Πέμπτη 29 Ιουνίου 2017

Δημοτικό τραγούδι και ελληνική ιδιοπροσωπία

 Πρωτοδημοσιεύτηκε στο Ποντίκι
«Μπορούμε να κάνουμε πολλές πικρές παρατηρήσεις πάνω στην άβυσ­σο που μπορεί κάποτε να χωρίσει τους μορφωμένους και τους καλλιερ­γημένους από τη φωνή της ζωής, όταν σκεφτούμε πως για πολλούς αι­ώνες ο μόνος πραγματικός ποιητής που έχει το Γένος είναι ο ανώνυμος και αναλφάβητος λαός…».
Γιώργος Σεφέρης, Κωστής Παλαμάς, 1943
Στόχος μου είναι η συναγωγή ορισμέ­νων συμπερασμάτων: να διακρίνου­με τα θεμελιώδη ιδεολογικά στοιχεία που μεταβάλλουν το δημοτικό τρα­γούδι σε «πυκνωτή» της νεότερης ελληνικής ι­δεολογίας – αναχωνεύοντας, μέσα από το στό­μα των τυφλών ποιητάρηδων (των ακριτικών α­σμάτων) και των γραϊδίων (που συνέθεταν θρη­σκευτικά άσματα και μοιρολόγια), αρχέγονα και νεωτερικά
στοιχεία, διηθώντας μέσα τους μια μεγάλη πολιτιστική κληρονομιά.
Ο Ερατοσθένης Καψωμένος τονίζει πως «ο μόνος εμπράγματος (και όχι γραπτός) πολιτι­σμός, που κάλυπτε το σύνολο περίπου του ελ­ληνισμού, τόσο κατά την ύστερη τουρκοκρατία όσο και κατά τις πρώτες δεκαετίες της ανεξαρ­τησίας, ήταν ο παραδοσιακός πολιτισμός των αγροτοκτηνοτροφικών κοινοτήτων της υπαί­θρου». Αυτός ο παραδοσιακός πολιτισμός είχε δύο βασικές συνιστώσες, την ορθόδοξη θρησκευτική παράδοση και τη λαϊκή δημιουργία – από την αρχιτεκτονική και τους χτιστάδες έως το δημοτικό τραγούδι.
Η «λόγια παράδοση, μ’ όλη τη σπουδαιότητά της, ήταν υπόθεση μιας μειοψηφίας λογίων», ε­νώ «ο λαϊκός πολιτισμός υπήρξε τελικά ο βασι­κός παράγοντας της σύνθεσης λόγιου – λαϊκού, αγροτικού – αστικού, ελληνικού – ευρωπαϊκού, απ’ όπου προέκυψε ο ελληνικός πολιτισμός του εικοστού αιώνα, με τις ιδιαιτερότητές του· ιδιαιτερότητες που δε μας επιτρέπουν να τον ταυ­τίσομε με τα δυτικά αστικά πρότυπα». [1]
Η θεμελιώδης «αθωότητα»
Το δημοτικό τραγούδι αποδίδει με τον πιο ο­λοκληρωμένο τρόπο τις ιδιαιτερότητες της ελ­ληνικής ιδεολογίας, το «συναμφότερον» του εθνικού μας χαρακτήρα σε όλες του τις εκφρά­σεις.
Ενός εθνικού χαρακτήρα που έχει διαμορφω­θεί σε μια πορεία τριών χιλιάδων χρόνων, του­λάχιστον, μέσα από περιπέτειες, μεταπτώσεις και αλλαγές, που δεν έχει ίσως γνωρίσει κανέ­νας άλλος ιστορικός λαός: από το ζενίθ της κλασικής αρχαιότητας και της φιλοσοφίας, στη διαμόρφωση ενός οικουμενικού πολιτισμού με τον Αλέξανδρο, τον χριστιανισμό και το Βυζάντιο -, στην κατάρρευση των Αλώσεων, στην αναγέννηση του ’21, στο ναδίρ της σημε­ρινής παρακμής.
Έτσι στο δημοτικό τραγούδι δεν θα συναντή­σουμε μόνο όλες τις μορφές της ζωής και όλες τις πνευματικές και βιοτικές ανησυχίες, αλλά συχνά και διαφορετικά ή και ανταγωνιστικά ιδε­ολογικά συστήματα αναφοράς:
Πρόταξη της ορθοδοξίας ως καθολικού συστήματος αξιών και ταυτόχρονα απόκλιση ή και αντιπαράθεση σε ό,τι αφορά συγκεκρι­μένες πτυχές τους, όπως οι γιορτές της γονι­μότητας και του έρωτα – για να μην αναφερ­θούμε στα σκωπτικά άσματα για τον κλήρο.
Κατάφαση του σαρκικού έρωτα και της χα­ράς της ζωής αλλά και ταυτόχρονα της πιο ε- ξιδανικευμένης και πεισιθάνατης αγάπης, της «αγάπης ως θανάτου».
Μετάβαση από τον υπερφυσικό ήρωα – Ακρίτη στον περήφανο κλέφτη – παλληκάρι αλλά, συχνά – πυκνά, επιστράτευση των μυ­θολογικών μοτίβων και της υπερβολής στα νεότερα ηρωικά άσματα. («Χίλιοι τον παν’ άπό μπροστά και δυο χιλιάδες πίσω»).
Απόρριψη κάθε μοιρολατρίας αλλά ταυτό­χρονα τραγική αίσθηση της ιστορίας ή της σύγκρουσης με τον Χάρο.
Το δημοτικό τραγούδι, σε αντίθεση με πολ­λές τρέχουσες «απομυθοποιητικές» αποδομητικές θεωρίες, που επιθυμούν να το αντι­μετωπίσουν ως «ένα μόνο τραγούδι», αποτελεί εν τέλει, σύμφωνα με τον Χρήστο Μαλεβίτση, «το περιεχόμενο της συνειδήσεως του ελληνικού λαού. Δηλαδή είναι ο τρόπος που ο ελληνικός λαός έχει είδηση του κόσμου».
Τον νεότερο Έλληνα, τέτοιον που αναδει­κνύεται μέσα από το δημοτικό τραγούδι, τον χαρακτηρίζει μια θεμελιώδης «αθωότητα». Γ ι’ αυτό στην εθνική συνείδηση πάντοτε μπαί­νει σε πρώτο πλάνο η ευθύνη του αδικητή: «(…) το γεγονός ότι χρησιμοποιούνται τέτοιες εκφράσεις – του τύπου “τι σωκανα”, “τι σουκάμαμε”, “γιά ποιο λόγο τοκαμες” – στους θρήνους για την άλωση των πόλεων καταδεικνύει πως η φυσική αθωότητα είναι μια καθολική αρχή που επεκτείνεται σε όλο το κοινωνικό σώμα, το οποίο υφίσταται μια επίθεση, και κατ’ ε­ξοχήν στο σύνολο του ελληνισμού απέναντι στην επέλαση των εισβολέων». [2]
Αυτό το χαρακτηριστικό θα συνεχίσει να σφραγίζει και να επιβεβαιώνει τη λαϊκή ιδεολογία μέχρι τη σύγχρονη ιστορία μας – Μι­κρασιατική Καταστροφή, ιταλογερμανική εισβολή και Αντίσταση, Κυπριακός Αγώνας, τουρκική εισβολή στην Κύπρο (…), επιβολή του Μνημονίου! Ο ελληνικός λαός ανήκει – όντως – στους «αδικημένους» της Ιστορίας, παρά τις προσπάθειες των εθνοαποδομητών διανοουμένων να τον χαρακτηρίσουν αντίθε­τα ως «ευνοημένο»!
Αυτή η θεμελιώδης «αθωότητα» μετριά­ζεται από την άλλη όψη της ελληνικής ιδεολογίας, τη συνδεδεμένη με την έννοια της α­μαρτίας και της ευθύνης: Τα «δικά μας κρίμα­τα έχουν επιφέρει τα δεινά που βιώνουμε».
Κοινή κουλτούρα των Ελλήνων
Αυτοί οι δύο «κόσμοι» προφανώς αλληλοεπηρεάζονται και διεισδύουν ο ένας στον άλλο, αλληλεπίδραση που στη λαϊκή προφορική πα­ράδοση εμφανίζεται ως συνύπαρξη των αντι­θέτων και λειτουργεί ως αισθητικός και πολιτι­σμικός κώδικας:
Παρότι το δημοτικό τραγούδι δεν κατόρθω­σε να επιτύχει τον ολοκληρωμένο «εκσυγχρονι­σμό της παράδοσης», γονιμοποίησε την ποίη­ση, τη μουσική και τη γλώσσα μας διότι, όπως τονίζει ο Σωνιέ, «δεν αντιπροσωπεύει μόνο την παραδοσιακή κοινωνία», αλλά «αποτελεί ταυ­τόχρονα και μια από τις πιο επεξεργασμένες και χαρακτηριστικές μορφές της κοινής κουλτού­ρας των Ελλήνων».
Τα δημοτικά τραγούδια έπαψαν να υπάρχουν ως είδος ζωντανό και παραγωγικό, ωστόσο η ί­δια η λαϊκή ιδεολογία επιβίωσε κατά ένα μέρος «απέναντι στις επίμονες προσπάθειες που κατεβλήθησαν μετά την Ανεξαρτησία για να την ξεθωριάσουν, να την παραμορφώσουν ή να την αγνοήσουν. Και κάποια από τα ζωτικά της στοιχεία εμφανίζονται και σήμερα, ιδιαίτερα κατά τις πιο δύσκολες περιστάσεις της ελληνικής ζωής». [3]
Το γεγονός ότι σήμερα, σε μια εποχή κα­θολικής παρακμής του ελληνισμού, ενισχύεται – επί τέλους – το ενδιαφέρον για το δη­μοτικό τραγούδι, όχι μόνο ως κείμενο αλλά και ως μουσική, τραγούδι και χορός, από ένα αυξανόμενο τμήμα των νέων, ενώ πολλαπλασιάζονται και πάλι οι σχετικές μελέτες, δεν α­ποδεικνύει μόνο τη διαχρονική αξία του, αλ­λά καταδεικνύει πως, όταν ένας πολιτισμός, όταν ένα έθνος αγγίζει κυριολεκτικά τα όρια της επιβίωσής του, τότε «επιστρέφει», βυθί­ζεται στα βαθύτερα στρώματα της ταυτότη­τάς του για να βρει ίσως τη δύναμη μιας ανά­τασης, και πάλι.
– Το κείμενο αποτελεί μέρος της εισαγωγής του ο­μώνυμου βιβλου του Γιώργου Καραμπελιά «Το Δη­μοτικό τραγούδι – Αποτύπωση της ιδιοπροσωπίας του νεότερου ελληνισμού».
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις 

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1. Ε.Γ. Καψωμένος, «Η κρητική μαντινάδα. Η δομή, η αισθητική και η θεματολογία της», Πεπραγμένα Συνεδρίου, Η κρητική μαντινάδα, Ακρωτήρι, Δήμος Ακρωτηρίου Χανίων, 2002: 54-55
2. Guy Saunier, Saunier, Guy, «Adikia», Le mal et l’injustice dans les chansons populaires grecques, Les Belles Lettres, Παρίσι 1979, σ. 346
3. Guy Saunier, «Adikia»…, ό.π., σ. 350

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου