Η «λαϊκιστική» επανάσταση συνεχίσθηκε στην Ολλανδία, μετά τη Μ. Βρετανία και τις Η.Π.Α., αν και όχι εκεί που θέλουν να υποθέτουμε, στο θέμα των μεταναστών δηλαδή, αλλά στην οικονομία – όπου οι εργαζόμενοι έπαψαν να στηρίζουν τα κόμματα του κατεστημένου.
Άποψη
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα των εκλογών
του 2009, το ΠΑΣΟΚ είχε πάρει το 43,92% και 160 έδρες στη Βουλή, ενώ η
ΝΔ το 33,48% και 91 έδρες. Τρία περίπου χρόνια αργότερα, η ΝΔ
δημιούργησε μία κυβέρνηση συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ, το οποίο στη συνέχεια
εξαερώθηκε – στο 13,18% το Μάιο του 2012, στο 12,3% τον Ιούνιο και στο 4,68% τον Ιανουάριο του 2015, με μόλις 13 έδρες. Λογικά θα έλεγε κανείς, αφού το ΠΑΣΟΚ ήταν το κόμμα που αφενός μεν οδήγησε την Ελλάδα στο ΔΝΤ το 2010, αφετέρου τη χρεοκόπησε με το PSI – οπότε ήταν φυσικό να καταρρεύσει.
Το θέμα μας όμως εδώ δεν είναι η Ελλάδα, αλλά η Ολλανδία – όπου σύσσωμα τα ΜΜΕ ισχυρίζονται ότι, δεν έγινε η αναμενόμενη επανάσταση, οπότε η Ευρώπη έπαψε να αγωνιά για το μέλλον της.
Είναι όμως αλήθεια τα πράγματα έτσι ή μήπως πρόκειται για ένα από τα
συνήθη ευχολόγια της ΕΕ, με
στόχο τη χειραγώγηση των μελών της;
Αναζητώντας μία αντικειμενική απάντηση στο θέμα, σημειώνουμε πως το κόμμα των εργατικών, η σοσιαλδημοκρατική παράταξη του επικεφαλής Ολλανδού του Euro Group που έχει διορισθεί ουσιαστικά από τον Σόιμπλε στο παράνομο κατασκεύασμα του,
το κάποτε δεύτερο μεγαλύτερο κόμμα της χώρας μετά τη δεξιά και σε μικρή
μόνο απόσταση πίσω της, «εξαερώθηκε» χειρότερα από ότι το ΠΑΣΟΚ –
εμφανίζοντας πτώση από το 24% στο 5% περίπου, παρά το ότι δεν έκανε
ανάλογα εγκλήματα.
Ταυτόχρονα μία μεγάλη κυβέρνηση συνεργασίας, η
οποία από πολλά χρόνια τώρα προσπαθεί να επιβάλλει στη χώρα της εκείνες
τις συνταγές που εφαρμόσθηκαν στην Ελλάδα, καθώς επίσης στα άλλα κράτη
της κρίσης (πολιτική λιτότητας),
κατέρρευσε παταγωδώς – ενώ το μοναδικό που δεν συνέβη ήταν η εκλογική
νίκη της ακροδεξιάς, με αποτέλεσμα τα ΜΜΕ να ισχυρίζονται ότι, ο
«λαϊκισμός» των Βρετανών και των Αμερικανών ψηφοφόρων σταμάτησε στην
Ολλανδία.
Εν τούτοις, η ακροδεξιά αναδείχθηκε στο
δεύτερο μεγαλύτερο κόμμα της χώρας με 13,1% και 20 έδρες, ενώ το πρώτο, η
συντηρητική παράταξη του πρωθυπουργού, με το 21,3% των ψηφοφόρων έχασε 8
έδρες. Επί πλέον κανένας δεν γνωρίζει εάν καταφέρει να δημιουργήσει μία κυβέρνηση συνεργασίας
– αφού, για να αποκτήσει την πλειοψηφία στη Βουλή χρειάζεται, εκτός από
το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα και το επίσης συντηρητικό CDA, ακόμη ένα
άλλο, εάν πραγματικά αποκλείει την ακροδεξιά.
Για να καταλάβει τώρα κανείς τι συνέβη στην Ολλανδία, θα πρέπει να γνωρίζει ορισμένα ιστορικά γεγονότα – ξεκινώντας από το ότι η χώρα ήταν η πρώτη στην Ευρώπη που χρησιμοποίησε συστηματικά τη δεκαετία του 1980 το μισθολογικό dumping, με στόχο να αντιμετωπίσει, μέσω των δήθεν «διαρθρωτικών αλλαγών», την ανεργία.
Στα πλαίσια αυτά η Ολλανδία, συνδέοντας το νόμισμα της σταθερά με το γερμανικό μάρκο, κατάφερε
με τη βοήθεια της ανόδου των εξαγωγών, καθώς επίσης των συνεχώς
αυξανομένων πλεονασμάτων στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της να έχει
μία σχετική επιτυχία – με αποτέλεσμα το οικονομικό της μοντέλο
(Poldermodel) να εντυπωσιάσει ολόκληρη την Ευρώπη. Αρκετοί Γερμανοί
πολιτικοί δε επισκέπτονταν τη χώρα, για να ανακαλύψουν τι έπρεπε να
κάνουν για να έχουν μία ανάλογη επιτυχία στην εποχή της παγκοσμιοποίησης
– μιμούμενοι ενδεχομένως την κυβέρνηση της Ολλανδίας.
Το μυστικό ήταν τελικά η πτώση του εργατικού κόστους ανά μονάδα εργασίας, ως ατμομηχανή της ανάπτυξης
– η αποσύνδεση ουσιαστικά των αυξήσεων των μισθών των εργαζομένων από
την παραγωγικότητα τους, έτσι ώστε να είναι ανταγωνιστικοί με τις άλλες
χώρες (μισθολογικό dumping). Στο πρώτο γράφημα (πηγή: Flasbek) φαίνεται η
εξέλιξη του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στη Γερμανία (μπλε
γραμμή) και στην Ολλανδία (πορτοκαλί γραμμή) – η πτώση του δηλαδή κατά 7
σχεδόν μονάδες στην Ολλανδία από το 1981 έως το 1984, με τη Γερμανία να
την ακολουθεί.
Στη συνέχεια αυξήθηκε μαζικά το
πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Ολλανδίας, παραμένοντας
υψηλά έως σήμερα (δεύτερο γράφημα) – κάτι που είναι σε θέση να πετύχει
μία μικρή χώρα, όπως η Ολλανδία, χωρίς να δημιουργήσει σημαντικές
δυσκολίες στα γειτονικά της κράτη. Φυσικά αυτό δεν πρέπει να συμβαίνει
με τις μεγάλες χώρες, επειδή η πολιτική αυτή προκαλεί τεράστια προβλήματα στο παγκόσμιο σύστημα των σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών – πόσο μάλλον σε μία νομισματική ένωση, όπως η Ευρωζώνη.
Τελικά η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της
Γερμανίας αποφάσισε να μιμηθεί το μοντέλο της Ολλανδίας, παρά το ότι
επρόκειτο για μία πολύ μεγάλη χώρα – όταν τότε πολλοί Ολλανδοί πολιτικοί, ανεξαρτήτως κόμματος, πίστευαν πως είχαν βρει το φάρμακο για την οικονομία, με την έννοια του «πώς μία χώρα θα μπορούσε να έχει επιτυχία στην εποχή της παγκοσμιοποίησης».
Έτσι στις αρχές της δεκαετίας του 2000 η Γερμανία υιοθέτησε την πολιτική της φτωχοποίησης του γείτονα, κατά τα πρότυπα της Ολλανδίας
– όπου εν πρώτοις ο ρυθμός ανάπτυξης ήταν χαμηλός, όπως επίσης της
Ολλανδίας, αλλά μετά το ξέσπασμα της κρίσης ήταν μεγαλύτερος (τρίτο
γράφημα). Αντίθετα, η Ολλανδία βυθίστηκε στην ύφεση το 2012 και το 2013,
αφού είχε προηγηθεί μία αντίστοιχη το 2008 – όπου όμως η συνταγή
παρέμεινε η ίδια, με αυτή που είχε επιτυχία τις προηγούμενες δεκαετίες.
Προφανώς δεν κατάλαβε πως είχε εκθρέψει
με το φάρμακο της ένα θηρίο δίπλα της, το οποίο στη συνέχεια της
δημιούργησε μία σειρά μεγάλων προβλημάτων, όπως επίσης στις άλλες χώρες
της Ευρωζώνης (άρθρο) – επί πλέον στις Η.Π.Α. και στον υπόλοιπο πλανήτη, χαρακτηριζόμενη σωστά ως το πλέον αχάριστο κράτος του κόσμου.
Στα πλαίσια αυτά το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα της Ολλανδίας, η
πολιτική του οποίου συνεχίζει να στηρίζεται σταθερά στις μειώσεις των
μισθών των εργαζομένων, με στόχο τη δημιουργία πλεονασμάτων στο ισοζύγιο
τρεχουσών συναλλαγών, ήταν λογικό να καταρρεύσει – ακριβώς
επειδή αυτή η πολιτική έπαψε πλέον να αποδίδει, λόγω της υιοθέτησης της
από την πολύ μεγαλύτερη και ισχυρότερη Γερμανία.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, προφανώς η επανάσταση συνεχίσθηκε στην Ολλανδία, μετά τη Μ. Βρετανία και τις Η.Π.Α. – όχι όμως εκεί που υποθέτουν οι περισσότεροι, στο θέμα των μεταναστών δηλαδή, αλλά στην οικονομία.
Ουσιαστικά λοιπόν στην Ολλανδία έγινε το ίδιο ακριβώς με τις δύο άλλες χώρες, αφού ο
μεταναστευτικός φόβος δεν είναι ρατσιστικός, αλλά έχει σχέση με τα
εισοδήματα των ανθρώπων, καθώς επίσης με τις θέσεις εργασίας –
όπου οι περισσότεροι δεν φοβούνται αυτού καθεαυτού τους ξένους, αλλά το
βιοτικό τους επίπεδο, τις αμοιβές και τη δουλειά τους, τα οποία θεωρούν
πως κινδυνεύουν από την είσοδο των προσφύγων που θα είναι πρόθυμοι να
εργάζονται πολύ πιο φθηνά από τους ίδιους.
Με ακόμη πιο απλά λόγια, οι
Ολλανδοί εργαζόμενοι έπαψαν να στηρίζουν τόσο το σοσιαλδημοκρατικό
κόμμα, όσο και τη «λαϊκή δεξιά», όσον αφορά την οικονομική τους πολιτική
– κατανοώντας πως προωθούν τα συμφέροντα των ελίτ, ενάντια στα δικά
τους. Επομένως συμπεριφέρθηκαν όπως οι εργαζόμενοι στη Μ. Βρετανία και
στις Η.Π.Α., όπου μόνο ο κ. Trump αντιλήφθηκε τη στάση τους, κρίνοντας
από το γνωστό ως «δόγμα Trump»
– κάτι που θα συνεχισθεί και στο μέλλον, εν πρώτοις στη Γαλλία (στη
Γερμανία φαίνεται πως ο κ. Schulz ήταν ο πρώτος που το κατάλαβε).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου