Τα
πράγματα δεν είναι απλά δύσκολα. Είναι επικίνδυνα. Όχι λόγω της
τουρκικής επιθετικότητας. Αυτή είναι δεδομένη και πάντα επικίνδυνη,
καθώς μπορεί να οδηγήσει σε στρατιωτική σύγκρουση, «μικρή» ή μεγάλη,
αυτό κανείς δεν μπορεί να το προεξοφλήσει. Η τουρκική επιθετικότητα
μπορεί να αντιμετωπιστεί με μία σειρά κλιμακούμενων μέτρων, κατ΄ αρχήν
αποτροπής και στη συνέχεια αν χρειαστεί, ως ύστατη αντίδραση,
στρατιωτικής απάντησης. Δεν είναι ευχάριστο, ούτε εύκολο, αλλά μπορεί να
καταστεί αναγκαίο και αποτελεσματικό.
Το πλέον επικίνδυνο είναι η εμμονή «εταίρων» να εξωθήσουν την Ελλάδα σε διάλογο με την Τουρκία, στη βάση των παράνομων διεκδικήσεων της τελευταίας, όχι μόνο για τις θαλάσσιες ζώνες όπως είναι η ελληνική θέση. Το επίσης ανησυχητικό είναι ότι δεν έχει διαμηνυθεί με επαρκώς πειστικό τρόπο – προφανώς, για να επιμένουν – στο Βερολίνο και στις ορντινάτσες του στις Βρυξέλλες, Μισέλ και Μπορέλ, (όπως λέμε Μπόλεκ και Λόλεκ), ότι κάτι τέτοιο είναι εκτός συζήτησης και ότι αν επιμείνουν αφενός θα φέρουν την ευθύνη για ό,τι επακολουθήσει, αφετέρου η Ελλάδα θα αρχίσει να μπλοκάρει αποφάσεις στην ΕΕ έως ότου η τελευταία στρέψει τις πιέσεις προς εκείνον που δημιουργεί την ένταση.
Τα ήξεις αφήξεις, οι «κόκκινες γραμμές» που γίνονται ροζ κορδέλες και η αίσθηση ότι η Ελλάδα επισήμως απορρίπτει τις «παραινέσεις» για συζήτηση εφ όλης της ύλης, αλλά ανεπισήμως μισο-συζητά, αποδεχόμενη «ατύπως» να «ακούσει» τι θέλει η Τουρκία (λες και δεν ξέρει), γκριζάρει την εθνική θέση και όταν οι εθνικές θέσεις γκριζάρουν ακολουθεί το γκριζάρισμα και άλλων πραγμάτων. Είναι αδιανόητο να μπαίνει έστω και εμμέσως οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση στη λογική να εξετάζει, υπό καθεστώς πιέσεων, αν και πως θα εμπλακεί σε μία διαδικασία όπου στο τραπέζι βρίσκονται ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα. Οι ξένοι μπορεί να πιέζουν διότι εξυπηρετούν την ατζέντα τους, δουλειά των ελληνικών κυβερνήσεων δεν είναι να πιέζονται, αλλά να αποκρούουν τις πιέσεις όταν είναι βλαπτικές και να διασφαλίζουν τα εθνικά συμφέροντα.
Το να μπαίνεις σε συζήτηση για να κερδίσεις χρόνο προκειμένου να προετοιμαστείς σε άλλα πεδία, προσέχοντας πάντα να μην δημιουργηθούν τετελεσμένα, είναι κάτι αποδεκτό και ενίοτε επιβεβλημένο. Το να συζητάς όμως πράγματα που δεν πρέπει επειδή σε πιέζουν, ενέχει ευθύνες και μάλιστα βαρύτατες. Το κακό είναι ότι επί δεκαετίες, με μικρά διαστήματα εξαιρέσεων, το ελληνικό πολιτικό σύστημα «εκπαίδευσε» με τη συμπεριφορά του τον ξένο παράγοντα ότι «πιέζεται», άρα οι ξένοι κάνουν αυτό που έχουν μάθει. Πιέζουν αυτόν που ξέρουν ότι πιέζεται. Θα πρέπει να ξεμάθουν.
Με αφορμή τη νέα κρίση με την Τουρκία επανήλθε στην επικαιρότητα μια βαριά δημόσια καταγγελία του Κύπριου πρώην υπουργού Νίκου Ρολάνδη, ότι όταν η τότε κυπριακή κυβέρνηση του Τάσσου Παπαδόπουλου διαπραγματευόταν την οριοθέτηση ΑΟΖ με τις όμορες χώρες, ο Γιώργος Παπανδρέου, υπουργός Εξωτερικών εκείνη την περίοδο, είχε ζητήσει από τη Λευκωσία να μετακινήσει τη γραμμή οριοθέτησης ανατολικότερα (!), να μην λάβει υπόψιν το Καστελόριζο, προφανώς για να μην ενοχληθεί περισσότερο η Τουρκία όταν θα γίνονταν γνωστές οι συμφωνίες. διότι οι διαπραγματεύσεις είχαν κρατηθεί μυστικές. Και βέβαια η ελληνική κυβέρνηση είχε αρνηθεί να οριοθετήσει θαλάσσιες ζώνες με την Κύπρο, όπως έκαναν όλες οι υπόλοιπες εμπλεκόμενες χώρες που σήμερα έχουν ΑΟΖ.
Αν κάποιοι οι οποίοι φέρουν όντως ευθύνες για υπονόμευση των εθνικών συμφερόντων παραπεμφθούν αιτιολογημένα, ακόμα και για εσχάτη προδοσία, οι όποιοι επόμενοι ούτε που θα σκεφθούν ανάλογες «διευθετήσεις» εις βάρος της χώρας. Θα μπορούν εξάλλου να το επικαλεστούν απέναντι στις πιέσεις των ξένων. Οι δε ξένοι δεν θα μπαίνουν στη λογική ότι «στην Ελλάδα πιέζονται, άρα θα κάνουμε τη δουλειά μας», όταν γνωρίζουν ότι κάποιοι άλλοι που τους έκαναν τη δουλειά, παραπέμφθηκαν ως προδότες.
Το πλέον επικίνδυνο είναι η εμμονή «εταίρων» να εξωθήσουν την Ελλάδα σε διάλογο με την Τουρκία, στη βάση των παράνομων διεκδικήσεων της τελευταίας, όχι μόνο για τις θαλάσσιες ζώνες όπως είναι η ελληνική θέση. Το επίσης ανησυχητικό είναι ότι δεν έχει διαμηνυθεί με επαρκώς πειστικό τρόπο – προφανώς, για να επιμένουν – στο Βερολίνο και στις ορντινάτσες του στις Βρυξέλλες, Μισέλ και Μπορέλ, (όπως λέμε Μπόλεκ και Λόλεκ), ότι κάτι τέτοιο είναι εκτός συζήτησης και ότι αν επιμείνουν αφενός θα φέρουν την ευθύνη για ό,τι επακολουθήσει, αφετέρου η Ελλάδα θα αρχίσει να μπλοκάρει αποφάσεις στην ΕΕ έως ότου η τελευταία στρέψει τις πιέσεις προς εκείνον που δημιουργεί την ένταση.
Τα ήξεις αφήξεις, οι «κόκκινες γραμμές» που γίνονται ροζ κορδέλες και η αίσθηση ότι η Ελλάδα επισήμως απορρίπτει τις «παραινέσεις» για συζήτηση εφ όλης της ύλης, αλλά ανεπισήμως μισο-συζητά, αποδεχόμενη «ατύπως» να «ακούσει» τι θέλει η Τουρκία (λες και δεν ξέρει), γκριζάρει την εθνική θέση και όταν οι εθνικές θέσεις γκριζάρουν ακολουθεί το γκριζάρισμα και άλλων πραγμάτων. Είναι αδιανόητο να μπαίνει έστω και εμμέσως οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση στη λογική να εξετάζει, υπό καθεστώς πιέσεων, αν και πως θα εμπλακεί σε μία διαδικασία όπου στο τραπέζι βρίσκονται ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα. Οι ξένοι μπορεί να πιέζουν διότι εξυπηρετούν την ατζέντα τους, δουλειά των ελληνικών κυβερνήσεων δεν είναι να πιέζονται, αλλά να αποκρούουν τις πιέσεις όταν είναι βλαπτικές και να διασφαλίζουν τα εθνικά συμφέροντα.
Το να μπαίνεις σε συζήτηση για να κερδίσεις χρόνο προκειμένου να προετοιμαστείς σε άλλα πεδία, προσέχοντας πάντα να μην δημιουργηθούν τετελεσμένα, είναι κάτι αποδεκτό και ενίοτε επιβεβλημένο. Το να συζητάς όμως πράγματα που δεν πρέπει επειδή σε πιέζουν, ενέχει ευθύνες και μάλιστα βαρύτατες. Το κακό είναι ότι επί δεκαετίες, με μικρά διαστήματα εξαιρέσεων, το ελληνικό πολιτικό σύστημα «εκπαίδευσε» με τη συμπεριφορά του τον ξένο παράγοντα ότι «πιέζεται», άρα οι ξένοι κάνουν αυτό που έχουν μάθει. Πιέζουν αυτόν που ξέρουν ότι πιέζεται. Θα πρέπει να ξεμάθουν.
Με αφορμή τη νέα κρίση με την Τουρκία επανήλθε στην επικαιρότητα μια βαριά δημόσια καταγγελία του Κύπριου πρώην υπουργού Νίκου Ρολάνδη, ότι όταν η τότε κυπριακή κυβέρνηση του Τάσσου Παπαδόπουλου διαπραγματευόταν την οριοθέτηση ΑΟΖ με τις όμορες χώρες, ο Γιώργος Παπανδρέου, υπουργός Εξωτερικών εκείνη την περίοδο, είχε ζητήσει από τη Λευκωσία να μετακινήσει τη γραμμή οριοθέτησης ανατολικότερα (!), να μην λάβει υπόψιν το Καστελόριζο, προφανώς για να μην ενοχληθεί περισσότερο η Τουρκία όταν θα γίνονταν γνωστές οι συμφωνίες. διότι οι διαπραγματεύσεις είχαν κρατηθεί μυστικές. Και βέβαια η ελληνική κυβέρνηση είχε αρνηθεί να οριοθετήσει θαλάσσιες ζώνες με την Κύπρο, όπως έκαναν όλες οι υπόλοιπες εμπλεκόμενες χώρες που σήμερα έχουν ΑΟΖ.
Η ελληνική Βουλή θα πρέπει να ζητήσει εξηγήσεις από τον Γιώργο Παπανδρέου
Η καταγγελία ποτέ δεν διαψεύστηκε, ούτε καταγγέλθηκε ο κ. Ρολάνδης ότι ψεύδεται. Η ελληνική Βουλή θα πρέπει να ζητήσει εξηγήσεις από τον Γιώργο Παπανδρέου και αν ισχύουν οι καταγγελίες να εξεταστεί το ενδεχόμενο παραπομπής του σε Ειδικό Δικαστήριο, ίσως και με το ερώτημα της εσχάτης προδοσίας. Έρευνα για τυχόν ευθύνες θα πρέπει να γίνει και για τον πρώην πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη, αν αληθεύουν συγκεκριμένες πληροφορίες που βλέπουν το φως της δημοσιότητας και δεν έχουν διαψευστεί. Μεταξύ άλλων, ότι εξέταζε τη παραπομπή στη Χάγη θεμάτων που άπτονται όχι μόνο κυριαρχικών δικαιωμάτων,αλλά και κυριαρχίας και ασφαλείας (αποστρατιωτικοποίηση νησιών) και ότι είχε φθάσει κοντά σε συμφωνία ότι μετά από επιλεκτική μερική επέκταση των χωρικών υδάτων σε 6 ή 10 νμ αναλόγως της περιοχής, η Ελλάδα δεσμεύεται ότι δεν θα τα επεκτείνει ποτέ στα 12ν, ότι θα απεμπολήσει δηλαδή οριστικά κυριαρχικά δικαιώματα που απορρέουν από το Δίκαιο της Θάλασσας.Αν κάποιοι οι οποίοι φέρουν όντως ευθύνες για υπονόμευση των εθνικών συμφερόντων παραπεμφθούν αιτιολογημένα, ακόμα και για εσχάτη προδοσία, οι όποιοι επόμενοι ούτε που θα σκεφθούν ανάλογες «διευθετήσεις» εις βάρος της χώρας. Θα μπορούν εξάλλου να το επικαλεστούν απέναντι στις πιέσεις των ξένων. Οι δε ξένοι δεν θα μπαίνουν στη λογική ότι «στην Ελλάδα πιέζονται, άρα θα κάνουμε τη δουλειά μας», όταν γνωρίζουν ότι κάποιοι άλλοι που τους έκαναν τη δουλειά, παραπέμφθηκαν ως προδότες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου