(12 Αυγούστου)
Πῦρ Ἀνίκητον συμφλέγει τῷ Φωτίῳ,
Οὓς φωτὸς οἶκος ὡς ἀνικήτους φέρει.
Πῦρ κατὰ δωδεκάτην κτάνε Φώτιον ἠδ’ Ἀνίκητον.
Αυτοί οι Άγιοι ήταν στα χρόνια του Βασιλιά Διοκλητιανού, κατά το έτος 288. Ο
Φώτιος ήταν ανεψιός του Αγίου Ανίκητου. Όταν λοιπόν ο Διοκλητιανός
στην Νικομήδεια, δηλαδή σ’ αυτήν, που τώρα λέγεται Σμίτη, δημηγόρησε
εναντίον των Χριστιανών, ενώ ήταν εκεί και η της συγκλήτου βουλή και
όταν έβαλε στο μέσο ποικιλία βασανιστηρίων οργάνων, απειλώντας ο
ασεβέστατος, ότι θα εξαφανίσει με κάθε τρόπο εκείνους, που επικαλούνται
το του Χριστού όνομα, από όλα τα μέρη της οικουμένης όταν, λέω, ο
αλιτήριος αυτός τύραννος βλασφήμησε κατά της θεότητας και δόξας του
Οὓς φωτὸς οἶκος ὡς ἀνικήτους φέρει.
Πῦρ κατὰ δωδεκάτην κτάνε Φώτιον ἠδ’ Ἀνίκητον.
Μονογενούς Υιού του Θεού, τότε παρόντας και ο Μάρτυρας του Χριστού Ανίκητος δεν φοβήθηκε τις απειλές του τυράννου, αλλά με θάρρος ομολόγησε τον εαυτό του Χριστιανό.
Έλεγξε ακόμη και στηλίτευσε την πλάνη των ειδώλων, προσθέτοντας και αυτό, ότι όσοι σέβονται τα είδωλα είναι κουφοί και αναίσθητοι. Γι’ αυτά λοιπόν τα λόγια οι των ειδώλων λατρευτές τόσο πολύ έδειραν τον Άγιο, ώστε από τις ραβδώσεις έγιναν πληγές και σχισίματα στο σώμα του μέσα από τα οποία φαίνονταν τα κόκκαλά του. Έπειτα άφησαν ένα λιοντάρι καταπάνω του, το οποίο βλέποντας ο Άγιος φοβήθηκε. Το λιοντάρι λοιπόν, εκτός από το ότι ήταν μεγάλο στο σώμα, και από το ότι όρμησε με θυμό και μανία, επί πλέον βρυχήθηκε με ένα φοβερό και καταπληκτικό βρυχηθμό.
Όταν όμως πλησίασε στον Άγιο, έγινε ημερότερο από κάθε πρόβατο και, συμπονώντας τον Μάρτυρα, σπόγγιζε με το δεξί του πόδι τον ίδρωτα που χύθηκε στο πρόσωπό του από τον φόβο. Αφού ευχαρίστησε τον Θεό ο Άγιος, στο τέλος της ευχαριστίας έγινε σεισμός και από τον σεισμό έπεσε κάτω το είδωλο του Ηρακλή και έγινε σαν σκόνη. Αλλά και ένα μέρος της πόλεως Νικομήδειας γκρεμίσθηκε και πολλούς Έλληνες καταπλάκωσε.
Οπότε πρόσταξε ο βασιλιάς να αποκεφαλίσουν τον Μάρτυρα. Ο στρατιώτης όμως, που επρόκειτο να αποκεφαλίσει τον Άγιο, έμεινε ανενέργητος, διότι πιάστηκε το χέρι του και δεν μπορούσε να κατεβάσει το σπαθί, γι’ αυτό μετέβαλε ο βασιλιάς την απόφαση και, αφού έδεσε τον Άγιο σε έναν τροχό, έστρωσε φωτιά από κάτω του. Οπότε τα μέλη του αθλητή, κοβόμενα από τον τροχό και καιγόμενα από την φωτιά, τον έκαναν να προσευχηθεί στον Θεό. Αφού λοιπόν προσευχήθηκε, ω του θαύματος!, λυθήκαν τα δεσμά και ο τροχός σταμάτησε και η φωτιά έσβησε. Τότε και ο ανεψιός του Φώτιος έτρεξε κοντά στον Άγιο και, αφού τον αγκάλιασε, τον ονόμαζε πατέρα και μητέρα και θείο του. Δέθηκε λοιπόν και αυτός μαζί με τον θείο του με αλυσίδες σιδερένιες και ρίχθηκαν και οι δύο στη φυλακή.
Έπειτα ξεσχίσθηκαν και με φωτιά κάηκαν και από τον δήμο λιθοβολήθηκαν στο θέατρο. Αφού λοιπόν από όλα τα βάσανα διαφυλάχθηκαν αβλαβείς οι του Χριστού αθλητές, δέθηκαν σε ξύλα από τα πόδια και συρθήκαν από άλογα άγρια. Μετά από αυτά πάλι τους έδειραν δυνατά και με αλάτι και ξύδι έτριψαν τα πληγωμένα μέλη τους και έτσι, αφού ρίχθηκαν στη φυλακή, εκεί έμειναν ανεπιμέλητοι τρία ολόκληρα χρόνια. Αφού καταξηράθηκαν από την πολυχρόνια κακοπάθεια της φυλακής, τότε άναψε ο τύραννος για τρεις ημέρες το λεγόμενο λουτρό του Αντωνίνου και εκεί μέσα έκλεισε τους Αγίους. Όταν όμως οι Μάρτυρες προσευχήθηκαν, σχίσθηκε το έδαφος του λουτρού και βγήκε από κάτω πλήθος νερό και οι Άγιοι φαίνονταν ότι είναι, όχι μέσα σε πυρωμένο λουτρό, αλλά μέσα σε δροσερό περιβόλι.
Ύστερα συλλογίσθηκε ο ασεβής Διοκλητιανός και κατασκεύασε ένα καμίνι σε είδος χωνιού, στερεωμένο επάνω σε σιδερένιες κολώνες. Αφού λοιπόν τοποθετήθηκαν οι Άγιοι και προσευχήθηκαν, παρέδωσαν τις ψυχές τους στα χέρια του Θεού και έτσι έλαβαν από αυτόν τους στεφάνους της αθλήσεως. Λένε ακόμη, ότι, αφού τοποθετήθηκαν οι Άγιοι στην κάμινο, παρέμειναν ζωντανοί τρεις ημέρες. Τα σώματά τους, αφού τα έσυραν από την κάμινο με σιδερένια όργανα ήταν σώα και ολόκληρα, χωρίς να βλάψει η φωτιά ούτε μία τρίχα της κεφαλής τους. Τελείται δε η Σύναξη τους στον αγιώτατο Ναό τους που βρίσκεται στην τοποθεσία την λεγομένη Στρατήγιο.
(Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου, Συναξαριστής – Αύγουστος, εκδ. Συνοδία Σπυρίδωνος Ιερομονάχου, Νέα Σκήτη-Άγιον Όρος, σ. 279-281)
πηγή: pemptousia
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου