Απόσπασμα από την εισαγωγή της Χριστίνας Σταματοπούλου στο βιβλίο του Κριστόφ Γκιλλουί, No Society: Το τέλος της μεσαίας τάξης της Δύσης, που θα κυκλοφορήσει τις επόμενες μέρες από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις.
Τα τελευταία τριάντα χρόνια, οι κοινωνικές ανισότητες εκτινάχθηκαν και διαρκώς διευρύνονται, αγγίζοντας τα επίπεδα των αρχών του 20ού αιώνα· τα παλιά λαϊκά στρώματα, που συνιστούσαν και τον βασικό φορέα της κοινωνικής συνοχής, σταδιακά υποβαθμίστηκαν και βρέθηκαν στο περιθώριο. Παράλληλα, οι άρχουσες τάξεις (παλαιά και νέα αστική τάξη) εξήλθαν από το πλαίσιο του εθνικού κράτους (όπου ασκείται η εθνική ανεξαρτησία και η κοινωνική αλληλεγγύη, έστω υποχρεωτικώς), οχυρώθηκαν στις παγκοσμιοποιημένες μητροπόλεις-φρούρια και, ασκώντας μια εξουσία εξαρτημένη άμεσα από το υπερεθνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα, εγκατέλειψαν το δημόσιο συμφέρον. Αυτή η α-κοινωνική άρχουσα τάξη προσπαθεί να εξαπατήσει, αυτο-ανακηρυσσόμενη σε απόστολο της ανοιχτής κοινωνίας και της συνύπαρξης, τη στιγμή που αναδιπλώνεται στα οχυρά της, τις παγκοσμιοποιημένες μητροπόλεις.
Καθοριστικό ρόλο σε αυτές τις αλλαγές διαδραμάτισαν οι αυξανόμενες μεταναστευτικές ροές που ωφέλησαν πολλαπλώς τις άρχουσες τάξεις ενώ συνέβαλαν στην υποβάθμιση των κατώτερων στρωμάτων. Αφενός, μέσω του κοινωνικού και οικονομικού ντάμπινγκ, οι άρχουσες τάξεις μείωσαν σε σημαντικό βαθμό τα εισοδήματα των εργαζόμενων· αφετέρου, διέλυσαν την κοινωνική συνοχή δημιουργώντας μικροκοινωνίες που περιχαρακώθηκαν στον κοινοτιστικό περιβάλλον τους – στην αγωνιώδη προσπάθειά τους να μην αντιμετωπίζονται ως μειοψηφίες.
Οι άρχουσες τάξεις αποσιωπούν και συσκοτίζουν την πολιτική, κοινωνική και οικονομική σημασία του μεταναστευτικού ζητήματος, εμφανίζοντάς το ως αμιγώς ανθρωπιστικό ζήτημα. Προκαλούν έτσι έναν διχασμό στην κοινωνία συκοφαντώντας τα λαϊκά στρώματα, που σηκώνουν όλο το βάρος των συνεπειών της ανεξέλεγκτης μετανάστευσης, χαρακτηρίζοντας τα ρατσιστές και φασίστες, καθώς προσπαθούν να αποφύγουν τη «συνύπαρξη», και ταυτόχρονα σπρώχνουν στη γκετοποίηση τους μετανάστες και τις κάθε είδους μειονότητες.
Παράλληλα, κατεδαφίζουν σταδιακώς το κράτος πρόνοιας μέσω μιας κοινωνικής πολιτικής που μεταβάλλεται σε πολιτική επιδομάτων για τα φτωχότερα στρώματα και τις μειονότητες, όπως συνέβη και στην Ελλάδα, με το πρόσχημα ότι πρέπει να βοηθηθούν οι πιο αδύναμοι – πολιτική που οξύνει τις αντιθέσεις στο εσωτερικό των λαϊκών στρωμάτων. Οι ίδιοι φυσικά ζουν μακριά από τις υποβαθμισμένες γειτονιές, στις οχυρωμένες μητροπόλεις τους, και στέλνουν τους γόνους τους σε «καθαρά» σχολεία, όπου δεν φοιτούν παιδιά μεταναστών.
Όλα αυτά βέβαια, για να πραγματοποιηθούν, χρειάζονται και την ιδεολογική τους κάλυψη, την οποία έχει αναλάβει, με το αζημίωτο, το μηντιο-ακαδημαϊκό κατεστημένο ασκώντας μια κυριολεκτική ιδεολογική τρομοκρατία. Σε αυτή, πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξε η δικαιωματική Αριστερά, σπρώχνοντας ένα μεγάλο κομμάτι των λαϊκών τάξεων στην αγκαλιά ακροδεξιών σχημάτων που δεν άφησαν την ευκαιρία ανεκμετάλλευτη.
Ο κόσμος των «από κάτω», αποτελείται από ετερόκλιτα στρώματα τα οποία μέχρι πρόσφατα αδυνατούσαν να βρουν κοινό βηματισμό, και είχαν πεταχτεί στο περιθώριο, μακριά από πόλεις που δημιουργούν πλούτο και απασχόληση, σε υποβαθμισμένες περιοχές, με ελλειμματικές δημόσιες υπηρεσίες και δύσκολη πρόσβαση σε περίθαλψη και παιδεία. Και παρότι αποτελούν την κοινωνική πλειοψηφία, οι άρχουσες τάξεις, προσπαθούν τόσα χρόνια, με διαμεσολαβητές το μηντιο-ακαδημαϊκό κατεστημένο, να τους καταστήσουν αόρατους, να τους αποκλείσουν από τον δημόσιο διάλογο και να τους συκοφαντήσουν ως αμόρφωτους, ρατσιστές και φασίστες (οι περίφημοι «αξιοθρήνητοι» της Χίλαρυ Κλίντον και οι «ξεδοντιάρηδες» του Φρανσουά Ολάντ).
Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια διαπιστώνουν ότι, αίφνης, μεταβάλλεται η ατζέντα. Μπαίνουν στον δημόσιο διάλογο οι μέχρι χθες απαγορευμένες θεματικές: εθνική κυριαρχία, προστατευτισμός, έλεγχος των μεταναστευτικών ροών, υπεράσπιση των συνόρων, επανατοπικοποίηση της παραγωγής.
Και παρά την ιδεολογική τρομοκρατία των ελίτ και των ΜΜΕ («Προσοχή! Λαϊκισμός, εθνικισμός, ρατσισμός!»), οι λαϊκές τάξεις μοιάζει να κλείνουν ερμητικά τα αυτιά τους και να προτάσσουν τα αιτήματά τους για προστασία και κοινωνική συνοχή. Είναι ο κόσμος που αναδείχθηκε μέσα από το κίνημα των «Κίτρινων Γιλέκων» στη Γαλλία, και πρόσφατα από τις εξεγέρσεις στη Χιλή, το Χονγκ Κονγκ ή τον Λίβανο με ταυτόσημη θεματική, που στοχεύει παντού τις αποκομμένες από την κοινωνία κυβερνώσες ελίτ. Σε αυτούς όμως ανήκουν εν πολλοίς και οι ψηφοφόροι του Μπέπε Γκρίλο και του Σαλβίνι στην Ιταλία, του Brexit στην Αγγλία, του Τραμπ στις ΗΠΑ.
Διότι, προφανώς, πολλοί δημαγωγοί, αντιλαμβανόμενοι πού πάει το κύμα, ανεβαίνουν στο τρένο για να ποδηγετήσουν με τη σειρά τους τη λαϊκή οργή, όπως συνέβη και στην Ελλάδα με το κίνημα των «Αγανακτισμένων». Εντέλει, όμως, το λαϊκό σώμα απαντάει με αρκετή σωφροσύνη και στην πλειοψηφία του δεν έλκεται από ακραίες επιλογές. Απλώς, αναδεικνύει πλέον την ήπια ισχύ του, μια soft power, όπως την αποκαλεί ο Γκιλλουί, η οποία βάζει στο προσκήνιο το αίτημα να συγκροτηθεί και πάλι η κοινωνία. Διότι με τις ελίτ, από τη μία, να έχουν λιποτακτήσει από το εθνικό πλαίσιο και να ζουν περιχαρακωμένες στα οχυρά των μητροπόλεων και, από την άλλη, ένα πλήθος που αποτελείται από άτομα περιχαρακωμένα στις εθνο-πολιτισμικές τους κοινότητες δεν μπορεί να υπάρξει παρά το χάος της σχετικοποιημένης κοινωνίας. Το μοντέλο της παγκοσμιοποίησης έχει πλέον εξαντληθεί. Και τα σημάδια που το καταδεικνύουν είναι πολλά. Στο οικονομικό πεδίο, η μία κρίση ακολουθεί την άλλη. Τα λαϊκιστικά κινήματα γενικεύονται. Από οικολογική άποψη το αδιέξοδο φαίνεται να έρχεται όλο και πιο κοντά. Το ερώτημα που τίθεται είναι αν αυτή η «ήπια ισχύς» των λαϊκών τάξεων θα μπορέσει να μετουσιωθεί σε συνεκτικό σχέδιο ανασυγκρότησης της κοινωνίας.
Χριστίνα Σταματοπούλου
http://ardin-rixi.gr/archives/214108
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου