«Eίναι απολύτως αναγκαία η συσπείρωση όλων των προοδευτικών δυνάμεων που διαφωνούν με την ασκούμενη πολιτική της δικομματικής κυβέρνησης, αλλά και τον λαϊκισμό της μονομερούς καταγγελίας του μνημονίου από την αξιωματική αντιπολίτευση». Η συγκεκριμένη δήλωση ανήκει στον πρόεδρο του κόμματος της Δημοκρατικής Αριστεράς Φώτη Κουβέλη, στον επικεφαλής ενός πολιτικού σχηματισμού, ο οποίος φλερτάρει με την πολιτική εξαφάνιση μετά και την αποχώρησή του από την κυβέρνηση Σαμαρά.
Αν και ο Φώτης Κουβέλης είναι ο ίδιος πολιτικός αρχηγός, ο οποίος είχε δηλώσει «παρών» στον σχηματισμό της πιο λαομίσητης και καταστροφικής κυβέρνησης που γνώρισε η Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες, μετά τις εκλογές της 17ης Ιούνη 2012, και ενώ είχε υποδεχθεί στο κόμμα του τα απομεινάρια του εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ, σήμερα εξαπολύει κριτική στην δικομματική κυβέρνηση, έχοντας την ψευδαίσθηση ότι θα συσκοτίσει τις ευθύνες του κόμματός του σε ότι αφορά στην υλοποίηση των αντιλαϊκών πολιτικών που έχουν φτωχοποιήσει τον ελληνικό λαό. Σε αυτό το πλαίσιο διαχωρίζει την προοπτική "συσπείρωσης των προοδευτικών δυνάμεων" από το κόμμα Βενιζέλου, αντιλαμβανόμενος ότι μπορεί να αποκομίσει οφέλη από την διαφαινόμενη περαιτέρω συρρίκνωση του ΠΑΣΟΚ.
Ο πανικός στα εναπομείναντα πολιτικά ενεργά τμήματα της "Κεντροαριστεράς" και της "Αριστεράς της ευθύνης" είναι διάχυτος και εκδηλώνεται πλέον καθημερινά, αφού το πολιτικό τους μέλλον είναι αβέβαιο. Οι δηλώσεις του Φώτη Κουβέλη, αλλά και οι δηλώσεις άλλων πολιτικών προσώπων, που επεξεργάζονται σχέδια για την ενοποίηση της "Κεντοαριστεράς" αντανακλούν το άγχος τους, όχι μόνο για το πολιτικό τους μέλλον, αλλά και για το μέλλον των δυνατοτήτων του κατεστημένου να χρησιμοποιεί ως εργαλεία πολιτικούς κύκλους για την προώθηση των συμφερόντων του.
Το πλαίσιο
Το ΠΑΣΟΚ του Ευάγγελου Βενιζέλου ενδεχομένως στις επόμενες εκλογές δεν θα καταφέρει να εισέλθει στη βουλή, καθώς τα ποσοστά του κατρακυλούν σε όλες τις τελευταίες δημοσκοπήσεις που επεξεργάζονται τα επιτελεία των κομμάτων. Το κόμμα της «Δημοκρατικής Αριστεράς» έχει ήδη τελειώσει πολιτικά, αφού «πληρώνει» τόσο την αποχώρησή του από την τρικομματική κυβέρνηση μέσω της οποίας είχε θέσει σε κίνδυνο το μνημονιακό ξενόδουλο κυβερνητικό μόρφωμα, όσο και τη συμμετοχή του στη μνημονιακή συγκυβέρνηση το καλοκαίρι του 2012.
Ταυτόχρονα πολιτικά πρόσωπα που τα τελευταία 20 χρόνια στελέχωσαν τον κυβερνητικό μηχανισμό του ΠΑΣΟΚ και κατέλαβαν υπουργικές θέσεις, έχουν εκτοπιστεί από την κεντρική πολιτική σκηνή και η παρουσία τους γίνεται αντιληπτή μόνο όταν τα ΜΜΕ της διαπλοκής τους δίνουν βήμα ώστε να εκφράσουν τις απόψεις τους είτε για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, είτε για την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα, είτε για το μέλλον της Κεντροαριστεράς.
Με λίγα λόγια, τα "σκόρπια" κομμάτια της λεγόμενης "Κεντροαριστεράς" είναι αδύναμα επί της ουσίας να διαδραματίσουν ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις, έχουν μηδενική επιρροή στην ελληνική κοινωνία και η φθίνουσα πορεία που διαγράφουν οδηγεί σε οριστικό πολιτικό θάνατο. Η προοπτική αυτή, έχει προκαλέσει το τελευταίο διάστημα έναν δημόσιο διάλογο, ο οποίος επικεντρώνει το ενδιαφέρον του είτε στο πεδίο της "ανασυγκρότησης της Κεντροαριστεράς", είτε σε εκείνο της "ανασύστασης" της, είτε σε εκείνο της ισχυροποίησής της ώστε δήθεν να αποτελέσει εκ νέου σταθεροποιητικό παράγοντα του πολιτικού σκηνικού.
Το ερώτημα, όμως, είναι το εξής: Ποιοι αλήθεια θέλουν την «ισχυρή Κεντροαριστερά»; Και τι είναι τέλος πάντων η «Κεντροαριστερά», ώστε τμήματα του λεγόμενου «αστικού πολιτικού κόσμου», αλλά και της οικονομικής ελίτ την προβάλλουν ως σταθεροποιητικό παράγοντα του πολιτικού συστήματος, ιδιαίτερασήμερα που βαθαίνει η οικονομική κρίση; Ποιοι είναι αυτοί που προκαλούν και τροφοδοτούν αυτόν τον δημόσιο διάλογο;
Με οδηγό τη δεκαετία... του 1950
Καταρχάς, η έννοια του πολιτικού Κέντρου δεν είναι παρά ένα ιδεολόγημα, μια ακαθόριστη πολιτική έννοια, ένα κατασκεύασμα του αστικοκοινοβουλευτισμού. Ιστορικά και στο πλαίσιο των κοινοβουλευτικών διαδικαστικών πλαισίων και των κοινωνικών διεργασιών, η ενίσχυση του «Κέντρου» είχε έναν και μόνο αντικειμενικό σκοπό: Την ανακοπή της δυναμικής του πολιτικού και κοινωνικού ρεύματος της Αριστεράς. Το είπε, άλλωστε, ξεκάθαρα και με σύγχρονους όρους στην τελευταία συνέντευξη που παραχώρησε στη ναυαρχίδα του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη, στην εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ», η πρώην βουλευτής και πρώην υπουργός Άννα Διαμαντοπούλου: «Αυτό όμως που θα κάνω είναι να συνεισφέρω με όποιες δυνάμεις μπορώ και κυρίως στην πρόταση – γιατί αυτό θέλουμε – για την Κεντροαριστερά. Είναι πολύ σημαντικό να ανασυντεθεί, διότι η γεωγραφία του πολιτικού μας συστήματος τον χρειάζεται και επ’ ουδενί δεν μπορεί να αντικατασταθεί από τον κομμουνιστογενή ΣΥΡΙΖΑ αυτή τη στιγμή». Η δήλωση αυτή κινείται επί της ουσίας στο ίδιο μήκος κύματος με την δήλωση του Φώτη Κουβέλη, ενώ ταυτόχρονα αντανακλά μία πολιτική αντίληψη τις ρίζες της οποίας θα συναντήσει κανείς στο υπερσυντηρητικό και αντικομμουνιστικό Κέντρο της δεκαετίας του 1950, του μετεμφυλιακού κράτους. Ο αντίπαλος που τα Δεξιά και Κεντρώα τμήματα του λεγόμενου "αστικού πολιτικού κόσμου" εντοπίζουν στην παρούσα συγκυρία είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Η Δεξιά περιγράφει τον αντίπαλο του κατεστημένου με εμφυλιοπολεμικές αναφορές, και τα απομεινάρια της "Κεντροαριστεράς" τον περιγράφουν ως "φορέα ανευθυνότητας και λαϊκισμού" και ενίοτε ως "άκρο".
Μετά τα αποτελέσματα των εκλογών της 6ης Μαΐου και της 17ης Ιουνίου 2012, σε πολιτικούς και επιχειρηματικούς κύκλους, κυριάρχησε η εξής αντίληψη: «Δεν έπρεπε να αποδυναμωθεί το ΠΑΣΟΚ και δεν πρέπει να αποδυναμωθεί άλλο». Για τους αυτόκλητους υπερασπιστές ή τους εφραστές του «αστικού πολιτικού κόσμου» ή για τους θιασώτες της "αναγκαστικής συναίνεσης των πολιτικών φορέων" και της γελοίας θεωρίας των "δύο άκρων" , το ΠΑΣΟΚ ήταν και είναι ένας πυλώνας «σταθερότητας». Για το κατεστημένο, το μεταλλαγμένο ΠΑΣΟΚ των τελευταίων δεκαετιών υπήρξε ένας ακόμη πολιτικός βραχίονάς του, ένα από τα «αστικά κόμματα» που εγγυώνται την σωτηρία των τραπεζών, της ντόπιας επιχειρηματικής ελίτ, των κεκτημένων της ολιγαρχίας και φυσικά ένας φορέας, ο οποίος αντιλαμβάνεται την έννοια της "εθνικής ενότητας" με τον ίδιο τρόπο που τον αντιλαμβάνεται η μεγαλοαστική τάξη και βεβαίως ένας εκ των αγωγών της διοχέτευσης των επιθυμιών και των επιταγών της τροϊκανής εξουσίας σε όλα τα επίπεδα της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής ζωής της χώρας. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη απόδειξη όλων των παραπάνω από τις επιλογές της σημερινής ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ, υπό τον Ευάγγελο Βενιζέλο, ο οποίος – και για προσωπικούς λόγους που έχουν να κάνουν με τις εξελίξεις στο σκάνδαλο με τη λίστα Λαγκάρντ - συνέπραξε σε κυβερνητικό επίπεδο με την ακροδεξιά Νέα Δημοκρατία του Αντώνη Σαμαρά με έναν και μόνο σκοπό: Να υλοποιήσουν την επιβαλλόμενη από την τρόικα νεοφιλελεύθερη στρατηγική και να προασπίσουν τα συμφέροντα της ντόπιας ολιγαρχίας.
Τα απομεινάρια του «αστικού πολιτικού κόσμου», με την κατάρρευση των διαχωριστικών τειχών και γραμμών που χώρισαν για δεκαετίες τους δύο μεγάλους παραταξιακούς κομματικούς μηχανισμούς, συνέπραξαν για να υλοποιήσουν από κοινού τη λαοκτόνα πολιτική του μνημονίου. Η Νέα Δημοκρατία, η οποία έτσι κι αλλιώς ως Δεξιό κόμμα είναι φορέας αντιλαϊκών πολιτικών και αυταρχισμού, διατήρησε κάποιες από τις δυνάμεις της σε ότι αφορά στην εκλογική της βάση, οι οποίες έτσι κι αλλιώς στηρίζουν εκ πεποιθήσεως την καταστροφική πολιτική που εφαρμόζεται αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα. Επίσης δεν είναι ψέμα ότι πολλοί ψηφοφόροι της Νέας Δημοκρατίας εξακολουθούν και στηρίζουν το κόμμα του Αντώνη Σαμαρά, παρασυρόμενοι από την νεο-αντικομμουνιστική ρητορική την οποία αναπτύσσει η ίδια η ηγεσία του κυβερνητικού πολιτικού φορέα και το Μέγαρο Μαξίμου με όχημα τον παραληρηματικό εμφυλιοπολεμικό λόγο που στοχεύει την Αριστερά και τον ΣΥΡΙΖΑ.
Το ΠΑΣΟΚ από την πλευρά του, έχει καταποντιστεί και όσο λειτουργούσε το τρικομματικό κυβερνητικό σχήμα πριν την αποχώρηση της ΔΗΜΑΡ, σε πολιτικό επίπεδο ανταγωνίστηκε με το κόμμα του Φώτη Κουβέλη για την ηγεμονία στον χώρο της λεγόμενης Κεντροαριστεράς. Από το σχεδόν διαλυμένο ΠΑΣΟΚ έχουν «ξεπηδήσει» το τελευταίο έτος διάφορες κινήσεις, οι οποίες φιλοδοξούν να «συνεισφέρουν» στην λεγόμενη ανασυγκρότηση ή ανασύσταση της «Κεντροαριστεράς». Ποια είναι αυτή η Κεντροαριστερά; Ο συνασπισμός των πάλαι ποτέ «εκσυγχρονιστών» του ΠΑΣΟΚ, κάποιων γερμανόφιλων σοσιαλδημοκρατών, των αυτόκλητων «μεταρρυθμιστών», κάποιων ξεπεσμένων τζογαδόρων του χρηματιστηρίου, κάποιων τεχνοκρατών και όσων νεοφιλελεύθερων δεν χωρούν στη Νέα Δημοκρατία του Αντώνη Σαμαρά και στα σχεδόν ανύπαρκτα πολιτικά μορφώματα που εκφράζουν τον – περιθωριακό- στην Ελλάδα νεοφιλελευθερισμό.
Το σχέδιο
Το γενικό πρόσταγμα για την ανασύσταση και ανασυγκρότηση και κυρίως την ενοποίηση της λεγόμενης «Κεντροαριστεράς» δεν δίνουν βέβαια οι πολιτικοί προφέσορες του εν λόγω χρεοκοπημένου πολιτικού σχήματος, αλλά τα συμφέροντα, ντόπια και ξένα, τα οποία, όμως, έχουν ξεμείνει από εφεδρείες σε ότι αφορά στην εκμετάλλευση πρόθυμου πολιτικού προσωπικού. Τα πολιτικά πρόσωπα που προβάλλουν την αναγκαιότητα της «επανασυγκρότησης» ή της «επανασύστασης» ενός Κεντροαριστερού πόλου, τα πρόσωπα εκείνα που εντάσσονται στους σχεδιασμούς ενοποίησης της «Κεντροαριστεράς» και έκφρασης «ενός ενδιάμεσου χώρου, μέσα από ένα ενωτικό και ευρύ σχήμα» είναι τα «καμένα χαρτιά» της εγχώριας πολιτικής σκηνής.
Πρόκειται για πολιτικά πρόσωπα που ευθύνονται για την χωρίς προϋποθέσεις ένταξη της χώρας στην Οικονομική Νομισματική Ένωση, για πρόσωπα τα οποία συμμετείχαν στις αποτυχημένες κυβερνήσεις των τελευταίων ετών, οι οποίες φέρουν μεγάλο μερίδιο ευθύνης για την σημερινή τραγική κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, για γυρολόγους των κομμάτων που έχουν χάσει κάθε έννοια αξιοπιστίας, για καιροσκόπους και τυχοδιώκτες ή ακόμη και για εντολοδόχους ντόπιων και ξένων συμφερόντων. Ωστόσο ακόμη και σήμερα, που το ΠΑΣΟΚ και η Δημοκρατική Αριστερά, αποσυντίθενται και κατρακυλούν στις μετρήσεις των εταιρειών δημοσκοπήσεων, διατηρούν ένα εγκλωβισμένο ένα μικρό ποσοστό του εκλογικού σώματος, λειτουργώντας ως μνημονιακά αναχώματα μαζικότερης ροής ψηφοφόρων προς την Αριστερά και τον ΣΥΡΙΖΑ.
Το κατεστημένο επιχειρεί να επιβάλλει στον δημόσιο διάλογο την αναγκαιότητα μη ανάπτυξης ενός νέου διπολισμού στο πολιτικό σύστημα, σε συνδυασμό με την δημιουργία ενός νέου ενιαίου ισχυρού κεντροαριστερού φορέα, αφού τόσο το ΠΑΣΟΚ (το οποίο αποτελεί διαθέτει πλέον ένα brande name με μηδενική επιρροή, αν όχι αποκρουστικό για μεγάλα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας), όσο και η ΔΗΜΑΡ αδυνατούν, για διαφορετικούς λόγους το κάθε κόμμα, να διαδραματίσουν, αυτόνομα το κάθε ένα, τον ρόλο του ηγεμονικού Κεντροαριστερού φορέα, σε ένα ωστόσο πολιτικό περιβάλλον που θα είναι αναγκαίος ο ρόλος του ως "μπαλαντέρ" σε κυβερνήσεις συνεργασίας.
Η υπερεθνική ελίτ, τα ευρωπαϊκά διευθυντήρια και τα ντόπια δομημένα συμφέροντα «παίζουν το χαρτί» των κυβερνήσεων συνεργασίας εδώ και μερικά χρόνια και μάλιστα πριν προσφύγει η Ελλάδα στον μηχανισμό στήριξης Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου – Ευρωπαϊκής Ένωσης – Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Οι κυβερνήσεις συνεργασίας, οι οποίες προκύπτουν εξαιτίας του κατακερματισμού του πολιτικού συστήματος, χειραγωγούνται εύκολα και μετατρέπονται γρήγορα σε πεδία άσκησης ετερογενών και αντικρουόμενων συμφερόντων, ειδικά σε μία χώρα που η κουλτούρα της "συναίνεσης" ή των "κυβερνητικών συνασπισμών" δεν βρίσκει πρόσφορο έδαφος και λαϊκή απήχηση, αλλά και που ετεροπροσδιορίζει τελικά τη λειτουργία των κυβερνητικών σχηματισμών, όπως φάνηκε και πρόσφατα με αφορμή την κυβερνητική κρίση που προκάλεσε το πραξικοπηματικό κλείσιμο της ΕΡΤ.
Το κατεστημένο λοιπόν, τα εγχώρια δομημένα συμφέροντα, η τραπεζοκρατία, η μιντιοκρατία και φυσικά τα υπερεθνικά κέντρα πολιτικής και οικονομικής εξουσίας, τα διευθυντήρια των Βρυξελλών, του Βερολίνου και της Φρανκφούρτης, δεν επιθυμούν την ανάπτυξη και παγίωση νέου διπολισμού στο πολιτικό σύστημα, διότι γνωρίζουν ότι ιδιαίτερα στην παρούσα συγκυρία ο διπολισμός ευνοεί στον συσχετισμό δυνάμεων την Αριστερά και τον ΣΥΡΙΖΑ, μέσω του οποίου το "πολιτικό Κέντρο" είναι δυνατόν να εκφραστεί, χωρίς όμως, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης να απωλέσει σε καμία των περιπτώσεων τον ριζοπαστισμό του. Κυρίως γνωρίζουν, ότι μία αυτοδύναμη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είναι αδύνατον να ελεγχθεί τόσο από πολιτικά και οικονομικά κέντρα του εξωτερικού, όσο και από την ντόπια διαπλοκή.
Ο κατακερματισμός του πολιτικού συστήματος, βέβαια, προϋποθέτει και την ύπαρξη «σταθεροποιητικών» πολιτικών παραγόντων. Για το κατεστημένο ένας από τους "σταθεροποιητικούς παράγοντες" είναι η ανασυγκροτημένη ενιαία Κεντροαριστερά. Το είπε ξεκάθαρα ο Φώτης Κουβέλης στην πρόσφατη δήλωσή του, ότι "η συσπείρωση των δυνάμεων του δημοκρατικού σοσιαλισμού, της σοσιαλδημοκρατίας, της πολιτικής οικολογίας, των νέων κοινωνικών κινημάτων … Αυτός, ο τρίτος πόλος… θα αξιοποιήσει την εκλογική δύναμη που θα αποκτήσει για να λειτουργήσει ως σταθεροποιητικός παράγοντας για την κυβερνησιμότητα της χώρας, ανατρέποντας τις διλημματικές επιλογές του νέου διπολισμού".
Που ποντάρει ο Φώτης Κουβέλης και άλλα πρόσωπα που κινούνται στον ευρύτερο χώρο της Κεντροαριστεράς; Ο διαφαινόμενος εκλογικός καταποντισμός, αλλά και η σαφής Δεξιά φυσιογνωμία του ΠΑΣΟΚ, δημιουργεί προϋποθέσεις εκλογικής συνεργασίας του κόμματος Βενιζέλου με τη Νέα Δημοκρατίας. Σύμφωνα με μία κυρίαρχη άποψη, τόσο η Νέα Δημοκρατία, όσο και το ΠΑΣΟΚ θα είναι αδύνατον να συμμετάσχουν στις επόμενες βουλευτικές εκλογές ως ανεξάρτητα σχήματα, ως δύο διαφορετικά πολιτικά κόμματα.
Οι βασικοί λόγοι είναι δύο:
• Οι δανειστές και το Βερολίνο, αλλά και η ντόπια διαπλοκή, θα ασκήσουν αφόρητες πιέσεις στις ηγεσίες τους ώστε να συμπτυχθούν σε ένα δήθεν «Ευρωπαϊκό Μεταρρυθμιστικό Κόμμα», ώστε οι πολιτικές δυνάμεις του μνημονίου να μην κατέλθουν στην εκλογική διαδικασία διασπασμένες, με τον κίνδυνο η Νέα Δημοκρατία να είναι ακόμη και τρίτο κόμμα και το ΠΑΣΟΚ εκτός βουλής.
• Θα είναι αδύνατον δύο κόμματα, όπως η Νέα Δημοκρατία του Αντώνη Σαμαρά και το ΠΑΣΟΚ του Ευάγγελου Βενιζέλου, τα οποία αποτελούν «κόκκινα πανιά» για την ελληνική κοινωνία να αναπτύξουν προεκλογικά πειστικό λόγο διεκδικώντας την ψήφο του ελληνικού λαού ως αυτόνομοι πολιτικοί φορείς. Ακόμη και τα επαπομείναντα ακροατήρια των δύο αυτών κραταιών, την περίοδο της μεταπολίτευσης, κομματικών μηχανισμών και πολιτικών οργανισμών, έχουν γαλουχηθεί μέσα από την «αντι-ΠΑΣΟΚ» και «αντι – ΝΔ» ρητορική. Γνωρίζουν πολύ καλά τα επιτελεία των δύο αυτών κομμάτων ότι είναι αδύνατον να υπερασπιστούν την πολιτική τους ως ξεχωριστοί πολιτικοί φορείς, εξαντλώντας την προεκλογική επιχειρηματολογία τους σε μία «αντι – ΣΥΡΙΖΑ» ρητορική, η οποία έτσι κι αλλιώς συσπειρώνει περισσότερα τμήματα του ελληνικού λαού στους κόλπους της Αριστεράς. Και το βασικότερο: Αντιλαμβάνονται ότι δεν είναι δυνατόν να διεκδικήσουν την ψήφο του ελληνικού λαού παρουσιάζοντας ως διαφορετικοί και ανεξάρτητοι πολιτικοί φορείς, με διαφορετικό ωστόσο ιστορικοπολιτικό background, το ίδιο κυβερνητικό πρόγραμμα, ένα καταστροφικό πρόγραμμα.
Το κατεστημένο λοιπόν επιδιώκει να κατέλθουν δύο κόμματα: Ένα Κεντροαριστερό χωρίς τη συμμετοχή του ΠΑΣΟΚ, και ένα "Ευρωπαϊκό" με τη συμμετοχή ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, τα οποία θα αποτελέσουν τα δύο ισχυρά χαρτιά της υποτιθέμενης νέας μνημονιακής συγκυβέρνησης.
Έτσι ο Ευάγγελος Βενιζέλος και οι συν αυτώ σχεδιάζουν την "ανασυγκρότηση" της "Κεντροαριστεράς" με όχημα το ΠΑΣΟΚ και με αφετηρία τις εκδηλώσεις για την 3η του Σεπτέμβρη, ενώ ο Φώτης Κουβέλης εισηγείται την "συστράτευση των προοδευτικών δυνάμεων, εκτός δικομματικής κυβέρνησης". Όσο συντηρείται αυτό το κλίμα, τα δομημένα συμφέροντα θα πιέζουν περισσότερο για "ενιαία Κεντροαριστερά" με τελικό στόχο την αποδυνάμωση του ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο, όλες οι ενδείξεις συγκλίνουν στο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αναπτύσσει τόσο μεγάλο ρεύμα στην ελληνική κοινωνία, ένα πλατύ κοινωνικό ρεύμα, που μετασχηματίζεται σε ισχυρό πολιτικό ρεύμα, διεκδικώντας στις επόμενες εκλογές, όποτε και αν γίνουν αυτές την αυτοδυναμία.