοτήτων στην παγκόσμια οικονομία,
και ο ριζικός μετασχηματισμός της
παγκοσμιοποίησης που έχει φτιαχτεί για
να ευνοήσει τους πλούσιους σε βάρος των
φτωχών. Για αρχή, αυτό επιβάλλει δομικές
αλλαγές στις πολιτικές εμπορίου που
αποτρέπουν την αναγκαία, οδηγούμενη
από το κράτος, ανάπτυξη στις αναπτυσσόμενες
οικονομίες. Αντεργατικές διεθνείς
συνθήκες όπως η ΝΑΦΤΑ πρέπει να
στόχοποιηθούν. Είναι εξίσου αναγκαίο
η Αριστερά να επιτεθεί σε ένα χρηματιστικό
σύστημα που μεταφέρει κεφάλαια από τις
αναπτυσσόμενες χώρες για να στήσει
φούσκες στις πλούσιες χώρες που καταλήγουν
στην αύξηση της ανιστότητας. Και βέβαια,
παρόλο που οι παράτολμες πολιτικές
εξωτερικές πολιτικές του Τζορτζ Μπους
υιού έχουν καταδικαστεί, ο πειρασμός
νέων στρατιωτικών επεμβάσεων και
σταυροφοριών υπό τις ΗΠΑ παραμένει. Σε
αυτό πρέπει να εναντιωθούμε. Οι εκστρατείες
των ΗΠΑ στην Μέση Αντολή έχουν σκοτώσει
χιλιάδες ανθρώπους, δημιουργησαν
εκατομμύρια πρόσφυγες και μετανάστες
και κατέστρεψαν βασικές υποδομές.
Τα
επιχειρήματα του Μαρξ ότι η εγγλέζικη
εργατική τάξη πρέπει να δεί την χειραφέτηση
της Ιρλανδίας σαν ένα δυνάμει συμπλήρωμα
του αγώνα της, παρά μια απειλή στην
ταυτότητά της, θα πρέπει σήμερα να
αντηχήσουν δυνατά, καθώς γινόμαστε
μάρτυρες στην ανάδειξη διαφόρων κινημάτων
ταυτότητας ανά τον κόσμο. Η παρηγορητική
φαντασίωση ότι οι μετανάστες έρχονται
εδώ γιατί αγαπούν την Αμερική είναι
απελπιστικά αφελής – όσο αφελές θα ήταν
να υποθέσουμε ότι οι Ιρλανδοί πήγαιναν
στην Αγγλία κατά τον 19ο
αιώνα επειδή την αγαπούσαν. Οι περισσότεροι
μετανάστες μεταναστεύουν από οικονομική
αναγκαιότητα και η μεγάλη πλειοψηφία
τους θα προτιμούσαν να έχουν καλύτερες
προοπτικές στην χώρα τους, ανάμεσα στους
φίλους και συγγενείς τους. Αλλά τέτοιες
δυνατότητες δεν είναι δυνατές μέσα στο
σημερινό σύστημα της παγκοσμιοποίησης.
Όπως
στην κατάσταση που περιέγραψε ο Μαρξ
στην Αγγλία των ημερών του, πολιτικοί
σαν τον Τραμπ κινητοποιούν την βάση
τους υποδαυλίζοντας αντιμεταναστευτικά
συνθήματα, αλλά πολύ σπάνια αν όχι ποτέ,
αναφέρονται στην δομική εκμετάλλευση
–στην χώρα του ή αλλού- που είναι το
αίτιο της μαζικής μετανάστευσης. Συχνά,
κάνουν αυτά τα προβλήματα χειρότερα,
επεκτείνοντας την δύναμη των εργοδοτών
και του κεφάλαιου απέναντι στους
εργαζόμενους και στρέφοντας την οργή
των υποστηρικτών τους –συχνά τα θύματα
τέτοιων δυνάμεων- ενάντια σε άλλα θύματα,
τους μετανάστες. Αλλά παρόλη την
αντιμεταναστευτική μανία του Τραμπ, η
διοίκησή του δεν έχει κάνει τίποτα για
να γενικεύσει την χρήση του Ε-Verify,
προτιμώντας καλύτερα να κομπάζει για
ένα τείχος που ποτέ δεν φαίνεται να
κατασκευάζεται xviii.
Ενώ οικογένειες χωρίζονται στα σύνορα,
η διοίκηση κάνει τα στραβά μάτια στους
εργοδότες που χρησιμοποιούν τους
μετανάστες σαν πιόνια σε ένα παιχνίδι
τζόγου.
Στο
μεταξύ, οι οπαδοί της Αριστεράς των
ανοιχτών συνόρων μπορούν να προσπαθήσουν
να πείσουν τους εαυτούς τους ότι υιοθετούν
μια ριζοσπαστική στάση. Αλλά στην πράξη
υποκαθιστούν απλώς την επιδίωξη της
οικονομικής ισότητας με την πολιτική
των μεγάλων επιχειρήσεων, μασκαρεμένη
με ένα ενάρετο προσωπείο. Οι ΗΠΑ, ακόμα
μιά από τις πλουσιότερες χώρες στον
κόσμο, θα έπρεπε να μπορεί να προσφέρει,
όχι μόνο πλήρη απασχόληση, αλλά και ένα
ελάχιστο εισόδημα σε όλους της τους
πολίτες, συμπεριλαμβανόμενων των
εργαζομένων σε δουλειές που οι οπαδοί
των ανοιχτών συνόρων ισχυρίζονται ότι
«οι Αμερικάνοι δεν κάνουν». Θα πρέπει
να καταδικαστούν οι εργοδότες που
εκμεταλλεύονται παράνομα μετανάστες
για φτηνή εργασία –με μεγάλο κίνδυνο
για τους ίδιους τους μετανάστες, και
όχι οι μετανάστες που κάνουν ότι εκαναν
πάντοτε οι άνθρωποι που βρισκόντουσαν
σε οικονομική ανέχεια. Παρέχοντας
ακούσια το προκάλυμμα στα επιχειρηματικά
συμφέροντα της ελίτ, η Αριστερά ρισκάρει
μια σημαντική υπαρξιακή κρίση, καθώς
όλο και περισσότεροι κανονικοί άνθρωποι
στρέφονται σε ακροδεξιά κόμματα. Σε
αυτή την ώρα της κρίσης τα επίδικα είναι
πολύ υψηλά για να συνεχίσουμε να το
κάνουμε λάθος.
i
Ezra
Klein, “Bernie Sanders: The Vox Conversation,” Vox,
July 28, 2015.
ii
Jeffrey
Miron, “Forget the Wall Already, It’s Time for the U.S. to Have
Open Borders,” USA
Today,
July 31, 2018.
iii
Sam
Bowman, “Immigration Restrictions Make Us Poorer,” Adam Smith
Institute, April 13, 2011.
iv
Grover
G. Norquist, “Samuel Gompers versus Reagan,” American
Spectator,
Sept. 25, 2013.
v
Bhaskar
Sunkara, “What’s Your Solution to Fighting Sexism and Racism?
Mine Is: Unions,” Guardian,
Sept. 1, 2018.
vi
David
L. Wilson, “Marx on Immigration,” Monthly
Review,
Feb. 1, 2017.
vii
David
Bacon, “Globalization and nafta Caused Migration from Mexico,”
People’s
World,
Oct. 15, 2014.
viii
Gustavo
López, Kristen Bialik, and Jynnah Radford, “Key Findings about
U.S. Immigrants,” Pew Research Center, Sept.14, 2018.
ix
Kate
Tulenko, “Countries without Doctors?,” Foreign
Policy,
June 11, 2010.
x
Jason
Hickel, “Aid in Reverse: How Poor Countries Develop Rich
Countries,” Guardian,
Jan. 14, 2017.
xi
“Immigration,
DACA, Congress, and Compromise,” Washington
Post,
Oct. 20, 2017.
xii
Pia
M. Orrenius and Madeline Zavodny, “Do State Work Eligibility
Verification Laws Reduce Unauthorized Immigration?,” IZA Journal
of Migration 5, no. 5 (December 2016).
xiii
Dan
Wheat, “Ag Groups Split over Latest House Labor Bill,” Capital
Press,
July 17, 2018.
xiv
George
Borjas, “Yes, Immigration Hurts American Workers,” Politico,
September/October 2016.
xv
Borjas.
xvi
Chris
Matthews, “What’s Important about the Clinton Campaign’s
Leaked Emails on Free Trade,” Fortune, Oct. 11,2016.
xvii
Krishnadev
Calamur, “Why Norwegians Aren’t Moving to the U.S.,” Atlantic,
Jan. 12, 2018.
xviii
Tracy
Jan, “Trump Isn’t Pushing Hard for This One Popular Way to Curb
Illegal Immigration,” Washington Post, May
22,
2018.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου