Τούρκοι βουλευτές της αντιπολίτευσης ζήτησαν από την κυβέρνηση να επιβιβαστούν στο ερευνητικό πλοίο Oruc Reis, με σκοπό –όπως ανέφεραν– να διαβιβάσουν το μήνυμα προς κάθε κατεύθυνση ότι η Τουρκία είναι ενωμένη στο ζήτημα της Ανατολικής Μεσογείου. Την ίδια ώρα, παρά τα εσωτερικά πολιτικά προβλήματα και τη “φωτιά” που έχει βάλει σε κάθε σημείο των συνόρων της Τουρκίας, η δημοτικότητα του Ερντογάν παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα.
Του Ζαχαρία Β. Μίχα
(Διευθυντής Μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας – ΙΑΑΑ/ISDA)
Τα στοιχεία αυτά προσφέρουν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία σχολιασμού μιας γνωστής και ιδιαίτερα δημοφιλούς άποψης στην Ελλάδα ότι δεν πρέπει να να βάζουμε “στο ίδιο τσουβάλι” την πολιτική ηγεσία της Τουρκίας και τον τουρκικό λαό. Η διπλωματία του “εσύ Χριστό κι εγώ Αλλάχ“, από γνωστό παλιό έντεχνο λαϊκό τραγούδι, δυστυχώς συνιστά άλλη μια επικίνδυνη ψευδαίσθηση που λειτουργεί ως παραμορφωτικός φακός στην αντιμετώπιση των ελληνοτουρκικών.
Ουδείς αμφιβάλλει ότι υπάρχουν δυτικόφιλοι-κοσμοπολίτες Τούρκοι. Ανάμεσα σ’ εαυτούς είναι επίσης βέβαιο ότι συμπεριλαμβάνονται ενδεχομένως και αρκετοί φορείς της πεποίθησης ότι η πολιτική Ερντογάν δεν είναι σωστή και ότι θα μπορούσε να βρεθεί μια λογική λύση μέσω διαπραγματεύσεων μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας. Προφανώς αυτή η κατηγορία Τούρκων υπάρχει και εάν ήταν πλειονότητα ίσως τα περιθώρια ελληνοτουρκικής συνεννόησης να ήταν μεγαλύτερα.
Ωστόσο, την Τουρκία την έχουμε δει και όταν δεν υπήρχε στην πολιτική σκηνή ο Ερντογάν. Το κοσμικό μετακεμαλικό καθεστώς είναι αυτό που άνοιξε τη βεντάλια των μονομερών επεκτατικών διεκδικήσεων σε βάρος της Ελλάδας στη δεκαετία του 1970 για να μείνουμε μόνο στην τελευταία ιστορική περίοδο. Και παρά το γεγονός ότι ήταν πάντα απαιτητικό, δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει ότι ήταν σταθερά προσανατολισμένο στη Δύση, γεγονός το οποίο είχε πολλές φορές φέρει την Ελλάδα σε πολύ δύσκολη θέση.
Εκείνη την εποχή, οι τουρκικές επεκτατικές διεκδικήσεις έβρισκαν όχι μόνο πρόθυμα αυτιά να ακούσουν, αλλά και ανοικτούς υποστηριχτές. Η Ελλάδα θα υπέφερε υπό το βάρος της υπεραξίας της Τουρκίας στη δυτική γεωστρατηγική. Για τους Δυτικούς συμμάχους, ο ελληνικός χώρος αποτελούσε συμπλήρωμα και στρατηγικό βάθος του τουρκικού.
Συμπερασματικά, η δυτικά προσανατολισμένη Τουρκία δεν ήταν καθόλου εγγύηση ότι θα σεβόταν το διεθνές δίκαιο και ότι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις θα ήταν ομαλές. Το έργο το έχουμε δει επανειλημμένως τις προηγούμενες δεκαετίες. ΗΠΑ και Ευρώπη το πολύ-πολύ να προχωρούσαν σε φιλικές παραινέσεις προς την Άγκυρα να μην το παρατραβήξει.
Μπορεί σήμερα, η Δύση να μην παίρνει μέτρα εναντίον του καθεστώτος Ερντογάν, αλλά τουλάχιστον το κλίμα είναι σαφώς εναντίον του, γεγονός που οπωσδήποτε ενισχύει κατ’ αντιδιαστολή την ελληνική διπλωματία. Την τελευταία δεκαετία σταδιακά έγινε αποδεκτό ακόμα και από φιλότουρκους ότι η Τουρκία απομακρύνεται από τη Δύση όχι μόνο γεωπολιτικά, αλλά και πολιτισμικά, με την έννοια ότι αναδύεται ολοένα και περισσότερο ο ισλαμικός χαρακτήρας της “βαθιάς Τουρκίας”, πάνω στον οποίο ο Ερντογάν οικοδομεί και μία αντίστοιχη στρατηγική.
Ο κορμός της τουρκικής κοινωνίας, η “βαθιά Τουρκία”, έφερε τους νεοοθωμανούς στην εξουσία και τους κρατάει για 18 χρόνια τώρα. Αν και το καθεστώς Ερντογάν έχει υποστεί πολιτική φθορά, αυτό έχει συμβεί κυρίως λόγω της οικονομικής κρίσης και του διάχυτου αυταρχισμού του (μαζικές διώξεις κλπ) κι όχι λόγω της εξωτερικής πολιτικής του.
Γι’ αυτό και παρά την επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου, ο κορμός της τουρκικής κοινωνίας ανταποκρίνεται απόλυτα στην εθνικιστική-επεκτατική πολιτική του Ερντογάν. Αποδεικνύεται για μια ακόμα φορά ότι ο ακραίος εθνικισμός είναι βαθιά ριζωμένος στην τουρκική κοινωνία, χωρίς να εξαιρούνται οι κοσμικοί δυτικόφιλοι των παραλίων. Γι’ αυτό και η αντιπολίτευση όχι μόνο δεν ασκεί κριτική στην πολιτική του καθεστώτος στα ελληνοτουρκικά, αλλά και πλειοδοτεί.
Επειδή ακριβώς το κλίμα είναι έτσι, είναι εύκολο για τον Ερντογάν να βρίσκει κοινοβουλευτικά συμπληρώματα στο πολιτικό σύστημα, όπως είναι το ακραίο Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης του Μπαχτσελί, το κόμμα των Γκρίζων Λύκων. Στο πλευρό του είναι και ο εκπρόσωπος του “αριστερoύ εθνικισμού” Ντογκούτ Περιντσέκ. Αμφότεροι έχουν βαθιές ρίζες στο τουρκικό “βαθύ κράτος”.
Το καθεστώς Ερντογάν μπορεί να κλιμάκωσε τον επεκτατισμό έναντι του Ελληνισμού που κληρονόμησε από το μετακεμαλικό καθεστώς που διέλυσε, αλλά συνιστά τομή στην τουρκική ιστορία. Αφού κέρδισε τον πόλεμο με το μετακεμαλικό “βαθύ κράτος”, οικοδόμησε το δικό του, ενσωματώνοντας τμήματα του παλιού, αλλά προσφέροντας νέο στρατηγικό προσανατολισμό.
Αυτό που κράτησε και ενίσχυσε είναι ο επεκτατικός εθνικισμός, ο οποίος, συνδυαζόμενος με τον ισλαμισμό, έχει δημιουργήσει ένα υβρίδιο που έχει ελαχιστοποιήσει τις πιθανότητες ολικής επαναφοράς της Τουρκίας σε δυτική τροχιά.
Η τουρκική κοινωνία είναι βαθύτατα διχασμένη, αλλά η πλειονότητα δείχνει να συμμερίζεται την επιλογή του Ερντογάν να αναβιώσει το οθωμανικό “αυτοκρατορικό μεγαλείο”. Γι’ αυτό και ο κορμός της τουρκικής κοινωνίας δεν δείχνει διάθεση μαζικής στοίχισης πίσω από φιλελεύθερες δυνάμεις με δυτικό προσανατολισμό. Όπως προαναφέραμε, σήμερα μπορεί να αυξάνονται οι διαμαρτυρίες για την οικονομική κρίση, αλλά η τουρκική κοινωνία χειροκροτεί τις πολεμικές περιπέτειες του προέδρου της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου