Ἡ πίστη ὑποστατικὸ στοιχεῖο τῆς πολιτικῆς, ὅπως καὶ τῆς θρησκείας
Ὁ Ντεμπρὲ ἐπισημαίνει ὅτι ὄχι μόνον οἱ θρησκευτικές, ἀλλὰ καὶ οἱ πολιτικὲς πεποιθήσεις ἐμπεριέχουν, πέρα ἀπὸ τὸ λογική, αὐτὰ ποὺ ξέρουμε καὶ ἔχουμε ἀποδείξει, καὶ στοιχεῖα στὰ ὁποῖα πιστεύουμε καὶ θεωροῦμε ἐκ προοιμίου δεδομένα. Διατυπώνει σὲ πιὸ συνολικὴ βάση τὴν ἄποψη ποὺ ἀπὸ καιρὸ ἔχει ἀναπτύξει ὁ Νικολάι Μπερντιάγιεφ γιὰ τὴ θρησκευτικὴ διάσταση τοῦ ρώσικου κομμουνισμοῦ. Πολιτικὴ χωρὶς πίστη καταντᾶ τεχνοκρατία:“Τὸ νὰ πιστεύουμε, σημαίνει νὰ βεβαιώνουμε περισσότερα ἀπ’ ὅσα γνωρίζουμε, νὰ συνάπτουμε μιὰ συμφωνία ἐμπιστοσύνης μὲ κάτι ἢ μὲ κάποιον. Ὑπάρχει ἕνα αἴτημα ἀμοιβαιότητας καὶ χρονικῆς ἀναμονῆς: δίνουμε πίστη καὶ περιμένουμε, μὲ τὴν προσμονὴ ἑνὸς μελλοντικοῦ ὀφέλους, κάποιου ἀνταλλάγματος. Ἡ πεποίθηση ἔχει νὰ κάνει μὲ μιὰ ἑτερότητα καὶ μία χρονικότητα. Ἡ πολιτικὴ ἀποτελεῖ πεποίθηση.
Κατὰ τὸν Βαλερύ, κάθε κοινωνία πορεύεται με πίστωση, ἀκόμα καὶ μὲ βάση τὴν πεποίθηση στὴν ἀξία τοῦ τραπεζογραμματίου, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ συλλογικὴ πεποίθηση. Μὲ αὐτὴ τὴν ἔννοια, κάθε κοινωνία συγκροτεῖται μὲ βάση τὴν πίστη. Ἡ πεποίθηση φέρνει μιὰ συνοχή. Δὲν μποροῦμε νὰ ζοῦμε μόνο στὴ στιγμή. Κατὰ συνέπεια, τὰ στοιχήματα, ἡ προσμονή, ἡ ἔκπτωση, ,,εἶναι ἀναπόφευκτα. Ὅσον ἀφορᾶ στὴ διαφορὰ ἀνάμεσα στὴν πολιτικὴ πεποίθηση καὶ στὴ θρησκευτικὴ πεποίθηση, δὲν βρίσκω καμμία διάκριση. Καλύτερα νὰ μιλᾶμε γιὰ συγκοινωνοῦντα δοχεῖα. Ἡ πεποίθηση στὴ Θεία Πρόνοια μειώνεται ὅταν ἡ κρατικὴ πρόνοια ἐντατικοποιεῖται. Οἱ κοσμικὲς θρησκεῖες εἶναι «ὁριζοντιοποιημένοι» μεσσιανισμοί. Βρίσκουμε φαινόμενα πεποιθήσεων παρόμοια μὲ τὴ θρησκεία, στὴν ἐπαναστατικὴ ἰδέα τῆς ἐπικράτησης μιᾶς ἀταξικῆς κοινωνίας, τῆς ἐπίτευξης ἑνὸς στόχου. Καὶ στὸ Χριστιανισμὸ ὑπάρχει τὸ ζήτημα μιᾶς ἐξάπλωσης μέσα στὸ χρόνο, μιᾶς ὑπόσχεσης, μιᾶς διαδικασίας ποὺ ἔxει τὴν κατάληξή της. Ἡ ἰδέα σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ ἀταξικὴ κοινωνία θὰ δώσει στοὺς ἀνθρώπους τὴν ἐλευθερία ἀκολουθεῖ ἕνα ἐχατολογικὸ σχῆμα. Δὲν ὑπάρχει πολιτικὴ χωρὶς πεποίθηση. Ἡ πολιτική, εἶναι ἡ ἐξέλιξη μιᾶς συλλογικῆς δράσης σὲ στάδια καὶ κάθε τί ποὺ ἀφορᾶ τοὺς σταθεροὺς τρόπους συσσωμάτωσης μιᾶς συλλογικότητας. Τὸ νὰ πιστεύει κανεὶς εἶναι ὑποστατικὸ στοιχεῖο τῆς πολιτικῆς ἐλπίδας.
Ὅσον ἀφορᾶ στὴ διασύνδεση πίστης καὶ πράξης, μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι ἐὰν μία θεωρητικὴ ἀντίληψη τοῦ κόσμου δὲν συνδέεται κατ’ ἀνάγκη μὲ τὴν πράξη, ἡ πεποίθηση πάντοτε συνδέεται μὲ μιὰ πράξη. ἡ θρησκευτικὴ πεποίθηση δὲν ὑπάρχει χωρὶς τελετουργία. Στὴν πολιτική, ἡ πεποίθηση συνοδεύεται ἀπὸ ἕνα ὁλόκληρο τελετουργικὸ σύνολο, μὲ τὶς διαδηλώσεις καὶ τὶς λιτανεῖες της. Ὅροι ποὺ ἀντιστοιχοῦν σὲ μία πραγματικότητα καὶ δὲν εἶναι ἁπλῶς μεταφορές. Μποροῦμε νὰ στηριχτοῦμε στὴν ἀμερικανικὴ περίπτωση. Μιλώντας γιὰ «ἀπογοήτευση τοῦ κόσμου», ταυτίζουμε τὴν Εὐρώπη ὄχι μόνο μὲ ὅλο τὸν κόσμο, ἀλλὰ καὶ τὸν δυτικὸ κόσμο. Ὅμως, δυτικὸς κόσμος εἶναι καὶ οἱ Η.Π.Α., ὅπου τὸ 97% τῶν ἀνθρώπων βεβαιώνουν ὅτι πιστεύουν σ’ ἕνα Θεό. Γιὰ μένα, δὲν ὑπάρχει παρακμή, ἀλλὰ ἄνοδος τῆς θρησκευτικότητας. Αὐτὴ δὲν ἔχει ἀπομείνει μόνο στὴν Ἀφρικὴ καὶ στὴν Ἀσία, ὅπου ἀποτελεῖ πραγματικὴ δομή.”
Ἡ πολιτικὴ χωρὶς πίστη εἶναι τεχνοκρατία: γνωρίζουμε ὅτι ἡ καθαρὴ λογικὴ εἶναι δημιούργημα τῆς νόησης καὶ ὄχι τῆς ἐμπειρίας.
Ὁ σκοταδισμὸς τοῦ Διαφωτισμοῦ
Ὁ Ρεζὶ Ντεμπρὲ δὲν ἀποκηρύσσει τὸν Διαφωτισμό. Θεωρεῖ, ὅμως,ὅτι καὶ ὁ ἐκεῖνος περιλαμβάνει ἀπόψεις ἀπόλυτες ποὺ εἶναι σκοταδιστικές. Τάσσεται ὑπὲρ τῆς περαιτέρω ἑρμηνείας καὶ διεύρυνσης τῶν ἰδεωδῶν του. Παράλληλα, ἐπισημαίνει ὅτι ἡ ἐπιχειρούμενη ἀποβολὴ τῆς θρησκείας ἀπὸ τὸν δημόσιο χῶρο δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ τὰ ἰδεώδη τοῦ Διαφωτισμοῦ, τὰ ὁποῖα φτάνουν μέχρι τὴν ἰσονομία καὶ τοὺς διακριτοὺς ρόλους Πολιτείας καὶ θρησκειῶν.“Μποροῦμε νὰ στηριχτοῦμε στὸν Διαφωτισμό, ὅμως, αὐτὸς περιλαμβάνει καὶ σκοταδισμό, προσπαθώντας νὰ ἀποκλείσει τὸ ἀνορθολογικὸ ἀπὸ τὴ λογική. Ὅμως, ἡ λογικὴ περιλαμβάνει τὸ ἀνορθολογικὸ στοιχεῖο. Ὁ σκοταδισμὸς τοῦ Διαφωτισμοῦ συνίσταται στὸ νὰ θεωρεῖ τὴ θρησκεία μορφὴ σκοταδισμοῦ, ἀγυρτείας καὶ ἐξαπάτησης, να καταγγέλλει τὴν ἀφέλεια τῆς θρησκευτικότητας. Ὁ Ζιλιέν Γκράκ εἶχε δίκιο ὅταν μιλοῦσε γιὰ ἕναν αἰώνα «ποὺ κατανοεῖ τὰ πάντα, ἀλλὰ δὲν προβλέπει τίποτα.» Ὁ Διαφωτισμὸς δὲν εἶδε νὰ ἔρχεται, οὔτε ὁ ἐθνικισμός, οὔτε τὰ πολιτικὰ πάθη, οὔτε τὸ 1793, οὔτε ὁ 19ος αἰώνας. Ὁ Μοντεσκιὲ καὶ ὁ Ρουσὼ δὲν θὰ εἶχαν συνέλθει ἀπὸ τὸ ἐθνικιστικὸ πάθος τοῦ 19ου αἰώνα, ποὺ ἀπουσίαζε τὸν 18ο. Ἡ πολιτικὴ ὡς πάθος ἀγνοήθηκε ἀπὸ τὸν Διαφωτισμό. Δὲν πρέπει νὰ ἐγκαταλείψουμε τὴ χειραφέτηση, μὰ νὰ διευρύνουμε τὸν Διαφωτισμὸ μέχρι τὸν πυρήνα τῆς νύχτας, τὴ σκοτεινὴ πλευρά. (…)”
Ὁ Διαφωτισμὸς δὲν τάχθηκε ὑπὲρ τῆς ἀποβολῆς τῆς λατρευτικῆς ζωῆς ἀπὸ τὸν δημοσιο χῶρο
“Τὸ ἰδεῶδες τοῦ Διαφωτισμοῦ ἦταν νὰ ὀριοθετήσει τὴ θρησκευτικότητα μὲ βάση τὴν ἰδιωτικότητα, ὄχι ὅμως καὶ τὴ μυστικότητα. Τὴ δημόσιο διαφέρει ἀπὸ τὸ ἰδιωτικό, ἀλλὰ κοσμικὸ κράτος δὲν σημαίνει ὅτι οἱ θρησκεῖες πρέπει νὰ περιοριστοῦν στὸν χῶρο τοῦ ἐσωτερικοῦ λογισμοῦ. Ἀντίθετα, ἡ κοσμικότητα περιλαμβάνει τὴν ἰδέα σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ θρησκευτικότητα συνδέεται μὲ τὸν κοινωνικὸ χῶρο, τοὺς συνεταιρισμούς, τὸ ἰδιωτικὸ δίκαιο. Τοῦτο δὲν ἀπαγορεύει τὴν ὁρατότητα, τὰ προσκυνήματα, τὴν ἐλευθερία τῆς λατρείας, κλπ. Δὲν θὰ ὑπῆρχαν πιστοί, ἂν οἱ θρησκευόμενοι δὲ ἐκφράζονταν δημόσια, σύμφωνα μὲ συγκεκριμένο ἑορτολόγιο, κλπ. Ἀντίθετα, δὲν γίνεται δεκτὸ ἡ θρησκεία νὰ καθορίζει τὸν δημόσιο χῶρο και τὴ φύση τῶν νόμων. Ὁ κοινωνικὸς χῶρος εἶναι αὐτὸς τῶν συλλογικῶν ἰδιαιτεροτήτων, ἐνῶ ὁ δημόσιος χῶρος εἶναι ὁ χῶρος τῆς συνύπαρξής τους, στὴ βάση τῆς ἰσότητας ἀπέναντι στὸ νόμο. Τὸ ζήτημα δὲν εἶναι νὰ περιορίσουμε τὶς θρησκευτικὲς πεποιθήσεις στὰ σαλόνια, νὰ καταστείλουμε γιὰ νὰ κατοχυρώσουμε τὸν δημόσιο χῶρο μὲ ὅρους δρόμου-πλατείας, μὰ νὰ ποῦμε ὅτι ἡ δόμηση τοῦ Κράτους καὶ τῶν νόμων ἐφαρμόζονται γιὰ ὅλους. Καλὸ εἶναι νὰ ὑπάρχουν χωριστὲς σφαῖρες, ἀλλὰ πρέπει νὰ διευκρινίσουμε ὅτι ἡ κοσμικότητα δὲν εἶναι ἁπλῶς μιὰ λέξη: εἶναι τὸ χαρακτηριστικὸ ἑνὸς ὑποκειμένου, ἑνὸς Ἔθνους, μιᾶς συλλογικῆς συνείδησης.”ΠΗΓΗ: Ιστοσελίδα sens-public.org Μετάφραση: Γ.Ζ.
https://xristianiki.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου