Του Σάββα Καλεντερίδη από το pontos-news.gr (πρώτη δημοσίευση 10/5/15)
Το περασμένο σαββατοκύριακο (σ. Α.: Μάϊος 2015) βρεθήκαμε στο Αρτσάχ – ορεινό Καραμπάχ, ως παρατηρητές στις εκλογές του εκεί αυτόνομου κράτους, κατόπιν πρόσκλησης της Αρμενικής Ομοσπονδίας Ευρώπης για τη Δικαιοσύνη και τη Δημοκρατία. Τη Δευτέρα, και αφού είχαμε επιτελέσει το καθήκον και την αποστολή του παρατηρητή, αποφασίσαμε να επισκεφθούμε το ένα και μοναδικό ελληνικό χωριό το οποίο μάθαμε (ομολογουμένως με έκπληξη) ότι υπάρχει εκεί! Το ΥΠΕΞ της Δημοκρατίας του Αρτσάχ μάς χορήγησε ένα αυτοκίνητο με τον οδηγό του και έναν μεταφραστή, Έλληνα πολίτη αρμενικής καταγωγής που φοιτά στη σχολή Καλών Τεχνών του Ερεβάν, τον Χοβίκ Κασαπιάν.
Όταν επιβιβαστήκαμε στο αυτοκίνητο μας περίμενε δεύτερη έκπληξη, αφού ο οδηγός μας είπε: «Και γιατί δεν παίρνετε μαζί σας τον Κώστα τον Έλληνα, που κατάγεται και μένει στο Στεπανακέρτ;*». Φυσικά τον πήραμε και μπήκαμε στο δρόμο για το ελληνικό χωριό, το οποίο φέρει επάξια τον τίτλο της πιο απομακρυσμένης αποικίας των Ελλήνων μεταλλωρύχων του Πόντου!
Αφού περάσαμε από την επαρχία Αγντάμ, που μέχρι το 1994 ανήκε στην επικράτεια του Αζερμπαϊτζάν και τώρα ελέγχεται από τις ένοπλες δυνάμεις του Αρτσάχ, και αφού περάσαμε από το επιβλητικό κάστρο και τον αρχαιολογικό χώρο της Τιγρανόκερτας, που έχτισε ο Τιγράνης, ο Μεγαλέξανδρος των Αρμενίων, φθάσαμε στο Μαρτακέρτ, την πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας στην οποία ανήκει το Μεχμανά.
Εκεί ο Κώστας ζήτησε να πάρει ορισμένες προμήθειες για να μας κάνει το τραπέζι. Στην αρχή του είπαμε να μην πάρει τίποτα γιατί δεν είχαμε χρόνο, δεδομένου ότι μόνο για το πηγαινέλα χρειαζόμασταν συνολικά πέντε ώρες. Ήταν αμετάπειστος. Στη συνέχεια ζητήσαμε να πληρώσουμε εμείς το αντίτιμο των προμηθειών και φυσικά αντιμετωπίσαμε ακόμα πιο ισχυρή άρνηση.
Εκεί, στο παντοπωλείο, συναντήσαμε μισή ντουζίνα στρατιώτες των ειδικών δυνάμεων του Αρτσάχ. Ο ένας, μόλις άκουσε ότι μιλάμε ελληνικά, μας είπε «καλημέρα» χωρίς να ξέρει πολλά πράγματα εκτός από ορισμένες ελληνοποντιακές λέξεις. Μας είπε ότι είναι Ελληνοαρμένιος, η γιαγιά του είναι από το Μερχανά, μας αγκάλιασε και μετά μας αγκάλιασαν και οι άλλοι στρατιώτες και μας έδειξαν πόσο ψηλά έχουν στη συνείδησή τους τους Έλληνες.
Στη συνέχεια πήραμε τον ανηφορικό δρόμο για το ελληνικό χωριό που
στέκεται για περίπου διακόσια χρόνια πάνω σε μια βουνοκορφή του Αρτσάχ,
απομονωμένο και μακριά από καθετί ελληνικό, αφού η πιο κοντινή
ελληνοποντιακή αποικία –το Αλαβερντί της Αρμενίας– απέχει περίπου 400
χλμ. Αυτό σημαίνει, με όρους του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού,
περίπου… 30 μέρες δρόμο.
Μετά από ανάβαση σε έναν κατεστραμμένο δρόμο, διαδρομή που διήρκεσε περίπου μία ώρα και είκοσι λεπτά από το Μαρτακέρτ, και αφού διανύοντας τα τελευταία πέντε χιλιόμετρα νιώσαμε τι θα πει… Camel Trophy, φτάσαμε στην κορυφή του βουνού, στα 1.300 μέτρα, κι από κει κατηφορίσαμε, με κατεύθυνση βόρεια. Μετά από λίγο, όταν φάνηκαν τα οπωροφόρα δένδρα μέσα στο δάσος, καταλάβαμε ότι πλησιάζουμε στο χωριό.
Το πρώτο σπίτι μόλις μπαίνουμε στο χωριό, δεξιά, είναι του Κόλια, όπως αποκαλούν τον Νίκο Ιωαννίδη, πατέρα του Κώστα που μας συνόδευε. Μας υποδέχτηκε στην αυλόπορτα.
Ενενήντα ενός ετών, καλοστεκούμενος, μας καλοδέχεται στα ποντιακά: «Καλώς έρθετε». Στη συνέχεια μας εξιστορεί την ιστορία του χωριού – όσα ήξερε, δηλαδή, από αυτήν. Σύμφωνα με τον Κόλια, το χωριό χτίστηκε από Έλληνες της Τραπεζούντας και της Χαλδίας πριν από πολλά-πολλά χρόνια (ίσως πάνω από δυο αιώνες), οι οποίοι έφθασαν επειδή είχαν πληροφορηθεί ότι στην περιοχή, στα σωθικά του βουνού, κρύβονται αποθέματα χρυσού και αργύρου.
Δεν ήταν σε θέση να μας πει και δεν είχαμε κι εμείς τη δυνατότητα να ερευνήσουμε ποιοι ήταν οι πρώτοι οικιστές, οι ιδρυτές του Μεχμανά. Πάντως στο χωριό υπήρχαν οικογένειες με τα επώνυμα Ακριτίδη, Παπαδόπουλου, Πουταχίδη, Στυλιανίδη, Ιωαννίδη, Λαβασίδη.
Επίσης, ο Κόλιας μας πληροφόρησε ότι στο χωριό λειτουργούσε εκκλησία
με Έλληνα παπά και σχολείο με Έλληνα δάσκαλο, που δίδασκε με βάση
ελληνικό πρόγραμμα διδασκαλίας! Μάλιστα μας είπε ότι ο ίδιος, που
γεννήθηκε το 1924, πήγε σε ελληνικό σχολείο και έμαθε να γράφει και να
διαβάζει ελληνικά. Δάσκαλός του ήταν ο Λαβασίδης, ο οποίος έφερνε τα
βιβλία από την Τιφλίδα.
_____
* H πρωτεύουσα του κράτους του Αρτσάχ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου