Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2020

Η ιστορία της Αρμενίας μεταξύ των δύο Παγκοσμίων Πολέμων

 

Το μνημείο της νίκης του Σαρνταραμπάνττου Ιάσωνα Καπετανίδη

Η αναζωπύρωση των συγκρούσεων στον Καύκασο, έφερε ξανά στο προσκήνιο την περιπετειώδη ιστορία του αρμένικου έθνους που εδώ και εκατό χρόνια πορεύεται σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο και σχεδόν πάντα εχθρικό περιβάλλον. Ανάμεσα στις φλόγες των μαχών που άναψαν γύρω από τον διαφιλονικούμενο θύλακα του Ναγκόρνο Καραμπάχ, ξεχωρίζει μια λέξη που συχνά επικαλούνται οι Αρμένιοι, το «Σαρνταραμπάντ», η οποία παραπέμπει στα εν πολλοίς άγνωστα σε εμάς ιστορικά γεγονότα, όπως αυτά αποτυπώθηκαν στην συλλογική μνήμη τους, φτάνοντας μέχρι τις μέρες μας.

Το μνημείο για την νίκη στο Σαρνταραμπάντ

Τι είναι όμως το Σαρνταραμπάντ; Πρόκειται για μια τοποθεσία 40 χλμ βόρεια της Ερεβάν στην οποία έλαβε χώρα μια σημαντική μάχη το 1918 μεταξύ των αρμενικών δυνάμεων και των Τούρκων. Από την έκβασή της κρίθηκε κυριολεκτικά η σωτηρία του αρμένικου λαού, εννοώντας του τμήματος του κατά πολύ μεγαλύτερου έθνους που διασώθηκε, ώστε να κατοικεί στα όρια της σημερινής Αρμενίας. Άλλωστε οι ιστορικοί σήμερα θεωρούν ότι αν ηττούνταν οι Αρμένιοι τότε, για αυτόν τον περήφανο λαό θα διαβάζαμε μόνο στα βιβλία της ιστορίας. Μπορεί σε κάποιον αυτό να φαίνεται υπερβολικό, αν φυσικά δεν γνωρίζει για την “τέλεια καταιγίδα” της ιστορίας στην οποία βρέθηκαν οι Αρμένιοι πριν από έναν αιώνα.

Γυρίζοντας το ρολόι της ιστορίας λοιπόν στο 1918, έτος στο οποίο έχει ήδη συντελεστεί η γενοκτονία στη Δυτική Αρμενία (1915), η προέλαση των ρωσικών στρατευμάτων, η Οκτωβριανή Επανάσταση και η αποχώρηση του τσαρικού στρατού απ’ τον Καύκασο (φθινόπωρο του 1917), οι Αρμένιοι -όπως και οι Πόντιοι εξάλλου- βρίσκονται ξαφνικά μόνοι τους στα Οθωμανικά εδάφη τα οποία είχε κατακτήσει ο ρωσικός στρατός κατά τη διάρκεια του πολέμου, δηλαδή από τα παλαιά Ρωσοτουρκικά σύνορα προ του 1914 δυτικά του Καρς και Αρνταχάν, μέχρι αρκετά δυτικότερα και νότια, την Ερζερούμ και το Βάν. Αποσκιρτούν λοιπόν από τον ρωσικό στρατό που εγκαταλείπει το μέτωπο και στον οποίο είχαν πάρει μέρος και συγκροτούν ένοπλες πολιτοφυλακές, τα σπέρματα του αρμένικου στρατού, απέναντι στον τακτικό τουρκικό στρατό ο οποίος επιστρέφει στην περιοχή.

Η κατάσταση στην επαναστατική Ρωσία είναι χαώδης. Τα σημάδια αποσύνθεσης του στρατού αρχίζουν μετά την επανάσταση του Φλεβάρη του 1917. Σημείο καμπής που πυροδοτεί τις εξελίξεις είναι ο ναυτικός αποκλεισμός των Στενών, πράγμα που σημαίνει ότι οι εισαγωγές τροφίμων και κυρίως πολεμικού υλικού είναι αδύνατες. Αυτό αντανακλά στη μαχητική αξία του ρωσικού στρατού και συμβάλλει στις καταστροφικές ήττες του προηγούμενου χρόνου. Με τη σειρά του επιταχύνει τις πολιτικές εξελίξεις. Η δυσαρέσκεια φουντώνει και μέσα από μια αλυσίδα γεγονότων, η Ρωσία επαναστατεί. Μετά την Οκτωβριανή επανάσταση ο ρωσικός στρατός είναι σε πλήρη διάλυση. Πρώτο μέλημα της επαναστατικής κυβέρνησης των μπολσεβίκων η σύναψη ανακωχής με τις Κεντρικές Δυνάμεις. Αμέσως όμως αυτή παραβιάζεται από τα γερμανο-αυστριακά στρατεύματα και με μια 11ήμερη προέλαση άνευ ουσιαστικής αντίστασης, προωθούνται βαθιά στο ρωσικό έδαφος. Αυτό υποχρεώνει τους μπολσεβίκους να οδηγηθούν στη σύναψη της συνθήκης του Μπρεστ-Λιτόφτσκ με την οποία τεράστιες εκτάσεις της Ρωσίας παραχωρούνται στις Κεντρικές Δυνάμεις. Στο μεσοδιάστημα γίνεται η επίσημη διάλυση του ρωσικού στρατού, ο οποίος έτσι κι αλλιώς πλέον αποτελούσε την σκιά του εαυτού του, όπου σύντομα θα αντικατασταθεί με τον Κόκκινο Στρατό που μπαίνει σε φάση συγκρότησης. Ούτε όμως η υπογραφή της Συνθήκης σταματά την προέλαση των Γερμανών και Αυστριακών από το να καταλάβουν και νέες περιοχές.

Ενωμένη Αρμενία - Βικιπαίδεια
“Δυτική Αρμενία” αναφέρεται η περιοχή της σημερινής βορειοανατολικής Τουρκίας που κατοικούνταν μέχρι το 1915 από συμπαγείς αρμενικούς πληθυσμούς.

Την ίδια περίοδο ο έλεγχος στον Καύκασο έχει χαθεί. Με την αποχώρηση των Ρώσων, συγκροτείται η Ομοσπονδία της Υπερκαυκασίας, μια βραχύβια κρατική εξουσία, αποτελούμενη από εκπροσώπους των τριών βασικών εθνών της περιοχής (Αζέρους, Γεωργιανούς και Αρμένιους), οι οποίοι παρακάμπτουν πρόσκαιρα τις  συνήθως μεταξύ τους εχθρικές σχέσεις. Τους ενώνει η κοινή αντίληψη της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί, ώστε να αντεπεξέλθουν στις τεκτονικές αλλαγές που συντελούνται και τις δυνάμεις συμφερόντων που συγκλίνουν στην περιοχή του Καυκάσου, κάνοντάς τον την πιο επικίνδυνη περιοχή στον κόσμο, στην πλέον επικίνδυνη εποχή. Αυτή της μετάβασης από τις δύο Αυτοκρατορίες που πρόκειται να μπουν σε φάση διάλυσης, σε κάτι νέο που ακόμα δεν έχει φανεί εξολοκλήρου. Ανάμεσα λοιπόν στις πρόνοιες του Μπρέστ-Λιτόφσκ, είναι και η παραχώρηση όλων των εδαφών που κατείχε μέχρι εκείνη τη στιγμή ο ρωσικός στρατός, καθώς και των εδαφών που είχαν αποσπαστεί με τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877-1878, στους Οθωμανούς και η αναγνώριση της ανεξαρτησίας ολόκληρης της υπόλοιπης Υπερκαυκασίας, ενώ σε μια μυστική ρήτρα της συνθήκης, συμφωνείται η αποστράτευση των Αρμένικων δυνάμεων, οι οποίες δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητες, μιας και υπερέβαιναν σε αριθμό τις 100 χιλ. πριν την κατάρρευση του μετώπου.

Εντούτοις, η Ομοσπονδία της Υπερκαυκασίας διαλύεται λίγο αργότερα, υπό το βάρος των εξελίξεων που είναι καταιγιστικές, της προέλασης δηλαδή των Οθωμανών, οι οποίοι δεν περίμεναν να υπογραφεί το Μπρέστ-Λιτόφσκ, πράγμα που οδηγεί τους Γεωργιανούς να αποχωρήσουν από τη σύμπραξη καλώντας τα γερμανικά στρατεύματα να εγκατασταθούν στη χώρα, προερχόμενα από την Κριμαία, η οποία τελεί αυτή την περίοδο υπό γερμανική κατοχή. Οι υπόλοιποι δύο εταίροι λοιπόν αναγκαστικά κηρύσσουν την ανεξαρτησία τους και ήδη εμπλέκονται σε διαμάχες για τις διαφιλονικούμενες περιοχές, ανάμεσα στις οποίες είναι και το ορεινό Καραμπάχ και το Ναχιτσεβάν.

Την ίδια περίοδο, η Οθωμανική Αυτοκρατορία που επίσης βρίσκεται σε κρίση, οδεύει προς την ανακωχή του Μούδρου (Οκτώβρης 1918) έχοντας ηττηθεί στα περισσότερα πολεμικά μέτωπα, χάνοντας όλα της τα ερείσματα στην Μέση Ανατολή, ενώ επικρέμεται πάνω της το έγκλημα της φρικτής εξολόθρευσης των Αρμενίων, γεγονός που έχει συνταράξει την κοινή γνώμη της Ευρώπης και Αμερικής. 

Με την κατάρρευση του τσαρικού στρατού, ο Ενβέρ Πασάς, φανατικός διώκτης των Αρμενίων και ένας εκ της τριανδρίας των Νεότουρκων, διατάσει την προέλαση των Οθωμανικών δυνάμεων, την οποία οι αρμενικές δυνάμεις αδυνατούν να συγκρατήσουν. Αφού ανακαταλάβει το σύνολο των απολεσθέντων σε αυτό τον πόλεμο εδαφών, περνά και πέραν των  συνόρων  του 1877-1878, πολιορκεί και καταλαμβάνει πολύ σύντομα το Καρς και τη γύρω περιοχή, και εισβάλει στην Ανατολική Αρμενία. Η περεταίρω προώθηση των τουρκικών δυνάμεων οδηγεί την Ομοσπονδία της Υπερκαυκασίας σε πλήρη αδιέξοδο και σε νέες διαπραγματεύσεις στο Μπατούμ, όπου οι Τούρκοι αξιώνουν πλέον και πέραν των προνοιών του Μπρεστ-Λιτόφσκ, την Τυφλίδα, το Αλεξαντροπόλ και την Ερτζιτζιαν. Υπό το βάρος των δυσμενών εξελίξεων η ομοσπονδία καταρρέει, με τους Αρμένιους να μένουν μόνοι για να αντιμετωπίσουν τους Οθωμανούς.

Ένας κλάδος των τουρκικών στρατευμάτων, προωθείται μέχρι το Μπακού (Σεπτέμβριος 1918), όπου εκδιώκουν το μικρό βρετανικό απόσπασμα (Dunsterforce),  το οποίο έχει ήδη καταλάβει  την πλούσια σε πετρέλαιο περιοχή καταστέλλοντας ταυτόχρονα την επανάσταση, το οποίο αποτελεί σημαντικό οικονομικό κέντρο και παράλληλα κέντρο του μπολσεβικισμού στον Καύκασο. Ανάμεσα στους νεκρούς μπολσεβίκους είναι και ο σημαίνων Αρμένιος επαναστάτης Στεφάν Σαχουμιάν, το όνομα του οποίου φέρει σήμερα η πρωτεύουσα του Ναγκόρνο Καραμπάχ, Στεπανακέρτ. Παράλληλα με τους Τούρκους και οι Γερμανοί, που ήδη βρίσκονται στη Γεωργία, επιδιώκουν την κατάληψη της περιοχής, πράγμα που τους φέρνει σε ευθεία αντιπαράθεση με τους κατά τ’ άλλα συμμάχους τους, με τους οποίους ξεσπούν αψιμαχίες. Στο Αζερμπαϊτζάν οι σοβιετικοί θα μπορέσουν να επιστρέψουν μόλις το 1920 αφού πρώτα αποχωρήσουν  τα τουρκικά στρατεύματα και οι Γερμανοί  και ηττηθούν οι αντεπαναστατικές δυνάμεις της περιοχής.

Οι Τούρκοι λοιπόν από όπου περνούν για ακόμα μια φορά κάνουν επίδειξη βαρβαρότητας απέναντι στον αρμένικο πληθυσμό, είτε της γηγενής περιοχής είτε στους ήδη μια φορά πρόσφυγες από τα γεγονότα του 1915 που έχουν εγκατασταθεί εκεί. Στα τέλη Μαΐου του 1918, εισβάλοντας στην Ανατολική Αρμενία φτάνουν έξω από το Αλεξαντροπόλ (σημερινό Γκιούμρι). Τα αρμενικά στρατεύματα, έτσι κι αλλιώς αδύναμα, βρίσκονται σε αποσύνθεση και η πλήρης κατάρρευση αποφεύγεται χάριν στη φλογισμένη στάση  του Αράμ Μανουκιάν «πατέρα» της σύγχρονης Αρμενίας και του στρατηγού-βετεράνου του τσαρικού στρατού Μοβσές Σιλικιάν οι οποίοι αποφασίζουν να αντιτάξουν απελπισμένη άμυνα συγκεντρώνοντας κάθε διαθέσιμες στρατιωτικές δυνάμεις, εθελοντές και χωρικούς της περιοχής.  Η μάχη δίνεται στην περιοχή του Σαρνταραμπάντ από τις 21 έως τις 29 Μαΐου 1918 και καταλήγει σε νίκη των Αρμενίων, χάρη στην οποία σώθηκε από βέβαιη καταστροφή η Ερεβάν και η Ανατολική Αρμενία.

Υπό αυτές τις εξελίξεις λοιπόν, υπογράφεται η συνθήκη του Μπατούμ (Μάιος 1918) όπου αναγνωρίζονται τα εδαφικά κέρδη των Οθωμανών, ενώ οι εχθροπραξίες συνεχίζονται, για να οδηγηθούμε χρονικά στην ανακωχή του Μούδρου (Οκτώβριος 1918), την διάλυση του Οθωμανικού στρατού, την επιστροφή όσων Αρμενίων έχουν επιζήσει στην Δυτική Αρμενία και τις διαπραγματεύσεις επιβολής των όρων της ειρήνης από μέρους της Ανταντ. Ανάμεσα στις πρόνοιες της συνθήκης ειρήνης που υπογράφεται τελικά στο Παρισινό προάστιο των Σεβρών το 1920, είναι και η σύσταση του κράτους της Αρμενίας που περιλαμβάνει και ένα μεγάλο τμήμα των κατεχόμενων από τους Ρώσους έδαφος προ της κατάρρευσης του τσαρικού στρατού.

Πώς διαμορφώνονταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία με την Συνθήκη των Σεβρών

Από την οριστική ρύθμιση των Σοβιετοτουρκικών συνόρων (Οκτώβρης 1921) με τη Συνθήκη του Καρς, μας χωρίζει ακόμα ένα έτος. Μέσα σε αυτό το διάστημα συντελείται μια δραματική ανατροπή. Αμέσως μετά τη Συνθήκη των Σεβρών, πραγματοποιείται η αιφνιδιαστική επίθεση του Καζίμ Καραμπεκίρ εκ νέου στην Δυτική Αρμενία, η ήττα των Αρμενικών δυνάμεων και η υπογραφή της συνθήκης του Αλεξαντροπόλ με την οποία οι Αρμένιοι αποδέχονται τον ενταφιασμό της Αρμενίας των Σεβρών, ενώ οι Σοβιετικοί που εν τω μεταξύ έχουν σταθεροποιήσει κάπως την εξουσία τους και έχουν επανέλθει στον Καύκασο, αρχικά από το Αζερμπαϊτζάν, εισέρχονται στην Ερεβάν η οποία έκτοτε αποτελεί τμήμα της ΕΣΣΔ ως σοσιαλιστική Δημοκρατία.

Σχεδόν ταυτόχρονα με την τουρκική επίθεση, συνάπτεται στη Μόσχα συνθήκη μεταξύ των μπολσεβίκων και των αντιπροσώπων της Κεμαλικής Τουρκίας, όπου τα δύο μέρη συμφωνούν στην αμοιβαία αναγνώριση, βάση της οποίας οι Σοβιετικοί ξεκινούν να προσφέρουν βοήθεια τις τουρκικές δυνάμεις, εδραιώνοντας με αυτό τον τρόπο την εξουσία τους αρχικά εντός της Τουρκίας και στη συνέχεια επικρατώντας επί του πεδίου της μάχης, ενώ κατά την τελική ρύθμιση των τουρκοσοβιετικών συνόρων, αποδέχονται αυτά που έχουν ήδη διαμορφωθεί επί του πεδίου, με τις μόνες διαφοροποιήσεις την επιστροφή απ’ τους Τούρκους του Μπατούμ, σημαντικότατο λιμάνι το οποίο δίνεται στη σοσιαλιστική Γεωργία και του Αλεξαντροπόλ (σημερινό Γκιούμρι) που αποτελεί σήμερα μέρος της Αρμενίας.

Πλέον η διαμορφωμένη πραγματικότητα στην περιοχή, είναι σε διαμετρική αντίθεση με την οραματιζόμενη Αρμενία των Σεβρών, στην μη υλοποίηση της οποίας βέβαια συμβάλουν και οι Σοβιετικοί. Με αυτό τον τρόπο λοιπόν κλείνει η περίοδος της κατάρρευσης του συστήματος ασφαλείας στον Καύκασο που ξεκίνα προ του Μπρέστ-Λιτόφσκ και λήγει με τη Συνθήκη ειρήνης του Κάρς.

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι brest.jpg

1. To Μπρέστ-Λιτόφσκ

Σε αυτό το σημείο, πρέπει να σημειώσουμε ότι η περίπτωση των Αρμενίων έχει μια πολύ σημαντική διαφορά εν σχέση  με τις υπόλοιπες περιοχές (περίπου το ¼ των ρωσικών εδαφών) που παραδόθηκαν με το Μπρέστ-Λιτόφσκ στις Κεντρικές Δυνάμεις προκειμένου να επιτευχθεί η πολύτιμη για την επικράτηση της Επανάστασης ειρήνη: Είναι η φύση του αντιπάλου (Τούρκοι) που κάνει αυτή τη διαφορά.

Σε αντίθεση με τα εδάφη της δυτικής Ρωσίας που αποσπούν οι Γερμανοί και Αυστρο-Ούγγροι, στα οποία οι λαοί που τα κατοικούσαν δεν αντιμετώπιζαν τότε τον κίνδυνο της φυσικής εξόντωσης (σε αντιδιαστολή λ.χ. με τη ναζιστική περίοδο κατοχής 20 χρόνια αργότερα), δεν συνέβαινε το ίδιο στον Καύκασο. Διότι οι Τούρκοι είχαν ήδη διαπράξει τη συστηματική εξολόθρευση των Αρμένιων το 1915 την οποία άπαντες γνώριζαν, φυσικά και οι μπολσεβίκοι. Απολύτως αναμενόμενη ήταν η επανάληψη των ίδιων γεγονότων σε βάρος των Αρμενίων, κατάσταση που λίγο αργότερα αντιμετώπισαν και οι Πόντιοι Έλληνες. Αν και το ότι οι Σοβιετικοί παρέλαβαν μια χαώδη κατάσταση είναι γεγονός, αυτό δεν αναιρεί τις ευθύνες και υποχρεώσεις που αναλάμβαναν για την τύχη των εδαφών και κυρίως των πληθυσμών από τα οποία αποσύρθηκαν οι ρωσικές δυνάμεις, ως διάδοχη εξουσία μετά την ανατροπή του Τσάρου.

Το παραπάνω λοιπόν εγείρει ακόμα και σήμερα σημαντική κριτική σχετικά με τον τρόπο που χειρίστηκαν οι μπολσεβίκοι τον τερματισμό του πολέμου και τον κυνισμό που επέδειξαν, προκειμένου να πετύχουν την επικράτηση της επανάστασης, αντιπαράθεση βέβαια που δεν έλειψε και στις γραμμές των μπολσεβίκων. Και αυτό το ζήτημα δεν είναι κάτι που παρουσιάζεται  αποκλειστικά στον τρόπο που η σοβιετική Ρωσία αποχώρησε από τον Α΄ ΠΠ. Το ίδιο πρόβλημα αντιμετώπισε και η Ελλάδα ελάχιστο χρόνο αργότερα, στο πως δηλαδή θα απεμπλακεί από την χρονίζουσα Μικρασιατική Εκστρατεία. Αν θέλουμε να φέρουμε και ένα σύγχρονο παράδειγμα για να γίνει αυτό κατανοητό, θα φέρναμε το Αφγανιστάν του σήμερα. Η εμπλοκή των Αμερικάνων στον πόλεμο είναι σημαντικό ζήτημα, αλλά και η αποχώρησή τους είναι επίσης. Ειδικά αν αυτή θα σημάνει τον αφανισμό από τους Ταλιμπάν ολόκληρων πληθυσμών. Σε αυτό δεν θα έχουν ευθύνη οι Αμερικανοί; Άρα και οι διαπραγματεύσεις σήμερα των ΗΠΑ με τους Ταλιμπάν δεν οφείλουν να είναι αντικείμενο κριτικής;

Σε αυτό το σημείο ας σημειώσουμε την τεράστια απόσταση ανάμεσα στις διακηρύξεις των μπολσεβίκων κατά την έναρξη του πολέμου όπου πορεύονταν με το σύνθημα για ειρήνη χωρίς προσαρτήσεις και αποζημιώσεις, με αυτό που τελικά υποχρεώθηκαν εκ των πραγμάτων να αποδεχτούν. Την παραχώρηση στις αντίπαλες δυνάμεις τεραστίων εκτάσεων και εκατομμυρίων κατοίκων και πλουτοπαραγωγικών πηγών, προκειμένου να επιτύχουν το επαναστατικό μίνιμουμ, την επιβίωση δηλαδή της επανάστασης με κάθε κόστος.

Από την άλλη, ήταν τέτοια η κατάσταση στα μέτωπα του πολέμου μετά τη διάλυση του τσαρικού στρατού, όπου στην πραγματικότητα ακόμα και χωρίς συνθήκη, τίποτα ίσως δεν μπορούσε να αποτρέψει την κατάληψη των παραπάνω εδαφών και πράγματι το Μπρέστ-Λιτόφσκ δεν σταμάτησε την κατάληψη ακόμα περισσότερων. Αυτό που έθεσε τέλος σε αυτή την εφιαλτική κατάσταση για την επανάσταση ήταν η ήττα της Γερμανίας το Νοέμβριο του ίδιου έτους και ο τερματισμός του πολέμου, στην οποία σημαντικό ρόλο έπαιξε η επανάσταση των Σπαρτακιστών. Με αυτό τον τρόπο η σοσιαλιστική Ρωσία, μπόρεσε και επανέκαμψε στην Ουκρανία, τον Καύκασο και τη Λευκορωσία, όχι όμως στις Βαλτικές Δημοκρατίες οι οποίες κέρδισαν την ανεξαρτησία τους.

Το ότι το Μπρέστ-Λιτόφσκ ήταν μια ιστορική αναγκαιότητα επιβεβλημένο από τις χαώδεις συνθήκες της περιόδου είναι γεγονός. Αυτό όμως, δεν δικαιολογεί την από εκεί και ύστερα στάση των Σοβιετικών απέναντι την Κεμαλική Τουρκία, διάδοχη εξουσία των Οθωμανών, την οποία είναι γνωστό ότι προσέγγισαν, νομιμοποίησαν με την αμοιβαία αναγνώριση, την επένδυσαν με τον αντιιμπεριαλιστικό μανδύα του απελευθερωτικού πολέμου, όταν αυτός διεξάγονταν κυρίως σε βάρος των γηγενών Αρμενίων και Ελλήνων, χρηματοδότησαν και βοήθησαν στον εξοπλισμό των στρατιωτικών της δυνάμεων από το 1920, όπλα τα οποία χρησιμοποιήθηκαν και κατά των Αρμενίων αλλά κυρίως κατά των ελληνικών στρατευμάτων που την ίδια περίοδο διεξήγαγαν τη Μικρασιατική Εκστρατεία, της οποίας επηρέασαν σημαντικά την έκβαση  ιδιαίτερα την περίοδο της μεγάλης επιθετικής ενέργειας προς την Άγκυρα.

Η Αρμενία των Σεβρών, δεν κατόρθωσε να αποκτήσει ποτέ την αναγνώριση εκ μέρους των Σοβιετικών, σε αντιδιαστολή με την Κεμαλική Τουρκία, με την οποία παρά το χάσμα σε επίπεδο πολιτικής και ιδεολογίας που σε κάθε περίπτωση ήταν μεγαλύτερο από το χάσμα με τους Αρμένιους εθνικιστές και παραβλέποντας την εξόντωση των Αρμενίων, Ελλήνων και Ασσυρίων,  συγκλίνουν στη βάση των στρατηγικών τους συμφερόντων. Για την πλευρά των σοβιετικών αυτό σημαίνει ότι οι δύο βασικές πύλες πρόσβασης προς την Επαναστατική Ρωσία, που δεν είναι άλλες από τα Στενά του Βοσπόρου και τον Καύκασο, θα παραμείνουν ασφαλή και κυρίως μακριά από τα στρατεύματα της Ανταντ, κατά συνέπεια δεν θα δύνανται να απειλήσουν την νεαρή ΕΣΣΔ η οποία ακόμα μαστίζεται απ’ τον εμφύλιο. Και είναι η σύγκλιση των στρατηγικών συμφερόντων των δύο πλευρών, που κάνει τις διακηρύξεις των μπολσεβίκων για αυτοδιάθεση των λαών να αφορούν όλους τους υπόλοιπους λαούς, εκτός των Αρμένιων και των Ελλήνων -αλλά και των Κούρδων- που κατοικούν στα όρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Εικ.2 Η Προέλαση των Οθωμανών το 1918.

Από την άλλη και οι δυνάμεις της Ανταντ, μην έχοντας ακόμα ξεμπερδέψει με τον Α΄ ΠΠ, εμπλέκονται ήδη σε ένα νέο πόλεμο στη Ρωσία στο πλευρό των Λευκών, διατηρώντας παράλληλα στρατεύματα κατοχής στη Μέση Ανατολή, ενώ αντιμετωπίζουν ήδη σοβαρά εσωτερικά προβλήματα από την επαναστατική πυρκαγιά που διαδίδεται σε όλη την Ευρώπη. Γρήγορα η υπόθεση των Αρμενίων περνά σε δεύτερη μοίρα. Παρά την έγκριση τους στη δημιουργία της Αρμενίας του Ουίλσον, την  αφήνουν πρακτικά  να αποτυπώνεται μόνο στους χάρτες, χωρίς δηλαδή να της  παράσχουν τίποτα περισσότερο ώστε  να αποκτήσει υλική υπόσταση.

Για τους Σοβιετικούς, στην αρνητική στάση τους απέναντι στους Αρμένιους, συνεπικουρεί ο κηδεμονευόμενος χαρακτήρας της υπό συγκρότηση Αρμενικής Δημοκρατίας, όπως αυτό αποτυπώνεται στις συζητήσεις της ΚτΕ, με τις ΗΠΑ να αποτελούν σε θεωρητικό επίπεδο τον άμεσο κηδεμόνα αυτής. Πρακτικά όμως καμία δύναμη της εποχής δεν ήταν διατεθειμένη να αποστείλει στρατεύματα για τη στήριξη της Αρμενικής Δημοκρατίας.

Αυτό το είχαν αντιληφθεί πρώτοι απ’ όλους οι ίδιοι.  Ας αναφέρουμε ότι οι πρώτοι αρνητές της γενοκτονίας που συντελέστηκε το 1915  τα φέρνει έτσι η ιστορική συγκυρία να είναι οι…. Αρμένιοι. Μπροστά στις διαπραγματεύσεις της ειρήνης στο Παρίσι, γνωρίζοντας ότι οι μεγάλες δυνάμεις δεν είναι διατεθειμένες να προσφέρουν κάτι περισσότερο από τις υπογραφές τους, οπότε το κράτος τους μόνοι τους πρέπει να το συγκροτήσουν και να το υπερασπιστούν, αναγκάζονται να καταπιούν την αμείλικτη πραγματικότητα των αριθμών και να ισχυριστούν ότι οι νεκροί της γενοκτονίας που έχει συντελεστεί το 1915 είναι μόλις 500 χιλ. συνεπώς το νέο κράτος μπορεί να είναι βιώσιμο.

Χωρίς λοιπόν τους Δυτικούς να είναι διατεθειμένοι να βοηθήσουν, με τους σοβιετικούς και Κεμαλικούς να συγκλίνουν από άποψη συμφερόντων υπέρ των δεύτερων, πράγμα που οδηγεί τους πρώτους να αποφεύγουν τη νομιμοποίηση (αναγνώριση) της Αρμενίας, ο συσχετισμός των δυνάμεων βαίνει διαρκώς επιδεινούμενος για τους Αρμένιους. Έτσι, με την αιφνιδιαστική επίθεση των Κεμαλικών, έρχεται μοιραία η κατάρρευση των αρμενικών στρατευμάτων το Φθινόπωρο του 1920 όπου, μπροστά στον κίνδυνο της ολοκληρωτικής εξόντωσης παραδίδουν την εξουσία στους σοβιετικούς. Στην ιστοριογραφία της Αριστεράς βέβαια, η είσοδος των σοβιετικών στρατευμάτων στην Ερεβάν έχει καταγραφεί ως  διάσωση του αρμένικου λαού. Και θα ήταν έτσι αν η πολιτική του Λένιν δεν είχε συμβάλει στο να οδηγήσει τους Αρμενίους στη συντριβή, πράγμα που συνήθως παρακάμπτεται.

3. Η συνθήκη του Καρς

Έτσι λοιπόν, οι Αρμένιοι, ίσως ο πλέον αδικημένος από την ιστορία λαός,  γίνονται ο μεγάλος  ηττημένος του πολέμου, συνθλίβονται για ακόμα μια φορά στην μακραίωνη ιστορία τους ανάμεσα στα τεράστια γεωπολιτικά συμφέροντα που συγκλίνουν στον Καύκασο, με την βασική διαφορά από το παρελθόν στο ότι αυτή τη φορά  συντρίβεται όχι μόνο το όνειρο της Αρμένικης Ανεξαρτησίας αλλά μαζί με αυτό το Αρμένικο έθνος το οποίο έφτασε στο χείλος της ολοκληρωτικής εξαφάνισης.

Επιστέφοντας λοιπόν στο Ναγκόρνο Καραμπάχ και στην απόδοσή του από τους σοβιετικούς στο Αζερμπαϊτζάν το 1923, ως απόρροια της Σοβιετοτουρκικής συνθήκης του Καρς, πράξη που συνήθως χρεώνεται προσωπικά στον Στάλιν, ας επισημάνουμε ότι αυτός δεν παρέκκλινε καθόλου από τη λενινιστική πολιτική της περιόδου, την οποία υπηρέτησε με συνέπεια με τους περιορισμούς στις επιλογές που έφερνε η δύσκολη χρονική συγκυρία και η εύθραυστη ισχύς της νεαρής ΕΣΣΔ.

Για τους παραπάνω λόγους, μεγαλύτερη ευθύνη για την κληρονομιά του προβλήματος που σήμερα πυροδότησε για ακόμα μια φορά τις συγκρούσεις ανάμεσα στους Αρμένιους και Αζέρους, φέρουν οι επίγονοι του Στάλιν οι οποίοι δεν διόρθωσαν έστω αυτή την αδικία εις βάρος της Αρμενίας όταν ο συσχετισμός ισχύος στην περιοχή άλλαξε υπέρ του σοσιαλισμού τις επόμενες δεκαετίες, υποκύπτοντας στα εθνικά συμφέροντα των Αζέρων. Η βαρύτητα των Αζέρων ήταν ασύγκριτα μεγαλύτερη, και γι’ αυτό ξέχασαν το ιστορικό χρέος τους  απέναντι στον αρμένικο λαό, ο οποίος χωρίς να το επιλέξει, συνέβαλε με τη θυσία του στην επιτυχία της Επανάστασης.

Προς επίρρωση των παραπάνω, ότι δηλαδή οι σοβιετικοί είχαν πλήρη επίγνωση αυτής της αδικίας, ας θυμίσουμε ότι το 1945 με τη λήξη του Β΄ ΠΠ και με τη σοβιετική ισχύ να έχει φτάσει στο απόγειό της, επί Στάλιν ακόμα, τέθηκε από την ΕΣΣΔ αίτημα αναθεώρησης της Σοβιετοτουρκικής συνθήκης ειρήνης και της επιστροφής των πρώην ρωσικών επαρχιών της Δυτικής Αρμενίας του Καρς και Αρνταχαν, της επιστροφής δηλαδή στα Ρωσοτουρκικά σύνορα του 1877-1878.

Είναι επίσης γνωστό ότι η τουρκική ηγεσία μπροστά στην αλλαγή της σοβιετικής πολιτικής στον Καύκασο, εγκατέλειψαν  της πολιτικής της «επιτήδειας ουδετερότητας» απέναντι στην ΕΣΣΔ και τους Δυτικούς, πολιτική που ίσχυε από την ίδρυση της τουρκικής Δημοκρατίας ως εκείνη τη στιγμή και αποφάσισαν την προσχώρηση της Τουρκίας στο δυτικό στρατόπεδο (ΝΑΤΟ).

Η ευθύνη επομένως από εκείνο το σημείο και ύστερα, μετατοπίζεται κυρίως στους Δυτικούς, οι οποίοι εντάσσοντας την Τουρκία στο ΝΑΤΟ -ταυτόχρονα με τη χώρα μας- και προστατεύοντας την Τουρκία, πετούσαν κυριολεκτικά τα δίκαια των Αρμενίων στα σκουπίδια. Με αυτό τον τρόπο βέβαια τα ιστορικά και απαράγραπτα στο διηνεκές δικαιώματα των Αρμενίων στην αδίκως αρπαγμένη και καταξεσκισμένη κυριολεκτικά Δυτική Αρμενία παρέμειναν για ακόμα μια φορά ανικανοποίητα, περιμένοντας τη στιγμή όπου η διεθνής συγκυρία θα επιτρέψει την αποκατάσταση στο μέτρο του δυνατού, αυτού του αφάνταστα ταλαιπωρημένου λαού στην πατρώα του γη.

4. Η Αρμενία των Σεβρών
5. Η εικόνα του Καυκάσου σήμερα.
6. Ο πόλεμος για το Ναγκόρνο Καραμπάχ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου