Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2019

Άγιος Βασίλειος: Η ζωή και η δράση τού Αγίου

Μιχαήλ Χούλη, Θεολόγου
 1. Η αγία ζωή και η εξαίρετη κοινωνική προσφορά του πραγματικού Άϊ Βασίλη

Ο πραγματικός άγιος Βασίλειος -και όχι ο περιορίζων το νόημα του Χριστιανισμού σε προσωρινές στιγμές κοσμικής ευτυχίας, τυπολατρικώς μόνο καλός αφού διακρίνει και βραβεύει μόνο τα ‘καλά’ παιδιά, καλοθρεμμένος και μη ασκητικός, παππούλης δυτικών και καταναλωτικών προτύπων- γεννήθηκε στην Νεοκαισάρεια του Πόντου και στο χωριό Άννησα, το 330 μ.Χ.

ΜΕΓΑΛΩΣΕ στην Καισάρεια της Καππαδοκίας και βίωσε τη θαλπωρή μιας ουσιαστικά ευσεβούς οικογένειας.

ΜΟΡΦΩΘΗΚΕ πολύ, πρώτα από τον πατέρα του Βασίλειο, μετά στην Κωνσταντινούπολη, την Νικομήδεια, και στο πανεπιστήμιο της Αθήνας για πέντε χρόνια (350-355). Στην εποχή του υπήρξε πανεπιστήμων, αρίστευσε στους περισσότερους γνωστικούς και κλασικούς τομείς (φιλολογία, ιστορία, αστρονομία, ιατρική, γεωμετρία και αριθμητική), και αυτό οφειλόταν στην χαλύβδινη θέλησή του.


Στο θαυμάσιο σύγγραμμά του «Προς τους νέους, πώς να ωφελούνται από τα ελληνικά γράμματα», ξεκαθαρίζει ο εξέχων ιεράρχης ότι την αρετή, την ομορφιά και τη γνώση μπορούν οι χριστιανοί να αντλούν, ως προγύμναση της συνείδησης για την μελέτη των βαθιών νοημάτων της χριστιανικής διδασκαλίας, στην ουσία από οποιαδήποτε πηγή, όπως και από την εθνική μας γραμματεία και παιδεία, τους αρχαίους ρήτορες, ποιητές, φιλοσόφους, μέσα στα οποία βρίσκει κανείς πρότυπα και αρετές. Πλην όμως είναι ανάγκη να μην ξεπερνάμε το μέτρο της λογικής, και να αποφεύγουν οι νέοι πάση θυσία τις βδελυρές πράξεις κακών, τα άσχημα παραδείγματα καθώς και τα πάθη, όπως ακριβώς αποφεύγει κάποιος τα βλαβερά φαγητά και όπως ο Οδυσσέας απέφυγε, έξυπνα φερόμενος, τη μελωδία των Σειρήνων. Το συμφιλιωτικό του, υπό όρους, παράδειγμα με την αρχαία ελληνική γραμματεία προσέλαβε και η Εκκλησία στη σχέση της με το κλασσικό πνεύμα και ιδιαίτερα κατά την Αναγέννηση. Αρεστό στο Θεό και άξιο και πολύτιμο για την οδό του αγιασμού καθίσταται κάθε γνώση και αναφορά στη ζωή, φτάνει όμως να προωθεί τις αρετές, τα σωστά κριτήρια επιλογής της αλήθειας, το αγαθό, το ψυχοσωματικά ηθικό, την φροντίδα και ωφέλεια της ψυχής. Ο μεγάλος άγιος χρησιμοποιεί το παράδειγμα της μέλισσας. Όπως και η μέλισσα ορθά ενεργεί, έτσι κι εμείς να συλλέγουμε επιλεκτικά, αν χρειαστεί από διαφορετικές πηγές, πάντοτε τα χρήσιμα και αληθινά (βλ. και ‘Ο ρόλος του Μ. Βασιλείου στη συμφιλίωση Ελληνισμού – Χριστιανισμού’, Αναστ. Β. Γιαννικόπουλου, εκδ. Μ. Γρηγόρης, Αθ. 1991, & users.uoa. gr/~nektar/ orthodoxy/ paterikon/ basil_the_great_de_legendis_ gentilium_libris. htm).

Από το 356 μέχρι την άνοιξη του 357 ο φωστήρ της Οικουμένης ασχολήθηκε στην Καισάρεια με την δικηγορία και την ρητορική που άριστα κατείχε. Επισκέφτηκε στη συνέχεια τα μοναστήρια της Αιγύπτου, της Συρίας, της Μεσοποταμίας και της Παλαιστίνης και σπούδασε στο μεγάλο σχολείο της ασκητικής ζωής.

Από τον Οκτώβριο του 357 κ.ε. μελέτησε συστηματικά την Αγία Γραφή και άρχισε να παρακολουθεί στενότερα τα εκκλησιαστικά θέματα, ενώ πήρε την απόφαση να διαμοιράσει την μεγάλη του περιουσία στους στερημένους και πένητες.

Το Πάσχα του 358 βαπτίστηκε και προχειρίστηκε σε Αναγνώστη από τον επίσκοπο Διάνιο, με τον οποίο διατήρησε στενή φιλία. Τον Νοέμβριο του 358 εγκαταστάθηκε στα Άννησα, στο πατρικό του σπίτι, και τότε άρχισε την κυρίως ασκητική ζωή του.

Από την άνοιξη του 360 ΑΣΚΗΤΕΨΕ για 5 χρόνια στον Ίρι ποταμό, στον μαγευτικό Πόντο, μαζί με τον άλλο μεγάλο πατέρα της Εκκλησίας, Γρηγόριο τον Θεολόγο. Στη θεολογική ησυχία της μοναχικής ζωής μελέτησαν συστηματικά την Αγία Γραφή και την κτίση του Θεού, επιδόθηκαν στην προσευχή και  εργάστηκαν στην σύνταξη της «Φιλοκαλίας» του Ωριγένη και των ασκητικών Κανόνων. Υποβοηθούμενος και από τη θαυμαστή ομορφιά του Πόντου ΕΓΡΑΨΕ εκεί και τις βαθυστόχαστες 9 ομιλίες του στην Εξαήμερο, που τον καθιέρωσαν όχι μόνο μεγάλο ερμηνευτή των θείων έργων αλλά και σπουδαίο επιστήμονα.

Πνευματικώς αξιοθαύμαστα είναι γενικώς και τα Δογματικά έργα του, οι Ομιλίες (και στους Ψαλμούς και τον προφήτη Ησαΐα), οι Επιστολές του (περίπου 366) που αποκαλύπτουν τον ευρύ και ανθρωπιστικό εσωτερικό του κόσμο, καθώς και τα ασκητικά συγγράμματα του Αγίου (ανέρχονται σε 500 περίπου ομιλίες, στην έκδοση του Migne, τόμοι 29-32). Οι Όροι ή Κανόνες του, που περιέχονται στα τελευταία, αποτέλεσαν από τότε την βάση του Ορθόδοξου μοναχισμού.

Περί το τέλος μάλλον του 362 ο Βασίλειος χειροτονήθηκε ΔΙΑΚΟΝΟΣ και κατόπιν ΠΡΕΣΒΥΤΕΡΟΣ, από τον επίσκοπο Καισαρείας Ευσέβιο. Για 6 χρόνια εργάστηκε άοκνα, προσφέροντας πλούσια κοινωνική, θεολογική και ποιμαντική δράση. Αντιμετώπισε μάλιστα νικηφόρα και απολογητικά τους πλανεμένους Αρειανούς, οπαδούς του αιρετικού πρεσβυτέρου Αρείου (ο Αρειανισμός δίδασκε την κτιστότητα του Υιού του Θεού και αρνιόταν την θεότητα του Χριστού) και από το 377 τις χριστολογικές κακοδοξίες, εξαιτίας των έργων του Απολλιναρίου Λαοδικείας και του Μαρκέλλου Αγκύρας (ακόμη και με διπλωματική δραστηριότητα προς τον πάπα Δάμασο). Το μεγαλύτερο μέρος των συγγραφών του αφιερώθηκε άλλωστε στην ενότητα των πιστών υπέρ των εκκλησιαστικών αληθειών και στην δογματική υποστήριξη των αποφάσεων της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου. Υπέμεινε μάλιστα με υπομονή και δύναμη Κυρίου τους διωγμούς, τις συκοφαντίες και τις απειλές που υπέστη, που προξενήθηκαν όχι μόνο από την αντιπάθεια προς αυτόν του Ευσεβίου (και αργότερα πολλών άλλων επισκόπων), αλλά και από την αρειανόφρονα πολιτική του αυτοκράτορα Ουάλη και τις συκοφαντίες του επισκόπου Αγκύρας Αθανασίου.

Το έτος 369 αρρώστησε βαριά και έφτασε σχεδόν στο θάνατο, αλλά με τη χάρη του Θεού ανένηψε. Ψυχοσωματικά είχε καταβληθεί από τα προβλήματα των Εκκλησιών, από το θάνατο της μητέρας του Εμμέλειας και την συνεχή ενασχόλησή του με την σίτιση των πτωχών. Χωρίς να κατέχει καμία περιουσία ή ιδιοκτησία, τον φρόντιζαν συγγενείς και φίλοι (Για τις χρονολογίες των κυρίων γεγονότων της ζωής του, ακολουθούμε το: ‘Μέγας Βασίλειος, Βίος και Θεολογία’, Στυλιανού Παπαδοπούλου, τ. Α΄, έκδ. Β΄, Αθ. 1989. Βλ. και ‘Ο Ουρανοφάντωρ Βασίλειος’, Νικολάου Νευράκη, Αθ. 1979).

ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ χειροτονήθηκε ο αστήρ της Καισαρείας το 370, σε ηλικία 40 ετών. Το κήρυγμα του Βασιλείου ως επισκόπου υπήρξε “δυνατό σαν την βροντή, αφού και η φωτεινή του ζωή ήταν σαν την αστραπή”, σύμφωνα με τον Γρηγόριο Ναζιανζηνό (Migne 38, 74). Θεωρήθηκε σε Ανατολή και Δύση καθηγητής των θείων και υπερκόσμιων αληθειών του Ευαγγελίου, μοναδικός λειτουργιολόγος, άφθαστος παιδαγωγός, θεμελιωτής του κοινοβιακού μοναχισμού και δυνατός κοινωνιολόγος.

Ύστερα από εξάντληση και πάθηση των νεφρών ΚΟΙΜΗΘΗΚΕ στο τέλος του 378 μ.Χ., στα 49 του χρόνια. Η ζωή του ως κληρικός διήρκεσε συνολικά 15 έτη. Τα τελευταία του λόγια, πάνω στην επιθανάτια κλίνη του, ήταν τα ίδια λόγια του Χριστού πάνω στο Σταυρό προς τον Πατέρα Του: «Στα χέρια σου θα παραδώσω το πνεύμα μου». Την 1η Ιανουαρίου του 379 έγινε η κηδεία του. Ήταν τόσο πολυπληθείς οι εκδηλώσεις σεβασμού και τιμής (ακόμη και από τους εχθρούς του) και τόσο μεγάλος ο συνωστισμός σ’ αυτήν, ιδιαίτερα από τους ευεργετηθέντες υπ’ αυτού, χριστιανούς, εβραίους και εθνικούς, που τον αγαπούσαν, ώστε κατά τη διάρκειά της (της κηδείας του) πέθαναν από ασφυξία αρκετοί άνθρωποι, οι οποίοι, σύμφωνα με τον αναγνωρισμένο ιστορικό Κ. Παπαρρηγόπουλο, συνόδευσαν ευτυχισμένοι έναν πράγματι μεγάλο ιεράρχη στην Ουράνια πόλη.         

Στον ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΤΟΜΕΑ ο Βασίλειος υπήρξε, κατά γενική ομολογία, πρωτοπόρος. Μοίρασε αρχικά την τεράστια πατρική του περιουσία στους πάσχοντες, ανήμπορους και φτωχούς. Ακολούθως ανέπτυξε φιλανθρωπία αξιοθαύμαστη χωρίς διακρίσεις και έκτισε ολόκληρη πόλη, την ονομαζόμενη ‘Βασιλειάδα’, που περιλάμβανε πτωχοκομείο, ορφανοτροφείο, γηροκομείο, ξενώνα και νοσοκομείο, στην οποία υπηρετούσαν ως προσωπικό μοναχοί, αφού εξάλλου ο Μ. Βασίλειος εργάστηκε και για την πιστότερη υπακοή των μοναχών στην Εκκλησία, τη διάθεσή τους σε φιλανθρωπικά έργα και μάλιστα υπό τον επίσκοπον. Ο άξιος ποιμένας της Εκκλησίας ενδιαφέρθηκε και επενέβαινε ιδιαίτερα υπέρ των αδικουμένων, εργαζόμενων και χηρών, προέτρεπε προς κοινωνική μέριμνα τους άρχοντες και στην τρομακτική πείνα του 367-368 επέδειξε σπουδαία δραστηριότητα (οργάνωσε καταυλισμούς και λεπροκομείο, έστησε κέντρα διανομής φαγητού, επιδόθηκε σε εράνους, εργάστηκε χειρωνακτικά, αλλά και ως γιατρός). Τόσο πρακτικά, ξεκάθαρα και αληθινά όσο ο ακάματος Βασίλειος, ίσως κανένας άλλος δεν εφάρμοσε την εντολή της αγάπης του Θεανθρώπου. Η περίληψη όλης της Αγίας Γραφής είναι η αγάπη, αναφέρει ο εξέχων ιεράρχης, και διδάσκει: «Απόδειξις των του Χριστού μαθητών, η εν αυτώ προς αλλήλους αγάπη» (P.G. 31,709). Πολλοί πλούσιοι συγκινήθηκαν εξάλλου από το παράδειγμά του και τις προτροπές του και τον ακολούθησαν στις αγαθοεργίες (βλ. Νικολάου Νευράκη: ‘Ο Ουρανοφάντωρ Μέγας Βασίλειος’, Αθ. 1979 & ‘Οι Τρεις Ιεράρχες Χθες- Σήμερα - Αύριο’, Αθ. 2004).

Το υπαρξιακό και πνευματικό κλάμα του ανθρώπου, διδάσκει ο αληθής φίλος του Ιησού Βασίλειος, θεραπεύεται δια του αγιασμού και της κοινωνικής προσφοράς. Όταν ο άνθρωπος δεν αγκαλιάζει τον διπλανό του, τότε χάνεται στον αυτοπεριορισμό του και την ανασφάλειά του, υποφέρει κάτω από τα δεσμά του εγωισμού του. Ο Μ. Βασίλειος φέρει ως παράδειγμα ατομισμού και έλλειψης αγάπης την τακτική ορισμένων πλουσίων στα χρόνια του. Αυτοί, ακόμη και στο θέατρο όταν πήγαιναν, πλήρωναν αρκετές θέσεις γύρω τους ώστε να μένουν κενές, και έτσι απολάμβαναν ανενόχλητοι την παράσταση. Όταν όμως, λέγει ο κορυφαίος ιεράρχης, δεν αντλείται νερό από τα πηγάδια, τότε το νερό αρχίζει και βρωμάει, χάνει την αξία του και καταστρέφεται η ποιότητά του. Αυτά παθαίνει και η ψυχή του ανθρώπου που ζει αποκλειστικά για τον εαυτόν του. Κάθε πράγμα που δεν κοινωνείται είναι καταδικασμένο σε αποτυχία. Και αιώνια παραδείγματα παραμένουν προς υπόδειξη της αλήθειας αυτής το νερό της Νεκράς Θάλασσας, καθώς και η παραβολή του άφρονος πλουσίου, με τη μικρόχαρη καρδιά και τα χαμερπή κίνητρα (βλ. ‘Ο Χριστός και ο καινούριος κόσμος του Θεού’, Νικολάου Νευράκη, Αθ. 1989).  

Τα ΥΛΙΚΑ ΑΓΑΘΑ ανήκουν σε όλους, τονίζει ο αυθεντικός άϊ Βασίλης, που προσανατολίζει τους χριστιανούς προς την κοινοχρησία των πρώτων εκκλησιαστικών χρόνων: «Το ψωμί που φυλάς στην αποθήκη σου είναι του φτωχού. Τα ρούχα που κρατάς κρυμμένα είναι του γυμνού. Τα υποδήματα που σαπίζουν αχρησιμοποίητα είναι του ξυπόλητου. Τα χρήματα που κρύβεις είναι του φτωχού. Τόσους λοιπόν αδικείς, όσους θα μπορούσες να βοηθήσεις και το αρνήθηκες» (ΒΕΠΕΣ, τ. 54, Απ. Διακονίας, Αθ. 1976). Ακόμη, λέγει ο ελεήμων άγιος, «Ο πλούτος δεν είναι ζηλευτός για τον πλούτο. Ούτε το αξίωμα για το ίδιο το αξίωμα. Αλλά είναι και τα δύο όργανα για την αρετή, γι’ αυτούς που τα χρησιμοποιούν καλά. Δεν έχουν από μόνα τους κάτι το καλό. Αυτός λοιπόν που χρησιμοποιεί λανθασμένα τον πλούτο είναι ελεεινός και μοιάζει με κάποιον στρατιώτη που, ενώ του δόθηκε το ξίφος για την άμυνα στον πόλεμο, αυτός τραυματίστηκε εκούσια μ’ αυτό. Εάν όμως χρησιμοποιηθεί ο πλούτος καλά, σύμφωνα με τον ορθό λόγο, επαινείται και αγαπάται ο χρήστης του και δίκαιος είναι για τον κοινωνικό και φιλάδελφο τρόπο συμπεριφοράς του» (P.G. 95,1465A).

Άρπαγας είναι για τον Μ. Βασίλειο εκείνος που αρνείται να δώσει στους έχοντες ανάγκη όσα ο Θεός τού έχει δώσει μόνο προς διαχείριση. Διότι οι Πατέρες γενικά της Εκκλησίας μάς θέλουν ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΕΣ των αγαθών και όχι ιδιοκτήτες, αλλιώς μιλάνε για απανθρωπιά, για αδικία και πλεονεξία, ‘ήτις εστί ειδωλολατρία’ (Κολ. 3,5), σύμφωνα και με τον απ. Παύλο. Η αξία δεν βρίσκεται στο χρήμα, αλλά στον σωστό τρόπο χρησιμοποίησής του. Εξάλλου, αν ο άνθρωπος ενδιαφερθεί ειλικρινά για τον συνάνθρωπό του, μόνο τότε θα αποκατασταθεί η ισορροπία και στη φύση, που στενάζει από την εσωστρεφή κατανάλωση και τη φθορά εξαιτίας της κακής χρήσης της τεχνολογίας. Η μανία για πλουτισμό είναι και η καταστροφή της φύσης, πολύ εύστοχα κηρύττει ο Βασίλειος. Το άπληστο κέρδος οδηγεί και στην οικολογική ανισορροπία, ενώ η λύση είναι η αγάπη και η έμπρακτη κατανόηση (βλ. και ‘Θρησκευτικά Γ΄ Γυμνασίου’, Σταυρούλας Σοφού, εκδ. Σαββάλας, 2009).

Ο κατεξοχήν κοινωνικός εργάτης του Ευαγγελίου, Βασίλειος, προτρέπει στην ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΑΓΑΠΗ, διότι η αρετή αυτή, καθώς λέγει, δεν είναι καθόλου θεωρητική υπόθεση. Οφείλουμε να την εφαρμόζουμε στις σχέσεις μας με τους άλλους. ‘Να μοιραζόμαστε τα πάντα και να συγχωρούμε τους πάντες’ είναι το μήνυμα του γνήσιου άγιου Βασίλη, αφού αυτή είναι κυρίως η διδασκαλία του Χριστού. Όπως ο Θεός αγαπάει τους ανθρώπους, και ανατέλλει τον ήλιο Του ή βρέχει για δικαίους και αδίκους, έτσι και εμείς οφείλουμε να αγαπάμε αλλήλους χωρίς κατάκριση. Να μην υστερούμε στην αγάπη, να μην είμαστε δούλοι και δέσμιοι των υλικών αγαθών, να υπάρχει ενότητα και σύμπνοια, που οδηγεί στην τέλεια εν Χριστώ κοινωνία και την αγιοπνευματική αλλαγή και λύτρωση. Διότι, «αυτός που αγαπάει τον συνάνθρωπό του δεν κατέχει τίποτε περισσότερο από αυτόν …Όσο κάποιος πλεονάζει στον πλούτο, τόσο υστερεί στην αγάπη» (‘Προς τους πλουτούντας’, ΒΕΠΕΣ, τ. 54, Απ. Διακονίας, Αθ. 1976).

Αξίως λοιπόν ακτινοβόλησε παγκοσμίως ο Βασίλειος Καισαρείας, λόγω της ταπείνωσης, σεμνότητας και συνειδητού χριστιανισμού που εφάρμοσε, ένεκα των οποίων αρετών του προσέλκυσε την Χάρη του Τριαδικού Θεού, ο οποίος τον στεφάνωσε με την άκτιστη δόξα Του, και επέτρεψε να τιμάται η μνήμη του ως διαχρονικό και οικουμενικό παράδειγμα ανόθευτου μηνύματος αγάπης. Το εμπνευσμένο απολυτίκιό του αναφέρει: «Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος σου, ως δεξαμένη τον λόγον σου, δι’ ου θεοπρεπώς εδογμάτισας, την φύσιν των όντων ετράνωσας, τα των ανθρώπων ήθη κατεκόσμησας ….».

Εικόνα από: ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΑ ΝΕΑ, mathnews2012.blogspot.com
 
2. Ο φωτισμένος ιεράρχης, ο πολυμαθής επιστήμων, ο σπουδαίος κοινωνικός αναμορφωτής, ο άγιος της αγάπης
Γεννήθηκε το 330 μ.Χ. στη Νεοκαισάρεια του Πόντου. Μεγάλωσε στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Οι γονείς του ήταν μαθητές αγίων και απόγονοι μαρτύρων. Από τα 9 παιδιά της οικογένειάς του τα 4 έγιναν άγιοι. Μαθήτευσε στην Κωνσταντινούπολη, στον ονομαστό εθνικό ρήτορα Λιβάνιο. Σπούδασε ακόμη στην Νικομήδεια, ακολούθως στο πανεπιστήμιο της Αθήνας για 5 χρόνια (350-355), και αναδείχτηκε πολυμαθής στις κυριότερες επιστήμες της εποχής του (Φιλοσοφία, Ρητορική, Αστρονομία, Μαθηματικά, Ιατρική). Στην Καισάρεια διέπρεψε στην δικηγορία για 5 χρόνια. Μοίρασε την τεράστια πατρική περιουσία του στους φτωχούς. Για 5 χρόνια ασκήτεψε στον Πόντο, στον Ίρι ποταμό. Ταξίδεψε στην Αίγυπτο, Συρία, Μεσοποταμία, Παλαιστίνη και γνώρισε από κοντά τον αγγελικό βίο των μοναχών. Βαπτίστηκε σε ηλικία 30 ετών. Χειροτονήθηκε διάκονος και κατόπιν πρεσβύτερος σε ηλικία 35 ετών και εργάστηκε με ζήλο για 6 χρόνια. Αντιμετώπισε άριστα τους πλανεμένους οπαδούς του Αρείου, που με αιρετική έπαρση αρνιόντουσαν την θεότητα του Ιησού Χριστού.

Πρωτοπόρος αναδείχθηκε και στον φιλανθρωπικό και κοινωνικό τομέα. Με τα φλογερά κηρύγματά του μαλάκωνε τις καρδιές των πλουσίων -τους συγκινούσε το έργο του, η αγιότητά του και η αγάπη του- και εκείνοι συνεισέφεραν υπέρ των αναγκεμένων, και μάλιστα στη μεγάλη πείνα του 368 μ.Χ., κατά την οποία οι ενέργειες του Μ. Βασιλείου έσωσαν πολλούς από την καταστροφή και το θάνατο. Δημιούργησε μάλιστα ολόκληρη πόλη, την πασίγνωστη ‘Βασιλειάδα’, στην οποία περιέθαλπε και εξυπηρετούσε πάσχοντες και φτωχούς, ενώ περιλάμβανε πτωχοκομείο, ορφανοτροφείο, γηροκομείο, ξενοδοχείο και νοσοκομείο. Σε ηλικία 40 ετών χειροτονήθηκε επίσκοπος, το 370 μ.Χ. Τότε έλαμψαν πιο πολύ οι αρετές του και η αγιότητά του. Για την πνευματικότητά του και την τεράστια κοινωνική δράση του ονομάστηκε Μέγας, ενώ ακόμη ζούσε. Βροντή και αστραπή χαρακτηρίστηκαν το κήρυγμά του και η ζωή του. Επενέβαινε υπέρ των αδικουμένων, εφάρμοσε τέλεια το μήνυμα της αγάπης του Χριστού.

Διαμόρφωσε μάλιστα και θεία Λειτουργία, που έμεινε με το όνομά του σε χρήση από την Εκκλησία, και τελείται 10 φορές το χρόνο (τις Κυριακές Μ. Σαρακοστής, Μ. Πέμπτη, Μ. Σάββατο, Αγίου Βασιλείου, παραμονή Χριστουγέννων, παραμονή των Φώτων). Άριστος θεολόγος και κοινωνικός αναμορφωτής καθώς ήταν, επιβλήθηκε πνευματικά σ’ όλο τον κόσμο. Υπήρξε εξαίρετος μάλιστα συγγραφέας. Μόνο τα ασκητικά του συγγράμματα περιλαμβάνουν περίπου 500 ομιλίες του, και οι επιστολές του είναι 366. Θαυμάσιες θα παραμείνουν για πάντα οι ομιλίες του στην Εξαήμερο, στους Ψαλμούς, «Προς τους πλουτούντας», η περί Αγίου Πνεύματος πραγματεία του και ο λόγος του: «Προς τους νέους, πώς να ωφελούνται από τα ελληνικά γράμματα». Η φήμη του, ως καθηγητή των θείων και επουρανίων διδασκαλιών, της χριστιανικής παιδαγωγικής και θεμελιωτή του κοινοβιακού μοναχισμού, διοχετεύθηκε παντού.

Τέλη του 378 μ.Χ. μετατέθηκε η αγία ψυχή του στους Ουρανούς, σε ηλικία 49 ετών, και την 1η Ιανουαρίου του 379 έγινε η υπερβολικά πολυπληθής κηδεία του, την οποία παρακολούθησαν χριστιανοί, εβραίοι και εθνικοί. Γι’ αυτό και η Εκκλησία όρισε να τιμάται κάθε πρωτοχρονιά το θαυμαστό πρόσωπό του, που συνδύασε τόσο έξοχα την αγιότητα με την κοινωνική αγάπη, ώστε να μένει παράδειγμα στους αιώνες και δείκτης προς τους ανθρώπους για μίμησή του και προσπάθεια εφαρμογής χριστιανικών αληθειών και ευσεβούς ζωής. Ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, στον Επιτάφιό του προς τον Μ. Βασίλειο, λέγει τα εξής: «Εκείνος (ο Βασίλειος) περισσότερο από όλους μάς έπεισε στ’ αλήθεια ότι, αφού είμαστε άνθρωποι, δεν πρέπει να περιφρονούμε τους ανθρώπους. Ούτε με την απανθρωπιά μας προς εκείνους, δηλαδή τους πάσχοντες, να προσβάλλουμε το Χριστό, που είναι ο αρχηγός όλων» (Ε.Π. 36, 577-580). Τα τελευταία λόγια τού όντως αγίου Βασιλείου, λίγο πριν κοιμηθεί, ήταν άλλωστε τα ίδια τα λόγια του Χριστού, όταν πάνω στο Σταυρό Του είπε: «Στα χέρια σου θα παραδώσω το πνεύμα μου».    

 

Από τη διδασκαλία του Μ. Βασιλείου:

«Ονομάζω λοιπόν εγώ το κοινόβιο (το μοναστηριακό) τελειότατη μορφή κοινωνικής συμβίωσης, μέσα στην οποία δεν υπάρχει ο θεσμός της ιδιοκτησίας, δεν υπάρχουν διαφωνίες. Επίσης κάθε αναταραχή και φιλονικία και έριδες βρίσκονται μακριά. Μέσα σ’ αυτή την κοινωνία βρίσκονται όλα κοινά. Κοινός ο Θεός, κοινή η σωτηρία, κοινοί οι πνευματικοί αγώνες, … ο άρρωστος σωματικά έχει πολλούς να συμπάσχουν μαζί του. Ο άρρωστος και εξαντλημένος ψυχικά έχει πολλούς που τον θεραπεύουν και με τη βοήθειά τους τον ανορθώνουν» (‘Ασκητικές διατάξεις’, 18ο κεφ., Ε.Π. 31, 1381).

«Αυτός που έγραψε για τη δημιουργία του κόσμου (ο ιερός συγγραφέας), αμέσως με τα πρώτα λόγια φώτισε τέλεια το νου μας με το όνομα του Θεού, γιατί είπε: ‘Εν αρχή εποίησε ο Θεός’. Μίλησε πρώτα για την αρχή, για να μην νομίσουν μερικοί ότι ο κόσμος δεν έχει αρχή. Έπειτα πρόσθεσε το ‘εποίησε’ για να φανερωθεί ότι η δημιουργία του κόσμου είναι ελάχιστη εκδήλωση της δυνάμεως του Δημιουργού… Αυτός δημιούργησε στην αρχή τον ουρανό και τη γη… Όσα άρχισαν σε ορισμένο χρόνο, είναι απόλυτα αναγκαίο και να τελειώσουν μέσα στο χρόνο» (1η Ομιλία στην Εξαήμερο, Ε.Π. 29, 5-9).

«Είναι καλό και ωφέλιμο να κοινωνείς καθημερινά και να μεταλαβαίνεις το άγιο Σώμα και Αίμα του Χριστού, γιατί ο ίδιος ο Χριστός σαφώς μας λέει: ‘Όποιος τρώει τη σάρκα μου και πίνει το αίμα μου έχει ζωή αιώνια’…. Εμείς βέβαια παίρνουμε τη θεία Κοινωνία τέσσερις φορές κάθε βδομάδα, την Κυριακή, την Τετάρτη, την Παρασκευή και το Σάββατο. Κοινωνούμε ακόμη και τις υπόλοιπες ημέρες της εβδομάδας, σε περίπτωση όμως που εορτάζεται η μνήμη κάποιου αγίου» (93η Επιστολή «Προς Καισαρίαν πατρικίαν …, Ε.Π. 32, 484).

«Γιατί λοιπόν κλαις γι’ αυτόν που έφυγε από τη ζωή αυτή, για να αλλάξει το παλαιό φθαρτό ένδυμα και να φορέσει νέο ένδυμα της αφθαρσίας; Ούτε να θρηνείς για τον εαυτόν σου… γιατί η Γραφή λέγει ότι είναι καλό να ελπίζει κανείς στον Κύριο παρά να ελπίζει σε άνθρωπο. Ούτε να κλαις αυτόν, γιατί τάχα έχει πάθει φοβερά πράγματα.  Γιατί μετά από λίγο (στη Δευτέρα Παρουσία), θα τον ξυπνήσει (το σώμα του) η σάλπιγγα από τον ουρανό και θα τον ιδείς να παρουσιάζεται μπροστά στον θρόνο του Χριστού» (‘Περί ευχαριστίας’, Ε.Π. 31, 232-233).

«Εμείς λέμε ότι τον Θεό τον γνωρίζουμε από τις ενέργειές Του. Δεν διαβεβαιώνουμε ότι προσεγγίζουμε την ουσία Του με τη δύναμη του νου μας. Και τούτο γίνεται γιατί οι ενέργειές Του φτάνουν σ’ εμάς, ενώ η ουσία Του μένει ανεξιχνίαστη… Λοιπόν με ποιο τρόπο σώζομαι; Με την πίστη…. Και να γνωρίζει κάποιος επίσης ότι ο Θεός ανταμείβει εκείνους που τον αγαπούν. Επομένως η γνώση της θείας ουσίας είναι να αντιλαμβανόμαστε ότι δεν μπορούμε να γνωρίσουμε το Θεό με τη δύναμη του νου μας. Και άξιο σεβασμού είναι όχι να κατανοήσουμε ποια είναι η θεία ουσία, αλλά ότι υπάρχει η ουσία (ο Θεός)» (234η Επιστολή, προς Αμφιλόχιο, Ε.Π. 32, 869).

«Και η εμφάνιση και το ένδυμα και ο τρόπος του βαδίσματος και το κάθισμα και ο τρόπος της τροφής και το σπίτι και τα σκεύη του σπιτιού, ας είναι όλα τακτοποιημένα με απλότητα. Ακόμη και ο λόγος και το άσμα και η συνάντηση με τον πλησίον, και αυτά ας αποβλέπουν καλύτερα στη χρήση του μέτρου, παρά στην επιδεικτική εξόγκωση… Σε όλα να ελαττώνεις την επιδεικτική μεγαλοποίηση. Να είσαι ωφέλιμος στο φίλο, ήμερος προς τον υπηρέτη, ανεξίκακος στους θρασείς, φιλάνθρωπος προς εκείνους που βρίσκονται σε χαμηλή κοινωνική κατάσταση. Να παρηγορείς τους πάσχοντες. Να επισκέπτεσαι εκείνους που βρίσκονται σε θλίψεις. Να μην περιφρονείς κανέναν απολύτως. Να μην εγκωμιάζεις τον εαυτόν σου …. Να κρύβεις όσα μπορείς απ’ τα πλεονεκτήματά σου… Να μην ελέγχεις γρήγορα και με εμπάθεια… ούτε να καταδικάζεις τον άλλο για μικρά σφάλματα… Να μην βλάπτεις λοιπόν τον εαυτόν σου θέλοντας να φαίνεσαι σπουδαίος στους ανθρώπους …. Με ποιο τρόπο θα φτάσουμε στην ταπεινοφροσύνη, που είναι σωτήρια αρετή; Μήπως όταν αποβάλλουμε το ολέθριο εξόγκωμα της υπερηφάνειας;» (20η Ομιλία ‘Περί ταπεινοφροσύνης’, Ε.Π. 31, 537-540).

«‘Είτε τρώτε, λέγει ο απ. Παύλος, είτε πίνετε, είτε κάνετε οτιδήποτε άλλο, όλα να τα κάνετε για τη δόξα του Θεού’. Λοιπόν, όταν κάθεσαι στο τραπέζι, να προσεύχεσαι. Όταν τρως το ψωμί, να ευχαριστείς εκείνον που στο έχει δώσει. Όταν πίνεις το κρασί … να θυμάσαι εκείνον που σου παρέχει το δώρο αυτό. … Περνά η ανάγκη των τροφών; Ας μην περνά όμως η θύμηση του ευεργέτη…. Τελειώνει η μέρα; Να ευχαριστείς Αυτόν που μας χάρισε τον ήλιο για να κάνουμε τις εργασίες της ημέρας, και μας έδωσε τη φωτιά, για να φωτίζει τη νύχτα και για να εξυπηρετεί τις υπόλοιπες ανάγκες της ζωής» (Λόγος στη μάρτυρα Ιουλίττα, Ε.Π. 31, 244).

«Καθαρισμός όμως ψυχής είναι η περιφρόνηση των ηδονών που προέρχονται από τις αισθήσεις. Να μην τρέφουμε δηλαδή τα μάτια μας με τις απρεπείς επιδείξεις των θαυματοποιών, ούτε να κατακλύζουμε τις ψυχές μας με ανήθικη μελωδία μέσω των αυτιών μας. Γιατί από το είδος αυτό της μουσικής γεννιούνται … μέσα στην ψυχή πάθη, τα οποία την υποδουλώνουν και την ταπεινώνουν. Αλλά πρέπει να επιδιώκουμε την άλλη μουσική, την ανώτερη, που οδηγεί και στο καλύτερο. Τη μουσική αυτή χρησιμοποιώντας και ο Δαβίδ, ο ποιητής των ιερών ψαλμών, ελευθέρωνε το βασιλιά Σαούλ από τη βαριά ψυχική κατάθλιψη…. Τόσο μεγάλη είναι λοιπόν η διαφορά στον άνθρωπο όταν γεμίζει την ψυχή του με καλή ή με κακή μελωδία» (Προς τους νέους, Ε.Π. 31, 581-584). «Ο ψαλμός γαληνεύει τις ψυχές, βραβεύει την ειρήνη, καταπραΰνει το θόρυβο και τα κύματα των ανήσυχων λογισμών… Πράγματι, ποιος μπορεί να θεωρεί ακόμη ως εχθρό του εκείνον με τον οποίον συμπροσευχήθηκε στο Θεό; Ώστε η ψαλμωδία προσφέρει και το μέγιστο από τα αγαθά, την αγάπη» (Ομιλία στον 1ο ψαλμό, Ε.Π. 29, 212).

«Εσύ δεν είσαι πλεονέχτης; Εσύ δεν είσαι κλέφτης, αφού σφετερίζεσαι εκείνα που δέχτηκες από το Θεό για να τα διαχειριστείς ως οικονόμος; Μήπως νομίζεις ότι θα ονομαστεί λωποδύτης μόνο εκείνος που γδύνει κάποιον και του αρπάζει τα ρούχα, ενώ εκείνος που δεν ντύνει το γυμνό, αν και μπορεί να το κάμει, αξίζει να πάρει άλλο όνομα; Πρόσεξε! Το ψωμί που εσύ κατακρατείς, είναι του πεινασμένου. Το ένδυμα που φυλάγεις στις αποθήκες σου, είναι του γυμνού. Το παπούτσι που σαπίζει στο σπίτι σου, είναι του ξυπόλητου. Τα χρήματα που τα κατακρατείς χωμένα στη γη, είναι εκείνου που έχει ανάγκη. 

Ώστε λοιπόν, τόσους αδικείς, όσους θα μπορούσες να βοηθήσεις και το αρνήθηκες» (Περί πλεονεξίας, Ε.Π. 31, 276-277) - «Αυτός που αγαπάει τον συνάνθρωπό του, δεν κατέχει τίποτε περισσότερο απ’ αυτόν… Όσο κάποιος πλεονάζει στον πλούτο, τόσο υστερεί στην αγάπη» (Προς τους πλουτούντας, ΒΕΠΕΣ, 54, Αποστ. Διακονία, 1976, σελ. 67) -  «Όταν πεινάμε, τρώμε, αλλά περιφρονούμε τον φτωχό. Αν και ο Θεός είναι πλούσιος χορηγός, είμαστε σφιχτοχέρηδες και αδιάφοροι στις ανάγκες των φτωχών. Οι αποθήκες μας είναι γεμάτες από αγαθά, αλλά δεν ελεούμε αυτόν που στενάζει από δυστυχία. Γι’ αυτό και η δίκαιη κρίση μάς απειλεί. Γι’ αυτό και ο Θεός δεν ανοίγει το χέρι Του. Εμείς αποκλείσαμε την αγάπη προς τον διπλανό μας ως αδελφό μας. Γι’ αυτό και τα χωράφια μας είναι ξερά, γιατί πάγωσε η αγάπη ανάμεσά μας» (Ομιλία εν λιμώ…. ΒΕΠΕΣ, τ. 54, εκδ. Αποστ. Διακονία, 1978, σελ. 78,79).

   
ΒΟΗΘΗΜΑΤΑ

1. ‘Ο Ουρανοφάντωρ Μέγας Βασίλειος’, Νικολάου Νευράκη, Αθ. 1979
2. ‘Ανθολόγιο Πατερικών κειμένων’, Ευαγγ. Θεοδώρου, ΟΕΔΒ, 1983
3. ‘Οι Τρεις Ιεράρχες Χθες- Σήμερα - Αύριο’, Ν. Νευράκη, Αθ. 2004
4. ‘Ο ρόλος του Μ. Βασιλείου στη συμφιλίωση Ελληνισμού – Χριστιανισμού’, Αναστ. Β. Γιαννικόπουλου, εκδ. Μ. Γρηγόρης, Αθ. 1991
5. ‘Μέγας Βασίλειος, Βίος και Θεολογία’, Στυλιανού Παπαδοπούλου, τ. Α΄, έκδ. Β΄, Αθ. 1989

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου