Πέμπτη 31 Αυγούστου 2017

Για την Ιστορία του Ηρόδοτου


Προλεγόμενα στην Ιστορία του Ηρόδοτου
Γράφει ο Άγγελος Βλάχος*
Τα πρώτα μεγάλα ελληνικά ποιήματα (Ιλιάδα – Οδύσσεια) κατάγονται από την Ιωνία και ο συγγραφεύς του πρώτου μεγάλου έργου σε πεζό λόγο της αρχαίας ελληνικής φιλολογίας κατάγεται κι αυτός από τ’ ανατολικά παράλια του Αιγαίου, όπου ήταν εγκατεστημένος, πυκνός, εύρωστος και ακμαίος ελληνισμός, ατίθασος υποτακτικός πότε των Λυδών, πότε των Περσών, αλλόφυλο στοιχείο αναταραχής στην αχανή περσική αυτοκρατορία. Ο ελληνισμός αυτός θα προκαλέσει προστριβές και συγκρούσεις με τους βαρβάρους, οι οποίες θα οδηγήσουν στην
μεγάλη αναμέτρηση των μηδικών πολέμων, κεντρικό θέμα του έργου του Ηροδότου του Αλικαρνασσέως.
Από τα σχολικά θρανία μαθαίνομε ότι ο Ηρόδοτος είναι ο πατήρ της Ιστορίας. Ο χαρακτηρισμός τού δόθηκε για πρώτη φορά από τον Κικέρωνα, τον 1ον αιώνα π.Χ., και επιζεί, φυσικά, έως σήμερα, αν και η αντίληψη για την Ιστορία, την μέθοδο της μελέτης της και την συγγραφή της (οι διαστάσεις, δηλαδή, της ιστορικής συνείδησης) έχει αλλάξει τόσο πολύ, ώστε ο απλοϊκός και χαριτωμένος πατέρας της θα έμενε κατάπληκτος με την εξέλιξή της. Όταν διαβάζομε την δική του Ιστορία, μας συναρπάζουν οι δραματικές μεταπτώσεις, μας γοητεύουν η χάρη της διήγησης και η ομορφιά του ύφους, αλλ’ αντιλαμβανόμαστε ότι της λείπει το βάθος. Αυτό όμως δεν μπορεί να του καταλογιστεί, γιατί όπως κάθε εποχή έχει την τέχνη της, την ηθική της, τους κοινωνικούς θεσμούς της, έτσι έχει και τον δικό της τρόπο ν’ αντικρίζει και να εξετάζει την Ιστορία. Ο Ηρόδοτος είναι πραγματικά ο πρώτος ο οποίος δεν είναι απλός χρονογράφος που περιορίζεται μόνο να παραθέτει και να περιγράφει τα γεγονότα, αλλά τα αντικρίζει με ιστορική αίσθηση, με έννοια ότι αναζητεί –επιφανειακά ίσως- την αιτιότητά τους και επιχειρεί, εδώ κι εκεί, να εξάγει συμπεράσματα. Ο Ηρόδοτος συνθέτει μια τοιχογραφία όπου τα πρόσωπα κινούνται με συμβατικότητα παραμυθιού, και όπου τα γεγονότα παρελαύνουν χωρίς να προσπαθεί ο αφηγητής να δείξει ότι συμπλέκονται και επηρεάζουν το ένα το άλλο για ν’ αποτελέσουν τον ενιαίο πλοχμό της Ιστορίας.
Αλλά για τον Ηρόδοτο τι είναι συγγραφή Ιστορίας; Ασφαλώς δεν την αντιλαμβάνεται όπως εμείς, δηλαδή ως μια προσπάθεια ν’ αναλύσομε  -για να οδηγηθούμε σε συμπεράσματα- τα αίτια (οικονομικά, πολιτικά, κοινωνικά, οργανωτικά) που οδήγησαν σε ορισμένες καταστάσεις, εξελίξεις, και τα στοιχεία (θρησκεία, ήθη και έθιμα, καταγωγή, γλώσσα, κλίμα) που διαμόρφωσαν τους χαρακτήρες των πρωταγωνιστών. Αυτά είναι εντελώς ξένα προς την ιστορική σκέψη του Ηροδότου, που δεν αντιμετωπίζει την ροη των γεγονότων όπως ο Θουκυδίδης, ο οποίος προσπαθεί να καθορίσει τους κανόνες που διέπουν την εξέλιξη των γεγονότων και ν’ ανιχνεύσει τις επιδράσεις που αλλοιώνουν την ανθρώπινη διαγωγή. Ο Ηρόδοτος διαθέτει μια ποιητική ιδιοσυγκρασία που συνδυάζεται με ερευνητική διάθεση. Εκείνο που τον ενδιαφέρει και τον γοητεύει είναι τα «μεγάλα και θωμαστά» έργα των ανθρώπων, τα οποία περιγράφει για να μη μείνουν αδόξαστα, «άκλεα». Από την εισαγωγή του έργου φανερώνεται πώς θα δουλέψει ο ιστορικός, αλλά και πώς αντιλαμβάνεται την Ιστορία: «Ο Ηρόδοτος ο Αλικαρνασσεύς ιστορεί την έρευνά του αυτήν για να μη λησμονηθούν, με την πάροδο του καιρού, τα έργα των ανθρώπων και για να μη μείνουν αμνημόνευτα τα μεγάλα και θαυμαστά κατορθώματα των Ελλήνων και των βαρβάρων. Ιστορεί, κυρίως, τα αίτια για τα οποία πολέμησαν μεταξύ τους».
Πρωταρχικός σκοπός είναι να μη σβήσουν από την ανθρώπινη μνήμη τα σπουδαία κατορθώματα των προγόνων και ακολούθως να καταδειχθεί ότι ο πόλεμος μεταξύ Ελλήνων και βαρβάρων ήταν σύγκρουση μεταξύ δύο κόσμων. Το πρώτο είναι έργο ποιητή, το δεύτερο ιστορικού. Τα δύο αυτά στοιχεία θα καθοδηγήσουν σ’ όλο του το έργο το βάδισμα του Ηροδότου, που είναι, πότε χαριτωμένος ποιητικός αφηγητής, ποτέ ιστορικός. Ο πρώτος παραθέτει πλήθος επεισόδια, ανέκδοτα και παραμύθια, που δεν έχουν παρά μακρινή σχέση με το κύριο θέμα. Ο δεύτερος, εισάγει, για πρώτη φορά στην ιστορική αφήγηση, συγκεκριμένα στοιχεία για την πολιτική που ακολουθούν οι αντίπαλοι, για την πολεμική τους δύναμη και για τις μεταξύ τους συγκρούσεις, στοιχεία που μπορεί ο αναγνώστης να μελετήσει σαν πραγματικά δεδομένα και όχι σαν φανταστικές ομηρικές περιγραφές. Με τον Ηρόδοτο περνούμε από το έπος στην κάπως συστηματική εξιστόρηση. Σαν χρυσαλλίδα η συγγραφή της Ιστορίας απελευθερώνεται από το χρυσό κουκούλι του μύθου και αρχίζει να μεταμορφώνεται από τότε κι ύστερα σε πραγματική μεθοδική έρευνα.
Πολλά από τα όσα αναφέρει ο Ηρόδοτος φανερώνουν ότι τα δέχτηκε χωρίς να εξετάσει, και με κάποια ευπιστία, αλλά το γεγονός και μόνο ότι τα στοιχεία αυτά προσφέρονται στην κριτική ανάλυση δείχνει: α. ότι με τον Ηρόδοτο η Ιστορία αρχίζει να απαλλάσσεται από το μυθικό στοιχείο, β. ότι ο τρόπος που θα γράφεται η Ιστορία, από τον Ηρόδοτο κι ύστερα, θα γίνει μεθοδικός και επιστημονικός. Απόδειξη, ότι ο αμέσως επόμενος ιστορικός (ας τολμήσομε να πούμε ο διάδοχός του Θουκυδίδης) προχωρεί πολύ πιο πέρα στον δρόμο που χάραξε δισταχτικά ο πρωτοπόρος Ηρόδοτος.
Και σε κάτι άλλο, σπουδαιότατο, είναι πρωτοπόρος ο Ηρόδοτος. Είναι ο πρώτος σημαντικός ταξιδιώτης που επισκέφθηκε ολόκληρο σχεδόν τον τότε γνωστό κόσμο. Σήμερα φτάνει κανείς στην Περσία σε μερικές ώρες. Τότε, μια πρεσβεία ξεκινούσε από την Αθήνα για να φτάσει -ταξιδεύοντας με όλες τις ευκολίες των επισήμων- τρεις μήνες αργότερα στα Σούσα. Ο Ηρόδοτος ταξιδεύει στις παραθαλάσσιες πόλεις της Κονίας, πηγαίνει στις Σάρδεις και στο υψίπεδο της Ανατολής, στην μισοκατεστραμμένη Βαβυλώνα, στην Ασσυρία και την Περσία. Πηγαίνει στην Αίγυπτο και αναπλέει τον Νείλο έως την Ελεφάντινη νήσο – χίλια χιλιόμετρα από τις εκβολές του ποταμού. Ταξιδεύει και στα βορινά. Πηγαίνει στην Κολχίδα, περιγράφει τα χιόνια της Ουκρανίας. Ταξιδεύει πολύ στο εσωτερικό της Ελλάδας, στην Μεγάλη Ελλάδα και την Σικελία. Όταν ιδρύεται η αποικία Θούριοι, στην Νότιο Ιταλία, πηγαίνει στην νέα πολιτεία και ζει εκεί είκοσι χρόνια. Γιατί ταξιδεύει τόσο πολύ; Εθελούσια περιπλανητική εξορία για να μη γυρίσει στην Αλικαρνασσό όπου τυραννούσε ο ξένος Λύγδαμις; Δίψα μάθησης του ιστορικού-γεωγράφου; Ένα, πάντως, είναι βέβαιο. Θα χρειάστηκε πολλά χρόνια για να διασχίσει από βορρά σε νότο και από ανατολή σε δύση τον γνωστό τότε κόσμο, καλύπτοντας κοντά 8.000 χιλιόμετρα.
Η λέξη «ιστορία» την εποχή του Ηροδότου σήμαινε έρευνα και ο Ηρόδοτος θεωρεί χρέος του να μεταδώσει στους αναγνώστες του, με την ευχάριστη αφηγηματικότητά του, όλα τα γεγονότα, όλα τα αξιοπερίεργα (φυσικά φαινόμενα ή έθιμα) που είδε και παρατήρησε με την ακόρεστη περιέργειά του. Δεν τον ενδιαφέρει ο ρυθμός της διήγησης, όσο η περιγραφή των όσων είδε, άκουσε και διαπίστωσε. Το έργο του είναι ένα είδος ιστορικής και γεωγραφικής εγκυκλοπαίδειας που, με κεντρικό θέμα τους μηδικούς πολέμους, επεκτείνεται σ’ όλες τις ιστορικές και γεωγραφικές γνώσεις της εποχής. Γι’ αυτό και ο σύγχρονος αναγνώστης ξενίζεται με τον αργό ρυθμό της διήγησης, που διακόπτεται από τεράστιες παρενθέσεις (λ.χ. περιγραφή της Αίγυπτου), τις οποίες ο ίδιος ο συγγραφέας ονομάζει «λόγους» – θα μπορούσε να μεταφραστεί η λέξη με τον όρο «δοκίμιο». Η εγκυκλοπαίδεια αυτή περιγράφει πού και πώς ζουν οι διάφοροι λαοί και ποια η ιστορία τους. Για πρώτη φορά διευρύνεται, για τους Έλληνες, το πεδίο των γνώσεων τους. Περιγράφει και την εξέλιξη των γεγονότων τα οποία προκαλούν οι άνθρωποι με τις πράξεις τους. Άνθρωποι που κινούνται από τα πάθη τους, την αρχομανία, την φιλοχρηματία, την εκδίκηση, την απληστία. Άνθρωποι που δεν έχουν σταθερά σχέδια, αλλά παρασύρονται από τα αισθήματα τους. Έτσι τους βλέπει ο Ηρόδοτος, και δεν μπορεί κανείς να τον κατηγορήσει επειδή δεν αναζητεί τα βαθύτερα κίνητρα ή τα πραγματικά αίτια των γεγονότων. Τι βλέπει γύρω του ο Ηρόδοτος; Τους βαρβάρους, δηλαδή διάφορες φυλές που σχεδόν δεν έχουν συνείδηση κοινωνικής ενότητας, δεν έχουν κοινά συμφέροντα, δεν έχουν κοινό παρά τον ζυγό του Μεγάλου Βασιλέα. Βλέπει τον ελληνικό κόσμο στις δύο ακτές του Αιγαίου, κόσμο που αποτελείται από εκατοντάδες «πόλεις». Έχουν την ίδια περίπου γλώσσα, έχουν συνείδηση ότι αποτελούν κάποια ξεχωριστή οντότητα, αλλά, παρά τα σπουδαία κατορθώματά τους, μισούνται μεταξύ τους και σχηματίζουν πρόσκαιρες και εναλλασσόμενες συμμαχίες για να εξοντώσουν η μια την άλλη, φτάνοντας ως το σημείο να ζητήσουν την βοήθεια του Πέρση για να επικρατήσουν.
Ο Ηρόδοτος πιστεύει ότι τα ανθρώπινα πάθη είναι ο κύριος συντελεστής που διαμορφώνει τις εξελίξεις, αλλά πιστεύει επίσης ότι πέρα απ’ αυτά, πέρα από τις ορέξεις και τα εγχειρήματα των θνητών, πλανιέται μια άλλη βούληση, αδυσώπητη και παντοδύναμη: το θείον, που εκδηλώνεται με όνειρα, με ξαφνικά φυσικά φαινόμενα, με χρησμούς. Το θείον που έχει υποτάξει τους θνητούς στον μεγάλο ηθικό κανόνα του μέτρου και αποστρέφεται την υπερβολή, την αλαζονεία, την ύβρη. Γι’ αυτό και διαβάζοντας Ηρόδοτο, νιώθει κανείς ότι το έργο του διατρέχεται από μια ταπεινοφροσύνη και μιαν απαισιοδοξία για τον άνθρωπο, παιγνίδι στα χέρια της μοίρας, που η ζωή του είναι τόσο πικρή, ώστε ακόμη κι αν είναι βασιλιάς, αναρωτιέται, σαν τον Ξέρξη, αν υπάρχει κανείς που να μην εύχεται, συχνά, να ήταν πεθαμένος.
Από την αρχαιότητα ο Ηρόδοτος κατηγορήθηκε ότι αναφέρει φανταστικά πράγματα και ότι είναι λογοκλόπος, πως δέχτηκε, χωρίς να τα εξετάσει με προσοχή, πολλά στοιχεία και είναι μεροληπτικός, όχι μόνο για τους Έλληνες εις βάρος των Περσών, αλλά και εναντίον των Ελλήνων εκείνων που «μήδισαν». Για το τελευταίο αυτό τον κατηγόρησε μ’ ένα είδος λιβέλου ο Πλούταρχος στο δοκίμιό του Περί Ηροδότου κακοηθείας, όπου ο μεταγενέστερος ιστορικός κατηγορεί τον προγενέστερο επειδή περιγράφει με ιδιαίτερη επιμονή την προδοσία της Βοιωτίας, η οποία, με την Θήβα επικεφαλής, συμμαχεί με τους Πέρσες. Η αγανάκτηση του Πλουτάρχου (ήταν δήμαρχος της Χαιρώνειας), ο οποίος αποκαλεί τον Ηρόδοτο συκοφάντη, δεν είναι παρά μια καθυστερημένη εκδήλωση τοπικισμού.
Η κριτική που ασκήθηκε εναντίον του Ηροδότου από την αρχαιότητα έως πρόσφατα, ότι τάχα αναφέρει φανταστικά πράγματα και είναι παραμυθάς, είναι άδικη. Ο Ηρόδοτος δεν έχει καμιά διάθεση να εξαπατήσει τον αναγνώστη του, να του «περάσει» για αλήθεια τα όσα εξιστορεί. Γράφει ο ίδιος ότι θα διηγηθεί τα όσα είδε, τα όσα άκουσε και τα όσα λέει η παράδοση, αλλά κάθε φορά που αναφέρει πράγματα τα οποία του φαίνονται απίστευτα, το δηλώνει. Το περίεργο όμως είναι ότι όσο πλουτίζονται οι γνώσεις μας για τον αρχαίο κόσμο, τόσο επαληθεύονται τα όσα γράφει ο Ηρόδοτος, ακόμη κι εκείνα τα οποία ο ίδιος δεν πίστευε. Όπως, για παράδειγμα: α. οι δύο λύκοι που οδηγούν έναν Αιγύπτιο ιερέα (II, 122), οι οποίοι δεν είναι άλλο παρά δύο βοηθοί που φορούν προσωπίδες λύκων στην λιτάνευση του θεού Όσιρι, β. το γεγονός ότι οι Φοίνικες ναύτες του Φαραώ Νεκώ παραπλέοντες την Λιβύη… «τον ήλιον έσχον ες τα δεξιά», το οποίο δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά το ότι παρέπλευσαν το ακρωτήριο της Καλής Ελπίδος και βρέθηκαν στην ανατολική ακτή της Αφρικής. Αλλά και ορισμένα από τα παραμύθια (που θυμίζουν Χαλιμά), τα οποία έχει καταγράψει ο Ηρόδοτος, τα βρήκαν οι αιγυπτιολόγοι ιστορημένα με ιερογλυφικά στους τοίχους των ναών της Αιγύπτου. Δικαιώνεται και εδώ ο Ηρόδοτος, ο οποίος ίσως περιέλαβε στο έργο του τούς μύθους και τα παραμύθια που άκουγε, τόσο από επιθυμία να γοητεύσει τον αναγνώστη, όσο και από ευσυνειδησία στην προσπάθειά του να δώσει μια ολοκληρωμένη εικόνα του κόσμου τον οποίο εξερεύνησε και γνώρισε.
Το διάβασμα της Ιστορίας του Ηροδότου είναι μια αναδρομή στον αρχαίο κόσμο, ένα ταξίδι στον χρόνο, με συντροφιά έναν παρατηρητικό, έξυπνο και ευχάριστο οδηγό, που είδε πολλά, έμαθε πολλά και ξέρει να συγκρατεί την προσοχή μας, γοητεύοντάς μας σε κάθε βήμα, καθώς περιδιαβάζομε μαζί του.
Το έργο
Το έργο του Ηροδότου έφθασε έως εμάς αφού πέρασε, όπως τόσα άλλα, από την επεξεργασία των Αλεξανδρινών γραμματικών-εκδοτών, που διαιρούσαν τα προγενέστερα έργα σε κεφάλαια, με τρόπο που ν’ αντιστοιχεί το καθένα σ’ έναν πάπυρο όχι πολύ μακρύ, ώστε να τυλίγεται και να ξετυλίγεται εύκολα. Ο Ηρόδοτος ασφαλώς δεν το είχε διαιρέσει σε κεφάλαια όπως οι Αλεξανδρινοί, οι οποίοι το χώρισαν σε εννέα μέρη. Αντί να τ’ αριθμήσουν, έδωσαν στο καθένα το όνομα μιας από τις εννέα Μούσες.

 *Πρόκειται για τον πρόλογο στη μετάφραση του Άγγελου Βλάχου της Ιστορίας του Ηροδότου, εκδόσεις Ωκεανίδα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου