Τετάρτη 4 Μαρτίου 2020

Μία «προφητεία» για την επάνοδο του Ισλάμ από το 1938


Γράφει ο Μάριος Νοβακόπουλος,
διεθνολόγος

Σήμερα έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε την Δύση στην κορυφή του κόσμου, οικονομικά, πολιτικά, στρατιωτικά και τεχνικο-επιστημονικά.  Η κατάσταση αυτή κρατά τουλάχιστον 300 χρόνια, συνεπώς είναι εύκολο να ξεχάσουμε ότι αυτός ο κόσμος, η παλαιά Ευρωπαϊκή Χριστιανοσύνη και τα σημερινά παρακλάδια και μεταμορφώσεις της, υπήρξε καιρός που αγωνιζόταν στο περιθώριο της ιστορίας, λίγο πάνω από την αθλιότητα, ισορροπώντας επί ξυρού ακμής για την επιβίωση του.  Τον λεγόμενο Μεσαίωνα η Ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία ήταν το πετράδι του πολιτισμού και της χριστιανικής πίστεως, με τους λαούς της Εσπερίας να ανασυντάσσονται αργά και σταθερά από την κατάπτωση των πρώτων “σκοτεινών αιώνων”. 
Στην άλλη μεριά της Μεσογείου ο κόσμος του Ισλάμ ξεχώριζε για την κατακτητική του ορμή, τα πλούτη και την πολιτιστική του εκλέπτυνση.  Η Κίνα και η Ινδία ήταν μακράν οι μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη μέχρι τον 19ο αιώνα – ειδικά η πρώτη είχε μία τόσο αδιαφιλονίκητη πρωτοκαθεδρία στην σφαίρα της που όταν συνάντησε τους Ευρωπαίους τους αντιμετώπισε σαν… κουνούπια.  Ακόμη και όταν ο ύστερος Μεσαίωνας έφερε τεχνική πρόοδο, αστική ανάπτυξη και οικονομική άνθιση, ακόμη και όταν η Αναγέννηση είδε εκείνην την πρωτοφανή πνευματική και διανοητική έκρηξη, η δυτική Χριστιανοσύνη ήταν ένας πολιτισμός, ένα σύστημα στριμωγμένο στην βορειοδυτική γωνία της Παγκοσμίου Νήσου (Ευρασία-Αφρική) που έτρεμε τον Μογγόλο και τον Οθωμανό.
Για την μετεωρική άνοδο της Ευρώπης από τούτη την επισφαλή θέση στην αδιαφιλονίκητη κοσμοκρατορία έχουν γίνει άπειρες μελέτες και έχουν αναζητηθεί πολλοί λόγοι.  Η πολιτική ετερογένεια που ενθάρρυνε τονσ ανταγωνισμό, ένα θρησκευτικό πλαίσιο που άφηνε περιθώριο στην λογική (όσο και εάν ενίοτε υπήρξαν συγκρούσεις), η ικανότητα να αφομοιωθούν οι εφευρέσεις και οι γνώσεις άλλων πολιτισμών, όλα έπαιξαν σημαντικό ρόλο.  
 Η δε εποχή των Εξερευνήσεων άνοιξε διάπλατα ολόκληρη την οικουμένη για ευρωπαϊκό αποικισμό και οικονομική εκμετάλλευση.  Τον 19ο αιώνα ειδικά, οπότε και ωριμάζει η βιομηχανική και επιστημονική επανάσταση, όλοι οι μη Ευρωπαίοι μοιάζουν οπισθοδρομικοί νάνοι.  Και δεν είναι μόνο οι Ινδιάνοι της αμερικανικής πεδιάδας ή οι ιθαγενείς του Ειρηνικού που αναπόφευκτα υποκύπτουν στην δυτική υπεροπλία.  Η γιγάντια Ινδία θα γίνει άθυρμα αποικιακών εταιριών μέχρι να την προσαρτήσουν πλήρως οι Βρετανοί.  Η Κίνα δεν θα κατακτηθεί επισήμως, αλλά θα ηττηθεί και θα συρθεί σε εξευτελιστικές, ετεροβαρείς οικονομικές συμφωνίες.
Για το Ισλάμ, που κάποτε προκαλούσε τρόμο στην Ευρώπη και την έβλεπε υποτιμητικά ως τόπο βαρβάρων, η αλλαγή των ισορροπιών υπήρξε πολύ επώδυνη, πρακτικά και ψυχολογικά.  Εκεί που οι στρατοί και οι στόλοι του Σουλτάνου των Οθωμανών απειλούσαν μία έκταση από την Πολωνία ως τις ισπανικές ακτές, πλέον η αυτοκρατορία αποκαλείτο “ο μέγας ασθενής” και επεβίωνε μόνο διότι έτσι εξυπηρετούντο τα συμφέροντα των ευρωπαϊκών δυνάμεων.  Τα αμύθητα πλούτη της Κωνσταντινουπόλεως ή του Μάνσα Μούσα, του διασήμου Αφρικανού μουσουλμάνου αυτοκράτορα του Μάλι, πλέον ωχριούσαν μπροστά στο κεφάλαιο που συγκέντρωναν Άγγλοι και Ολλανδοί στην Αμερική και τις Ινδίες.  Οι μαθηματικές και ιατρικές γνώσεις που ανέπτυσσαν οι Άραβες, τώρα τελειοποιούντο και μεγεθύνοντο σε συντριπτικό βαθμό στις δυτικές πρωτεύουσες.
Η Οθωμανική αυτοκρατορία διαλύθηκε στο τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, με το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών της να είχε περιέλθει είτε στους επαναστατημένους χριστιανούς υποτελείς της ή σε αποικιακές δυνάμεις.  Στα παλιά ορμητήρια των πειρατών της Μπαρμπαριάς, από των οποίων την αρπακτικότητα δεν είχε γλιτώσει ούτε η …Ισλανδία, κυμάτιζε η γαλλική σημαία.  Στο Ιράν, την Αραβία και την Εγγύς Ανατολή ο μόλις ανακαλυφθείς ορυκτός πλούτος, το πετρέλαιο, γινόταν νομή ξένων, κυρίως βρετανικών εταιριών.  Η μουσουλμανική αυτοκρατορία των Μογγόλων της Ινδίας είχε ήδη καταλυθεί από το 1858, ενώ τα σουλτανάτα της Νοτιοανατολικής Ασίας προσκυνούσαν Ολλανδούς, Βρετανούς και Αμερικανούς δυνάστες.
Σε έναν μουσουλμανικό κόσμο υποταγμένο, φτωχό και υπανάπτυκτο, το μόνο παράδειγμα επιτυχημένης προσαρμογής ήταν αυτό της Τουρκίας.  Με σιδηρά πυγμή και όραμα, ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ δεν αρκέστηκε στο να συντρίψει τους εξωτερικούς εχθρούς και να ολοκληρώσει την εξολόθρευση των χριστιανικών μειονοτήτων που είχαν αρχίσει οι Νεότουρκοι.  Οδήγησε την χώρα του σε έναν βαθύ εκδυτικισμό, περιορίζοντας την μουσουλμανική θρησκεία και τις σχετικές παραδόσεις, επιβάλλοντος το κοσμικό δίκαιο και πλάθοντας μία νέα ταυτότητα όχι πάνω στο Ισλάμ και την οθωμανική κληρονομιά, αλλά σε ένα τουρκικό έθνος κατά τα ιδεολογικά πρότυπα της Ευρώπης.  Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα κινήματα για την χειραφέτηση του Αραβικού κόσμου από την ευρωπαϊκή αποικιοκρατία είχαν χαρακτηριστικά σοσιαλιστικά και εθνικιστικά: προώθησαν την κοινή αραβική εθνογλωσσική συνείδηση πάνω από τις θρησκευτικές διαιρέσεις.  Το Ισλάμ φαινόταν να παίρνει την κατιούσα σύμφωνα με την γραμμική αντίληψη της ιστορίας.  Όταν από την δεκαετία του 1970 και ύστερα ξεκίνησε η Ισλαμική αναβίωση, σχεδόν όλοι οι Δυτικοί πιάστηκαν εξ απήνης.
Hillaire Belloc:  Το Ισλάμ ως χριστιανική αίρεση
Η βαρύτητα ας δοθεί στην λέξη “σχεδόν”.  Το 1937-8 σε μία περίοδο που ο μουσουλμανικός κόσμος βρισκόταν στο περιθώριο και η Ευρώπη προετοιμαζόταν για έναν ακόμη μεγάλο πόλεμο, βρίσκουμε δύο κείμενα που όχι μόνο αναγνωρίζουν την ανθεκτικότητα του Ισλάμ, αλλά και προειδοποιούν για την επερχόμενη αναγέννηση του.
Ο Hillaire Belloc (1870-1953) ήταν ένας Αγγλο-Γάλλος συγγραφέας, ιστορικός και πολιτικός, ο ποίος στο μεταίχμιο μεταξύ 19ου και 20ου αιώνος αποτέλεσε από τους πιο διαπρεπείς διανοητές της συντηρητικής ρωμαιοκαθολικής παραδόσεως.  Είναι περισσότερο γνωστός για την φιλία και τη συνεργασία του με τον G. K. Chesterton, μαζί με τον οποίο υπήρξαν οι “πατέρες” της οικονομικής θεωρίας του διανεμισμού (distributism), σε μία απόπειρα να ξεπεραστεί τόσο ο καπιταλισμός όσο και ο σοσιαλισμός, αμφότερα συστήματα ενάντια στην κοινωνική διδασκαλία της Καθολικής Εκκλησίας.  Ακόμη, υπήρξε διαπρύσιος υπερασπιστής της καθολικής μεσαιωνικής ιστορίας και παράδοσης, η οποία θεωρούσε πως διαμόρφωσε την ταυτότητα και τον πολιτισμό της χριστιανικής Ευρώπης.  Πολύ διάσημο είναι το ρητό του “Η Ευρώπη είναι η πίστη, και η πίστη είναι η Ευρώπη”.
Αν και δεν αποτέλεσε το επίκεντρο της μελέτης του, ο Belloc αφιέρωσε αρκετές σκέψεις στην ιστορία και το μέλλον του Ισλάμ (του “μωαμεθανισμού”, κατά την δυτική ορολογία τη εποχής), σε μία περίοδο, όπως ήδη αναφέραμε, καθ’ όλα ανύποπτη.  Οι πρώτες του σκέψεις διατυπώνονται στο΄εργο του “Οι Σταυροφορίες: Η Παγκόσμια Αντιλογία” (1937):
“Η ιστορία δεν πρέπει να παραμεληθεί από κανέναν σύγχρονο άνθρωπο, που μπορεί εσφαλμένα να νομίζει ότι η Ανατολή έχει επιτέλους υποκύψει ενώπιον της Δύσεως, ότι το Ισλάμ είναι τώρα υποδουλωμένο – στην πολιτική και οικονομική μας δύναμη εάν όχι στην φιλοσοφία μας.  Δεν ισχύει κάτι τέτοιο.  Το Ισλάμ θεμελιωδώς επιβιώνει… Η θρησκεία του είναι ανέπαφη, συνεπώς η υλική του ισχύς μπορεί να επιστρέψει.  Η δική μας θρησκεία βρίσκεται εν κινδύνω, ενώ ποιος μπορεί να έχει εμπιστοσύνη στη συνέχιση της επιδεξιότητας, πολλώ δε στη συνέχιση της αφοσιώσεως, εκείνων που φτιάχνουν και λειτουργούν τις μηχανές μας;  Ανάμεσα μας έχουμε ένα πλήρες χάος θρησκευτικού δόγματος… Λατρεύουμε τον εαυτό μας, λατρεύουμε το έθνος, λατρεύουμε, ορισμένοι από εμάς, μία συγκεκριμένη οικονομική διαρύθμιση η οποία θεωρείται πως εγκαθιδρύει κοινωνική δικαιοσύνη.  Το Ισλάμ δεν έχει υποστεί αυτήν την πνευματική παρακμή.  Και σε αυτήν την αντίθεση ανάμεσα στο δικό μας θρησκευτικό χάος και στη θρησκευτική βεβαιότητα που είναι ακόμη ισχυρή ανά το μωαμεθανικό κόσμο βρίσκεται ο κίνδυνος για εμάς.”
Ο Belloc ανέλυσε περισσότερο τις σκέψεις του γύρω από το Ισλάμ στο βιβλίο του “Οι Μεγάλες Αιρέσεις”.  Για εκείνον, η μουσουλμανική θρησκεία ήρθε ως η συνέχεια των παλαιοτέρων αιρέσεων που ταλάνιζαν τη πρώιμη Χριστιανοσύνη.  Της δίνει δε ιδιαίτερη βαρύτητα ως από τις πιο επιτυχημένες αιρέσεις, η οποία όχι μόνο εξερράγη απρόσμενα και με τρομερή βιαιότητα, αλλά εξαπλώθηκε ραγδαία και επιδεικνύει αξιοθαύμαστη αντοχή.
Οι έντονες χριστιανικές επιρροές επί του Ισλάμ είναι εμφανείς και οικουμενικά αποδεκτές.   Ο Μωάμεθ προέβαλε την διδασκαλία του ως συνέχεια, κάθαρση και πλήρωση των Γραφών.  Έτσι βρίσκουμε στην μουσουλμανική παράδοση τον Ιησού (Ίσα) ως τον προτελευταίο προφήτη, που στο τέλος των ημερών θα γυρίσει στη Γη για να νικήσει το κακό και να κρίνει ζώντας και νεκρούς, την Παρθένο Μαρία, τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης και ούτω καθ’ εξής.  Φυσικά δεν είναι δεκτός ο τριαδικός Θεός, η ενσάρκωση του Υιού σε θεάνθρωπο, η Σταύρωση (ο Ιησούς ανελήφθη ζων, λέει το Ισλάμ) και η Ανάσταση.  Αυτές τις παρεκκλίσεις τις είχε συστηματικά παραθέσει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός τον 8ο αιώνα, αποκαλώντας τον Μωάμεθ ψευδοπροφήτη και πρόδρομο του Αντιχρίστου.
Ο Belloc δίνει ιδιαίτερη βάση στην άρνηση της ενσαρκώσεως, την οποία ξαναβρίσκουμε νωρίτερα στον Αρειανισμό.  Όπως ο Άρειος τον 4ο αιώνα, έτσι και ο Μωάμεθ βλέπει τον Ιησού ως άνθρωπο και τον Θεό ως απολύτως απρόσιτο και αμέθεκτο.  Αυτή η άρνηση διαλύει βάσεις της χριστιανικής πίστεως όπως η σταυρική θυσία, η Θεία Ευχαριστία και η ειδική ιεροσύνη.  “Όπως και τόσοι πολλοί αιρεσιάρχες, ο Μωάμεθ ίδρυσε την αίρεση του πάνω στην απλούστευση”, καταλήγει.  Ο συγγραφέας προχωρά ένα επίπεδο παραπέρα, ονομάζοντας το Ισλάμ μία “Μεταρρύθμιση” της εποχής του και κάνοντας παραλληλισμούς με τους Προτεστάντες.
Η επιτυχία του Ισλάμ βασίστηκε στην απλότητα, τις γρήγορες και εντυπωσιακές κατακτήσεις, οι οποίες προσέδωσαν δύναμη και την υπόνοια της θείας ευνοίας, και την εισαγωγή ενός νέου κοινωνικού και πολιτικού συστήματος, το οποίο υποσχόταν στον προσήλυτο δικαιοσύνη και χρηστή διακυβέρνηση, καλύτερη τουλάχιστον από αυτήν του Βυζαντίου και της Περσίας, πρώτων αντιπάλων του Χαλιφάτου.  Το Ισλάμ όχι μόνο πέτυχε, αλλά και άντεξε την φθορά που χαρακτηρίζει τις πιο πολλές αιρέσεις.
Η αίρεση, συνεχίζει ο Belloc, αναπτύσσεται γρήγορα και απότομα, “μεταδίδεται σαν φλόγα από άνθρωπο σε άνθρωπο”.  Στη συνέχεια επέρχεται μία περίοδος φθοράς, διαρκούσα για πέντε ως έξι γενιές, “100 με 200 χρόνια ή λίγο παραπάνω”.  Ο πυρήνας των ειλικρινών και αφοσιωμένων πιστών σμικρύνεται, μέχρι που φθάνουμε στην τρίτη φάση, όπου η αληθής πίστη μένει ζώσα σε μία ασήμαντη μειονότητα, όμως οι αξίες και η ηθική της αίρεσης είναι βαθιά ριζωμένες στον πολιτισμό και την ψυχοσύνθεση της κοινωνίας-ξενιστού, με αποτέλεσμα η επιρροή της να συνεχιστεί επί μακρόν.
(Θα μπορούσε να διατυπωθεί το ερώτημα, γιατί αυτή η διαδικασία αφορά συγκεκριμένα τις αιρέσεις και όχι οποιαδήποτε θρησκεία, όπως τον Καθολικισμό που ενθέρμως ασπαζόταν ο Belloc.  Αλλά ξεφεύγουμε από το θέμα)
Το Ισλάμ όμως εκφεύγει αυτής της τροχιάς, παρουσιάζοντας μόνον το πρώτο σκέλος της.  Δεν εγνώρισε παρακμή ούτε αριθμητικά ούτε στην εσωτερική θέρμη της πίστεως.  Αντιθέτως ο Belloc παρατηρεί μία διαρκή επέκταση σε εδάφη και ακολούθους.  
Η κάμψη της ορμητικότητος αυτής δεν ήλθε παρά με την οριστική ανατροπή της ισορροπίας ισχύος μεταξύ Οθωμανικής αυτοκρατορίας και Δυτικών δυνάμεων το 18ο αιώνα: το 1683, 100 χρόνια πριν την Αμερικανική Επανάσταση όπως παρατηρεί ο συγγραφέας, ένας μουσουλμανικός στρατός βρέθηκε έξω από τις πύλες τις Βιέννης και απείλησε να κατάγει θανάσιμο πλήγμα στον καθολικό κόσμο.  Το σημαντικότερο όμως είναι πως αν και ύστερα από εκείνο το χρονικό σημείο το Ισλάμ παρήκμασε δραματικά σε επίπεδο πολιτικής και στρατιωτικής ισχύος, δημογραφικώς και πνευματικώς όμως δεν εξασθένησε.  Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στην εξάπλωση του Ισλάμ στην υποσαχάρια Αφρική.  Θα είχε ενδιαφέρον να γνωρίζαμε πως θα ερμήνευε ο Belloc την γοητεία του Ισλάμ στους Αφροαμερικανούς εθνικιστές και την θραύση που κάνει ανάμεσα στους μαύρους τροφίμων φυλακών.  Τέλος, καταλήγει πως αντίθετα με άλλες θρησκείες, οι μουσουλμάνοι είναι εκπληκτικά ανθεκτικοί προς κάθε απόπειρα ευαγγελισμού, με τις απόπειρες των καθολικών ιεραποστολικών ταγμάτων να “έχουν αποτύχει παντού και τελείως”.
Η γοητεία και αντοχή του Ισλάμ
“Εκατομμύρια συγχρόνων ανθρώπων του λευκού πολιτισμού – δηλαδή, του πολιτισμού της Ευρώπης και της Αμερικής – έχουν ξεχάσει τα πάντα για το Ισλάμ.  Δεν έχουν έρθει ποτέ σε επαφή με αυτό, θεωρούν δεδομένο πως αποσυντίθεται και πως, ούτως ή άλλως, είναι μία ξένη θρησκεία που δεν τους απασχολεί.  Είναι, αντιθέτως, ο πιο ισχυρός και επίμονος εχθρός που είχε ποτέ ο πολιτισμός μας, και μπορεί ανά πάσα στιγμή να γίνει τόσο μεγάλη απειλή στο μέλλον όσο ήταν στο παρελθόν.”
Η άγνοια του δυτικού κόσμου για το Ισλάμ και τις μουσουλμανικές κοινωνίες παρατηρείται ακόμα και σήμερα, παρ’ ότι εδώ και χρόνια βρίσκεται στο προσκήνιο της διεθνούς πολιτικής.  Η έλλειψη γνώσης για το θέμα, αλλά και το γεγονός πως τα δεδομένα φιλτράρονται και παραμορφώνονται μέσα από τις άτοπες αντιλήψεις της συγχρόνου Δύσεως (ατομικισμός, φιλελευθερισμός, πλουραλισμός) δημιουργούν δυσκολίες στην ερμηνεία των γεγονότων και στην χάραξη πολιτικής.  Δεν είναι λοιπόν να αναρωτιέται κανείς που, όταν έγραφε ο Belloc, η άγνοια ήταν ακόμη χειρότερη.
Στο έργο του ο Hillaire Belloc γίνεται αναφορά σε ένα θέμα εξαιρετικά επίκαιρο: την έλξη που ασκεί το Ισλάμ σε δυτικούς ανθρώπους, χριστιανικού υποβάθρου, οι οποίοι είτε ασπάζονται την θρησκεία του Μωάμεθ είτε διατυπώνουν μεγάλη συμπάθεια για αυτή.  Σήμερα βλέπουμε γηγενείς Ευρωπαίους όχι μόνο να βρίσκουν στο Ισλάμ πνευματικό καταφύγιο απέναντι στο κενό του μεταχριστιανικού πολιτισμού, αλλά ενίοτε και να εντάσσονται σε ριζοσπαστικές ομάδες, φθάνοντας μέχρι και στο σημείο να στελεχώσουν τις τάξεις των τζιχαντιστών.  Την εποχή του Μεσοπολέμου δεν υπήρχαν τέτοια φαινόμενα, όμως στο μυαλό έρχεται η περίπτωση του Γάλλου παραδοσιοκράτη φιλοσόφου Rene Guenon, ο οποίος το 1930 μετοίκησε στην Αίγυπτο, έλαβε το όνομα Abd al-Wāḥid Yaḥyá και ακολούθησε τον Σουφισμό.
Στις ερωτήσεις του ρωμαιοκαθολικού Belloc, οι Ευρωπαίοι προσήλυτοι ή ισλαμόφιλοι δίνουν την εξής απάντηση:
“Το Ισλάμ είναι ακατάλυτο γιατί είναι θεμελιωμένο στην απλότητα και την δικαιοσύνη.  Έχει διατηρήσει εκείνα τα χριστιανικά δόγματα τα οποία είναι προφανώς αληθή και θέλγουν την κοινή λογική εκατομμυρίων ανθρώπων, ενώ ξεφορτώνεται το ιερατείο, τα μυστήρια και όλα τα άλλα.  Κηρύσσει και πραγματώνει την ανθρώπινη ισότητα.  Αγαπά την δικαιοσύνη και απαγορεύει την τοκογλυφία.  Παράγει μία κοινωνία στην οποία οι άνθρωποι είναι πιο ευτυχείς και συναισθάνονται την αξιοπρέπεια τους πιο πολύ από ότι σε κάθε άλλη.”
Επιστρέφοντας στην μελέτη της ανθεκτικότητος του Ισλάμ, ο Belloc παρατηρεί δύο βασικές διαφορές του από “τις υπόλοιπες αιρέσεις”.  Πρώτον, αποτελεί παράγοντα εξωτερικό της Εκκλησίας και του χριστιανικού κόσμου, δεν ξεκίνησε δηλαδή ως ένα τμήμα του που αποστάτησε.  Ο Μωάμεθ δεν ξεκίνσηε ως κληρικός ή έστω πιστός, όπως ο Άρειος, ο Νεστόριος ή ο Λούθηρος.  Ως εξωτερικός παρατηρητής διάλεξε ότι του άρεσε και απέρριψε τα υπόλοιπα στοιχεία της χριστιανικής θεολογίας.  Δεύτερον, το Ισλάμ είχε την ικανότητα να απορροφά λαούς και πολιτισμούς, οι οποίοι με τη σειρά τους του έδιναν μία δημογραφική-αριθμητική “ένεση” και το τόνωναν σε ισχύ και δραστηριότητα.  Σήμερα έχουμε συνηθίσει την εικόνα του υπεργεννητικού μουσουλμανικού κόσμου που στέλνει μεταναστευτικά κύματα προς την Δύση, των νεανικών κοινωνιών της Μέσης Ανατολής σε σύγκριση με την γηράσκουσα Ευρώπη.  Τα πράγματα όμως δεν ήταν πάντα έτσι.  Στις αρχές του 20ου αιώνος οι τουρκομουσουλμανικοί πληθυσμοί της Οθωμανικής αυτοκρατορίας παρουσίαζαν κάμψη, ενώ Έλληνες και Αρμένιοι πλήθαιναν.  Όπως αναφέρει ο Γάλλος ιστορικός Fernand Braudel, το Ισλάμ υπέφερε από ολιγανθρωπία, την οποία κάλυπτε με μόνιμες εισαγωγές σκλάβων και, όπως προείπαμε, με την ενσωμάτωση και προσηλυτισμό νέων λαών: Βεδουίνοι, Βέρβεροι, Τούρκοι, Μαμελούκοι…
Η ανάμνηση της απειλής και οι προκλήσεις του μέλλοντος
“Σήμερα έχουμε συνηθίσει να σκεπτόμαστε τον μωαμεθανικό κόσμο ως κάτι οπισθοδρομικό και στάσιμο, σε υλικά ζητήματα τουλάχιστον.  Δεν μπορούμε να φανταστούμε έναν μεγάλο μωαμεθανικό στόλο με σύγχρονα θωρηκτά και υποβρύχια, ή έναν μεγάλο σύγχρονο μωαμεθανικό στρατό εξοπλισμένο με μοντέρνο πυροβολικό, αεροπορικές δυνάμεις και τα συναφή.  Αλλά όχι και τόσο παλιά… η μωαμεθανική κυβέρνηση της Κωνσταντινουπόλεως είχε καλύτερο πυροβολικό και καλύτερο στρατιωτικό εξοπλισμό από κάθε τι που θα μπορούσαμε να έχουμε εμείς οι Χριστιανοί στη Δύση… Οι Ευρωπαίοι εκείνης της εποχής σκέπτονταν τον μωαμεθανισμό όπως εμείς σκεπτόμαστε τον μπολσεβικισμό ή όπως οι λευκοί σκέπτονται την Ιαπωνική δύναμη στην Ασία σήμερα (1938)”
Σε κάθε περίπτωση, όπως και να εκλάβει κανείς τις σχέσεις του Ισλάμ με την Δύση σήμερα, η συμβατική στρατιωτική απειλή δεν είναι αυτό που προβληματίζει τις κυβερνήσεις και τις κοινωνίες.  Τα “καυτά” θέματα της ατζέντας είναι η μετανάστευση και η τρομοκρατία, δεν υπάρχει αμφιβολία πάντως πως η χαώδης υλική υπεροχή της Δύσης έχει απολεσθεί ανεπιστρεπτί.  Σήμερα ο μουσουλμανικός κόσμος ναι μεν δεν μπορεί να συναγωνιστεί τις ΗΠΑ και τις ευρασιατικές δυνάμεις σε ισχύ και τεχνολογία, συγκεκριμένες χώρες όμως είναι υπολογίσιμοι παίκτες.  Η Τουρκία έχει έναν από τους πιο δυνατούς στρατούς στον κόσμο, το δε Πακιστάν έχει πυρηνικά όπλα.  Οι χώρες που αντιμετωπίζουν συμβατικές απειλές στα “ματωμένα σύνορα του Ισλάμ” (για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του Samuel Huntington) είναι μετρημένες: Έλλάδα και Κύπρος, Ινδία, ίσως η Αρμενία.  Το μεγαλύτερο μέρος της επιθετικότητος εντός μουσουλμανικών κοινωνιών και κυβερνήσεων εκτονώνεται σε άλλους μουσουλμάνους.
Το κεντρικό συμπέρασμα πάντως παραμένει: η επανάπαυση στην υπεροχή του χριστιανικού-μεταχριστιανικού κόσμου ήταν (πολλώ δε είναι σήμερα) μία αφελής χίμαιρα.  Την εποχή που έγραφε ο Belloc, “έντεκα στους δώδκεα μουσουλμάνους” ήταν υπήκοοι κάποιας ευρωπαϊκής χώρας, και η μακραίωνη μονομαχία των δύο κόσμων φαινόταν αμετάκλητα αποφασισμένη υπέρ του δυτικού.  Όμως η υπεροχή αυτή δεν ήλθε από εσωτερική φθορά του Ισλάμ αλλά από την πρωτοφανή ανάπτυξη της δυτικής ισχύος από το 1500 και έπειτα: “δεν υπήρξε ηθική αποσύνθεση από μέσα, ούτε διανοητική κατάρρευση.  Θα βρεις τον Αιγύπτιο ή τον Σύριο φοιτητή σήμερα, αν του μιλήσεις για οποιοδήποτε φιλοσοφικό ή επιστημονικό θέμα με το οποίο έχει ασχοληθεί, να είναι ίσος με κάθε Ευρωπαίο”.  Εσωτερικά το Ισλάμ αντέχει και αντλεί την πίστη εκατομμυρίων ανθρώπων – πάνω από ενάμισι δισεκατομμύριο σήμερα.
Τον Belloc ανησυχούσε έντονα για την εσωτερική πνευματική παρακμή της Ευρώπης, και δη για την υποχώρηση του χριστιανισμού.  Χωρίς περιεχόμενο, οι δομές και τα συστήματα της σταδιακά θα φθείροντο, ανεξάρτητα από το πόσο θα προόδευαν οι υλικοί τομείς.  Το μόνο που θα έπρεπε να κάνει το Ισλάμ ήταν να μείνει σταθερό στις θέσεις του, και μία ημέρα θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί τούτην την φθορά.  Και εκεί η απειλή θα επέστρεφε.  Την στιγμή ακριβώς που οι πολιτισμικές επαναστάσεις της Δύσεως ανατίναζαν τα εσωτερικά της θεμέλια (θρησκεία, οικογένεια, πατριωτισμός, εθνική συνείδηση), οι μουσουλμάνοι ξεσηκώνονταν ενάντια στο κοσμικό, δυτικόφερτο πνεύμα των περισσοτέρων κυβερνήσεων τους.  Σήμερα βιώνουμε τους μετασεισμούς αυτής της εκρήξεως.
Βέβαια, να γίνουν εδώ κάποιες παρατηρήσεις.  Η Δύση δεν “καθόταν και κοιτούσε τη δουλειά της” και ξαφνικά το Ισλάμ επανήλθε.  Για να φτάσουμε στη σημερινή κατάσταση έπρεπε να προηγηθούν οι τραγωδίες του Αφγανιστάν, του Ιράκ, της Λιβύης και της Συρίας.  Έπρεπε να προηγηθούν οι υπόγειες επιχειρήσεις της CIA για την καλλιέργεια του ριζοσπαστικού ισλαμισμού ως αντιβάρου στον κομμουνισμό, και οι παχυλά χρηματοδοτούμενες σαουδαραβικές αποστολές που υπονόμευσαν το παραδοσιακό Ισλάμ για χάρη του φονταμενταλισμού.  Η ευθύνη χωρών όπως οι ΗΠΑ και θεσμών όπως το ΝΑΤΟ είναι πολύ μεγάλη για τη σημερινή κατάσταση.  Από την άλλη, παρά την κακοποίηση συγκεκριμένων μουσουλμανικών χωρών, η Δύση ποτέ δεν κατέβαλε προσπάθεια να πλήξη το Ισλάμ ως θρησκεία – το αντίθετο, παγιδευμένη στην πολιτική ορθότητα και το μίσος για την χριστιανική της κληρονομιά, κάνει ότι μπορεί για να μην το θίξει, αφήνοντας το να αποκτά όλο και μεγαλύτερη θέση στις κοινωνίες της.
Ο Belloc «προφήτευσε» την αντοχή και επάνοδο του Ισλάμ, τη γοητεία του προς τον σημερινό δυτικό άνθρωπο, την αφελή επανάπαυση των δυτικών κοινωνιών.  Τα πράγματα δεν εκτυλίχθηκαν όπως ακριβώς βέβαια περιέγραψε: η απειλή είναι ασύμμετρη και όχι συμβατική-στρατιωτική, ενώ δεν θα μπορούσε να προβλέψει την μαζική μετανάστευση/δημογραφική αντικατάσταση την οποία αντιμετωπίζει σήμερα ο «λευκός πολιτισμός».
Απέναντι στο χάος της εποχής του (άνοδος ναζισμού, κομμουνισμού), ο συγγραφέας προέτεινε τον χριστιανικό πολιτισμό και ταυτότητα της Ευρώπης.  Ίσως αυτό να μπορεί κάτι να διδάξει σήμερα.
ΠΗΓΕΣ
Το πλήρες κείμενο του Belloc για το Ισλάμ
Άρθρα
ΠΡΩΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: Geopolitics and Daily News 9-5-2019

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου