Κατά τον ιερό Χρυσόστομο, η πίστη «πολύσημός ἐστι λέξις· καί νῦν μέν τοῦτο, νῦν δέ ἐκεῖνο σημαίνει»[1]. Η πίστη μπορεί να σημαίνει: την έμφυτη θρησκευτική ορμή, μία αμοιβαία εμπιστοσύνη (faith), ένα ορισμένο (ιδεολογικο-πολιτικό ή θρησκευτικό και φιλοσοφικό) <Πιστεύω> (belief), τη συνειδητή ή ασυνείδητη (προτασιακό αίσθημα, ενορατική κρίση, το αίσθημα της «διανοητικής πίστης» κ.λπ.) παραδοχή ύπαρξης γεγονότων ή πραγμάτων μη παρόντων, αναγνώριση (πεποίθηση) για το αληθές μιας διδασκαλίας, ελπίδα, α-κλόνητη βεβαιότητα και γνησιότητα του περιεχομένου τής χριστιανικής διδασκαλίας[2].
Οι φιλοσοφικές θεωρίες για την πίστη μπορούν να ταξινομηθούν σε τρεις κατηγορίες: α) συναισθηματικές, β) βουλητικές και γ) διανοητικές (βλ. λογική πίστη). Ο Άγγλος κοινωνικός ανθρωπολόγος Robin Horton κάνει διάκριση μεταξύ «ανοικτών» και «κλειστών» συστημάτων πίστης. Σε ένα κλειστό σύστημα
πίστης, η μαρτυρία που δεν συνηγορεί για την πίστη, αγνοείται και οδηγεί στην απόρριψη της πίστης[3]. Κατά τον Hume, η πίστη προσδίδει στις ιδέες μας μία πρόσθετη δύναμη και ζωηρότητα. Όταν κανείς πείθεται για μία Αρχή, τούτο συμβαίνει, επειδή μία ιδέα εντυπώνεται εντονότερα πάνω του[4].
Η έννοια τής πίστης βρίσκει τη θέση της και σε αυτήν τη βάση τής επιστημονικής έρευνας. Κατ’ αρχήν, «δίχα πίστεως οὐδέ ὁ νοῦς ὁρᾶν δύναται τά νοούμενα», αφού «ὥσπερ ὁ ὀφθαλμός δεῖται φωτός ἐπιδεικνύντος τά ὁρατά, οὕτω δή καί ὁ νοῦς δεῖται πίστεως, ἐπιδεικνυούσης τά θεῖα καί τήν περί τούτων δόξαν φυλαττούσης βεβαίαν»[5]. Έπειτα, απαιτείται πίστη στην αξία αυτών των ίδιων των επιστημονικών δεδομένων. Κατά τον Ουγγρο-Βρετανό χημικό και φιλόσοφο της Επιστήμης Michael Polanyi (1891-1976), πάντα θα υπάρχει ένα στοιχείο πίστης στις φυσικές επιστήμες, ακριβώς διότι είναι πάρα πολλά αυτά που δεν μπορούν να αποδειχθούν[6]. Στην πίστη στηρίζονται οι μεγάλοι στοχασμοί, τα δύσκολα και πολύπλοκα πειράματα, όπως και τα καθολικού κύρους πορίσματα[7].
Η πίστη, κυρίως ως εμπιστοσύνη, διατρέχει κάθε φάση και στιγμή τής ζωής μας: «Ἁπάντων πραγμάτων ἡ πίστις προηγεῖται. Τίς γάρ δύναται θερίσαι γεωργός, ἐάν μή πρῶτον πιστεύσῃ τό σπέρμα τῇ γῇ· ἤ τίς δύναται διαπεράσαι θάλατταν, ἐάν μή πρῶτον ἑαυτόν πιστεύσῃ τῷ πλοίῳ καί τῷ κυβερνήτῃ; Τίς δέ κάμνων δύναται θεραπευθῆναι, ἐάν μή πρῶτον ἑαυτόν πιστεύσῃ τῷ ἰατρῷ; Ποίαν δέ τέχνην ἤ ἐπιστήμην δύναταί τις μαθεῖν, ἐάν μή πρῶτον ἐπιδῶ ἑαυτόν καί πιστεύσῃ τῷ διδασκάλῳ;»[8].
Η πίστη, λοιπόν, παίζει σημαίνοντα ρόλο στην ανθρώπινη ζωή. Αν περιοριζόμασταν στις αναλυτικές προτάσεις (μαθηματικές και λογικές) από το ένα μέρος, και στα άμεσα εμπειρικά δεδομένα, τα οποία αναφέρονται στο παρόν ή στο παρελθόν, από το άλλο μέρος, η ανθρώπινη ζωή θα ήταν αδύνατη[9]. Πώς είσαι βέβαιος ότι το γκαρσόν που σε σερβίρει στη καφετέρια, δεν έχει ρίξει μέσα στο φλυτζάνι σου δηλητήριο; Έχεις εμπιστοσύνη στην καλή φήμη τού καταστήματος ή του ιδιοκτήτη. Πώς είσαι σίγουρος ότι ο κυβερνήτης τού αεροπλάνου, που σε μεταφέρει στον προορισμό σου, δεν είναι μεθυσμένος, άπειρος ή ψυχοπαθής; Απλά τον εμπιστεύεσαι. Πώς ένα δημόσιο υψηλά ιστάμενο πρόσωπο προσλαμβάνει κάποιον ως στενό συνεργάτη του, εμπιστευόμενος απόρρητες υποθέσεις του; Απλά τον εμπιστεύεται.
Αλλά και στην ίδια την Επιστήμη (βλ. αξιώματα, paradigm κ.λπ) η πίστη είναι αναγκαία[10]: «Κυριώτερον οὖν τῆς ἐπιστήμης ἡ πίστις καί ἔστιν αὐτῆς κριτήριον»[11], παρατηρεί Κλήμης ο Αλεξανδρέας. Πράγματι, ακόμα και τις επιστημονικές θεωρίες καλούμαστε να πιστέψουμε για την αλήθεια τους: «Ομιλούμε με τους όρους τής αποδοχής, εμπιστοσύνης και πιθανότητας, όχι της απόδειξης»[12].
Έτσι, η bona fide χρειάζεται από τις καθημερινές μας επαφές και συναλλαγές (κοινωνικές, οικονομικές κ.λπ.) μέχρι και τις πιο σοβαρές και σύνθετες, όπως είναι η επιστημονική έρευνα, εξήγηση και διδασκαλία.
Η ορθή («λογική») θρησκευτική πίστη θα πρέπει να μην εκφυλίζεται ούτε σε ευπιστία, δηλ. τυφλή πίστη (βλ. M. Shermer[13], D. Phillips[14] κ.ά.), ούτε σε δυσπιστία (πίστη τής πιθανότητας ή υποθετική πίστη), ή απιστία. Η πίστη δεν αναιρεί τη «λογική λατρεία»[15], ούτε η έρευνα και η λογική καταργούνται στα «λογικά πρόβατα» (τους πιστούς)[16]. Συνεπώς, η πίστη ούτε ακυρώνει, ούτε αντιτάσσεται στην ανθρώπινη λογική· απλά, κατά έναν «θεοπρεπή» (μεταλογικό) τρόπο[17], την εξαγιάζει και υπερβαίνει (βλ. υπέρλογο ή παράδοξο)· δηλ. η λογική πλέον δεν λειτουργεί απλά ως μία νοησιαρχική ή μηχανική «τεχνολογία»[18], όπως των αιρετικών.
H ψυχο-πνευματική δύναμη της πίστης[19], πέρα από τη θεολογική σημασία της, έχει αποδειχθεί ιστορικά, κοινωνιολογικά και ψυχολογικά.
Η δύναμη όμως αυτή, όταν πρόκειται για ώριμη πνευματικά πίστη, δεν έγκειται στην ισχυρή θέληση, την ευπιστία ή την (αυθ)υποβολή, όπως κάποιοι πιστεύουν, αλλά στη Θεία Χάρη, που συνεργεί με την ανθρώπινη βούληση.
Σημειώσεις
[1] Ιω. Χρυσ., Εις Εβρ. 26, 1, MPG 63, 179.
[2] K. Barth, The Humanity of God. Richmond, John Knox Press 1960, p. 59, του ιδίου, Dogmatics in Outline (1947 lectures), Harper Perennial, 1959, pp. 15-34, Σ. Κ. Τσιτσίγκου, Η ψυχή τού ανθρώπου κατά τον ιερό Χρυσόστομο, Αθήνα 2000, σ. 210, του ιδίου, Θέματα Ψυχολογίας τής Θρησκείας, Θεσσαλονίκη 2007, σ. 309.
[3] Κ. Νιάρχου, Αρχαία Ελληνική Φιλοσοφία μετά των θεμελιωδών αυτής εννοιών, Αθήναι 2008, τ. Β΄, σ. 116-117.
[4] D. Hume, A Treatise of Human Nature 1, 3, 7, 96.
[5] Θεοδώρητου Κύρου, Λόγος Α’ περί πίστεως, MPG 83, 809. 812.
[6] Α. McGrath, The Twilight of Atheism, σ. 140.
[7] Μ. Α. Σιώτου, Χριστιανική Πίστις και σύγχρονος επιστημονική έρευνα, σ. 42-43. Πρβλ. J. Orr, “Science and Christian Faith”, in: Fundamentals: A testimony to the truth, Los Angeles: The Bible Institute of Los Angeles 1917, E. Herrmann, Scientific Theory and Religious Belief. An Essay on the Rationality of Views of Life, Kampen: Pharos 1995, J. Polkinghorne, Searching for truth: Lenten meditations on science and faith, New York: Crossroad, 1996, J. M. van der Meer (Ed.), Facets of Faith and Science, vol. 2: The role of beliefs in Mathematics and the natural sciences, Lanham, MD: University Press of America 1996, C. J. Collins, Science and Faith: Friends of foes?, Wheaton, IL. Crossway Books, 2003.
[8] Θεόφιλου Αντιοχείας, Προς Αυτόλυκον, βιβλ. Α’, MPG 6, 1036-1037 A. Πρβλ. Κυρίλλου Ιεροσολύμων, Κατήχησις φωτιζομένων, Ε’, MPG 33, 508 Β.
[9] Λ. Κ. Μπαρτζελιώτη, Φιλοσοφία και επιστημονική έρευνα, σ. 133.
[10] Πρβλ. Ch. C. Everett, The Faith of Science and the Science of Faith, Kessinger Pub Co, 2005.
[11] Στρωματείς, λόγ. Β’, MPG 8, 948 A.
[12] G. G. Simpson – W. S. Beck, Life. An Introduction to Biology, Harcourt, Brace and World, N. York 1069, p. 10.
[13] The Power of Belief , ABC News, 1998, του ιδίου, How We Believe: The Search for God in an Age of Science, W. H. Freeman, 2000.
[14] Religion Without Explanation, Basil Blackwell and St Martin’s Press, 1976.
[15] Ρωμ. 12, 1.
[16] T. Toth, Χριστιανική Πίστις και Επιστήμη, μτφρ. Ι. Παναγιωτίδου, Αθήναι 1955, σ. 11. Πρβλ. M. C. Banner, The Justification of Science and the Rationality of Religious Belief, Oxford: Clarendon Press 1990, p. 116 εξ.
[17] Βλ. Χ. Γ. Σωτηρόπουλου, Νηπτικοί και Πατέρες των Μέσων Χρόνων, σ. 131.
[18] Βλ. Γρηγορίου τού Θεολόγου, Λόγος ΜΑ’, Εις την Πεντηκοστήν, C. Moreschini, SC 358, Les editions du cerf, Paris 1990, σ. 336, 1 εξ.
[19] Πρβλ. J. R. Debray, Dieu, un itinéraire, 2001, Prix Combourg 2003.
Από το βιβλίο: Θρησκεία και επιστήμη, εκδ. Tremendum (2010).
antifono.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου