Τετάρτη 16 Αυγούστου 2017

Η Σφαγή των Ελληνων του Κομμένου Άρτας από τους ΝΑΖΙ 16 Αυγούστου 1943


imageΗ Σφαγή του Κομμένου
Το ολοκαύτωμα του Κομμένου
16 Αυγούστου 1943
Στις 24 Απριλίου 1941 η στρατιωτική ηγεσία της Ελλάδας υπέγραψε την παράδοση της χώρας στο ναζιστικό καθεστώς της Γερμανίας και το φασιστικό της Ιταλίας. Στις 30 Απριλίου γερμανικά άρματα μάχης μπαίνουν στην Αθήνα. Η Ελλάδα βρίσκεται υπό την κατοχή των Γερμανών, των Ιταλών και των συμμάχων τους Βουλγάρων, που διεκδικούν να συμπεριλάβουν στα εδάφη τους την Κεντρική και Ανατολική Μακεδονία, μαζί με τη Θεσσαλονίκη.
Ο Ελληνικός λαός, αφού απέκρουσε την Ιταλική επίθεση, που εκδηλώθηκε από την Αλβανία στις 28 Οκτωβρίου 1940 και κράτησε μέχρι το Μάρτη του 1941, και τη Γερμανική, που εκδηλώθηκε στις 6 Απριλίου από τη Βουλγαρία, βρέθηκε
κουρασμένος και εξαντλημένος μέσα σε μια βάρβαρη κατοχή, που τον λήστευε και τον αφάνιζε χωρίς έλεος. Αμέσως μόλις ξεπέρασε τον πρώτο αιφνιδιασμό και τους αρχικούς του δισταγμούς, εγκαταλειμμένος από το βασιλιά Γεώργιο και την πολιτική, που βρήκαν καταφύγιο στο υπό τον έλεγχο της Μεγάλης Βρετανίας Κάιρο, αναζήτησε αποτελεσματικούς τρόπους αντίστασης στην τριπλή κατοχή.
Το Σεπτέμβρη κιόλας του 1941 ιδρύονται οι πρώτες αντιστασιακές οργανώσεις, ο Ενιαίος Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος (Ε.Δ.Ε.Σ.), η Εθνική και Κοινωνική Αλληλεγγύη (Ε.Κ.Κ.Α.) και το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (Ε.Α.Μ.), με κοινό σκοπό την απελευθέρωση της χώρας και την εξασφάλιση για το μέλλον της των δημοκρατικών θεσμών που θα εγγυούνταν τις ατομικές ελευθερίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Από το Φλεβάρη του 1942 δημιουργούνται και τα ένοπλα τμήματα των αντιστασιακών οργανώσεων, από τα οποία σημαντικότερη δράση ανέπτυξε ο Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός (Ε.Λ.Α.Σ.) που τον καθοδηγούσε το Ε.Α.Μ. και οι Εθνικές Ομάδες Ελλήνων Ανταρτών (Ε.Ο.Ε.Α.), που τις καθοδηγούσε ο Ε.Δ.Ε.Σ.
Έτσι, τόσο το 1942 όσο, πολύ περισσότερο, το 1943 εντείνεται ο απελευθερωτικός και ο αντιστασιακός αγώνας με σαμποτάζ, με συγκρούσεις μεταξύ ανταρτών και κατακτητών, με εκτελέσεις Γερμανών στρατιωτών και αξιωματικών, με δημιουργία ελεύθερων ζωνών τόσο στην πρωτεύουσα όσο και στις ορεινές, κατεξοχήν, περιοχές, με προκηρύξεις, με απεργίες, με ίδρυση οργανώσεων νέων, με ραδιοφωνικά μηνύματα, με την τέχνη. Το Γερμανικό μέτωπο αρχίζει να καταρρέει.
Μπροστά στη νέα αυτή κατάσταση οι Γερμανοί θέτουν σε εφαρμογή, ανάμεσα στ’ άλλα, και τη χιτλερική αρχή της «αλληλέγγυας ευθύνης», εκτελώντας για κάθε σκοτωμένο συμπατριώτη τους εκατό άμαχους. Παράλληλα, επειδή αδυνατούν να συγκρουστούν με τους αντάρτες και να τους εξοντώσουν, στρέφονται εναντίον πόλεων και χωριών και διαπράττουν φρικιαστικά εγκλήματα, μετατρέποντάς τα σε ολοκαυτώματα, με στόχο να κάμψουν το αγωνιστικό και αντιστασιακό φρόνημα των Ελλήνων. Σκοπός τους ήταν να διαλύσουν τις αντιστασιακές οργανώσεις και με τα αντίποινα για τις απώλειές τους να σπείρουν τον τρόμο στις πόλεις και τα χωριά, έτσι ώστε να σβήσει κάθε εστία αντίστασης.
Το Κομμένο ήταν ένα μικρό χωριό στην άκρη του Αμβρακικού, στις εκβολές του ποταμού Αράχθου. Πεδινό έδαφος, πνιγμένο στα νερά, τα έλη και την πυκνή βλάστηση, δεν ανέπτυξε κάποια αξιόλογη αντιστασιακή δράση, συμμετείχε απλά στον αγώνα εξασφαλίζοντας τρόφιμα για τα ένοπλα τμήματα των ανταρτών, που η έδρα τους βρισκόταν στις ορεινές περιοχές. Αν και λειτουργούσαν οι υπεύθυνοι και των δύο μεγαλύτερων οργανώσεων, του Ε.Δ.Ε.Σ. και του Ε.Α.Μ., ωστόσο, μεγαλύτερη επιρροή και ουσιαστικότερο έλεγχο ασκούσε, όπως και σε όλα τα χωριά της πεδινής περιοχής, ο Ε.Δ.Ε.Σ. Τον Αύγουστο, ωστόσο, του 1943 σημειώνεται μια περίεργη κινητικότητα, καθώς ένα τμήμα του Ε.Λ.Α.Σ. έρχεται στο Κομμένο και ζητά απ’ τις αρχές να μεριμνήσουν για την τροφοδοσία του με μεγάλες ποσότητες αγαθών.
Οι αρχές αρνήθηκαν να ικανοποιήσουν το αίτημά του, υποστηρίζοντας ότι οι κάτοικοι δε διαθέτουν τόσο μεγάλες ποσότητες αγαθών, καθώς παράλληλα τροφοδοτούσαν και τις δυνάμεις του Ε.Δ.Ε.Σ. Μπροστά στην επιμονή των ανταρτών του Ε.Λ.Α.Σ., οι υπεύθυνοι του Ε.Δ.Ε.Σ. ζήτησαν υποστήριξη και ενίσχυση από τις δικές τους δυνάμεις, οι οποίες δεν καθυστέρησαν να εμφανιστούν στο χωριό και να απαιτούν από τους άλλους να αποχωρήσουν χωρίς τα τρόφιμα που είχαν παραγγείλει. Οι συζητήσεις και οι διενέξεις δεν έφερναν αποτέλεσμα, ενώ οι μέρες περνούσαν και τα πράγματα γίνονταν επικίνδυνα για το Κομμένο.
Στις 12 Αυγούστου, λίγο πριν το μεσημέρι, ένα γερμανικό αυτοκίνητο έφτασε στο Κομμένο, για να ερευνήσει αν πράγματι στο Κομμένο δρούσαν ομάδες ανταρτών, όπως έλεγαν οι πληροφορίες που είχαν συλλέξει. Φαίνεται όμως πως οι γερμανικές αρχές γνώριζαν πως στην περιοχή του Κομμένου λάβαινε χώρα ένα ιδιότυπο είδος εμπορίου ή λαθρεμπορίου. Έμποροι από τη Λευκάδα μετέφεραν με τις βάρκες τους λάδι, πατάτες, σταφύλια κλπ. και τα προωθούσαν στους πληθυσμούς των χωριών που γειτόνευαν με τον ποταμό Άραχθο, στις όχθες του οποίου αγκυροβολούσαν και διανυκτέρευαν. Ένα μέρος από τα προϊόντα τους κατέληγε στους αντάρτες, είτε με αμοιβή είτε με εξαναγκασμό.
Ακριβώς τη μέρα και την ώρα εκείνη στην πλατεία του χωριού αντάρτες του Ε.Δ.Ε.Σ. και του Ε.Λ.Α.Σ. είχαν στήσει τα όπλα τους και κάθονταν κάτω απ’ τα δέντρα. Όταν οι Γερμανοί αξιωματικοί βρέθηκαν μπροστά στην εικόνα αυτή, έκαναν αμέσως στροφή και έφυγαν από το χωριό, με τη βεβαιότητα πως οι πληροφορίες τους ήταν βάσιμες και αναμφίβολες. Κάποιες γυναίκες, μάλιστα, έσπευσαν από φόβο να μαζέψουν και να κρύψουν τα όπλα, αλλά φαίνεται πως η κίνησή τους αυτή έγινε αντιληπτή από τους Γερμανούς. Κάποιος απ’ τους σκοπούς ετοιμάστηκε να πυροβολήσει εναντίον τους, αλλά εμποδίστηκε από κάποιον ανώτερό του, ενδεχομένως για να μην εκληφθεί η ενέργεια αυτή από τους γερμανούς ως εχθρική πράξη ή για να αποφευχθούν τυχόν αντίποινα σε βάρος του χωριού.
Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει για τους κατοίκους του Κομμένου ο τρομερός εφιάλτης. Έντρομοι οι κάτοικοι κουβάλησαν τ’ αγαθά τους και τα ‘κρυψαν στα χωράφια τους, στα οποία διανυκτέρευαν και οι ίδιοι, ενώ ο πρόεδρος της κοινότητας Λάμπρος Ζορμπάς ζήτησε την άλλη κιόλας από τις Ιταλικές και τις συνεργαζόμενες με τους κατακτητές αρχές της πόλης Άρτας να πληροφορηθεί σχετικά με την τύχη του χωριού. Οι αρχές τον διαβεβαίωσαν πως το χωριό του δεν είχε να φοβηθεί τίποτε, γιατί οι αντάρτες δεν ήταν κάτοικοι του Κομμένου. Στις 15 Αυγούστου, ημέρα της Κοίμησης της Παναγίας Θεοτόκου, γιόρταζαν το πανηγύρι τους.
Τα χαράματα, ωστόσο, της 16 Αυγούστου εκατό άντρες, κατά τον Άγγλο ιστορικό Mark Mazower, 400 κατά τον Κομμενιώτη γυμνασιάρχη Στέφανο Παππά, του 12 λόχου του 98 Γερμανικού Συντάγματος, το οποίο έδρευε στην περιοχή της Φιλιππιάδας, μια μικρή κωμόπολη 10 περίπου χιλιόμετρα Βόρεια της Άρτας, σταθμεύουν έξω από το Κομμένο. Αποστολή του 12 λόχου ήταν η εξόντωση των ανταρτών που δρούσαν στην περιοχή και η εξαφάνιση του χωριού που τους υποστήριζε και τους προμήθευε με τρόφιμα και άλλα απαραίτητα για την αντίστασή τους εναντίον των Γερμανών. Διοικητής του 98 Συντάγματος ήταν ο συνταγματάρχης Γιόζεφ Ζάλμινγκερ, που παινευόταν πως μετέτρεψε το 98 σε σύνταγμα για τον Χίτλερ. Αυτός την προηγούμενη μέρα συγκέντρωσε τους γερμανούς στρατιώτες για να τους ανακοινώσει πως Γερμανοί στρατιώτες σκοτώθηκαν στο Κομμένο και όφειλαν, γι’ αυτό, να δράσουν αμέσως για σκληρά μέτρα εναντίον των ανταρτών και ξεκλήρισμα του χωριού που είχαν το λημέρι τους.
Διοικητής του 12 λόχου ήταν ο υπολοχαγός Ρέζερ, πρώην στέλεχος της νεολαίας του Χίτλερ. Οι στρατιώτες ήταν στο σύνολό τους κληρωτοί.
Με την ανατολή του ήλιου, αφού πρώτα πήραν το πρωινό τους και κύκλωσαν το χωριό, οι μονάδες εφόδου έλαβαν με δύο φωτοβολίδες το σύνθημα και άρχισαν να βάλλουν με όπλα, με πολυβόλα, χειροβομβίδες και όλμους. Δεν άφηναν τίποτε όρθιο. Έκαιγαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους και σκότωναν με μιαν απερίγραπτη αγριότητα άντρες, γέροντες, γυναίκες και παιδιά. Ακόμη και μωρά. Ολόκληρες οικογένειες κάηκαν ζωντανές μέσα στα σπίτια τους, πριν ακόμη ξυπνήσουν και καταλάβουν τι γίνεται γύρω τους. Άλλοι έτρεχαν στους δρόμους να σωθούν και έπεφταν από τις σφαίρες που θέριζαν το χωριό. Ανθρώπινα σώματα κόπηκαν στα δυο ή διαλύθηκαν και δε βρέθηκαν ποτέ. Φαίνεται πως η διαταγή ήταν σαφής: να μη μείνει τίποτε ζωντανό σ’ ένα χωριό που αποτελούσε φωλιά των ανταρτών.
Έξι ώρες κράτησε η σφαγή. Δρόμοι, αυλές, καμένα σπίτια, κήποι, χαντάκια, η πλατεία, ολόκληρο το χωριό γέμισε πτώματα, που μερικά έμεναν άθαφτα για αρκετές μέρες, αφού δεν απέμεινε κανείς ζωντανός απ’ τους συγγενείς για να τους θάψει. Πρόχειρα και στον τόπο ακριβώς της σφαγής άνοιξαν λάκκους κι έριξαν τους νεκρούς μέσα, για να μην τους φάνε τα σκυλιά και τα όρνια και να μην πέσουν αρρώστιες αγιάτρευτες στο χωριό. Όσοι σώθηκαν έπρεπε ν’ αντέξουν και ν’ αφήσουν γι’ αργότερα τα δάκρυα και τον πόνο.
Στο σπίτι του Θόδωρου Μάλλιου γινόταν ο γάμος τη κόρης του Αλεξάνδρας με το Θεοχάρη Καρίνο από τον Παχυκάλαμο, χωριό κοντά στο Κομμένο. Χάθηκαν όλοι. Τους έκαψαν και τους σκότωσαν. Τριάντα με τριάντα πέντε άτομα. Από τα 12 μέλη της οικογένειας του οικοδεσπότη Θόδωρου Μάλλιου σώθηκαν εκείνο το πρωινό μόνο δύο, ο Αλέξανδρος και η Μαρία, που είχαν φύγει μόλις πριν λίγα λεπτά για να φροντίσουν στο χωράφι τα ζώα. Οι ναζί δε σεβάστηκαν και δε λογάριασαν τίποτε και κανέναν. Σκότωσαν και τη νύφη την Αλεξάνδρα και το γαμπρό το Θεοχάρη.
Όσοι πρόλαβαν και πετάχτηκαν έξω απ’ τα σπίτια τους, έτρεχαν να σωθούν στα χωράφια ή να κρυφτούν χωμένοι στα βαθιά χαντάκια. Μόνη σωτηρία απέμεινε για πολλούς το ποτάμι. Πλήθος κόσμου έτρεχε κατά εκεί. Άλλοι ρίχνονταν στα νερά του για να περάσουν απέναντι και να σωθούν. Άλλοι κρέμονταν απ’ τις βάρκες και τρέμοντας πάλευαν να γλιτώσουν απ’ τον εφιάλτη. Κι εκεί πνίγηκαν σχεδόν όλοι όσοι μπήκαν στη βάρκα του Σπύρου Βλαχοπάνου, σχεδόν είκοσι άτομα. Κι ο θρήνος κι οι κραυγές του πνιγμού έσμιγαν με τη βουή της φωτιάς και των όπλων που αφάνιζαν το Κομμένο.
Η ειρωνεία της Ιστορίας είναι πως οι γερμανικές υπηρεσίες, στα επίσημα έγγραφά τους, έκαναν λόγο για ληστές και αντάρτες στο Κομμένο και προετοίμασαν τους στρατιώτες για μια μεγάλη αναμέτρηση με τις δυνάμεις των αντιστασιακών οργανώσεων. Και το τραγικό πως εδώ μέσα δε βρήκαν την παραμικρή αντίσταση, δεν ακούστηκε ούτε ένας πυροβολισμός εναντίον τους, παρά μόνο ακούγονταν τα βογκητά, οι λυγμοί και οι θρήνοι των έντρομων άμαχων κατοίκων του χωριού από τους δικούς τους μονάχα πυροβολισμούς και το δικό τους θανατικό.
Μέσα σ’ ένα πρωί το Κομμένο μέτρησε 317 θύματα μιας θηριωδίας και μιας βαρβαρότητας που δεν την αντέχει ακόμη και να την ακούει κανείς. Εξοντώθηκαν 20 οικογένειες, εκτελέστηκαν 97 νήπια και παιδιά ηλικίας έως 15 ετών, θανατώθηκαν 119 γυναίκες.
Το Κομμένο το εκτέλεσαν εν ψυχρώ οι ναζί και το παρέδωσαν στις φλόγες χωρίς έλεος. Η τραγική σελίδα του Κομμένου μένει ζωντανή και καίει άσβηστη φλόγα στη μνήμη των 100 περίπου κατοίκων του που έζησαν τη φρίκη και βρίσκονται ακόμη στη ζωή. Το Κομμένο είναι μια διαρκής καταγγελία της βίας και της βαρβαρότητας. Είναι ένας ασίγαστος πόνος και μια διαμαρτυρία εναντίον κάθε μορφής ρατσισμού.
Απ’ τα χείλη και την ψυχή των λίγων πλέον επιζώντων βγαίνει αβίαστα ένα σύνθημα: «όχι άλλη βία κι όχι άλλη αγριότητα στον πλανήτη».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου