Ο ιερομόναχος Νεκτάριος Τέρπος(17ος-18ος αιώνας – 1740/41) υπήρξε ένας από τους κύριους διδασκάλους του Νεοελληνικού Διαφωτισμού.
Δεν γνωρίζουμε πότε γεννήθηκε, ούτε κάτι για τα παιδικά του χρόνια, τους γονείς ή τους δασκάλους του. Από τον ίδιο μαθαίνουμε πως γεννήθηκε στη Βοσκόπολη ή Μοσχόπολη(βλ. παρακάτω Εργογραφία) της σημερινής νοτιοανατολικής Αλβανίας (Βόρεια Ήπειρος).
Ο Κων. Σκενδέρης τον αναφέρει ανάμεσα σε άλλους λογίους που σπούδασαν στη Νέα Ακαδημία Μοσχόπολης.
Ο Κουρίλας, αντιθέτως, λέει ότι στην παραπάνω Ακαδημία εργάστηκε ως καθηγητής.Τις σπουδές του ίσως συνέχισε στη Βενετία, κοντά στους συμπατριώτες του αδελφούςΔημήτριο και Ιωάννη Χαλκέα. Άλλη μία μαρτυρία του Ευλόγιου Κουρίλα μας πληροφορεί πως το όνομά του εντοπίσθηκε σε έγγραφο τῆς Σκήτης Αγίας Άννης στο Άγιον Όρος, με ημερομηνία 1709.
Στη συνέχεια, ο ίδιος συγγραφέας, τον θέλει να αναχωρεί από το Άγιον Όρος και να εγκαθίσταται στη Μονή του οσίου Ναούμ και από εκεί στο μοναστήρι της Παναγίας Αρδεύουσας ή Αρδενίτσας στην κοιλάδα της Μουζακιάς. [4] Ο ίδιος ο Νεκτάριος δεν αναφέρει ποτέ στο βιβλίο που εξέδωσε το όνομα της μονής όπου εγκαταβιώνει, προτάσσει όμως την εικόνα της Παναγίας Αρδεύουσας στα πρώτα φύλλα του.
Ακόμη, μέσα στις σελίδες του βιβλίου του μας λέει τα εξής: Εγώ έκτισα το μισό μοναστήρι, εις τον καιρόν μου απόκτησα χωράφια και αμπέλια, σταυρούς και ευαγγέλια χρυσά και άλλα ιερά σκεύη, και εις κοντολογίαν, οι μοναχοί περισσότεροι από τ’ εμένα κουρεμένοι και οπόταν ηθέλησαν με εύγαλαν από το ηγουμενείον και από το κελλίον μου, οπού το έκτισα απατός μου. Κατά την περίοδο της παραμονής του στην Αρδενίτσα αναλαμβάνει δύο φορές την ηγουμενία, μετά από ενδιάμεση διακοπή που συμβαινει εξαιτίας των ενεργειών κάποιου Αρσενίου.
Έχοντας το οφφίκιο του πνευματικού στα όρια της επισκοπής Βελεγράδων εξομολογεί και έχει το δικαίωμα σύνταξης Κανονικής Συμμαρτυρίας για τους υποψήφιους κληρικούς.
Περιόδευσε ως ιεροκήρυκας σε μια περιοχή που εκτείνεται από το Βεράτι μέχρι την Άρτα, τη Σπαθία και τη Μουζακιά (όπως μας πληροφορεί γνώρισε πολλούς τόπους), και αποτέλεσε τον προπομπό του Κοσμά του Αιτωλού. Τα Χριστούγεννα του 1724 κήρυξε στο χωριό Τραγότι, κοντά στο Ελβασάν, όπου το ακροατήριό του αποτελείται σχεδόν μόνο από γυναίκες, διότι οι άνδρες είχαν μετατραπεί στην πλειονότητά τους σε μουσουλμάνους. Στο κήρυγμά του αυτό μιλάει εναντίον των Τούρκων, γεγονός που προκάλεσε μεγάλη αναταραχή και οδήγησε σε ξυλοδαρμό του: »Ύστερον δε το έμαθαν δύο αδέλφια Αγαρηνοί, οι οποίοι ήσαν σουμπασάδες, το πως εκήρυξα ομολογώντας τον Χριστόν Θεόν αληθινόν, και την Θεοτόκον Μητέρα και Παρθένον, τον δε Μωάμεθ ψεύστην και πλάνον, και έναν πρώτον μαθητήν του αντιχρίστου.
Ήλθαν και με ηύραν εις το σπήτι του παπά, και είχεν ο καθ’ ένας από ένα κοντόξυλον από γλατζινά, και κτυπώντες επάνω μου ανελεήμονα, δεν εκοίταζαν ένας τον άλλον πώς και πού βαρούν, αλλά του κακού με έδερναν όπου έφθανε ο καθ’ ένας… τόσον συχνά με έκρουξαν, ώστε και τα ξύλα εξεφλουδίσθηκαν με το να τύχουν χλωρά.
Εις όλα τα μέρη με εβάρεσαν, αλλού το κορμί μου εκοκκίνισε, και εις περισσοτέρους τόπους εμαύρισε, και ό,τι έκαμαν η βεντούζαις και τα κέρατα, και χάριτι Χριστού ιατρεύθηκα, όμως το ζερβόν μου μπράτζο έμεινε βλαμμένο, και ποτέ δεν ημπορώ να αναπαυθώ εις αυτό το μέρος».
Στις 15 Αυγούστου 1730 κήρυξε εις την χώραν των Κραπόβων, επαρχίαν Βελογράδων και Σπαθείας. Σε ανάμνηση του γεγονότος κατασκεύασε ολοσέλιδη ξυλογραφία που θα κοσμεί όλες τις εκδόσεις του Πίστις, όπου απεικονίζεται ένα δένδρο, στο οποίο ο κορμός συμβολίζει το Βάπτισμα, τα δώδεκα κλαδιά τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος και η ξερή κορυφή του μοιάζει με τον ανεξομολόγητο χριστιανό.
Μετά από αυτή την ομιλία ταξίδεψε στη Βενετία και προετοίμασε την έκδοση του έργου του, που τελικά εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1732 από το τυπογραφείο του Σάρου. Η προσπάθεια προσδιορισμού του έτους θανάτου του Νεκταρίου Τέρπου σχετίζεται με την έκδοση του αποδιδόμενου σ’ αυτόν βιβλίου με τον τίτλο: Ζητήματα διάφορα θεολογικά (βλ. παρακάτω Εργογραφία).
Η δυσκολία εντοπισμού της πρώτης έκδοσης (1739) οδήγησε τους ερευνητές σε εσφαλμένα συμπεράσματα σχετικά με τον θάνατό του. [5] Στην Ι.Μ.Μ. Βατοπεδίου Αγίου Όρους εντοπίσθηκε χειρόγραφο (αρ. 231) του εντύπου, της πρώτης έκδοσης (1739), όπου ο Νεκτάριος Τέρπος αναφέρεται ως συντάκτης και χορηγός: Ζητήματα διάφορα θεολογικά, κατ’ ερωταπόκρισιν… τώρα πρώτον βαλμένα εις τον τύπον, με δαπάνην του Ιερομονάχου κυρίου Νεκταρίου Τέρπου….
Το 1739 βρίσκεται δηλαδή ακόμη στη ζωή. Την ίδια χρονιά ετοιμάζει και πάλι την επανέκδοση του Πίστις. Ο τυπογράφος Βόρτολι προβαίνει στη διαδικασία έκδοσης άδειας για τύπωμα και την λαμβάνει στις 23 Νοεμβρίου 1740. Το 1740 εκδίδεται για δεύτερη φορά και το Ζητήματα, χωρίς όμως αναφορά στο όνομα χορηγού, ενώ το Πίστις δεν επανεκδίδεται, παρά μόνο 10 χρόνια αργότερα, το 1750, με την άδεια όμως του 1740. Ο Νεκτάριος Τέρπος, λοιπόν, ίσως χορηγός και της έκδοσης του Πίστις, θα πρέπει να έφυγε από τη ζωή περί τα τέλη του 1740 με αρχές του 1741.
Η ισχυρή δημοτικότητα, την οποία απέκτησε ο Νεκτάριος Τέρπος, οδηγεί στην εικονογράφισή του, μόλις 12 χρόνια μετά τον θάνατό του. Μας περιγράφει χαρακτηριστικά ο συμπατριώτης του Θεόφραστος Γεωργιάδης: Εις την εκκλησίαν των Αγίων Αποστόλων Μοσχοπόλεως, επί του τοίχου της πύλης αυτής, έβλεπέ τις την σεβασμίαν φυσιογνωμίαν του ως άνω ιερομονάχου, φέροντος επί της κεφαλής του επανωκαλύμμαυχον και ράβδον επισκόπου εις την χείρα του, πέριξ δε το όνομά του. [6] Στην εικονογράφηση αυτή διαπιστώνονται αναλογίες και στοιχεία που παραπέμπουν στη, μεταγενέστερη βέβαια, γνωστή παράσταση του Κοσμά Αιτωλού. Εργογραφία Το βιβλίο του Νεκταρίου Τέρπου έχει τον ακόλουθο μακροσκελή τίτλο:
«Βιβλιάριον καλούμενον Πίστις, αναγκαίον εις κάθε απλούν άνθρωπον, βεβαιωμένον από προφήτας, ευαγγέλιον, αποστόλους, και άλλους σοφούς διδασκάλους. Εισί δε και άλλοι λόγοι εκλεκτοί εις ωφέλειαν των αναγινωσκόντων, ως φαίνεται εν των Πίνακι, μεταγλωττισθέντες εις απλήν φράσιν, συναχθέντες παρά του εν ιερομονάχοις Νεκταρίου Τέρπου…». Αποτελεί το μοναδικό έργο του Νεκταρίου Τέρπου. Το Πίστις μέσα σε μία χρονική περίοδο 86 χρόνων (1732-1818) επανεκδόθηκε συνολικά δώδεκα φορές (1732, 1733[7], 1734[8], 1750[9], 1755, 1756, 1779α, 1779β, 1785, 1799, 1813, 1818). Από τον ύψηλό αριθμό των εκδόσεων, σε μία εποχή όπου η ροή του βιβλίου ρυθμίζεται με βάση τις παραγγελίες, γίνεται προφανής η αναγνώριση της προσωπικότητάς του και η ευρύτητα της απήχησης που είχε η διδασκαλία του. Το βιβλίο αυτό αποτελεί άμεση πηγή στοιχείων για τη ζωή και τη δράση του, όπως ο τόπος καταγωγής του, που αναφέρεται στη σελίδα τίτλου: Εκ της θεοφρουρήτου Χώρας Βοσκοπόλεως.
Στο προλογικό σημείωμα του Νεκταρίου αναφέρονται οι λόγοι έκδοσης του βιβλίου. Παραθέτουμε αυτούσιο ο κείμενο:
Τὸ λοιπὸν ἐτοῦτο τὸ Βιβλιάριον, τὸ ἐπονομαζόμενον Πίστις, δὲν τὸ ἐσύνθεσα διὰ τοὺς σοφοὺς καὶ γραμματισμένους ἀνθρώπους, ἀλλὰ διὰ τοὺς ἀγραμμάτους καὶ χωρικοὺς, ἐπειδὴ εἰς ἐτοῦτα τὰ μέρη τῆς Τουρκίας εὑρισκόμενοι χριστιανοὶ, πολλοὶ ἐπλανέθηκαν, καὶ πλανοῦνται ἀπὸ ὀλίγην ἀνάγκην καὶ δόσιμον τοῦ χαρατζίου, καὶ ἀρνοῦνται (φεῦ) τὸν Χριστὸν, καὶ παραδίδονται εἰς τὰς χεῖρας τοῦ διαβόλου.
Τούτου χάριν καὶ ἐγὼ, θείῳ ζήλῳ κινούμενος, ἠθέλησα νὰ τοὺς βοηθήσω εἰς τοῦτον τὸν ψυχικὸν κίνδυνον, ὅτι νὰ στέκωνται στερεοὶ εἰς τὴν Πίστιν, διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ. Ἀναγινώσκοντες καὶ ἀκούοντες τὰ μαρτύρια, ὁποῦ ἔπαθαν οἱ ἅγιοι μάρτυρες διὰ τὸν Χριστὸν, νὰ παρακινοῦνται καὶ αὐτοὶ παραμικρὸν, καὶ νὰ τοὺς μιμοῦνται, νὰ μὴν ἀρνοῦνται τὴν Πίστιν τους, καὶ τὸν Κύριον τῆς Δόξης, ἀλλὰ νὰ ὑποφέρουν εὔκολα μετὰ πάσης χαρᾶς κάθε πειρασμὸν, καὶ τιμωρίαν διὰ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Δεχθῆτε λοιπὸν, Ἀδελφοὶ ἐν Χριστῷ, ἐτοῦτο τὸ μικρὸν Βιβλιάριον, ὁποῦ εἰς κοινὴν ὠφέλειαν τὸ ἐτύπωσα, καὶ εὔχεσθε ὑπὲρ ἐμοῦ τοῦ ἀχρείου δούλου σας, καὶ ἔῤῥωσθε.
Ταύτην λοιπὸν τὴν Βίβλον ἀφιερώνω εἰς τὰς Ἁγίας ἀγκάλας τῆς Κυρίας Θεοτόκου, τῆς ἐπονομαζομένης Ἀρδενίτζας. Καὶ διὰ τοῦτο πρέπει κάθε ἄνθρωπος, καὶ μάλιστα οἱ Ἱερεῖς νὰ ἑρμηνεύουν τοὺς χριστιανοὺς εἰς ταῖς Ἐκκλησίαις τους ἐκεῖνα, ὁποῦ ὁ Θεὸς τοὺς ἤθελε φωτίσῃ.
Ἔπειτα ἂς τοὺς ἀναγνώσουν ἀπὸ τὸ Βιβλιάριον τὰ χρειαζόμενα. Μὰ ἐγὼ τὸ περισσότερον σᾶς παρακαλῶ, διὰ τὴν ἀληθινὴν Πίστιν τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ μας νὰ ὁμιλῆτε, εἰς βεβαίωσιν τῶν ἀκροατῶν.
Μετά τη μεγάλη εκδοτική επιτυχία του έργου, ο Νεκτάριος φαίνεται να έχει αποκτήσει μία σχετική οικονομική άνεση. Γι’ αυτό μπορεί και παραμένει στη Βενετία, όπου προετοιμάζει και τελικά χρηματοδοτεί μία μετάφραση σε δημώδη γλώσσα νόθου έργου του Μ. Αθανασίου (Έτεραί τινες ερωτήσεις κ’, στο MPG 28, 773-796). Το βιβλίο αυτό εκδόθηκε το 1739 και έχει τον τίτλο: Ζητήματα διάφορα θεολογικά κατ’ ερωταπόκρισιν, συναθροισμένα από τα συγγράμματα του μεγάλου Αθανασίου και έλλους Πατέρας, και εξηγημένα εις απλήν φράσιν με περίφρασιν…. Αποτελείται από 160 σελίδες και σε μία χρονική περίοδο 42 χρόνων (1739-1781) εκδόθηκε συνολικά έξι φορές (1739, 1740, 1755, 1778, 1779, 1781).
Εσφαλμένα αποδόθηκε στον Νεκτάριο Τέρπο, ενώ αποτελεί πόνημα του Κωνσταντίνου Ρεσινού του Κορινθίου (16ος αι.), λογίου και γραφέα της Βατικανής Βιβλιοθήκης.[10] (Για περισσότερες πληροφορίες: εδώ) Κωνσταντίνου Γαρίτση Ο Νεκτάριος Τέρπος και το έργο του Ο ιερομόναχος Νεκτάριος Τέρπος ο Μοσχοπολίτης υπήρξε μία από τις σημαντικότερες μορφές του πρώτου μισού του 18ου αιώνα. Η προσωπικότητα του και το έργο του παρουσιάζουν αντιστοιχίες και είναι εφάμιλλα με αυτά του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού.
Το βιβλίο του «Πίστις» σημειώνει τον πρωτοφανή αριθμό των 12 εκδόσεων σε μια χρονική περίοδο 86 χρόνων, από το 1732 μέχρι το 1818. Κι όμως ο ιερομόναχος και συγγραφέας Νεκτάριος Τέρπος δεν κατέχει ούτε στην Εκκλησία ούτε στην Ελληνική Γραμματεία των Νεοτέρων χρόνων τη θέση που θα έπρεπε. Ελάχιστες είναι οι αναφορές στο πρόσωπό του, παραμένοντας μέχρι σήμερα άγνωστος και παραμελημένος. Ο Νεκτάριος Τέρπος (17ος-18ος αιώνας) υπήρξε μοναχός και ένας από τους κύριους διδασκάλους του Νεοελληνικού Διαφωτισμού.
Γεννήθηκε στην Μοσχόπολη της σημερινής νοτιοανατολικής Αλβανίας (Βόρεια Ήπειρος), από εύπορη βλαχόφωνη οικογένεια.
Έζησε τα παιδικά του χρόνια στο ανεπτυγμένο πνευματικά αστικό περιβάλλον της πατρίδας του. Περιόδευσε ως ιεροκήρυκας σε μια περιοχή που εκτείνεται από το Βεράτι μέχρι την Άρτα και αποτέλεσε τον προπομπό του Κοσμά του Αιτωλού. Κύριο έργο του αποτέλεσε του «Βιβλιάριο καλούμενον Πίστις», που μέσα σε έναν αιώνα (1732-1818) επανεκδόθηκε συνολικά δέκα φορές, όπου αναφέρει θεολογικές ερμηνείες. Ο Νεκτάριος Τέρπος ανήκει στους λόγιους και ενάρετους κληρικούς που διακρίθηκαν στα μέσα της ιη’ εκατονταετηρίδος. Με τους αγώνες και τη γενικότερη πνευματική του δραστηριότητα συνέβαλε αποφασιστικά στην ανάσχεση του κύματος του εξισλαμισμού και στην αποφυγή του εκτουρκισμού στις ΒΔ ακριτικές περιοχές του ελληνικού χώρου. Υπήρξε πρόδρομος και πνευματικός πατέρας του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, ο οποίος έδρασε στα ίδια μέρη, στα οποία και εκείνος αγωνίστηκε και του οποίου το έργο συνέχισε και ολοκλήρωσε. Το έργο του »Πίστις» γαλούχησε και εμψύχωσε τους σκλαβωμένους ραγιάδες.
Το πολύτιμο αυτό βιβλίο κυκλοφόρησε σε πολλές εκδόσεις. Από αυτές γνωρίζουμε εννέα, που εκδόθηκαν στο διάστημα 1732 μέχρι και του 1818. Πρέπει να σημειωθεί ότι η τελευταία γνωστή έκδοση έγινε τις παραμονές της εθνεγερσίας (1818). Μοναδικό φαινόμενο κυκλοφορίας σ’ ολόκληρη τη νεοελληνική βιβλιογραφία. Αν εξαιρέσει κανείς το θούρειο του Ρήγα, κανένα άλλο νεοελληνικό βιβλίο, δεν είχε τόσο μεγάλη και ευρύτατη κυκλοφορία με τόσες πολλές εκδόσεις, όσες »η Πίστις» του Νεκταρίου Τέρπου. Αναμφίβολα, ο Τέρπος ανήκει στους μεγάλους αγωνιστές των χρόνων της σκλαβιάς.
Η δράση του υπήρξε αξιοζήλευτη. Πρόβαλε με πάθος την ορθόδοξη πίστη και την ιδέα της εθνικής ελευθερίας. Τόνωσε το εθνικό φρόνημα των καταπτοημένων ραγιάδων. Καυτηρίασε με σκληρές εκφράσεις τις αθρόες αλλαξοπιστίες και ποτέ δεν συμβιβάστηκε με το φαινόμενο του κρυπτοχριστιανισμού, το οποίο θεωρούσε νόθο κατάσταση και αδυναμία ευθείας και πεπαρησιασμένης ομολογίας της αλήθειας.
Ο ανοιχτός αγώνας του κατά της τυραννίας και του μωαμεθανισμού είναι μοναδικό φαινόμενο σε ολόκληρη την Τουρκοκρατία, αφού οι μετέπειτα εθνεγέρτες, όπως ο Ρήγας, ο Κοραής και ο Ανώνυμος Έλληνας κρύφτηκαν πίσω από την ανωνυμία και χρησιμοποίησαν ψευδώνυμα. Το αρχαιότερο δείγμα βλάχικου γραπτού λόγου είναι η επιγραφή του ιερομόναχου Νεκταρίου Τέρπου σε ξύλινη εικόνα του 1731 που ανακαλύφθηκε το 1950, η οποία προέρχεται από την εκκλησία της Παναγίας του χωριού Αρδενίτσα στην πεδιάδα της Μουζακιάς στην Αλβανία. Η εικόνα δείχνει τη Παναγία Βρεφοκρατούσα και γράφει με ελληνική γραφή ¨Βίργιρε Μούμα-λ τουμνεζί ώρε τρέ νόϊ πεκετόσσλοιι¨, δηλαδή : ¨Παρθένος η μητέρα του Θεού δεήσου και για εμάς τους αμαρτωλούς¨.
Ο Κουρίλας, αντιθέτως, λέει ότι στην παραπάνω Ακαδημία εργάστηκε ως καθηγητής.Τις σπουδές του ίσως συνέχισε στη Βενετία, κοντά στους συμπατριώτες του αδελφούςΔημήτριο και Ιωάννη Χαλκέα. Άλλη μία μαρτυρία του Ευλόγιου Κουρίλα μας πληροφορεί πως το όνομά του εντοπίσθηκε σε έγγραφο τῆς Σκήτης Αγίας Άννης στο Άγιον Όρος, με ημερομηνία 1709.
Στη συνέχεια, ο ίδιος συγγραφέας, τον θέλει να αναχωρεί από το Άγιον Όρος και να εγκαθίσταται στη Μονή του οσίου Ναούμ και από εκεί στο μοναστήρι της Παναγίας Αρδεύουσας ή Αρδενίτσας στην κοιλάδα της Μουζακιάς. [4] Ο ίδιος ο Νεκτάριος δεν αναφέρει ποτέ στο βιβλίο που εξέδωσε το όνομα της μονής όπου εγκαταβιώνει, προτάσσει όμως την εικόνα της Παναγίας Αρδεύουσας στα πρώτα φύλλα του.
Ακόμη, μέσα στις σελίδες του βιβλίου του μας λέει τα εξής: Εγώ έκτισα το μισό μοναστήρι, εις τον καιρόν μου απόκτησα χωράφια και αμπέλια, σταυρούς και ευαγγέλια χρυσά και άλλα ιερά σκεύη, και εις κοντολογίαν, οι μοναχοί περισσότεροι από τ’ εμένα κουρεμένοι και οπόταν ηθέλησαν με εύγαλαν από το ηγουμενείον και από το κελλίον μου, οπού το έκτισα απατός μου. Κατά την περίοδο της παραμονής του στην Αρδενίτσα αναλαμβάνει δύο φορές την ηγουμενία, μετά από ενδιάμεση διακοπή που συμβαινει εξαιτίας των ενεργειών κάποιου Αρσενίου.
Έχοντας το οφφίκιο του πνευματικού στα όρια της επισκοπής Βελεγράδων εξομολογεί και έχει το δικαίωμα σύνταξης Κανονικής Συμμαρτυρίας για τους υποψήφιους κληρικούς.
Περιόδευσε ως ιεροκήρυκας σε μια περιοχή που εκτείνεται από το Βεράτι μέχρι την Άρτα, τη Σπαθία και τη Μουζακιά (όπως μας πληροφορεί γνώρισε πολλούς τόπους), και αποτέλεσε τον προπομπό του Κοσμά του Αιτωλού. Τα Χριστούγεννα του 1724 κήρυξε στο χωριό Τραγότι, κοντά στο Ελβασάν, όπου το ακροατήριό του αποτελείται σχεδόν μόνο από γυναίκες, διότι οι άνδρες είχαν μετατραπεί στην πλειονότητά τους σε μουσουλμάνους. Στο κήρυγμά του αυτό μιλάει εναντίον των Τούρκων, γεγονός που προκάλεσε μεγάλη αναταραχή και οδήγησε σε ξυλοδαρμό του: »Ύστερον δε το έμαθαν δύο αδέλφια Αγαρηνοί, οι οποίοι ήσαν σουμπασάδες, το πως εκήρυξα ομολογώντας τον Χριστόν Θεόν αληθινόν, και την Θεοτόκον Μητέρα και Παρθένον, τον δε Μωάμεθ ψεύστην και πλάνον, και έναν πρώτον μαθητήν του αντιχρίστου.
Ήλθαν και με ηύραν εις το σπήτι του παπά, και είχεν ο καθ’ ένας από ένα κοντόξυλον από γλατζινά, και κτυπώντες επάνω μου ανελεήμονα, δεν εκοίταζαν ένας τον άλλον πώς και πού βαρούν, αλλά του κακού με έδερναν όπου έφθανε ο καθ’ ένας… τόσον συχνά με έκρουξαν, ώστε και τα ξύλα εξεφλουδίσθηκαν με το να τύχουν χλωρά.
Εις όλα τα μέρη με εβάρεσαν, αλλού το κορμί μου εκοκκίνισε, και εις περισσοτέρους τόπους εμαύρισε, και ό,τι έκαμαν η βεντούζαις και τα κέρατα, και χάριτι Χριστού ιατρεύθηκα, όμως το ζερβόν μου μπράτζο έμεινε βλαμμένο, και ποτέ δεν ημπορώ να αναπαυθώ εις αυτό το μέρος».
Στις 15 Αυγούστου 1730 κήρυξε εις την χώραν των Κραπόβων, επαρχίαν Βελογράδων και Σπαθείας. Σε ανάμνηση του γεγονότος κατασκεύασε ολοσέλιδη ξυλογραφία που θα κοσμεί όλες τις εκδόσεις του Πίστις, όπου απεικονίζεται ένα δένδρο, στο οποίο ο κορμός συμβολίζει το Βάπτισμα, τα δώδεκα κλαδιά τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος και η ξερή κορυφή του μοιάζει με τον ανεξομολόγητο χριστιανό.
Μετά από αυτή την ομιλία ταξίδεψε στη Βενετία και προετοίμασε την έκδοση του έργου του, που τελικά εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1732 από το τυπογραφείο του Σάρου. Η προσπάθεια προσδιορισμού του έτους θανάτου του Νεκταρίου Τέρπου σχετίζεται με την έκδοση του αποδιδόμενου σ’ αυτόν βιβλίου με τον τίτλο: Ζητήματα διάφορα θεολογικά (βλ. παρακάτω Εργογραφία).
Η δυσκολία εντοπισμού της πρώτης έκδοσης (1739) οδήγησε τους ερευνητές σε εσφαλμένα συμπεράσματα σχετικά με τον θάνατό του. [5] Στην Ι.Μ.Μ. Βατοπεδίου Αγίου Όρους εντοπίσθηκε χειρόγραφο (αρ. 231) του εντύπου, της πρώτης έκδοσης (1739), όπου ο Νεκτάριος Τέρπος αναφέρεται ως συντάκτης και χορηγός: Ζητήματα διάφορα θεολογικά, κατ’ ερωταπόκρισιν… τώρα πρώτον βαλμένα εις τον τύπον, με δαπάνην του Ιερομονάχου κυρίου Νεκταρίου Τέρπου….
Το 1739 βρίσκεται δηλαδή ακόμη στη ζωή. Την ίδια χρονιά ετοιμάζει και πάλι την επανέκδοση του Πίστις. Ο τυπογράφος Βόρτολι προβαίνει στη διαδικασία έκδοσης άδειας για τύπωμα και την λαμβάνει στις 23 Νοεμβρίου 1740. Το 1740 εκδίδεται για δεύτερη φορά και το Ζητήματα, χωρίς όμως αναφορά στο όνομα χορηγού, ενώ το Πίστις δεν επανεκδίδεται, παρά μόνο 10 χρόνια αργότερα, το 1750, με την άδεια όμως του 1740. Ο Νεκτάριος Τέρπος, λοιπόν, ίσως χορηγός και της έκδοσης του Πίστις, θα πρέπει να έφυγε από τη ζωή περί τα τέλη του 1740 με αρχές του 1741.
Η ισχυρή δημοτικότητα, την οποία απέκτησε ο Νεκτάριος Τέρπος, οδηγεί στην εικονογράφισή του, μόλις 12 χρόνια μετά τον θάνατό του. Μας περιγράφει χαρακτηριστικά ο συμπατριώτης του Θεόφραστος Γεωργιάδης: Εις την εκκλησίαν των Αγίων Αποστόλων Μοσχοπόλεως, επί του τοίχου της πύλης αυτής, έβλεπέ τις την σεβασμίαν φυσιογνωμίαν του ως άνω ιερομονάχου, φέροντος επί της κεφαλής του επανωκαλύμμαυχον και ράβδον επισκόπου εις την χείρα του, πέριξ δε το όνομά του. [6] Στην εικονογράφηση αυτή διαπιστώνονται αναλογίες και στοιχεία που παραπέμπουν στη, μεταγενέστερη βέβαια, γνωστή παράσταση του Κοσμά Αιτωλού. Εργογραφία Το βιβλίο του Νεκταρίου Τέρπου έχει τον ακόλουθο μακροσκελή τίτλο:
«Βιβλιάριον καλούμενον Πίστις, αναγκαίον εις κάθε απλούν άνθρωπον, βεβαιωμένον από προφήτας, ευαγγέλιον, αποστόλους, και άλλους σοφούς διδασκάλους. Εισί δε και άλλοι λόγοι εκλεκτοί εις ωφέλειαν των αναγινωσκόντων, ως φαίνεται εν των Πίνακι, μεταγλωττισθέντες εις απλήν φράσιν, συναχθέντες παρά του εν ιερομονάχοις Νεκταρίου Τέρπου…». Αποτελεί το μοναδικό έργο του Νεκταρίου Τέρπου. Το Πίστις μέσα σε μία χρονική περίοδο 86 χρόνων (1732-1818) επανεκδόθηκε συνολικά δώδεκα φορές (1732, 1733[7], 1734[8], 1750[9], 1755, 1756, 1779α, 1779β, 1785, 1799, 1813, 1818). Από τον ύψηλό αριθμό των εκδόσεων, σε μία εποχή όπου η ροή του βιβλίου ρυθμίζεται με βάση τις παραγγελίες, γίνεται προφανής η αναγνώριση της προσωπικότητάς του και η ευρύτητα της απήχησης που είχε η διδασκαλία του. Το βιβλίο αυτό αποτελεί άμεση πηγή στοιχείων για τη ζωή και τη δράση του, όπως ο τόπος καταγωγής του, που αναφέρεται στη σελίδα τίτλου: Εκ της θεοφρουρήτου Χώρας Βοσκοπόλεως.
Στο προλογικό σημείωμα του Νεκταρίου αναφέρονται οι λόγοι έκδοσης του βιβλίου. Παραθέτουμε αυτούσιο ο κείμενο:
Τὸ λοιπὸν ἐτοῦτο τὸ Βιβλιάριον, τὸ ἐπονομαζόμενον Πίστις, δὲν τὸ ἐσύνθεσα διὰ τοὺς σοφοὺς καὶ γραμματισμένους ἀνθρώπους, ἀλλὰ διὰ τοὺς ἀγραμμάτους καὶ χωρικοὺς, ἐπειδὴ εἰς ἐτοῦτα τὰ μέρη τῆς Τουρκίας εὑρισκόμενοι χριστιανοὶ, πολλοὶ ἐπλανέθηκαν, καὶ πλανοῦνται ἀπὸ ὀλίγην ἀνάγκην καὶ δόσιμον τοῦ χαρατζίου, καὶ ἀρνοῦνται (φεῦ) τὸν Χριστὸν, καὶ παραδίδονται εἰς τὰς χεῖρας τοῦ διαβόλου.
Τούτου χάριν καὶ ἐγὼ, θείῳ ζήλῳ κινούμενος, ἠθέλησα νὰ τοὺς βοηθήσω εἰς τοῦτον τὸν ψυχικὸν κίνδυνον, ὅτι νὰ στέκωνται στερεοὶ εἰς τὴν Πίστιν, διὰ τὴν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ. Ἀναγινώσκοντες καὶ ἀκούοντες τὰ μαρτύρια, ὁποῦ ἔπαθαν οἱ ἅγιοι μάρτυρες διὰ τὸν Χριστὸν, νὰ παρακινοῦνται καὶ αὐτοὶ παραμικρὸν, καὶ νὰ τοὺς μιμοῦνται, νὰ μὴν ἀρνοῦνται τὴν Πίστιν τους, καὶ τὸν Κύριον τῆς Δόξης, ἀλλὰ νὰ ὑποφέρουν εὔκολα μετὰ πάσης χαρᾶς κάθε πειρασμὸν, καὶ τιμωρίαν διὰ τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Δεχθῆτε λοιπὸν, Ἀδελφοὶ ἐν Χριστῷ, ἐτοῦτο τὸ μικρὸν Βιβλιάριον, ὁποῦ εἰς κοινὴν ὠφέλειαν τὸ ἐτύπωσα, καὶ εὔχεσθε ὑπὲρ ἐμοῦ τοῦ ἀχρείου δούλου σας, καὶ ἔῤῥωσθε.
Ταύτην λοιπὸν τὴν Βίβλον ἀφιερώνω εἰς τὰς Ἁγίας ἀγκάλας τῆς Κυρίας Θεοτόκου, τῆς ἐπονομαζομένης Ἀρδενίτζας. Καὶ διὰ τοῦτο πρέπει κάθε ἄνθρωπος, καὶ μάλιστα οἱ Ἱερεῖς νὰ ἑρμηνεύουν τοὺς χριστιανοὺς εἰς ταῖς Ἐκκλησίαις τους ἐκεῖνα, ὁποῦ ὁ Θεὸς τοὺς ἤθελε φωτίσῃ.
Ἔπειτα ἂς τοὺς ἀναγνώσουν ἀπὸ τὸ Βιβλιάριον τὰ χρειαζόμενα. Μὰ ἐγὼ τὸ περισσότερον σᾶς παρακαλῶ, διὰ τὴν ἀληθινὴν Πίστιν τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ μας νὰ ὁμιλῆτε, εἰς βεβαίωσιν τῶν ἀκροατῶν.
Μετά τη μεγάλη εκδοτική επιτυχία του έργου, ο Νεκτάριος φαίνεται να έχει αποκτήσει μία σχετική οικονομική άνεση. Γι’ αυτό μπορεί και παραμένει στη Βενετία, όπου προετοιμάζει και τελικά χρηματοδοτεί μία μετάφραση σε δημώδη γλώσσα νόθου έργου του Μ. Αθανασίου (Έτεραί τινες ερωτήσεις κ’, στο MPG 28, 773-796). Το βιβλίο αυτό εκδόθηκε το 1739 και έχει τον τίτλο: Ζητήματα διάφορα θεολογικά κατ’ ερωταπόκρισιν, συναθροισμένα από τα συγγράμματα του μεγάλου Αθανασίου και έλλους Πατέρας, και εξηγημένα εις απλήν φράσιν με περίφρασιν…. Αποτελείται από 160 σελίδες και σε μία χρονική περίοδο 42 χρόνων (1739-1781) εκδόθηκε συνολικά έξι φορές (1739, 1740, 1755, 1778, 1779, 1781).
Εσφαλμένα αποδόθηκε στον Νεκτάριο Τέρπο, ενώ αποτελεί πόνημα του Κωνσταντίνου Ρεσινού του Κορινθίου (16ος αι.), λογίου και γραφέα της Βατικανής Βιβλιοθήκης.[10] (Για περισσότερες πληροφορίες: εδώ) Κωνσταντίνου Γαρίτση Ο Νεκτάριος Τέρπος και το έργο του Ο ιερομόναχος Νεκτάριος Τέρπος ο Μοσχοπολίτης υπήρξε μία από τις σημαντικότερες μορφές του πρώτου μισού του 18ου αιώνα. Η προσωπικότητα του και το έργο του παρουσιάζουν αντιστοιχίες και είναι εφάμιλλα με αυτά του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού.
Το βιβλίο του «Πίστις» σημειώνει τον πρωτοφανή αριθμό των 12 εκδόσεων σε μια χρονική περίοδο 86 χρόνων, από το 1732 μέχρι το 1818. Κι όμως ο ιερομόναχος και συγγραφέας Νεκτάριος Τέρπος δεν κατέχει ούτε στην Εκκλησία ούτε στην Ελληνική Γραμματεία των Νεοτέρων χρόνων τη θέση που θα έπρεπε. Ελάχιστες είναι οι αναφορές στο πρόσωπό του, παραμένοντας μέχρι σήμερα άγνωστος και παραμελημένος. Ο Νεκτάριος Τέρπος (17ος-18ος αιώνας) υπήρξε μοναχός και ένας από τους κύριους διδασκάλους του Νεοελληνικού Διαφωτισμού.
Γεννήθηκε στην Μοσχόπολη της σημερινής νοτιοανατολικής Αλβανίας (Βόρεια Ήπειρος), από εύπορη βλαχόφωνη οικογένεια.
Έζησε τα παιδικά του χρόνια στο ανεπτυγμένο πνευματικά αστικό περιβάλλον της πατρίδας του. Περιόδευσε ως ιεροκήρυκας σε μια περιοχή που εκτείνεται από το Βεράτι μέχρι την Άρτα και αποτέλεσε τον προπομπό του Κοσμά του Αιτωλού. Κύριο έργο του αποτέλεσε του «Βιβλιάριο καλούμενον Πίστις», που μέσα σε έναν αιώνα (1732-1818) επανεκδόθηκε συνολικά δέκα φορές, όπου αναφέρει θεολογικές ερμηνείες. Ο Νεκτάριος Τέρπος ανήκει στους λόγιους και ενάρετους κληρικούς που διακρίθηκαν στα μέσα της ιη’ εκατονταετηρίδος. Με τους αγώνες και τη γενικότερη πνευματική του δραστηριότητα συνέβαλε αποφασιστικά στην ανάσχεση του κύματος του εξισλαμισμού και στην αποφυγή του εκτουρκισμού στις ΒΔ ακριτικές περιοχές του ελληνικού χώρου. Υπήρξε πρόδρομος και πνευματικός πατέρας του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, ο οποίος έδρασε στα ίδια μέρη, στα οποία και εκείνος αγωνίστηκε και του οποίου το έργο συνέχισε και ολοκλήρωσε. Το έργο του »Πίστις» γαλούχησε και εμψύχωσε τους σκλαβωμένους ραγιάδες.
Το πολύτιμο αυτό βιβλίο κυκλοφόρησε σε πολλές εκδόσεις. Από αυτές γνωρίζουμε εννέα, που εκδόθηκαν στο διάστημα 1732 μέχρι και του 1818. Πρέπει να σημειωθεί ότι η τελευταία γνωστή έκδοση έγινε τις παραμονές της εθνεγερσίας (1818). Μοναδικό φαινόμενο κυκλοφορίας σ’ ολόκληρη τη νεοελληνική βιβλιογραφία. Αν εξαιρέσει κανείς το θούρειο του Ρήγα, κανένα άλλο νεοελληνικό βιβλίο, δεν είχε τόσο μεγάλη και ευρύτατη κυκλοφορία με τόσες πολλές εκδόσεις, όσες »η Πίστις» του Νεκταρίου Τέρπου. Αναμφίβολα, ο Τέρπος ανήκει στους μεγάλους αγωνιστές των χρόνων της σκλαβιάς.
Η δράση του υπήρξε αξιοζήλευτη. Πρόβαλε με πάθος την ορθόδοξη πίστη και την ιδέα της εθνικής ελευθερίας. Τόνωσε το εθνικό φρόνημα των καταπτοημένων ραγιάδων. Καυτηρίασε με σκληρές εκφράσεις τις αθρόες αλλαξοπιστίες και ποτέ δεν συμβιβάστηκε με το φαινόμενο του κρυπτοχριστιανισμού, το οποίο θεωρούσε νόθο κατάσταση και αδυναμία ευθείας και πεπαρησιασμένης ομολογίας της αλήθειας.
Ο ανοιχτός αγώνας του κατά της τυραννίας και του μωαμεθανισμού είναι μοναδικό φαινόμενο σε ολόκληρη την Τουρκοκρατία, αφού οι μετέπειτα εθνεγέρτες, όπως ο Ρήγας, ο Κοραής και ο Ανώνυμος Έλληνας κρύφτηκαν πίσω από την ανωνυμία και χρησιμοποίησαν ψευδώνυμα. Το αρχαιότερο δείγμα βλάχικου γραπτού λόγου είναι η επιγραφή του ιερομόναχου Νεκταρίου Τέρπου σε ξύλινη εικόνα του 1731 που ανακαλύφθηκε το 1950, η οποία προέρχεται από την εκκλησία της Παναγίας του χωριού Αρδενίτσα στην πεδιάδα της Μουζακιάς στην Αλβανία. Η εικόνα δείχνει τη Παναγία Βρεφοκρατούσα και γράφει με ελληνική γραφή ¨Βίργιρε Μούμα-λ τουμνεζί ώρε τρέ νόϊ πεκετόσσλοιι¨, δηλαδή : ¨Παρθένος η μητέρα του Θεού δεήσου και για εμάς τους αμαρτωλούς¨.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου