του Σταύρου Λυγερού
Πέρασαν δέκα χρόνια από την σχεδόν εν ψυχρώ εκτέλεση του Αλέξη Γρηγορόπουλου και κάθε χρόνο στις 6 Δεκεμβρίου η ανάμνηση εκείνης της δραματικής ημέρας λειτουργεί σαν πυροκροτητής για την πρόκληση ταραχών. Τον Δεκέμβριο 2008, ο εν ψυχρώ φόνος ενός 15χρονου μαθητή είχε σοκάρει και εξοργίσει την κοινή γνώμη, αφοπλίζοντας ταυτοχρόνως ηθικά όχι μόνο την αστυνομία, αλλά και την κυβέρνηση Καραμανλή. Ήταν, λοιπόν, αναπόφευκτο ο νεανικός ρομαντισμός να εκδηλωθεί με τον τρόπο που εκδηλώθηκε, προκαλώντας εκτεταμένες και έντονες κινητοποιήσεις.
Το γεγονός, μάλιστα, ότι ήταν γόνος μιας μεσαιοανώτερης αστικής οικογένειας και χωρίς παραβατική συμπεριφορά είχε εξαρχής προσδώσει ένα διαφορετικό πλαίσιο σ’ εκείνο τον φόνο. Είχε συγκλονίσει όχι μόνο τους μαθητές, αλλά και τους νοικοκυραίους, οι οποίοι είχαν νοιώσει ότι θα μπορούσε να είχαν σκοτώσει το δικό τους παιδί.
Ούτε το σοκ από έναν τόσο άδικο φόνο ούτε η παράδοση κινητοποιήσεων της νεολαίας, ωστόσο, μπορούν από μόνα τους να ερμηνεύσουν το γεγονός ότι οι αντιδράσεις προσέλαβαν ταχύτατα διαστάσεις εξέγερσης. Η μόνη ερμηνεία είναι ότι το περιστατικό λειτούργησε σαν καταλύτης για να εκδηλωθεί μια δυναμική που μέχρι τότε υπέφωσκε. Με άλλα λόγια, ο κάμπος ήταν πιο ξερός απ’ όσο φαινόταν και γι’ αυτό ο φόνος προκάλεσε πολύ μεγαλύτερη πυρκαγιά απ’ όσο θα προκαλούσε σε άλλες συνθήκες.
Επιφανειακά, δεν υπάρχει τίποτα που να συνδέει την εξέγερση του Δεκεμβρίου 2008 με την ελληνική κρίση χρέους που ξέσπασε ένα χρόνο αργότερα. Στην πραγματικότητα, όμως, η πολυήμερη εκείνη εξέγερση ήταν ένα πρόδρομο φαινόμενο της κρίσης. Προφανώς, αυτό που ώθησε τη νεολαία δεν ήταν κάποια ανάλυση για τα δημοσιονομικά, ούτε κάποια πρόβλεψη για την εκτόξευση των επιτοκίων δανεισμού. Ήταν η διάχυτη αίσθηση παρακμής που ολοένα και περισσότερο βάραινε στην ατμόσφαιρα της Ελλάδας και τροφοδοτούσε μια δυναμική αντίδρασης. Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι φορέας αυτής της αντίδρασης ήταν το πιο ευαίσθητο κομμάτι της κοινωνίας, η νεολαία.
Η απαξίωση και των δύο μεγάλων κομμάτων είχε σε μεγάλο βαθμό αχρηστεύσει και τη βαλβίδα ασφαλείας, που παραδοσιακά πρόσφερε η εναλλαγή τους στην εξουσία. Η μικρομεσαία θάλασσα είχε από τότε αρχίσει να παίρνει αποστάσεις από τα κόμματα εξουσίας. Σε μια περίοδο, μάλιστα, που η ηθική κρίση συσσώρευε κοινωνική δυσαρέσκεια και τροφοδοτούσε έντονη αμφισβήτηση, η ανικανότητα του πολιτικού συστήματος να ενσωματώσει το διάχυτο δυναμικό δεν είχε αφήσει διέξοδο. Οι προϋποθέσεις για μια κοινωνική έκρηξη, λοιπόν, ήταν πιο πολλές απ’ όσες φαίνονταν εκ πρώτης όψεως.
Διάχυτη ατμόσφαιρα παρακμής
Ο εν ψυχρώ φόνος του μαθητή ήταν ο καταλύτης για την ανάφλεξη του Δεκεμβρίου 2008, η οποία προσέλαβε τη μορφή μιας ιδιότυπης και χωρίς συγκεκριμένα αιτήματα νεανικής εξέγερσης. Η εξέγερση αυτή δεν χαρακτηρίστηκε από τη δράση των κουκουλοφόρων. Κουκουλοφόροι δρουν στο περιθώριο των διαδηλώσεων από τη δεκαετία του 1990. Η ειδοποιός διαφορά της εξέγερσης του Δεκεμβρίου 2008 ήταν –για τους λόγους που προαναφέραμε– η μαζική κάθοδος στους δρόμους όλων των μερίδων της νεολαίας, με πρώτους τους μαθητές.
Οι νέοι εισπράττουν τραυματικά τη διάχυτη ατμόσφαιρα παρακμής και την αναξιοπιστία των θεσμών. Βιώνουν με ανασφάλεια την προοπτική ενός αβέβαιου επαγγελματικού μέλλοντος. Όσοι περνούν επιτυχώς από τη δοκιμασία των εισαγωγικών εξετάσεων σπουδάζουν για 4-6 χρόνια, και όταν ως πτυχιούχοι ή και ως κάτοχοι μεταπτυχιακού τίτλου βγαίνουν στην αγορά εργασίας, σε έναν πολύ μεγάλο βαθμό βρίσκονται αντιμέτωποι με το φάσμα της ανεργίας. Εάν είναι τυχεροί και βρουν μια θέση, αυτή είναι κατά κανόνα κακοπληρωμένη και χωρίς τις στοιχειώδεις εγγυήσεις. Όσο για εκείνους που κατευθύνονται από νωρίς στην αγορά εργασίας κυρίως ως χειρώνακτες, αυτοί έχουν να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό της μαύρης εργασίας των μεταναστών.
Μπορεί οι συνθήκες μετά το 2010 να επιδεινώθηκαν δραματικά, αλλά και προηγουμένως ήταν διάχυτη στη νεολαία η αίσθηση της εκ των προτέρων ματαίωσης, η οποία συνδυαζόταν με τη συλλογική υπαρξιακή ανάγκη κάθε νέας γενιάς να βιώσει τη μοναδική εμπειρία της συλλογικής μέθης και να δημιουργήσει τα δικά της γεγονότα. Μέσα απ’ αυτά μια ολόκληρη γενιά βαπτίζεται στην πολιτική του πεζοδρομίου και ενηλικιώνεται πολιτικά κατά τρόπο αμφιλεγόμενο.
Επρόκειτο για μια γενιά υπερπροστατευμένη και ταυτοχρόνως πιεσμένη, με υψηλό δείκτη καταναλωτισμού και ταυτοχρόνως με θολές προοπτικές, χωρίς να ανήκει σε απτή κοινότητα και ταυτοχρόνως με σχετικά υψηλό μέσο μορφωτικό επίπεδο και πολύ μεγάλες δυνατότητες επικοινωνίας. Το μίγμα αυτό τελικώς αποδείχθηκε περισσότερο εύφλεκτο απ’ όσο έδειχνε.
Η είσοδος στο προσκήνιο
Η πολιτική με όρους κοινοβουλευτισμού και εξουσίας ήταν για τη συντριπτική πλειονότητα των νέων μακρινή και απεχθής. Αντιθέτως, οι μάχες του πεζοδρομίου συγκινούσαν και συγκινούν πολλούς. Όχι μόνο επειδή είναι το μεγάλο πάρτι του χαβαλέ και της ασυδοσίας, αλλά και επειδή η σύγκρουση με τα ΜΑΤ βιώνεται σαν έμπρακτη ενηλικίωση. Οι νέοι έχουν την τάση να καταπατούν τα όρια. Τον Δεκέμβριο 2008 οι συνθήκες τούς ώθησαν να πάνε πιο μακριά. Η αντίδρασή τους στον φόνο του μαθητή προσέλαβε διαστάσεις εξέγερσης.
Η διάκριση μεταξύ “καλών” φοιτητών/μαθητών και “κακών” κουκουλοφόρων είναι υπαρκτή, αλλά ταυτοχρόνως και σχετική. Ειδικά τον Δεκέμβριο 2008 έχασε αρκετό από το νόημά της. Αυτοί που αντέδρασαν πρώτοι στον φόνο του Αλέξη Γρηγορόπουλου και διαμόρφωσαν το κλίμα σύγκρουσης με την αστυνομία ήταν οι αντιεξουσιαστές. Οι μαθητές/φοιτητές ακολούθησαν. Είναι αυτοί, όμως, που προσέδωσαν βάθος και διάρκεια σ’ αυτή τη διαμαρτυρία, μετεξελίσσοντάς τη σε ιδιότυπη εξέγερση. Οι πιο ζωηροί απ’ αυτούς, μάλιστα, όχι μόνο μπήκαν δυναμικά στις συγκρούσεις με τα ΜΑΤ, αλλά και ως όχλος συμμετείχαν σε καταστροφές.
Στην τηλεοπτική δημοκρατία, άλλωστε, αυτοί που κάνουν καριέρα δεν είναι οι ειρηνικοί διαδηλωτές. Είναι οι κουκουλοφόροι, που κατά κανόνα μετατρέπουν τις διαδηλώσεις σε πεδία μάχης με τα ΜΑΤ. Κυνηγώντας το θέαμα, τα κανάλια τούς έχουν μετατρέψει σε αναμφισβήτητους πρωταγωνιστές. Έχουν όλες τις προδιαγραφές: Χωρίς πολιτική πλατφόρμα, χωρίς ιδεολογικούς περιορισμούς, είναι απρόσωποι, dark, ριψοκίνδυνοι, καταστροφείς, σκληροί στις μάχες του δρόμου και με διάθεση να βεβηλώσουν τα ιερά και τα όσια.
Όλα αυτά συνθέτουν ένα πολύ ελκυστικό πρότυπο πρωτίστως για ατίθασους νέους, που νιώθουν ασφυκτικά εγκλωβισμένοι σε ένα μίζερο παρόν και σε ένα αβέβαιο μέλλον. Αλλά και για ανήσυχους γόνους μεσοστρωμάτων, που βλέπουν σ’ αυτή την οδό μια ευκαιρία να επαναστατήσουν για όλα αυτά που τους περιβάλλουν και δεν τους αρέσουν. Είναι επίσης ελκυστικό πρότυπο για όσους η σύγκρουση με τα ΜΑΤ έχει καταντήσει τρόπος για να μπουν, έστω και με κουκούλα, στο προσκήνιο.
Η απόσταση που χωρίζει τον ρομαντισμό από τον μηδενισμό είναι πολύ πιο μικρή απ’ όσο εκ πρώτης όψεως φαίνεται. Αυτά τότε, γιατί τα πράγματα γρήγορα άλλαξαν. Το κίνημα των Αγανακτισμένων 2-3 χρόνια αργότερα είχε τελείως διαφορετικά χαρακτηριστικά. Σε αντίθεση με την εξέγερση τον Δεκέμβριο του 2008, είχε καθαρό κοινωνικοταξικό χαρακτήρα. Εξ ου και απουσίαζαν τα ιδεολογικά-κομματικά σύμβολα, όπως ακριβώς συμβαίνει τις τελευταίες εβδομάδες με το κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων στη Γαλλία.
Αλλά και στην Ελλάδα, η μόνη αξιοσημείωτη κινητοποίηση είναι οι μαθητικές καταλήψεις εναντίον της Συμφωνίας των Πρεσπών. Για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες η μαθητική νεολαία διοχετεύει την εγγενή τάση της για αμφισβήτηση προς την κατεύθυνση προάσπισης εθνικών θεμάτων. Όποια γνώμη κι αν έχει κανείς για τη Συμφωνία, το γεγονός ότι ο ρομαντισμός ενός πολύ μεγάλου τμήματος της μαθητικής νεολαίας δεν διοχετεύεται σε μηδενιστική κατεύθυνση είναι από μόνο του ελπιδοφόρο.
από το «https://slpress.gr/»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου