Στάθης
Αυτός που στα μέσα του μήνα ξεμένει από λεφτά είναι ένας τίμιος άνθρωπος. Που τον έχουν για κορόιδο. Ο απασχολήσιμος που δεν ξέρει αν αύριο θα έχει δουλειά, ο κακοπληρωμένος και ο απλήρωτος είναι τίμιοι άνθρωποι. Που τους έχουν γραμμένους.
Ο συνταξιούχος που τη βγάζει δεν τη βγάζει, που περιμένει με αγωνία την επόμενη περικοπή, είναι ένας απόμαχος της εργασίας που τα πολιτικά εκτρώματα εμπαίζουν με τη μεγαλύτερη ασέβεια.
Λες και η σύνταξη είναι μαργαρίτα να τη μαδάει κατά το δοκούν ο κάθε μπαγαπόντης. Μελαγχολικός ο Φάνης στο μπαλκόνι. Χαζεύει τη βροχή. Φουμάρει ένα από τα δυο - τρία πολύτιμα τσιγάρα του.
Είναι στιγμές που βασίζεται στην «τράπεζα των φίλων», βάζει ο ένας ένα πενηντάρι, παίρνει ο άλλος ένα εικοσάρι κι έτσι πορεύονται οι μέρες, ώσπου να μπει ο μισθός, αν δεν καθυστερήσει, ώσπου να μπει το «έναντι» ή η επόμενη σύνταξη ήδη πνιγμένη από τους προηγούμενους λογαριασμούς. «Τρίτη - Πέμπτη μακαρόνια και ο μάγκας βγάζει χρόνια».
Τα γεγονότα στα μπαλκόνια μας είναι κάπως περιορισμένα. Το μπουμπούκι της τριανταφυλλιάς θέλει δυο - τρεις μέρες ακόμα να σκάσει, ο γάτος δεν είναι πολύ ομιλητικός, η εφημερίδα έχει κλείσει μια βδομάδα διαβασμένη και η ρίγανη μπορεί μόνο να μοσχοβολάει. Μέσα μου είμαι στη φυλακή…
… «μια φυλακή η ζωή μου φυλακή»…
Αυτός που μέσα στο φυλλοκάρδι του έχει σεβντά μια προσφυγιά, δεν δικαιούται για να ομιλεί. Μούγγα κι ενοχή. Όμως ξέρει κι απορεί. Ευλογεί το ηλιοβασίλεμα στη Χαλκιδική και στο τραπέζι του απλώνει αγαθά απ’ το μποστάνι του, αντίκρυ απ’ την καλή του, ένας ευγενικά ολιγαρκής που τώρα εξαναγκάσθηκε στη φτώχεια.
Πλούσιος στα γράμματα στα ίσα του από γρόσια, χριστιανός γαρ έδινε τον έναν απ’ τους δυο χιτώνες του στις εποχές της ψεύτικης ευμάρειας, τώρα μπαλώνει το πουκάμισό του για να σιδερωθεί ευπρεπώς. Και παραμένει γλυκύς, κατηφής μεν, οργισμένος επίσης, αλλά η σφιγμένη γροθιά του έχει μια γλύκα άφατη.
Η «τράπεζα των φίλων» και ταυτοχρόνως κάτι σαν «στρογγυλή τράπεζα των συντρόφων». Έτσι ζουν πια πολλοί – εμείς οι ατελείς – με τη βοή των πιθήκων που κραυγάζουν στην αγορά ψευτιές κι αρλούμπες – αυτοί οι ευτελείς – να μας φοράει χαλκά στη μύτη, «είσαι αρκούδι, χόρεψε γύφτικο χορό» και πεσ’ τον ρομά ντανς.
Το πρόγραμμα πέτυχε ο ασθενής είναι που απέτυχε…
Πηγή: topontiki.gr
Αυτός που στα μέσα του μήνα ξεμένει από λεφτά είναι ένας τίμιος άνθρωπος. Που τον έχουν για κορόιδο. Ο απασχολήσιμος που δεν ξέρει αν αύριο θα έχει δουλειά, ο κακοπληρωμένος και ο απλήρωτος είναι τίμιοι άνθρωποι. Που τους έχουν γραμμένους.
Ο συνταξιούχος που τη βγάζει δεν τη βγάζει, που περιμένει με αγωνία την επόμενη περικοπή, είναι ένας απόμαχος της εργασίας που τα πολιτικά εκτρώματα εμπαίζουν με τη μεγαλύτερη ασέβεια.
Λες και η σύνταξη είναι μαργαρίτα να τη μαδάει κατά το δοκούν ο κάθε μπαγαπόντης. Μελαγχολικός ο Φάνης στο μπαλκόνι. Χαζεύει τη βροχή. Φουμάρει ένα από τα δυο - τρία πολύτιμα τσιγάρα του.
Είναι στιγμές που βασίζεται στην «τράπεζα των φίλων», βάζει ο ένας ένα πενηντάρι, παίρνει ο άλλος ένα εικοσάρι κι έτσι πορεύονται οι μέρες, ώσπου να μπει ο μισθός, αν δεν καθυστερήσει, ώσπου να μπει το «έναντι» ή η επόμενη σύνταξη ήδη πνιγμένη από τους προηγούμενους λογαριασμούς. «Τρίτη - Πέμπτη μακαρόνια και ο μάγκας βγάζει χρόνια».
Τα γεγονότα στα μπαλκόνια μας είναι κάπως περιορισμένα. Το μπουμπούκι της τριανταφυλλιάς θέλει δυο - τρεις μέρες ακόμα να σκάσει, ο γάτος δεν είναι πολύ ομιλητικός, η εφημερίδα έχει κλείσει μια βδομάδα διαβασμένη και η ρίγανη μπορεί μόνο να μοσχοβολάει. Μέσα μου είμαι στη φυλακή…
… «μια φυλακή η ζωή μου φυλακή»…
Αυτός που μέσα στο φυλλοκάρδι του έχει σεβντά μια προσφυγιά, δεν δικαιούται για να ομιλεί. Μούγγα κι ενοχή. Όμως ξέρει κι απορεί. Ευλογεί το ηλιοβασίλεμα στη Χαλκιδική και στο τραπέζι του απλώνει αγαθά απ’ το μποστάνι του, αντίκρυ απ’ την καλή του, ένας ευγενικά ολιγαρκής που τώρα εξαναγκάσθηκε στη φτώχεια.
Πλούσιος στα γράμματα στα ίσα του από γρόσια, χριστιανός γαρ έδινε τον έναν απ’ τους δυο χιτώνες του στις εποχές της ψεύτικης ευμάρειας, τώρα μπαλώνει το πουκάμισό του για να σιδερωθεί ευπρεπώς. Και παραμένει γλυκύς, κατηφής μεν, οργισμένος επίσης, αλλά η σφιγμένη γροθιά του έχει μια γλύκα άφατη.
Η «τράπεζα των φίλων» και ταυτοχρόνως κάτι σαν «στρογγυλή τράπεζα των συντρόφων». Έτσι ζουν πια πολλοί – εμείς οι ατελείς – με τη βοή των πιθήκων που κραυγάζουν στην αγορά ψευτιές κι αρλούμπες – αυτοί οι ευτελείς – να μας φοράει χαλκά στη μύτη, «είσαι αρκούδι, χόρεψε γύφτικο χορό» και πεσ’ τον ρομά ντανς.
Το πρόγραμμα πέτυχε ο ασθενής είναι που απέτυχε…
Πηγή: topontiki.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου