Οι ιδεολογικές μετεξελίξεις του ευρύτερου χώρου δεξιώτερα του κέντρου, ειδικά κατά τη διάρκεια της μνημονιακής χρονογραφίας, έχουν ιδιαίτερο πολιτικό ενδιαφέρον όχι παρά το γεγονός ότι προσιδιάζουν σε θέατρο του παραλόγου, αλλά μάλλον ακριβώς γι’ αυτό.[1] Εδώ θα εξετάσουμε την εξέλιξη των πραγμάτων στον πολιτικό χώρο δεξιώτερα του κέντρου από πριν το «Καστελόριζο» του 2010 και μέχρι την σημερινή κηδεία διαρκείας. Με την λέξη «τερατογένεση» δεν αναφέρομαι σε ιδεολογικές τοποθετήσεις αλλόκοτων αναφορών (τύπου «θα επανακαταλάβουμε τις πόλεις μας»), αλλά σε πολύ απότομες ιδεολογικές/πολιτικές μετατοπίσεις (από το…
ψυγείο στο φούρνο, και τούμπαλιν) και στα απότοκά τους.
Οφείλουμε να ξεκινήσουμε από την παραδοχή πως η Υπαρκτή Δεξιά, δηλαδή για δεκαετίες το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, δεν αποτελεί ιδεολογικοποιημένο φορέα. Λειτουργεί ως διαχειριστής βιλαετίων και ρυθμιστής ενός ιδιότυπου συστήματος κομματοκρατικής μικροφεουδαρχίας, εξ ου και ο ιδρυτικός της ιδεολογικός προσδιορισμός ήταν απλά προσχηματικός, φτιαγμένος για να ηχεί αόριστα αλλά ευχάριστα σε ένα συγκεκριμένο κομματικό ακροατήριο, αλλά και για να κλείνει το ζήτημα με συνοπτικές διαδικασίες:ριζοσπαστικός φιλελευθερισμός. Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, όταν εμφανίζονται ιδεολογικές αναζητήσεις και ζητούμενα εντός πολιτικής τοπογραφίας της ΝΔ, αυτό αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Για την οικονομία της συζήτησης, ας πούμε πως στα χρόνια του Κώστα Καραμανλή του Β΄, η ευφορία της περιόδου (από την συγκριτική ευημερία μέχρι τις κορυφώσεις πολιτισμού όπως η Γιουροβίζιον, η Ολυμπιάδα και το Γιούρο) επέτρεπε έναν γενικό «αυτόματο πιλότο» που φαινομενικά καθιστούσε εντελώς περιττή οποιαδήποτε ιδεολογική αναζήτηση–φαινομενικά, ακριβώς διότι σε εκείνην την περίοδο πρωτοεμφανίστηκε μετά από καιρό κοινοβουλευτικό κόμμα «δεξιώτερα της ΝΔ», ο ΛΑΟΣ του Γ. Καρατζαφέρη: δηλαδή, άνθρωποι που δεν ένοιωθαν «στο σπίτι τους» ακόμα και επί κυβερνητικής ΝΔ, η οποία σίγουρα θα μπορούσε να τους παράσχει κάποιο τιμάριο του κράτους, όπως συνηθίζεται. Μετά την ήττα της ΝΔ και την αποχώρηση Καραμανλή, το ριζικό του πολιτικού σχηματισμού φαινόταν γραμμένο στ’ άστρα: το κόμμα θα κληροδοτείτο στην πρόεδρο εν αναμονή, Ντόρα Μπακογιάννη. Πρέπει, μεταξύ άλλων, να ήταν ακριβώς αυτή η βεβαιότητα που λειτούργησε ασφυκτικά, με αποτέλεσμα την έκπληξη: την άνοδο στην ηγεσία του κόμματος ενός ανθρώπου που είχε τελευτήσει πολιτικά χρόνια πριν, ενός ανθρώπου σχεδόν απο το πουθενά ως προς την ενεργή κομματική επετηρίδα (παρά την υπουργία του στο Πολιτισμού), τον Αντώνη Σαμαρά.
Η τραγικότητα του ρόλου του Σαμαρά για την εξέλιξη της Δεξιάς κατά τη διάρκεια της κρίσης έγκειται ακριβώς στις πολλές και βίαιες μεταμορφώσεις του.[2] Η άνοδος αυτού του μερικώς «εξωσυστημικού» νεοδημοκρατικά παίκτη (εν συγκρίσει με την Ντ. Μπακ.) θα ήταν αδιάφορη, εάν δεν επενδύετο με μια ρητορική ριζοσπαστικότητας για όσους είχαν αφτιά να την ακούσουν. Η συντριπτική ήττα της ΝΔ το 2009 έφερε στην επιφάνεια το περί ιδεολογίας ερώτημα, το οποίο αφορούσε και ανθρώπους εκτός του κόμματος, που όμως αντιλαμβανόντουσαν τον εαυτό τους ως πολιτικά ευρισκόμενο δεξιώτερα του κέντρου–ή, τέλος πάντων, όχι στην Αριστερά. Ητραγική ειρωνεία με την ΝΔ είναι πως έχει τουλάχιστον δύο φορές συλλάβει επακριβώς το πρόβλημα στο κυρίως σύνθημά της, για να το προδώσει μετά μεγαλοπρεπώς: (α) πρώτα με την νεοκαραμανλινή «επανίδρυση του κράτους» , η οποία ορθά εντοπίζει το πρόβλημα στην ίδια τη δομή του κράτους και όχι μόνο στα πεπραγμένα μιας παροδικής και απερχόμενης πασοκικής κυβέρνησης (για να ακολουθήσει μετά μεγαλειώδες γαλάζιο κυβερνητικό ραχάτι)–είναι ακριβώς το αντίθετο από την στρατηγική του Κυριάκου Μητσοτάκη, ο οποίος επαγγέλεται μόνον μια «καλύτερη» και «σοβαρότερη» και «κάπως διαφορετική» διαχείριση της υπάρχουσας και δεδομένης κατάστασης, δηλαδή μακροσκοπικά το τίποτα. Και (β) χρόνια μετά, με τη σαμαρική «νέα μεταπολίτευση» , η οποία εντοπίζει το πρόβλημα ακριβώς σε έναν ιστορικό κύκλο που κλείνει, στον κύκλο της μεταπολίτευσης, και υπόσχεται τον από κοινού καθορισμό των χαρακτηριστικών ενός νέου ιστορικού κύκλου.[3] Αυτό συνδέεται και με την επαγγελία «αποποινικοποίησης» κάποιων παραταξιακών buzzwords όπως ο πατριωτισμός, κάτι το σημαντικό μετά την τραυματική για τους (κεντρο-, whatever)Δεξιούς «γαλάζια ΔΗΜΑΡ» της Μαριέττα Γιαννάκου και της Μαρίας Ρεπούση που πάντοτε έκρυβε στο τσαντάκι της.
Η πρώτη πράξη της τραγωδίας είναι πως, εάν ο Σαμαράς επιθυμούσε να ανανεώσει ριζικά την ΝΔ, συμπαρασύροντας σε αλλαγές όλο το πολιτικό σκηνικό (και οι αλλαγές/επικαιροποιήσεις είναι πάντοτε ευπρόσδεκτες όποιες κι αν είναι, για να ξέρουμε «ποιοι είναι ποιοι» και τι πιστεύουν, για να αποκαλύπτονται τα πράγματα στις τρέχουσες διαστάσεις τους και για να μην προσπαθούμε να επικοινωνήσουμε με μια παρωχημένη γλώσσα πολιτικών σχηματισμών που υφίστανται μόνο ως κελύφη) εκείνη την εποχή θα μπορούσε να το πράξει. Είναι ακριβώς το «ουρανοκατέβατο» status του που θα του έδινε ελευθερία κινήσεων.[4] Ποτέ όμως δεν στόχευσε πραγματικά σε κάτι τέτοιο, ούτε ως προς την κομματική αναγέννηση ούτε ως προς τη «νέα μεταπολίτευση»: όπως όλοι οι πολιτικοί αρχηγοί β΄ κατηγορίας, έτσι κι ο Σαμαράς ήταν της αντιλήψεως πως το «όραμα» οφείλει να είναι συγκεχυμένο, θολό και σε γενικώτατες γραμμές, ακριβώς ώστε να χωράει όσους περισσότερους συμπαθούντες γίνεται (εν αντιθέσει, οι πολιτικοί α΄ κατηγορίας προτείνουν και μετέπειτα εφαρμόζουν ένα πάρα πολύ συγκεκριμένο όραμα/σχέδιο). Εδώ έχουμε, λοιπόν, την πρώτη τερατογένεση,την συγκριτικά ηπιότερη.
Μετά ήρθε το Καστελόριζο–και ακολούθησε η «αρχιτεκτονική του αντιμνημονιακού μετώπου», από την οποία αποστασιοποιήθηκαν εξ αρχής όσα στελέχη αυτοαποκαλούνται φιλελεύθερα (ξεχνώντας, βέβαια, ότι καμμία δουλειά δεν είναι ντροπή, αλλά μερικές ιδεολογίες είναι).
Ας θυμηθούμε ένα vintage, σχεδόν ψυχεδελικό σήμερα που γνωρίζουμε την συνέχεια, δημοσίευμα της εποχής:Η πρώτη στροφή του Σαμαρά με τον Παπαδήμο, αλλά κυρίως η μετέπειτα κυρίως κυβερνητική του θητεία, σηματοδοτεί μια πραγματικά εκπληκτική στροφή. Σαφώς εκπληκτικώτερη από αυτήν του Αλέξη Τσίπρα, για τον εξής λόγο: ο Σαμαράς δεν έλεγε παρά για ελάχιστο καιρό πως εφαρμόζουμε το μνημόνιο με το ζόρι, κλπ.–κάτι που ακόμα και σήμερα λέει η τρέχουσα κυβέρνηση, όταν δεν ψεύδεται ότι οσονούπω βγαίνουμε ή ότι… βγήκαμε ήδη.
Ιούνιος 2011: «Ο κ. Αντ. Σαμαράς είναι πλέον στη μαύρη λίστα της συντηρητικής παράταξης στην Ευρώπη–Απομονωμένος στην οικογένεια της ευρωπαϊκής Δεξιάς– η στάση του κ. Σαμαρά είναι απειλή για την εθνική σωτηρία [σ.σ.: εθνική σωτηρία είναι, φυσικά, η εφαρμογή του προγράμματος…]– δημόσιες δηλώσεις αποδοκιμασίας– Το «Οχι» στο οποίο επιμένει θα είναι ψηλά στην ατζέντα του και ο ίδιος θεωρεί ότι «στάθηκε όρθιος», παρά τις «πιέσεις που ήταν απίστευτες»–Εξήγησε με πολιτικούς όρους γιατί δεν βγαίνει το μνημόνιο–ρεπορτάζ του Spiegel με τίτλο «Ο πεισματάρης αντάρτης των Αθηνών»–ΑΣ: ‘Το φάρμακο είναι λάθος. Δεν βγαίνει το μνημόνιο. Υπάρχει και άλλος δρόμος». [5] Πολιτικά, εκείνην την περίοδο ο Σαμαράς ήταν απολύτως ταυτισμένος με το ενδεχόμενο εναλλακτικής στο μνημόνιο–ιδιοτελώς; Αφελώς; Ανειλικρινώς; Πάντως, αυτή ήταν η τότε πολιτική του.
Σε μια ιλιγγιωδώς ταχεία μετάβαση, ο Αντώνης Σαμαράς βρέθηκε από «αρχιτέκτοντας του αντιμνημονιακού μετώπου» (δικά του λόγια), διαπρύσιος εισηγητής ενός ιδιότυπου «μνημονιακού πατριωτισμού». Όπου κανείς εφαρμόζει το μνημόνιο, ακριβώς επειδή είναι «πατριώτης», και αυτό είναι ο μόνος και ο μόνος πραγματικός πατριωτισμός στην συγκεκριμένη συγκυρία: αν κάποιος απειλεί να μην το εφαρμόσει (δηλαδή, η αντιπολίτευση), αυτό δείχνει έλλειμμα πατριωτισμού και υπεθυνότητας. Η μετάβαση από την ιδεολογική κήρυξη του ενός άκρου στην εξίσου διάπυρη κήρυξη του άλλου ήταν σχεδόν υπεράνθρωπη, έδινε την εντύπωση σοβαρού αυτοκινητιστικού ατυχήματος και συνακόλουθης πλήρους αμνησίας. Έχουμε έναν Σαμαρά Α και έναν Σαμαρά Β, με άλλο λεξιλόγιο, άλλες αναφορές, άλλη γλώσσα.Σύμφωνα με τον ανανήψαντα αρχιτέκτονα του αντιμνημονιακού μετώπου, όποιος είναι αντιμνημονιακός είναι είτε ΣΥΡΙΖ(ΑΝΕΛ) είτε Χρυσή Αυγή–τα «δύο άκρα». Αυτή είναι η δεύτερη τερατογένεση, αφήνοντας την ΝΔ σε αμηχανία, έρμαιο όσων από την αρχή είχαν έναν σχεδόν παιδικό ενθουσιασμό υπέρ του μνημονίου και του κοινωνικού μετασχηματισμού που αυτό προωθεί και επιτυγχάνει.
Όλοι αυτοί οι βίαοι μετασχηματισμοί προφανώς… διώχνουν κόσμο–σε πραγματικούς αριθμούς και όχι σε ποσοστά, μιλάμε για ελεύθερη πτώση. «Και η Χρυσή Αυγή, κύριε;» Η Χρυσή Αυγή είναι η «σκουπιδιάρα» του συστήματος–γενικώς, και όχι μόνον της Δεξιάς. Επί του συγκεκριμένου, πάρα, μα πάρα πολλοί απογοητευμένοι (κεντρο)Δεξιοί ψηφοφόροι δεν πάνε σε άλλα κόμματα, αλλά πάνε σπίτια τους–και έτσι, η ΝΔ ξεμπερδεύει με αυτούς, καθ’ ότι αποχωρούν από το σύνολο των ψήφων γενικώς. Όσοι δεν το πράττουν και παράλληλα είναι ευεπίφοροι σε μια ακροδεξιά ριζοσπαστικοποίηση, καθοδηγούνται συνειδητά σε κόμματα όπου μπορούν να θεωρούν εξουδετερωμένοι ως ψηφοφόροι και πολίτες, ακριβώς λόγω του γκροτέσκου, αδιανόητου χαρακτήρα αυτών των κομμάτων. Οι απογοητευμένοι ψηφοφόροι, λοιπόν, πρέπει να εξουδετερωθούν είτε δια του… οίκαδε, είτε δια της ανακατεύθυνσης στην σκουπιδιάρα.
Σε μια ιλιγγιωδώς ταχεία μετάβαση, ο Αντώνης Σαμαράς βρέθηκε από «αρχιτέκτοντας του αντιμνημονιακού μετώπου» (δικά του λόγια), διαπρύσιος εισηγητής ενός ιδιότυπου «μνημονιακού πατριωτισμού».Η ΝΔ επί Σαμαρά Β΄, έχοντας δημιουργήσει απίστευτο μπέρδεμα στους πολίτες του «φυσικού της χώρου», παγιώνεται στο κυρίως ιδεολογικό/πολιτικό στίγμα του «μνημονιακού πατριωτισμού» και, φυσικά, της αποστροφής για τον Τσίπρα–αλλά ποιος θα μπορούσε να καταστεί ενθουσιώδης με κάτι τέτοιο; Fast forward: έτσι, όταν φτάνουμε στο δημοψήφισμα του Ιουλίου του 2015, η αιχμή του δόρατος είναι η πιο περιθωριακή εκδοχή του ευρωπαϊσμού: το γραφικό «Μένουμε Ευρώπη», με τους «Γιούνκερ σ’ αγαπάμε», τις κυρίες από τους Θρακομακεδόνες που βροντούν ρυθμικά τα βραχιόλια τους «Ευ-ρώ-πη!, Ευ-ρώ-πη!», το «να παραμείνουμε στον πο-λι-τι-σμό» και τον «ελληνόφωνο Ευρωπαίο, κάτοικο Θεσσαλονίκης» και καθηγητή κρατικού πανεπιστημίου.[6] Ουσιαστικά, ένας ευρύς πολιτικό χώρος έχει, λόγω της σύγχυσης στην οποία υποβλήθηκε, υφαρπαγεί από εντελώς περιθωριακά ιδεολογήματα μιας απολύτως αποικιοκρατικής καταστάσεως (τα οποία, σημειωτέον, είναι δύσκολο έως αδύνατο να βρει κανείς στην Ευρώπη σε αυτήν την μορφή).Η τρίτη τερατογένεση.
Μέσα σ’ όλα «κάηκε» και ο Μαρμαρωμένος Βασιλιάς της παράταξης ΚΚβ΄, ο οποίος εξήλθε από την σιωπή του για να στηρίξει στο δημοψήφισμα πλευρά, η οποία πήρε βία τα 2/3 του ποσοστού ενός και μόνον κόμματος του δικομματισμού στις… χρυσές εποχές.
Η μενουμευρωπαϊκή μετάλλαξη της ΝΔ, με έναν Μητσοτάκη–φυσική συνέχεια του Σαμαρά Β΄, κάτι το οποίο μας υπενθυμίζει πάντοτε ο αντιπρόεδρος Άδωνις–που δεν έχει κάτι άλλο να επαγγελθεί από μια «καλύτερη» και «σοβαρότερη» διαχείριση της δεδομένης κατάστασης, ανήκει διάπλατα το καπάκι από το οποίο εμφανίζονται διάφορα αλλόκοτα πλάσματα. Οι φυγόκεντρες δυνάμεις πλέον εκπτύσσονται: δεν έχουν συγκεκριμένη ταυτότητα, αλλά τις αντιδράσεις του κοτόπουλου που του έκοψαν το κεφάλι. Τι τραγωδία: να προσπαθείς να χτίσεις ευρωσκεπτικισμό, και το μόνο σου υλικό να είναι οι μενουμευρωπαίοι… Ο Πρώτος και πρωτομάρτυρας των μνημονιακών Γιώργος Καρατζαφέρης συστήνει κόμμα με τον ΓΓ της κυβέρνησης Σαμαρά: κόμμα… ευρωσκεπτικιστικό, υπέρ της δραχμής (προφανώς, πηγαίνοντας προς την Δαμασκό υπέστη μια θεία νομισματική αποκάλυψη). Πρώην (δηλαδή, χθες!) μαχητικοί μενουμευρωπαίοι συστήνουν σκληρό ευρωσκεπτικιστικό μέτωπο (παραμονής όμως στο ευρώ!–sic..) υπό την σκέπη του ευρωσκεπτικιστή μενουμευρωπαίου και αείποτε σαμαρικού, σε όλες του τις συμμεταλλάξεις, «φίλου του Αντώνη Σαμαρά»–στις ρούγες του οποίου κόμματος, μέσα στα πολλά ιδεολογικά ανακατέματα, εμφανίζονται με κάποιον αλλόκοτο τρόπο αμερικάνικου τύπου libertarian προτάγματα πρόχειρα αναμεμειγμένα με την κλασσική ελληνική Δεξιά που δεν ξέρει τί θέλει, πού πατάει και πού βρίσκεται. Παράλληλα, η υπερήφανη είσοδος της χυδαιότητας στην πολιτική παρουσιάζεται ως «αντίσταση στην δικτατορία της πολιτικής ορθότητας»–σύμφωνα με το οποίο, πρέπει σώνει και ντε να καταξιωθεί η πανηγυρική καφρίλα, το απύλωτο στόμα, η χυδαία προσβολή. Και είμαστε μόλις στην αρχή. Τέσσερις, πέντε, έξι, χίλιες τερατογενέσεις…
Με τι μένουμε, λοιπόν, στον ευρύτερο πολιτικό χώρο δεξιώτερα του κέντρου μετά από όλες αυτές τις βίαιες μεταλλάξεις; Με έναν προσχηματικό χώρο. Έναν μη-χώρο, ερημωμένο, με εκατέρωθεν ιδέες-άδεια κελύφη για την εκμετάλλευση των αφελών.
Το μόνο που σώζει την ελληνική Δεξιά είναι η σύγκριση με την ελληνική Αριστερά.
(Το ΙΝΣΠΟΛ δεν έχει καμμιά άμεση ή έμμεση σχέση με ομάδες, blogs και πρόσωπα που χρησιμοποιούν παρόμοιες ονομασίες.)
Σημειώσεις:1. Όχι πως η Αριστερά είναι σε καλύτερη μοίρα: αφ’ ενός ενδέχεται μετά την ριζική στροφή της πρώτης φοράς Αριστερά να βρίσκεται σε χειρότερη, αφ’ ετέρου και οι δύο παρατάξεις/πολιτικές κατευθύνσεις/τοπογραφίες στην Ελλάδα βρίσκονται σε μόνιμη κλιμακτήριο.
2. Οι οποίες, τελικά, ίσως να ήταν ακόμα πιο βίαιες κι από την μία και μεγάλη του Αλέξη Τσίπρα– θα εξηγήσω τα δέοντα παρακάτω –όσο κι αν αυτό δεν θα μπορούσαν ποτέ να το διακρίνουν άνθρωποι που δεν είχαν ποτέ την αφέλεια να πιστέψουν στον Σαμαρά, αλλά είχαν την αφέλεια να πιστέψουν στον Τσίπρα.
3. Η «νέα μεταπολίτευση» διαφέρει ουσιαστικά από το μεταγενέστερο Ακραίο Κέντρο, καθ’ ότι το τελευταίο παρουσιάζει τις αλλαγές που προωθεί ως μετριοπαθή αυτονόητα μιας «κοινής λογικής».
4. Επειδή το τι ερχόταν οικονομικά ήταν τότε ήδη αρκετά προφανές, και επειδή η οποιαδήποτε αλυσιδωτή ανανέωση του πολιτικού σκηνικού θα ήταν σημαντική σε ένα τέτοιο πλαίσιο, άνθρωποι όπως ο γράφων–δηλαδή, οι αφελείς–είχαν επενδύσει ελπίδες σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, σε μια τέτοια «χημική αντίδραση». Η ηττημένη ΝΔ, με την φαινομενικά αναπάντεχη ηγεσία, έμοιαζε ο πιο πρόσφορος χώρος για κάτι τέτοιο.
5. «Τι θα κάνεις αύριο αν γίνεις πρωθυπουργός;» 26/06/2011, Άρης Ραβανός
6. Δείτε τα όλα αυτά στην προοπτική του Brexit της 23ης Ιουνίου 2016…
http://www.antibaro.gr/article/16047
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου