Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2020

Δώδεκα αναχωρητές άγιοι, σοφοί και πνευματικοί άνθρωποι, συγκεντρώθηκαν κάποτε…


1. Δώδεκα ἀναχωρητὲς ἅγιοι, σοφοὶ καὶ πνευματικοὶ ἄνθρωποι, συγκεντρώθηκαν κάποτε καὶ ζήτησαν νὰ ὁμολογήσει ὁ καθένας ὅσα κατόρθωσε στὸ κελί του καὶ ποιὰ ἦταν ἡ πνευματική του ἄσκηση.

Ὁ πρῶτος, ὁ μεγαλύτερος στὴν ἡλικία, εἶπε:

«Ἀδελφοί, ἐγὼ ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ἄρχισα νὰ ζῶ ἡσυχαστικὴ ζωὴ σταύρωσα ὅλο τὸν ἑαυτό μου ἀπέναντι στὰ ἐξωτερικὰ πράγματα, ἔχοντας στὸν νοῦ μου αὐτὸ ποὺ εἶναι γραμμένο: Νὰ σπάσουμε τοὺς δεσμοὺς ποὺ μᾶς συνδέουν μαζί τους καὶ νὰ ρίξουμε ἀπὸ πάνω μας τὸν ζυγό τους. Ἔτσι, ἔκανα ἕνα τεῖχος ἀνάμεσα στὴν ψυχή μου καὶ στὰ σωματικὰ πράγματα καὶ ἀναλογίσθηκα ὅτι, ὅπως αὐτὸς ποὺ εἶναι μέσα ἀπὸ τὸ τεῖχος δὲν βλέπει αὐτὸν ποὺ στέκεται ἔξω, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ σὺ μὴ θελήσεις νὰ βλέπεις τὰ πράγματα ποὺ ἔχουν σχέση μὲ τὰ ἔξω. Ἀλλὰ νὰ ἔχεις στραμμένη τὴν προσοχή σου στὸν ἑαυτό σου, ἀναμένοντας κάθε μέρα μὲ ἐλπίδα τὸν Θεό.

Ἔτσι θεωρῶ τὶς πονηρὲς ἐπιθυμίες φίδια καὶ ἀπόγονους ἀπὸ ὀχιές, καὶ ὅταν τὶς αἰσθάνομαι νὰ ξεφυτρώνουν στὸ νοῦ μου, τὶς ξηραίνω μὲ φοβέρες καὶ ὀργή. Ἀκόμη, δὲν σταμάτησα ποτὲ νὰ τὰ βάζω μὲ τὸ σῶμα μου καὶ μὲ τὴν ψυχή μου, γιὰ νὰ μὴν ἐκτραποῦν σὲ τίποτε ἀνάρμοστο».

Ὁ δεύτερος εἶπε:

«Ἐγὼ ἀπὸ τότε ποὺ ἀρνήθηκα τὸν κόσμο, εἶπα στὸν ἑαυτό μου: Σήμερα ἀναγεννήθηκες, σήμερα ἄρχισες νὰ δουλεύεις στὸν Θεό, σήμερα ἄρχισες νὰ κατοικεῖς ἐδῶ σὰν ξένος. Ἔτσι κάθε μέρα νὰ αἰσθάνεσαι, σὰν ἕνας ξένος καὶ ὅτι αὔριο θὰ φύγεις».

Ὁ τρίτος εἶπε:

«Ἐγὼ ἀπὸ τὸ πρωὶ ἀνεβαίνω στὸν Κύριό μου, καὶ ἀφοῦ τὸν προσκυνήσω, πέφτω μὲ τὸ πρόσωπο κάτω καὶ ἐξομολογοῦμαι τὰ ἁμαρτήματά μου. Ἔπειτα κατεβαίνοντας προσκυνῶ τοὺς ἀγγέλους του καὶ τοὺς παρακαλῶ νὰ ἱκετέψουν τὸν Θεὸ γιὰ μένα καὶ γιὰ ὁλόκληρη τὴν κτίση. Ἀφοῦ τὸ κάνω αὐτό, κατεβαίνω στὴν ἄβυσσο καὶ ὅ,τι κάνουν οἱ Ἰουδαῖοι, ὅταν πηγαίνουν στὰ Ἱεροσόλυμα, ποὺ σχίζουν τὰ ἐνδύματά τους καὶ κλαῖνε καὶ πενθοῦν γιὰ τὴ συμφορὰ ποὺ βρῆκε τοὺς πατέρες τους, αὐτὸ κάνω κι ἐγώ. Περιπλανιέμαι στοὺς τόπους τῆς κόλασης, βλέπω τὰ δικά μου μέλη (δηλαδὴ τοὺς ἐκεῖ ἄλλους χριστιανούς) νὰ βασανίζονται καὶ κλαίω μ᾿ αὐτοὺς ποὺ κλαῖνε».

Ὁ τέταρτος εἶπε:

«Ἐγὼ ἔτσι νιώθω, σὰν νὰ κάθομαι μὲ τὸν Κύριο καὶ τοὺς Ἀποστόλους του στὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν. Εἶπα στὸν ἑαυτό μου: ἀπὸ δῶ καὶ πέρα κανέναν συγγενῆ νὰ μὴν ξέρεις, ἀλλὰ πάντοτε νὰ βρίσκεσαι μ᾿ αὐτούς, νὰ τοὺς ἀναζητᾷς καὶ νὰ μιμεῖσαι τὸν καλὸ τρόπο τῆς ζωῆς τους, ὅπως ἡ Μαρία ποὺ καθόταν κοντὰ στὰ πόδια τοῦ Κυρίου καὶ ἄκουγε τὰ λόγια του:

«Νὰ γίνετε ἅγιοι, γιατὶ ἐγὼ εἶμαι ἅγιος. Νὰ γίνετε σπλαχνικοὶ καὶ τέλειοι, ὅπως ὁ Πατέρας σας εἶναι τέλειος. Νὰ διδαχτεῖτε ἀπὸ μένα ὅτι εἶμαι πρᾶος καὶ ταπεινὸς στὴν καρδιά».

Ὁ πέμπτος εἶπε:

«Ἐγὼ κάθε φορὰ βλέπω ἀγγέλους νὰ ἀνεβαίνουν καὶ νὰ κατεβαίνουν γιὰ τὴν πρόσκληση τῶν ψυχῶν. Καὶ πάντοτε, περιμένοντας τὸ τέλος μου, λέω: Εἶναι ἕτοιμη ἡ καρδιά μου, Θεέ μου».

Ὁ ἕκτος εἶπε:

«Ἐγὼ καθὼς κάνω τὴν πνευματική μου ἐργασία στὸ κελί, νομίζω ὅτι ἀκούω ἀπὸ τὸν Κύριο αὐτὰ τὰ λόγια: Νὰ κοπιάστε γιὰ μένα κι ἐγὼ θὰ σᾶς ἀναπαύσω, ἀκόμη λίγο νὰ ἀγωνιστεῖτε καὶ θὰ σᾶς δείξω τὴ σωτηρία καὶ τὴ δόξα μου. Ἂν μὲ ἀγαπᾶτε, ἂν εἴσαστε παιδιά μου, σὰν Πατέρα ποὺ παρακαλάει, νὰ αἰσθανθεῖτε γιὰ μένα σεβασμό, ἂν εἶστε ἀδελφοί μου, νὰ μὲ σεβαστεῖτε ὅπως ἐκεῖνον ποὺ ὑπέμεινε πολλὰ γιὰ σᾶς. Ἂν εἴσαστε πρόβατά μου, νὰ ἀκοῦστε τὴ φωνὴ τοῦ ποιμένα, ἂν εἶστε δοῦλοι μου, νὰ ἀκολουθήσετε τὰ παθήματα τοῦ δεσπότη σας».

Ὁ ἕβδομος εἶπε:

«Ἐγὼ αὐτὰ τὰ τρία μελετῶ συνεχῶς καὶ λέω ἀδιάκοπα στὸν ἑαυτό μου: πίστη, ἐλπίδα, ἀγάπη, γιὰ νὰ χαίρομαι μὲ τὴν ἐλπίδα, νὰ στηρίζομαι μὲ τὴν πίστη, καὶ μὲ τὴν ἀγάπη νὰ μὴ λυπήσω ποτὲ κανένα».

Ὁ ὄγδοος εἶπε:

«Ἐγὼ βλέπω τὸν διάβολο νὰ πετάει ζητώντας ποιὸν νὰ καταπιεῖ. Ὅπου κι ἂν πάει, βλέπω μὲ τὰ ἐσωτερικὰ μάτια, καὶ ἀναφέρομαι ἱκετευτικὰ στὸν Δεσπότη μου Χριστὸ ἐναντίον του, ὥστε νὰ μείνει ἄπρακτος καὶ νὰ μὴν μπορέσει νὰ κάνει τίποτε σὲ κανέναν, ἰδίως σ᾿ αὐτοὺς ποὺ φοβοῦνται τὸν Θεό».

Ὁ ἔνατος εἶπε:

«Ἐγὼ ὅταν κάνω τὴν πνευματική μου ἐργασία, βλέπω τὴν ἐκκλησία τῶν νοερῶν δυνάμεων κι ἀνάμεσά τους τὸν Κύριό της δόξας νὰ λάμπει περισσότερο ἀπ᾿ ὅλους. Ὅταν μὲ βρεῖ ἀκηδία, ἀνεβαίνω στοὺς οὐρανοὺς καὶ βλέπω τὴν ἔξοχη ὡραιότητα τῶν ἀγγέλων κι ἀκούω τοὺς ὕμνους ποὺ ἀνυψώνουν ἀκατάπαυστα στὸν Θεό, καθὼς καὶ τὴ μελῳδία τους. Ὑψώνομαι μὲ τοὺς ἤχους καὶ τὴ φωνὴ καὶ τὴ μουσικότητά τους, ὥστε νὰ νιώσω αὐτὸ ποὺ εἶναι γραμμένο:

«Οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ» καὶ ὅλα τὰ ἐπίγεια τὰ θεωρῶ στάχτη καὶ σκουπίδια».

Ὁ δέκατος εἶπε:

«Ἐγὼ πάντοτε βλέπω κοντά μου τὸν φύλακα ἄγγελό μου καὶ προσέχω τὸν ἑαυτό μου, ἔχοντας στὸ μυαλό μου αὐτὸ ποὺ ἔχει γραφεῖ:

«Ἔβλεπα μπροστά μου τὸν Κύριο πάντοτε, ὅτι στέκεται στὰ δεξιά μου, γιὰ νὰ μὴν κλονισθῶ ἀπὸ τὴ θέση μου».

Φοβοῦμαι λοιπὸν αὐτὸν ποὺ παρακολουθεῖ τὴν πορεία μου. Διότι τὸν βλέπω κάθε μέρα νὰ ἀνεβαίνει στὸν Θεὸ καὶ νὰ παρουσιάζει τὰ ἔργα καὶ τὰ λόγια μου».

Ὁ ἑνδέκατος εἶπε:

«Ἐγὼ προσωποποίησα τὶς ἀρετές, ὅπως π.χ. τὴν ἐγκράτεια, τὴ σωφροσύνη, τὴ μακροθυμία, τὴν ἀγάπη κι ἔστησα τὸν ἑαυτό μου ἀνάμεσά τους ὥστε νὰ μὲ περικυκλώσουν αὐτές. Κι ὅπου κι ἂν πάω, λέω στὸν ἑαυτό μου: «Ποῦ εἶναι οἱ παιδαγωγοί σου; Μὴν ἀδιαφορήσεις, μὴν ἀκηδιάσεις, ἀφοῦ παντοτινὰ αὐτὲς τὶς ἔχεις δίπλα σου, ὅποια ἀρετὴ θέλεις κοντά σου εἶναι, καὶ καλὰ λόγια θὰ ποῦν στὸν Θεὸ γιὰ σένα, ὅτι δηλαδὴ βρῆκαν σὲ σένα ἀνάπαυση».

Ὁ δωδέκατος εἶπε:

«Ἐσεῖς, Πατέρες, ἔχοντας φτεροῦγες ἀπὸ τὸν οὐρανό, ἀποκτήσατε οὐράνια ζωή. Κι αὐτὸ καθόλου παράξενο δὲν εἶναι, σᾶς βλέπω νὰ στέκεστε ψηλὰ λόγῳ τῶν ἔργων σας καὶ νὰ ἐπιδιώκετε τὰ οὐράνια. Μὲ δύναμη μάλιστα μετακινεῖστε ἀπ᾿ τὴ γῆ ἐσεῖς ποὺ ἀποξενωθήκατε ἐντελῶς ἀπ᾿ αὐτήν. Πῶς νὰ σᾶς ὀνομάσω; Ἐπίγειους ἀγγέλους ἢ οὐράνιους ἀνθρώπους; Ἐγὼ κρίνοντας τὸν ἑαυτό μου τόσο ἀνάξιο ἀκόμη καὶ νὰ ζεῖ, βλέπω μπροστά μου τὶς ἁμαρτίες μου. Ὅπου κι ἂν πάω, ὅπου κι ἂν στραφῶ τὶς βλέπω νὰ προχωροῦν πρὶν ἀπὸ μένα.

Στὰ καταχθόνια καταδίκασα τὸν ἑαυτό μου. Λέω «Θὰ εἶμαι μαζὶ μ᾿ αὐτοὺς ποὺ μοῦ ἀξίζει. Μ᾿ αὐτοὺς ὕστερα ἀπὸ λίγο θὰ μὲ κατατάξουν». Βλέπω ἐκεῖ θρηνητικὲς κραυγὲς καὶ δάκρυα, ποὺ δὲν σταματοῦν ποτὲ καὶ εἶναι ἀνεκδιήγητα. Βλέπω κάποιους νὰ τρίζουν τὰ δόντια καὶ νὰ πηδοῦν μ᾿ ὅλο τους τὸ σῶμα καὶ νὰ τρέμουν ἀπ᾿ τὸ κεφάλι μέχρι τὰ πόδια. Πέφτω μὲ τὸ πρόσωπο κάτω καὶ ρίχνοντας στάχτη στὸ κεφάλι μου ἱκετεύω τὸν Θεὸ νὰ μὴ δοκιμάσω ἐκεῖνες τὶς συμφορές. Βλέπω καὶ μία θάλασσα ἀπὸ φωτιὰ νὰ παφλάζει καὶ νὰ φυσομανάει ἐδῶ κι ἐκεῖ καὶ νὰ βρυχιέται, σὲ σημεῖο ποὺ νὰ νομίζει κανεὶς ὅτι τὰ κύματα τῆς φωτιᾶς φτάνουν μέχρι τὸν οὐρανό. Καὶ μέσ᾿ τὴ φοβερὴ αὐτὴ θάλασσα ἀμέτρητους ἀνθρώπους ριγμένους ἀπὸ ἄγριους ἀγγέλους, καὶ ὅλοι μαζὶ ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι μὲ μιὰ φωνὴ νὰ βγάζουν δυνατὲς κραυγὲς καὶ νὰ κράζουν μὲ ἰσχυροὺς θρήνους καὶ φωνὲς τέτοιες, ποὺ κανεὶς δὲν ἔχει ἀκούσει. Σὰν ξερὰ χόρτα ὅλοι νὰ καίγονται, καὶ οἱ οἰκτιρμοὶ τοῦ Θεοῦ νὰ φεύγουν μακριὰ ἀπ᾿ αὐτούς, γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους.

Τότε θρηνῶ τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, πῶς τολμᾷ νὰ μιλήσει ἢ νὰ δίνει τὴν προσοχή του σὲ κάτι ἐφήμερο, ἀφοῦ τόσο μεγάλα κακὰ περιμένουν τὸν κόσμο. Μὲ τέτοιους λογισμοὺς κρατῶ τὸ πένθος στὴν καρδιά μου, κρίνοντας τὸν ἑαυτό μου ἀνάξιο γιὰ τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ, καὶ πραγματοποιεῖται σὲ μένα ὁ λόγος τῆς Γραφῆς: Τὰ δάκρυά μου ἔγιναν γιὰ μένα ψωμὶ μέρα καὶ νύχτα».

Αὐτὰ εἶναι τὰ κατορθώματα τῶν σοφῶν καὶ πνευματικῶν Πατέρων. Μακάρι κι ἐμεῖς νὰ δείξουμε στοὺς ἄλλους μιὰ ζωὴ ἄξια νὰ τὴν θυμοῦνται, γιὰ νὰ εὐχαριστήσουμε τὸν Δεσπότη μας Χριστό, ἀφοῦ γίνουμε τέλειοι καὶ ἀψεγάδιαστοι.

2. Ἕνας Γέροντας εἶπε ὅτι ὑπῆρχε κάποιος ἀναχωρητής, ποὺ κατοικοῦσε στὴν πιὸ βαθιὰ ἔρημο ἀπὸ ἀρκετὰ χρόνια κι εἶχε ἀποκτήσει χάρισμα διορατικό, ὥστε νὰ συναναστρέφεται μὲ τοὺς ἀγγέλους. Καὶ συνέβη τὸ ἑξῆς: Δυὸ ἀδελφοὶ μοναχοὶ ἄκουσαν τὰ σχετικὰ μ᾿ αὐτὸν καὶ εἶχαν τὴν ἐπιθυμία νὰ τὸν γνωρίσουν καὶ νὰ ὠφεληθοῦν. Βγῆκαν ἀπὸ τὰ κελιά τους καὶ πήγαιναν πρὸς αὐτὸν μὲ ἐμπιστοσύνη στὴν καρδιά. Καὶ ἀναζητοῦσαν τὸν δοῦλο τοῦ Θεοῦ στὴν ἔρημο.

Ὕστερα ἀπὸ μερικὲς μέρες πλησίασαν στὴ σπηλιὰ τοῦ Γέροντα. Ἀπὸ μακριὰ βλέπουν κάποιον σὰν ἄνθρωπο ντυμένο στὰ λευκὰ νὰ στέκεται πάνω σὲ ἕναν ἀπὸ τοὺς λόφους ποὺ ἦταν κοντὰ στὸν ὅσιο σὲ ἀπόσταση περίπου τριῶν σημείων.

Τοὺς φώναξε:

«Ἀδελφοί, ἀδελφοί».

Αὐτοὶ τὸν ρώτησαν:

«Ποιὸς εἶσαι καὶ τί θέλεις;»

«Νὰ πεῖτε, τοὺς ἀποκρίθηκε, στὸν ἀββᾶ ἐκεῖνον ποὺ θὰ συναντήσετε: θυμήσου αὐτὸ ποὺ σὲ παρακάλεσα».

Οἱ ἀδελφοὶ ἦρθαν, βρῆκαν τὸν Γέροντα, τὸν χαιρέτισαν καὶ πέφτοντας στὰ πόδια τοῦ παρακαλοῦσαν νὰ ἀκούσουν ἀπὸ τὸ στόμα του λόγο σωτηρίας. Πράγματι, διδάχτηκαν ἀπ᾿ αὐτὸν καὶ ὠφελήθηκαν πολύ.

Τοῦ μίλησαν καὶ γιὰ τὸν ἄνθρωπο ποὺ εἶδαν καθὼς ἔρχονταν, καὶ τὴν παράκλησή του. Ὁ Γέροντας κατάλαβε ποιὸς ἦταν, ἀλλὰ προσποιοῦνταν ὅτι δὲν τὸν ἤξερε. Μάλιστα ἔλεγε: «Κανένας ἄλλος ἄνθρωπος δὲν κατοικεῖ ἐδῶ». Οἱ ἀδελφοὶ ὅμως βάζοντας συνέχεια μετάνοιες καὶ ἀγκαλιάζοντας τὰ πόδια του τὸν ὑποχρέωναν νὰ πεῖ ποιὸς ἦταν αὐτὸς ποὺ εἶδαν.

Ὁ Γέροντας τοὺς σήκωσε ὄρθιους καὶ τοὺς εἶπε:

«Δῶστε μου τὸν λόγο σας ὅτι δὲν θὰ μιλήσετε ἐπαινετικὰ σὲ κανέναν γιὰ μένα σὰν γιὰ κάποιον ἅγιο, μέχρι νὰ φύγω στὸν Κύριο, καὶ τότε θὰ σᾶς μιλήσω καθαρὰ γιὰ τὴν ὑπόθεση». Ἐκεῖνοι ἔκαναν ὅπως τοὺς ζήτησε. Τοὺς λέει λοιπόν:

«Αὐτὸς ποὺ ἔχετε δεῖ ντυμένο στὰ λευκὰ εἶναι ἄγγελος Κυρίου, ποὺ ἦρθε ἐδῶ καὶ παρακαλεῖ ἐμένα τὸν ἀδύναμο καὶ μοῦ λέει: «Ἱκέτευσε τὸν Κύριο γιὰ μένα, νὰ ξαναγυρίσω στὸν τόπο μου, γιατὶ ἔχει πιὰ συμπληρωθεῖ ἡ προθεσμία ποὺ ὁρίσθηκε σὲ βάρος μου ἀπὸ τὸν Θεό». Στὴν ἐρώτησή μου «ποιὰ εἶναι ἡ αἰτία τῆς ποινῆς σου;» ἀπάντησε:

«Συνέβη σὲ μία ἐπαρχιακὴ πόλη πολλοὶ ἄνθρωποι νὰ παροργίζουν τὸν Θεὸ μὲ τὶς ἁμαρτίες τους γιὰ μεγάλο χρονικὸ διάστημα, καὶ μ᾿ ἔστειλε νὰ τοὺς παιδεύσω μὲ εὐσπλαχνία. Ἐγὼ ὅμως ὅταν τοὺς εἶδα πολὺ νὰ ἀσεβοῦν, τοὺς ἐπέβαλα μεγαλύτερο παιδεμό, μὲ ἀποτέλεσμα πολλοὶ νὰ ἐξοντωθοῦν. Γι᾿ αὐτὸ μοῦ ἐπεβλήθη ἡ ἀπομάκρυνσή μου ἀπὸ προσώπου τοῦ Θεοῦ ποὺ μοῦ εἶχε ἀναθέσει τὴν ἀποστολή».

Ὅταν τοῦ εἶπα «καὶ πῶς εἶμαι ἄξιος νὰ παρακαλέσω τὸν Θεὸ γιὰ ἕναν ἄγγελο;», ἐκεῖνος εἶπε:

«Ἂν δὲν ἤξερα ὅτι ὁ Θεὸς δέχεται τὴν προσευχὴ τῶν γνήσιων δούλων του, δὲν θὰ ἐρχόμουν καὶ δὲν θὰ σὲ ἐνοχλοῦσα».

Ἐγὼ ἀναλογίσθηκα ἐκείνη τὴ στιγμὴ τὸ ἀμέτρητο ἔλεος τοῦ Κυρίου καὶ τὴν ἄπειρη ἀγάπη του πρὸς τὸν ἄνθρωπο, ποὺ τὸν ἔκανε ἄξιο νὰ μιλάει μαζί του καὶ νὰ τὸν βλέπει, ἐπίσης οἱ ἄγγελοί του νὰ ὑπηρετοῦν τοὺς ἀνθρώπους καὶ νὰ ἔχουν ἐπαφὴ μαζί τους, ὅπως ἔχει γίνει μὲ τοὺς μακάριους δούλους του Ζαχαρία καὶ Κορνήλιο καὶ τὸν προφήτη Ἠλία καὶ τοὺς ἄλλους ἁγίους. Ἔνιωσα κατάπληξη μ᾿ αὐτὰ καὶ δόξασα τὴν εὐσπλαχνία του».

Μετὰ ἀπ᾿ τὸ περιστατικὸ αὐτὸ ὁ τρισμακάριστος πατέρας μας ἀναπαύτηκε. Οἱ ἀδελφοὶ τὸν ἔθαψαν τιμητικὰ μὲ ὕμνους καὶ προσευχές. Κι ἐμεῖς ἂς ἐπιδιώξουμε νὰ μιμηθοῦμε τὶς ἀρετὲς αὐτοῦ τοῦ Γέροντα μὲ τὴ δύναμη τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ θέλει ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νὰ σωθοῦν καὶ νὰ φτάσουν στὴν ἐπίγνωση τῆς ἀλήθειάς του».

8. Ἕνας Γέροντας ἔλεγε ὅτι δὲν πρέπει κανεὶς νὰ μεριμνᾷ γιὰ τίποτε παρὰ μόνο γιὰ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ. Καὶ πρόσθετε:

«Κι ἂν ἀναγκασθῶ νὰ φροντίσω γιὰ γήινη ἀνάγκη, ποτὲ δὲν τὴν σκέφτομαι πρὶν ἀπὸ τὴν ὥρα της».

9. Ἔλεγαν οἱ Γέροντες ὅτι ὅπως ἡ φωτιὰ καίει τὰ ξύλα, ἔτσι καὶ τὸ ἔργο τοῦ μοναχοῦ ὀφείλει νὰ καίει τὰ πάθη.

10. Γιὰ κάποιο Γέροντα ποὺ κατοικοῦσε σὲ κοινόβιο ἔλεγαν οἱ ἀδελφοὶ τῆς ἴδιας μονῆς ὅτι αὐτὰ τὰ τρία πλεονεκτήματα ἀπέκτησε περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο μοναχὸ αὐτῆς τῆς γενιᾶς: τὸ νὰ νηστεύει πολύ, τὸ νὰ ἀγρυπνεῖ πολὺ καὶ τὸ νὰ ἐργάζεται πολύ.

14. Ὁ ἅγιος Γέροντας Θεόδωρος ποὺ καταγόταν ἀπ᾿ τὰ Ἄδανα, μᾶς διηγήθηκε ὅτι ὅταν ζοῦσε στὰ μέρη τῆς Ἁγίας Πόλεως, στὸ κοινόβιο τοῦ Πενθουκλᾶ, κοντὰ στὸν ἅγιο ποταμὸ Ἰορδάνη, ἦρθε κάποιος ἀπ᾿ τὰ μέρη τῆς Ἀσίας θέλοντας νὰ γίνει μοναχὸς στὸ μοναστῆρι αὐτό. Καὶ ὁ ἡγούμενος τὸν δέχτηκε.

Ἔμεινε κάποιο χρονικὸ διάστημα καὶ ἐπειδὴ ὠφελήθηκε πνευματικὰ ἀπ᾿ τὴν καλὴ κατάσταση τοῦ μοναστηριοῦ, μιὰ ποὺ εἶχε ἀρκετὸ χρυσάφι τὸ φέρνει καὶ τὸ δίνει στὸν ἀββᾶ, λέγοντάς του:

«Ἀββᾶ, ἐπειδὴ ὠφελήθηκα ἀπ᾿ τὴν ζωὴ στὸ κοινόβιο καὶ θέλω ἐὰν καὶ ὁ Θεὸς συγκατανεύει, νὰ κάνεις τὴν κουρά μου καὶ νὰ μοῦ δώσεις τὸ ἅγιο σχῆμα, πᾶρε αὐτὴν τὴν εὐλογία καὶ διαχειρίσου την ὅπως νομίζεις», καὶ τοῦ δείχνει τὸ χρυσάφι.

Ὁ ἡγούμενος ὅμως ποὺ ἦταν ἄνθρωπος ἐνάρετος καὶ εἶχε φόβο Θεοῦ, δὲν ἔσπευσε νὰ πάρει τὸ χρυσάφι, ἀλλὰ τοῦ λέει:

«Αὐτά, παιδί μου, ἐδῶ δὲν τὰ χρειαζόμαστε. Ὅπως γνωρίζεις δὲν εἴμαστε πολυέξοδοι στὶς ἀνάγκες μας, ἀλλ᾿ ὅπως τύχει μὲ φτηνὰ πράγματα περνοῦμε, καθὼς ζοῦμε ἐδῶ στὴν ἔρημο. Ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου, πήγαινε καὶ δώσ᾿ τα στοὺς φτωχοὺς καὶ θὰ ἔχεις θησαυρὸ στοὺς οὐρανούς». Ἐκεῖνος ὅμως ἐπέμενε νὰ παρακαλεῖ καὶ νὰ λέει:

«Τὸ ἔταξα, πάτερ, ὅπου ἐγκαταβιώσω, ἐκεῖ νὰ τὰ προσφέρω».

Κι ὁ Γέροντας τοῦ ἀπαντᾶ:

«Ἐγώ, παιδί μου, ἐὰν τὰ πάρω, θὰ τὰ δώσω στοὺς φτωχούς. Γιατὶ δὲν μάθαμε νὰ συγκεντρώνουμε θησαυρὸ ἐπάνω στὴ γῆ». Ἐκεῖνος πάλι ἐπέμενε λέγοντας, «Πάρε τα, Πάτερ, καὶ ὅπως νομίζεις διαχειρίσου τα». Τότε ὁ ἀββᾶς δέχτηκε τὸν χρυσὸ καὶ τοῦ ἔκανε τὴν κουρὰ καὶ τοῦ ᾿δωσε τὸ ἅγιο σχῆμα.

Κατ᾿ οἰκονομίαν Θεοῦ ὅμως δὲν ξόδεψε ὁ ἀββᾶς τὰ χρήματα, ἀλλὰ περίμενε θέλοντας νὰ δεῖ τὴν προκοπή του. Ὡστόσο κανένας δὲν γνώριζε, οὔτε καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἀδελφός, ὅτι ὑπῆρχαν ἀκόμη τὰ χρήματα. Στὴν ἀρχὴ λοιπόν, ποὺ εἶχε ἀκόμη τὴ θέρμη τῆς ἀποταγῆς, ἐκπλήρωνε κάθε ὑποταγὴ καὶ ἔκανε ἀκούραστα καὶ τὸ διακόνημα ποὺ τοῦ ἀνέθεταν. Μετὰ ὅμως ἀπὸ καιρὸ ἄρχισε νὰ χαλαρώνει καὶ νὰ μὴ δείχνει τὴν ἴδια προθυμία, ἀλλὰ σιγὰ-σιγὰ ἄρχισε κάπως νὰ μουρμουρίζει λέγοντας:

«Ἐγὼ εἶχα δώσει πολλὰ λεφτὰ στὸ κοινόβιο καὶ δὲν τρώω δωρεὰν τὸ ψωμί».

Ὅταν ἄκουσαν λοιπὸν αὐτὰ κάποιοι ἀδελφοί, ἄρχισαν νὰ σκανδαλίζονται καὶ προπαντὸς οἱ πιὸ ἁπλοϊκοί. Ὅταν τό ᾿μαθε αὐτὸ ὁ ἀββᾶς, τὸν κάλεσε καὶ τοῦ εἶπε:

«Δὲν μὲ πίεσες, ἀδελφέ, σὺ ὁ ἴδιος, γιὰ νὰ δεχθῶ τὰ χρήματά σου; Δὲν τὰ ἔχεις δώσει γιὰ νὰ τὰ μοιράσουμε στοὺς φτωχούς; Ἢ μήπως κάναμε συμφωνία νὰ μὴν ἐργάζεσαι καὶ νὰ σκανδαλίζεις τοὺς ἀδελφοὺς μὲ τοὺς γογγυσμούς σου; Ὄχι, ἔτσι, παιδί μου, γιατὶ ἡ Γραφὴ λέει: Προσέξτε νὰ μὴν σκανδαλίσετε κανέναν ἀπ᾿ αὐτοὺς τοὺς μικρούς».

Κι ἐνῷ πολλὲς καὶ διάφορες νουθεσίες τοῦ ἔκαμε ὁ ἀββᾶς, δὲν ἀπομακρύνθηκε ἀπ᾿ τὴ διαβολικὴ ἐνέργεια, ποὺ ἐνισχύθηκε μέσα του ἀπ᾿ τὴν πονηρὴ συνήθεια τοῦ γογγυσμοῦ. Βλέποντας, λοιπόν, ὁ ἀββᾶς ὅτι δὲν ἀλλάζει γνώμη, τοῦ λέει κάποια μέρα, «Ἔλα, ἀδελφέ, νὰ πᾶμε κάτω στὸν Ἰορδάνη». Ὅπως εἴπαμε παραπάνω, τὸ μοναστῆρι βρίσκεται σὲ κοντινὴ ἀπόσταση ἀπ᾿ τὸ ποτάμι. Κατέβηκαν, λοιπόν, ἐντελῶς μόνοι οἱ δυό τους.

Καὶ καθὼς περπατοῦσαν στὶς ὄχθες τοῦ Ἰορδάνη, ἄρχισε ὁ ἀββᾶς νὰ τὸν νουθετεῖ. Βγάζει κάποια στιγμὴ τὸ χρυσάφι ἔτσι ὅπως ἦταν σφραγισμένο καὶ τοῦ λέει: «Τὸ γνωρίζεις αὐτό;» «Ναί, δέσποτα», τοῦ ἀπαντᾷ.

Τότε τοῦ λέει ὁ ἀββᾶς: «Πάρε, παιδί μου, τὸν χρυσὸ καὶ εἴτε, ὅπως ἔταξες, δώσ᾿ τα στοὺς φτωχούς, εἴτε κατὰ τὴν κρίση σου κράτα τα. Γιατὶ δὲν παραβαίνω τὸν κανόνα τοῦ κοινοβίου ἐξαιτίας αὐτῶν τῶν χρημάτων, οὔτε πάλι σκανδαλίζω τοὺς ἀδελφούς, ὥστε νὰ παροργίζω καὶ τὸν Θεό. Εἶναι ἀδύνατο νὰ μένεις μαζί μας χωρὶς νὰ κάνεις διακόνημα, ὅπως ἀκριβῶς κάνουν καὶ οἱ ἄλλοι ἀδελφοί. Καὶ ἐγὼ ὅταν ἤμουν νέος ἔκανα τὸ ἴδιο καὶ μέχρι τώρα πιέζω τὸν ἑαυτό μου νὰ κάνω ὅσο μπορῶ, ὅπως καὶ σὺ ὁ ἴδιος τὸ γνωρίζεις».

Ὁ ἀδελφὸς μόλις εἶδε τὸν χρυσὸ καὶ ἄκουσε αὐτὰ ἀπ᾿ τὸν ἀββᾶ, πέφτει στὰ πόδια του λέγοντας:

«Συγχώρεσέ με, πάτερ, αὐτὰ τὰ ἔχω δώσει στὸν Θεὸ καὶ σὲ σᾶς, καὶ δὲν τὰ παίρνω πίσω».

Κι ὁ Γέροντας τοῦ λέει:

«Παιδί μου, ὁ Θεὸς δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπ᾿ αὐτά, διότι ὅλα εἶναι δικά του δημιουργήματα. Ζητάει ὅμως τὴν ψυχική μας σωτηρία. Ἀποκλείεται νὰ τὰ κρατήσω αὐτὰ ἀπὸ δῶ καὶ πέρα». Ἐκεῖνος πάλι ἐπέμενε πέφτοντας στὰ πόδια του καὶ λέγοντας: «Δὲν σηκώνομαι ἀπ᾿ τὰ πόδια σου, ἐὰν δὲν μοῦ δώσεις τὸν λόγο σου ὅτι δὲν θὰ μὲ ἀναγκάσεις νὰ τὰ πάρω».

Βλέποντας, λοιπόν, ὁ Γέροντας νὰ τὸν παρακαλεῖ μὲ πόνο ψυχῆς, τοῦ λέει:

«Σύμφωνοι, παιδί μου, οὔτε κι ἐγὼ στὸ ἑξῆς σὲ ἀναγκάζω νὰ τὰ πάρεις, ἀλλ᾿ οὔτε κι ἐγὼ τὰ κρατῶ».

Καὶ μόλις, λοιπόν, σηκώθηκε ὁ ἀδελφός, λύνει ὁ ἀββᾶς τὸ κομπόδεμα καὶ τοῦ λέει:

«Αὐτὰ εἶναι, παιδί μου, τὰ νομίσματα».

Κι ἐκεῖνος εἶπε: «Ὅπως μοῦ ᾿κανες τὴ χάρη νὰ συμφωνήσεις μαζί μου, πάτερ, μὴ μοῦ ξαναμιλήσεις γι᾿ αὐτά».

Κι ὁ Γέροντας χαμογέλασε ἤρεμα καὶ εἶπε, «Ὄχι, παιδί μου».

Καὶ μόλις εἶπε αὐτά, μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ ἀδελφοῦ, τὰ ἐκσφενδονίζει στὸν βυθὸ τοῦ ποταμοῦ. Καὶ λέει στὸν ἀδελφό: «Ὅλα αὐτά, παιδί μου, διδαχτήκαμε ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ τὰ περιφρονοῦμε, ὁ ὁποῖος εἶπε:

«Ποιὸ τὸ ὄφελος ἂν κάποιος κερδίσει ὅλο τὸν κόσμο, χάσει ὅμως τὴν ψυχή του;»

Καὶ «πόσο δύσκολα θὰ μποῦν στὴ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν αὐτοὶ ποὺ ἔχουν χρήματα!»

Κι ὁ Μωυσῆς, πάλι, ὅταν εἶδε τοὺς Ἰσραηλῖτες νὰ ἔχουν ξεπέσει στὴν εἰδωλολατρία, τὸ ἴδιο τὸ χρυσὸ αὐτὸ εἴδωλο, ἀφοῦ τὸ ἔσπασε σὲ πολὺ μικρὰ κομμάτια, τὸ διασκόρπισε μέσα στὰ νερά, δείχνοντας πὼς ἀπ᾿ ὅλα τὰ πράγματα προτιμότερη εἶναι ἡ εὐσέβεια.

Ἔλα, λοιπόν, παιδί μου, στὸ κοινόβιο καὶ μαζὶ μὲ τοὺς ἀδελφοὺς ἀγωνίσου χωρὶς ντροπὴ σὲ κάθε διακόνημα γιὰ τὸν Κύριο, φέροντας στὴ μνήμη σου τὸν ἴδιο τὸν Κύριο, ποὺ ἔλεγε:

«Δὲν ἦρθε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ τὸν ὑπηρετήσουν, ἀλλὰ γιὰ νὰ ὑπηρετήσει καὶ νὰ δώσει τὴν ψυχή του λύτρο γιὰ πολλούς».

Βλέποντας ὁ ἀδελφὸς τὴν θεοφιλῆ πρόθεση τοῦ ἀββᾶ καὶ τὴν περιφρόνησή του πρὸς τὰ χρήματα, ἔνιωσε κατάνυξη μὲ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπέστρεψε μαζί του στὸ κοινόβιο. Ἀπέκτησε μεγάλη ταπείνωση καὶ ὑποταγὴ σὲ ὅλους. Καὶ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ἔγινε σκεῦος ἐκλογῆς καὶ ἐκοιμήθη σ᾿ αὐτὴ.

Πηγή:Μέγα Γεροντικό

Έκδοση:Ιερά Μονή Παρακλήτου

 

 https://romioitispolis.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου