Ἄς δοκιμάσουμε να ἐρευνήσουμε τήν ἡσυχία ὄχι ὡς ἀπουσία καί μόνωση ἀλλά ὡς παρουσία καί μέθεξη.
Τό θάμβος καί ἡ ἔκσταση τῆς σιωπῆς μᾶς
εἶναι ὥς ἕνα σημεῖο γνώριμες ἐμπειρίες ἁρπαγῆς ἀπό τήν ἱλαρή γλυκύτητα
τοῦ ἡλιοβασιλέματος, ἀπό τήν ἀπέραντη ἀνοιχτοσύνη τῶν ὁριζόντων, τό μυρίπνοο ἀγνάντεμα
τῆς κορυφῆς, τή βαθύστοργη ἀγκαλιά τῆς συντροφικότητας, τήν παραδείσια
μακαριότητα τοῦ νεογέννητου, ἀπό κάθε τελικά ἐμπειρία πού μᾶς ἐκθέτει
στό κάλλος καί στό μυστήριο, ἀκόμη καί στό μυστήριο τοῦ θανάτου ὅπου τό
σῶμα ὡς σκήνωμα κρατᾶ ἀκόμα κοντά μας τήν μορφή τοῦ ἀγαπημένου.
Αὐτό πού μᾶς συμβαίνει ὅταν ἡσυχάζουμε,
σέ πρῶτο ἐπίπεδο κατανόησης εἶναι ἡ παρουσία τοῦ βαθύτερου ἑαυτοῦ μας.
Ἀρχίζουμε να ἀναγνωρίζουμε δηλαδή τί ἐπιθυμεῖ ἡ καρδιά μας, γιατί πονᾶ,
ποιές εἶναι οἱ ἀνάγκες, ποιά τά πάθη της. Καί καθώς βαθαίνει ὁ ἡσυχασμός
διαισθανόμαστε τό νόημα τῆς παρουσίας, τό αἴνιγμα τῆς ὕπαρξης, τήν
ἀποστολή, τόν προορισμό της. Καί μάλιστα, ὅλα αὐτά δίχως ταραχή καί
ἀγωνία ἀλλά μέσα ἀπό μία ἱερή κατάφαση πρός τό μυστήριο τῆς ζωῆς.
Ἔτσι ὅμως ἀνοίγει ἡ θύρα σέ μιά βαθύτερη
σιωπή πού καταργεῖ τίς ἀντιθέσεις καί διαποτίζει μεθεκτικά τήν ὕπαρξη.
Τίποτα γύρω μας δέν ὑπάρχει πιά ὡς ἀντι-κείμενο. Σάν κάθετι κοντά μας νά
ἀποτελεῖ τό εὐρύτερο σῶμα μας. Σάν νά ζοῦμε σέ ὅλα τά πράγματα καί ὅλα
τά πράγματα νά ζοῦνε μέσα μας. Ἀκόμη καί ὡς ἔννοια κατακρημνίζεται ἡ
μόνωση ἀπό μιά ἱλαρή μυστηριακή αὔρα ἀνακαίνισης τῆς ὕπαρξης, μακριά ἀπό
κάθε ἐπιφανειακή ἀπάτη δια-βολῆς καί διάσπασης.
Ἀπό σιωπή σέ σιωπή νιώθουμε τελικά πώς
δέν ὑπάρχουν ἀπουσίες ἐκεῖ πού ὁ Θεός ἐργάζεται μεθεκτικά τίς οὐσίες.
Οὔτε οἱ κεκοιμημένοι ἀπουσιάζουν. Συμπορευόμαστε πρός χώρα ζώντων. Ἀπό
ἀρχῆς ἕως ἐσχάτων. Διότι δίχως καθολικότητα οὔτε ἡ στιγμή ἀντέχεται,
οὔτε ἡ αἰωνιότητα. Ἀρχίζει καρδιακά νά λειτουργεῖ ἡ «ὑποστατική ἀρχή»
πού ἐπανασυνάγει τόν ἄνθρωπο στήν πληρότητα τῆς παρουσίας του. Ἡ
ὑπόσταση δηλαδή τoῦ ἀνθρώπου γίνεται ἀγαπητική, συγ-χωρεῖ θυσιαστικά καί
ἀναστάσιμα, σάν πρόνοια θεία, κάθε ψηφίδα τῆς Δημιουργίας.
Σταδιακά τούτη ἡ ἡσυχία μετουσιώνεται σέ
μιά βαθύτερη αἴσθηση. Τήν αἴσθηση τοῦ Θεοῦ. Ἀρχίζουμε νά ψηλαφοῦμε τήν
Παρουσία Του. Τήν ἐγγύτητά Του. Γίνεται ὁ μυστικός Ἐπισκέπτης τῆς
καρδιᾶς μας.
«Στήν ἐπαναλαμβανόμενη περι-συλλογή τοῦ
ἑαυτοῦ οἱ αἰσθήσεις εἶναι ἐνεργές ἀλλά παρασκηνιακά, ἔχουν συρθεῖ ἔνδον,
καθώς ὁ ἐσωτερικός κόσμος γίνεται πιό ψηλαφητός. Κάποια στιγμή ἔρχομαι
ἀντιμέτωπος μέ ἕνα νέο εἶδος παρουσίας, παρουσία ἁπαλή, ἀδιαμφισβήτη σάν
τό πρῶτο φῶς τήν αὐγή. Ἀμέσως ἀναβλύζει εὐγνωμοσύνη πού ὑπερβαίνει τά
λόγια, συνοδευόμενη ἀπό δάκρυα-ἀνταπόκριση πρός τόν Ἐπισκέπτη… Τό Ἱερό
Θυσιαστήριο ὅπου συναντῶνται γῆ καί οὐρανός εἶναι ἀοράτως «πανταχοῦ
παρόν καί τά πάντα πληροῦν» καί περιμένει νά τελέσει ἡ καρδιά τήν
Λειτουργία ἔνδον», ὅπως ἐξαιρετικά μᾶς τό διηγεῖται ὁ π. Στέφανος Μuse.
Ὁ ἀενάως πανταχοῦ παρών καί τά πάντα πληρῶν Κύριος γίνεται ἐπιτέλους ἀντιληπτός. Συντονιζόμαστε μέ τό μυστήριο τῆς ἀγάπης Του. Δέν ὑπάρχει
πιά ψηφίδα χώρου ἤ χρόνου δίχως μεθεκτική δόξα Θεοῦ. Εἶναι τό δικό Του
σῶμα πού γίνεται σῶμα μας ἀλλά καί σῶμα ὅλης τῆς Δημιουργίας.
Στό σημεῖο αὐτό ἄς θυμηθοῦμε τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ πού ὑπερασπιζόμενος τούς ἡσυχαστές λέγει:
«Μή λέγετε, ὅτι ὁ Θεός οὐχ ὁρᾶται ἀνθρώποις,
μή λέγετε, οἱ ἄνθρωποι φῶς θεῖον οὐχ ὁρῶσιν,
ἤ ὅτι καί ἀδύνατον ἐν τοῖς παροῦσι χρόνοις!
Οὐδέποτε ἀδύνατον τοῦτο τυγχάνει, φίλοι,
ἀλλά καί λίαν δυνατόν τοῖς θέλουσιν ὑπάρχει,
πλήν ὅσοις βίος κάθαρσιν τήν τῶν παθῶν παρέσχε
καί καθαρόν εἰργάσατο τῆς διανοίας ὄμμα»
(Ὕμνος 27, 125-132).
Νά λοιπόν γιά ποιό λόγο ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος λέγει αὐτόν τόν παράδοξο λόγο:
«Ἀγάπησον τήν ἀργία τῆς ἡσυχίας μᾶλλον,
παρά τό νά χορτάσης πεινῶντας εἰς τόν κόσμον καί νά ἐπιστρέψεις πολλά
ἔθνη εἰς θεογνωσίαν».
Ἡ ἡσυχία γίνεται θύρα τῆς παρουσίας τοῦ
Θεοῦ. Ἀπό τό σημεῖο αὐτό καί πέρα ὑπάρχει ἡ δυνατότητα νά πορευθεῖς
ἀναστάσιμα. Γιά αὐτό ὁ Ἅγιος Ἰσαάκ
ὁ Σύρος ὀνομάζει τήν ἡσυχία «μητέρα τῆς μετάνοιας». Ὁ ἡσυχασμός ὁδηγεῖ
στήν καλή ἀλλοίωση τῆς ὕπαρξης. «Ἡ σιωπή προξενεῖ εἰς σέ καρποφορίαν
ἀρετῆς… ἀπό δέ τῆς εἰρηνικῆς καταπαύσεως ἄρχεται ὁ νοῦς νά βλέπη τά
μυστήρια τοῦ Θεοῦ… καί ἐντεῦθεν αὐτός αἰσθάνεται τήν ἀλλαγήν τῆς
ἀφθαρσίας»*. Ἡ ἡσυχία γίνεται ἡ ρίζα τῆς πνευματικῆς γνώσεως, καθώς «ἡ
αἴσθησις τῶν μυστηρίων…γεννᾶ τήν πίστιν τῆς ἀληθινῆς θεωρίας»*
Κι ὅμως ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ἀγνοεῖ παντελῶς τήν ὀντολογική ἀξία τοῦ ἡσυχασμοῦ. Θεωρεῖ ἀνώτερη βαθμίδα αὐτοσυνειδησίας αὐτή
πού ἀποκτᾶ μέσω γνώσεων καί σπουδῶν. «Ἡ ἐπιστημονική ἀντίληψη τῆς
γνώσης οὐσιαστικά ἐξισώθηκε μέ τό μόνο τρόπο πού ὑπάρχει γιά ν’
ἀποκτήσει κανείς γνώσεις…Ἡ σύγχρονη
ἐπιστήμη ἔχει τήν ἀφετηρία της σέ μιά ἐπανάσταση τῆς συνείδησης, ἤ
ἀνταρσία πρός τά ἐπουράνια, πού εἶχε σάν ἀποτέλεσμα ἡ ἴδια ἡ διάνοια
στήν ἀρχή νά παραβλέπει, ἔπειτα νά ἀρνηθεῖ τίς πνευματικές πηγές γνώσεως
καί τέλος νά ἀποκλεισθεῖ ἀπό αὐτές.»** «Ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος Σαχάρωφ παραθέτει
μιά σειρά ἀντινομιῶν ἀνάμεσα στήν ἐπιστημονική-διανοητική γνώση καί τήν
ὑπαρξιακή γνώση πού μεταδίδει τό Φῶς. Ὁ δεύτερος τρόπος γνώσεως εἶναι ὁ
πνευματικός. Αὐτός διαφέρει οὐσιωδῶς ἀπό τόν διανοητικό τρόπο, γιατί
κατανοεῖ τήν γνώση ὡς ὑπαρξιακή κοινωνία, ὡς ἕνωση «ἐν αὐτῷ τῷ εἶναι».
Γιά τόν Γέροντα Σωφρόνιο ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ βιώνεται ὡς «κοινωνία ἐν τῇ
ὑπάρξει». Αὐτός πού γνωρίζει εἰσέρχεται σέ ὑπαρκτική κοινωνία μέ Αὐτόν
πού γνωρίζεται. Στήν πράξη αὐτή, ὁ ἄνθρωπος μετέχει μέ ὅλο τό πλήρωμα
τῆς φύσεώς του καί ὄχι μόνο μέ τήν διάνοια, γι’ αὐτό καί ἀποκαθίσταται ἡ
ἀκεραιότητά του. Μέ ἄλλα λόγια, αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ θεογνωσία διαφέρει
ποιοτικά ἀπό τή γνώση πού ἀποκτᾶ ὁ ἄνθρωπος μέ τή φιλοσοφική
διανόηση, γιατί μαζί μέ τήν πνευματική γνώση μεταδίδεται σέ αὐτόν μιά
ἄλλη μορφή ζωῆς.»***
Ἡ θύρα τῆς ἡσυχίας γίνεται θύρα ἐπιστροφῆς ὡς «κοινωνία ἐν τῇ ὑπάρξει» διά τῆς χάριτος στήν χαρά τοῦ Κυρίου.
«Ἐάν λοιπόν φθάσης, ὦ τέκνκον, τήν ἐκ τῆς
πίστεως καθαρότητα τῆς καρδίας, ἡ ὁποία καθαρότης ἀποκτᾶται εἰς τήν
ἡσυχίαν διά τῆς φυγῆς τῶν ἀνθρώπων, καί τῆς ἀποστροφῆς τῆς γνώσεως
τούτου τοῦ κόσμου αἴφνης θέλεις εὕρει αὐτήν τήν ἐκ πίστεως πνευματικήν
γνῶσιν ἐντός σου… ἀλλ’ ἐάν κυριευθῇς ὑπό τῆς κοσμικῆς γνώσεως…
εὐκολότερον σοί εἶναι νά λυθῇς ἀπό σιδηράς ἀλύσσους, παρά ἀπό αὐτήν»*
Ἡ ἡσυχαστική ὁδός εἶναι αὐστηρῶς
ἀπαγορευμένη καί ἐπτασφράγιστη ἀπ’ ὅλα τά ἐκπαιδευτικά καί πολιτικά
συστήματα, ἐνῶ ἀποτελεῖ διαισθαντική θύρα ὀντολογικῆς ἀγωγῆς. Ὅχι μόνο
γνωστικά ἀλλά ὑπαρξιακά ὁ ὅλος ἄνθρωπος διαποτίζεται ἀπό τήν ἱερή θεωρία
τοῦ μυστηρίου τῆς ζωῆς. Ὅλες
οἱ μύριες ὅσες ἀκαταστασίες καί ἀστοχίες τοῦ ἀνθρώπου καί κάθε εἶδος
κρίσης προέρχονται ἀπό μία ὁλοένα ἐπιταχυνόμενη ταχύτητα λήθης
τῆς ἡσυχαστικῆς πνοῆς, μιά ταχύτητα πού ἀγνοεῖ τόν ρυθμό τῆς ψυχῆς καί
τή φύση της. Στεροῦμε ἀπό τήν ψυχή τήν δυνατότητα νά πάρει ἀνάσα καί τό
ἀνεπαρκές ὀντολογικό ὀξυγόνο ὁδηγεῖ σέ ἀσφυξία τήν ὕπαρξη παρά τίς
σπουδές καί τόν ἀγώνα της. Παρά τήν βαθμίδα τῶν γνώσεων μας, παραμένει
ἔτσι οὐσιαστικά ἄγνωστη καί γιά αὐτό διασαλεύεται καί ἀποσυντίθεται κάθε
ἁρμονική τάξη γύρω μας. Αὐτό προσπαθεῖ νά μᾶς κάνει νά
συνειδητοποιήσουμε ὁ ἅγιος ὅταν λέγει: «Εἰρήνευσε ἐσύ καί θά εἰρηνέψει
γύρω σου ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ»*.
Μᾶς ἀφοροῦν ὅλα αὐτά σήμερα; Σύγχρονοι
στοχαστές ἔχουν ἦδη πάρει θέση. Ὁ Φίλιππος Σέρραρντ μιλᾶ γιά
ἀποϊεροποίηση καί ἀπανθρωποίηση τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Ζήσιμος Λορεντζάτος γιά
τό «χαμένο κέντρο» τοῦ πολιτισμοῦ μας, ὁ Ὀδυσσέας Ἐλύτης γιά μιά
βαρβαρότητα πού καταφτάνει μεταμφιεσμένη, γιά μιά μεθοδευμένη
ἐπιστημονική καθυπόταξη τοῦ ἀνθρώπου, ἐνῶ ὁ Νίκος Καροῦζος καυτηριάζει
τόν τεχνολογικό δυονυσιασμό πού στίς μέρες μας μεταλλάσεται σέ ψηφιακό
ὁλοκληρωτισμό. Γιά νά ἁγιασθεῖ καί νά εὐλογηθεῖ τοῦτος ὁ κόσμος πρέπει
νά ἁγιασθεῖ πρωτίστως ὁ ἄνθρωπος. Ἡ θύρα τῆς προσευχητικῆς ἡσυχίας
μπορεῖ νά τόν καταστήσει «διδακτό Θεοῦ» καί δαπανόμενο ἱλασμό τοῦ κόσμου.
«Κάθε φορά πού ὁ νοῦς σύρεται πρός τά ἔξω
ὑπό τῶν αἰσθήσεων, τρώει καί αὐτός τήν τροφή τῶν θηρίων μαζί τους. Ἀλλά
ὅταν οἱ αἰσθήσεις ἐπισυνάγονται ἀπό τόν νοῦ, μετέχουν μαζί μέ αὐτόν τοῦ
ἄρτου τῶν ἀγγέλων»*.
*Ἁγίου Ἰσαάκ τοῦ Σύρου
** Φιλίππου Σέρραρντ: Ὁ ἀπανθρωπισμός τοῦ ἀνθρώπου
*** Ἱερομόναχου Πέτρου: Τό μυστήριο τοῦ λόγου στόν γέροντα Σοφρόνιο. Ἡ θεολογία ὡς πνευματική κατάσταση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου