του Θεόδωρου Παντούλα*
Η Αθήνα είναι η πρωτεύουσα του κράτους. Η Αθήνα, ακριβέστερα, είναι το κράτος-πρωτεύουσα. Είναι η πόλη που αποστράγγιξε τον υπόλοιπο, τον εντός κι εκτός Ελλάδος, ελληνισμό για να καταντήσει από πόλη των Ευεργετών πόλη των «θεσμών». Είναι η πόλη της αντιπαροχής και της αρπαχτής. Των εργολάβων και των μεσαζόντων. Είναι η πόλη από την οποία, παραδόξως, απουσιάζει η ιστορία! Είναι η πόλη που μπάζωσε την μνήμη της – την ιστορική, την παραγωγική και την αισθητική. Είναι η πόλη στην οποία συντελέστηκε η ύβρις ενός κατ’ εξακολούθηση βανδαλισμού, η βεβήλωση μιας οικουμενικού ενδιαφέροντος
παρακαταθήκης. Στην Αθήνα έχουμε ένα αστικό τοπίο που αντιστρατεύεται τον τόπο. Για ν’ ακριβολογούμε έχουμε ένα τοπίο από το οποίο απουσιάζει ο τόπος. Οι σωρευμένες και βουλιμικές μοναξιές μας πάνε χέρι-χέρι με την γενικευμένη ανομία και την ενδημική, εγχώρια και εισαγόμενη, εγκληματικότητα καταπίνοντας όσο τόπο ξέφυγε από την μεταπολεμική μας «ανάπτυξη». Η Αθήνα είναι η πόλη που, εδώ και δεκαετίες, δεν νοιώθει καλά με τον εαυτό της και διαρκώς «αναπλάθεται» αλλά, εντέλει, οι αποσπασματικές «αναπλάσεις» την αλλάζουν επί τα χείρω.
Αυτές είναι οι μετρήσιμες επιδόσεις των αρχόντων της πόλης μας, γιατί αυτή είναι η σκευή τους. Σημαία ευκαιρίας είναι γι’ αυτούς ο δήμος Αθηναίων, ενώ τα λιγοστά εφόδιά τους εξαντλούνται στις κομματικές τους διαπιστεύσεις. Έρχονται ως λαφυραγωγοί κι όχι ως προσκυνητές της πόλης.
Γι’ αυτό και, παρά την εκσυγχρονιστική φλυαρία, που επινοεί επιμέρους μερεμέτια, απουσιάζουν από την πόλη η παιδεία, οι ιδέες, οι προτάσεις, η συνολική της θεώρηση.
Ωστόσο δεν έχουμε να κάνουμε μόνο με μια μορφωτική υστέρηση κι έναν πρωτευουσιάνικο, στερούμενο ήθους, επαρχιωτισμό, που δεν βρίσκει έστω ένα πράγμα για το οποίο να καμαρώσει. Κυρίως λείπει η αγάπη. Το νοιάξιμο. Και μαζί τους λείπει και η φιλοδοξία μιας αναγέννησης. Μιας αναγέννησης που θα αντιπαλαίψει την τρέχουσα χυδαιότητα και θα επαναφέρει την αρμονία και το μέτρο.
Στην Αθήνα έχουμε μια μοναδική συμμαχία της γεωγραφίας και της ιστορίας, μια μνημειακή πυκνότητα αιχμάλωτη, ένα αδρανές κεφάλαιο πολιορκημένο από την ασχήμια της μονοκαλλιέργειας του τσιμέντου. Οι άνθρωποι όμως δεν απλώνουν ρίζες στα τσιμέντα. Ριζώνουν στην γη και ριζώνουν καλύτερα και βαθύτερα, όταν το χώμα της είναι λιπασμένο από ένα ατίμητο ηθικό και πολιτισμικό κατόρθωμα.
Για την ώρα η πόλη, με παροπλισμένο το ανθρώπινο και μορφωτικό της κεφάλαιο, βαστά όση ανάσα της απέμεινε για να μην την πνίξει η περιρρέουσα βρώμα.
Παρά τον κυρίαρχο ευτελισμό όμως πίσω από τις επιστρώσεις με τις οποίες την φόρτωσαν και την μουτζούρωσαν οι κατά καιρούς «εκσυγχρονισμοί» η Αθήνα είναι όμορφη – όπως όλα όσα αγαπάμε. Χρειάζεται μόνο ν’ αποφορτιστεί πληθυσμιακά κι υλικά πρωτίστως, να καθαρίσει το πρόσωπό της, να επανακτήσει την κληρονομιά της, ώστε να ξαναγίνει αυτό που της χρωστάμε: πρωτεύουσα του ελληνισμού. Και η πρωτεύουσα είναι τροφός κι όχι μητρυιά. Τροφοδοτεί και δεν εκμυζεί τις περιφέρειές της.
Αυτό είναι το ειδικό βάρος της πρωτεύουσας. Και σε αυτό ακριβώς το βάρος, στο μοναδικό ιστορικό και αισθητικό περιεχόμενό της, είναι που οφείλουμε να στεριώσουμε την διαχρονική ταυτότητά μας, τον αυτοσεβασμό μας, την πολιτική και εθνική μας ανασυγκρότηση.
Διότι η ανασυγκρότηση είναι μονόδρομος αν δεν θέλουμε να περιέλθουμε σούμπιτοι στην αδικοπραξία της διεθνούς χρηματοπιστωτικής μαφίας.
Από την επανοικείωση του εαυτού μας, από την ανάκτηση της ταυτότητάς μας δεν προκύπτουν απλώς μια αξιοβίωτη πόλη, θέσεις εργασίας και οικονομική προκοπή, προκύπτουν κοιτάσματα αρχοντιάς. Προκύπτουν αξιοπρέπεια, περηφάνια και νόημα. Η ομορφιά γεννάει ομορφιά.
Και σε αυτή την κατεύθυνση η Αθήνα μπορεί να λειτουργήσει ως υπόδειγμα, αν από παρακολούθημα της παγκοσμιοποίησης, από φτωχό συγγενή μιας απανθρωπίας, την κάνουμε πρωταγωνιστή μιας παλιγγενεσίας.
Και αυτή η παλιγγενεσία είναι μια πολιτική που δεν αφορά, που δεν συγ-κινεί, μόνο της δικές μας κοινότητες αλλά συγ-κινεί όλον τον κόσμο ως παγκοσμίου ενδιαφέροντος εγχείρημα.
Και όλα αυτά τα σπουδαία θα τα κάνουν, σε συνθήκες αποικιοποίησης μάλιστα, οι εκλογές και οι δημοτικοί άρχοντες;
Σας απαντώ ευθέως: Όχι. Όλα αυτά -κι όσα ακόμη χρειαστούν- θα τα κάνουν οι πολίτες. Οι πάντοτε ευκολόπιστοι και πάντοτε προδομένοι από τον παλαιοκομματισμό πολίτες. Οι πολίτες που δεν πετάν με τ’ απόνερα της κομματοκρατίας και την πολιτική.
Η τοπική αυτοδιοίκηση και οι εκλογές της μπορούν να γίνουν η αρχή αυτής της διαδρομής, αφού η τοπική αυτοδιοίκηση -ή ό,τι τέλος πάντων απέμεινε από τις πάλαι ποτέ Κοινότητες του κοινού μας τ[ρ]όπου και το ξεπάτωμά τους από τις διακομματικές επετηρίδες- είναι ένα προνομιακό πεδίο δράσης για όσους έχουμε αυτοδιοικητικές ευαισθησίες, επεξεργασμένες προτάσεις και παιδεία μετοχής -και όχι αρπαχτής- στον δημόσιο βίο. Επιπλέον οι τοπικές εκλογές, έχοντας μικρότερη φόρτιση από τις εθνικές, είναι ένα πεδίο στο οποίο οι πολίτες μπορούμε να συναντηθούμε -όχι απρόσκοπτα αλλά να συναντηθούμε πάντως- χωρίς τις παραμορφωτικές διαμεσολαβήσεις των διαφόρων μηχανισμών χειραγώγησης, αφού αυτές παρά τις σκηνοθετημένες πολώσεις παραµένουν πάρεργο και για τα κόµµατα και για τους κοµµατανθρώπους.
Η Αθήνα έχει ένα πολύ ξεχωριστό πληθυσμιακό αλλά, κυρίως, συμβολικό βάρος για ολόκληρο τον Ελληνισμό – και όχι μόνον.
Στην «Αθήνα για την Ελλάδα» γνωρίζουμε -και αναλαμβάνουμε- αυτό το βάρος.
Και θέλουμε να το μοιραστούμε με όλους όσους δεν παραδόθηκαν στην ντροπή και την ευκολία της ιδιώτευσης και της ιδιωτείας.
* Τίτλος από φυλλάδιο του 2000 της Δημοκρατικής Περιφερειακής Ένωσης του Μιχάλη Χαραλαμπίδη,
ο οποίος επιχείρησε ν’ ανοίξει μια συζήτηση στην οποία δεν υπήρχαν
συνομιλητές στη προολυμπιακή Ελλάδα. Την συζήτηση αυτή, ωστόσο χρωστάμε,
έστω και τώρα, να την κάνουμε. Και αυτό δεν είναι απλώς οφειλή προς τον
Μ. Χαραλαμπίδη αλλά, πρωτίστως, οφειλή προς τον τ[ρ]όπο μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου