του Άρη Χατζηστεφάνου
Για κίνδυνο κρίσης στις σχέσεις της Αθήνας με την Ουάσιγκτον, έκαναν λόγο αρκετά ελληνικά και διεθνή ΜΜΕ μετά την δημοσίευση από το πρακτορείο Reuters της πληροφορίας ότι το ιρανικό δεξαμενόπλοιο Grace 1, που είχε κατασχεθεί με εντολή των ΗΠΑ, κατευθύνεται προς την Καλαμάτα.
Οι αποκλειστικές δηλώσεις ανώτατου Αμερικανού αξιωματούχου στο Sputnik ότι «οποιαδήποτε βοήθεια προς το ιρανικό δεξαμενόπλοιο -ή άλλα, παρεμφερή πλοία- θα μπορούσε να θεωρηθεί για την αμερικανική κυβέρνηση ως παροχή υλικής υποστήριξης σε τρομοκρατική οργάνωση» ενίσχυσαν εύλογα αυτή τη αίσθηση. Μήπως, όμως, στην πραγματικότητα η Ελλάδα βρίσκεται σε τροχιά σύγκρουσης με την Ευρωπαϊκή Ένωση και όχι με τις ΗΠΑ;
Οι σχέσεις της Ουάσιγκτον, με αυτό που οι Αμερικανοί διπλωμάτες αποκαλούν «παλαιό κόσμο» βρίσκονται ίσως στο χειρότερο σημείο από την εποχή της εισβολής στο Ιράκ (κάποιοι θα πουν από την εποχή πριν από το δεύτερο
παγκόσμιο πόλεμο). Ίσως, η πιο συμβολική εικόνα αυτής της ρήξης να ήρθε στις αρχές της χρονιάς, όταν ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Μάικ Πομπέο, ξεκίνησε την ομιλία του στη Διάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου, μεταφέροντας τους χαιρετισμούς του Ντόναλντ Τραμπ. Η εκκωφαντική σιωπή στο ακροατήριο και η αμηχανία μερικών δευτερολέπτων από την πλευρά του επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας ήταν τα πρώτα σημάδια ενός γεωπολιτικού διαζυγίου.
Έκτοτε, ακολούθησαν ιδιαίτερα σκληρές δηλώσεις της Άνγκελα Μέρκελ εναντίον της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στη Συρία, η πρωτοφανής απόφαση του Πομπέο να ακυρώσει απροειδοποίητα προγραμματισμένη συνάντησή του με την Γερμανίδα καγκελάριο και η πολύ πιο πρόσφατη σύγκρουση κορυφής Τραμπ – Μακρόν, όταν ο πρώτος αποκάλεσε «ηλιθιότητα» την απόφαση του δεύτερου να φορολογήσει τις αμερικανικές εταιρείες υψηλής τεχνολογίας.
Όσοι έσπευσαν όμως να αποδώσουν τη ρήξη στις σχέσεις ΗΠΑ – Ευρώπης μόνο στην προσωπικότητα του Τραμπ και τις άγαρμπες κινήσεις του στην εξωτερική πολιτική, φαίνεται πως αγνοούν τις βαθύτερες πολιτικές κινήσεις που απομακρύνουν την τεκτονική πλάκα της Ευρώπης από αυτή της Αμερικής.
Τα δυο οικονομικά και πολιτικά μπλοκ διαφωνούν πλέον, σχεδόν στο σύνολο των ζητημάτων οικονομικής και εμπορικής πολιτικής, με άμεση αντανάκλαση και στην πολιτική και διπλωματική στάση τους. Η σύγκρουση λαμβάνει πλέον χαρακτηριστικά επιβίωσης για την ευρωπαϊκή οικονομία, καθώς απειλεί άμεσα τους πιο κερδοφόρους τομείς της οικονομίας της αλλά και την ενεργειακή αυτονομία της. Οι δασμοί που επιβάλλουν οι ΗΠΑ στην αυτοκινητοβιομηχανία και τις εξαγωγές χάλυβα, η λυσσαλέα αντίδρασή τους στην κατασκευή του αγωγού Nord Stream 2, που θα μεταφέρει ρωσικό φυσικό αέριο στη Γερμανία και οι ανοιχτές απειλές προς τις ευρωπαϊκές χώρες που θέλουν να συνεργαστούν με κινεζικές εταιρείες για την εγκατάσταση δικτύων 5G σημαίνουν ότι οι ΗΠΑ απειλούν τα θεμέλια κερδοφορίας των ευρωπαϊκών οικονομικών ελίτ. Η ενέργεια, οι υποδομές υψηλής τεχνολογίας και η προώθηση καταναλωτικών προϊόντων της Ευρώπης απειλούνται άμεσα.
Από την πλευρά τους, οι ΗΠΑ δεν μπορούν να ανεχθούν το τεράστιο πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας.
Αυτή η αντιπαράθεση, η οποία έχει βάθος δεκαετιών και αποτελεί ένα νέο στάδιο στην εξέλιξη του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος, προφανώς δεν εξαρτάται από το ποιος βάζει τα πόδια του πάνω στο μεγάλο τραπέζι στο οβάλ γραφείο του Λευκού Οίκου. Όπως εξηγούσε στους New York Times ο Νόρμπερτ Ρότγκεν, πρόεδρος της επιτροπής εξωτερικών υποθέσεων του γερμανικού κοινοβουλίου, «ο Τραμπ δεν είναι η αιτία, αλλά το σύμπτωμα των τεκτονικών αλλαγών στις γεωπολιτικές ισορροπίες, οι οποίες επαναφέρουν την αντιπαράθεση των μεγάλων δυνάμεων».
Όταν ο πρώην σοσιαλδημοκράτης ηγέτης της Γερμανίας, Μάρτιν Σουλτζ, δήλωνε πρόσφατα ότι ο Αμερικανός πρέσβης στο Βερολίνο συμπεριφέρεται σαν ένας «ακροδεξιός αποικιοκράτης», περιέγραφε κάτι πολύ βαθύτερο από τις πρόσκαιρες αψιμαχίες του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών με το Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
Σε αυτό νέο σκηνικό, η Ελλάδα φαίνεται έτοιμη να «αυτομολήσει» από το ευρωπαϊκό μπλοκ, στο οποίο δηλώνει με υπερηφάνεια ότι ανήκει. Αν και θεωρούνταν για δεκαετίες ένας απλός δορυφόρος της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, η εμβάθυνση της στρατηγικής συνεργασίας με τις ΗΠΑ, που ξεκίνησε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και συνεχίζει η ΝΔ, ίσως να την φέρουν σύντομα σε αντιπαράθεση με το Βερολίνο και τους άλλους ισχυρούς πόλους της ΕΕ. Η αναμενόμενη, σύμφωνα με την εφημερίδα «το Βήμα», επίσκεψη του Μάικ Πομπέο στην Αθήνα για την υπογραφή μιας νέας αμυντικής συμφωνίας (βλ. κατασκευή νέων αμερικανικών βάσεων), θα αποτελέσει κομβικό σημείο σε αυτή την πορεία.
Η Ελλάδα θα καλείται να στηρίξει και ίσως να επιβάλλει τις αμερικανικές κυρώσεις στο Ιράν, τη στιγμή που η Ευρώπη τις αμφισβητεί ευθέως γνωρίζοντας ότι αυτές πλήττουν πρωτίστως ευρωπαϊκά προϊόντα και επιχειρήσεις. Η Αθήνα θα ενισχύει τις πολεμικές τις δαπάνες στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ (ήδη είναι από τις ελάχιστες χώρες της συμμαχίας που προσφέρουν ευλαβικά το 2% του ΑΕΠ τους σε αμερικανικούς εξοπλισμούς), τη στιγμή που οι ισχυρές χώρες της ΕΕ επιχειρούν να απαγκιστρωθούν από την αμερικανική πολεμική μηχανή. Η Αθήνα θα ικανοποιεί κάθε λογική η παράλογη απαίτηση της Ουάσιγκτον στην περιοχή των Βαλκανίων (όπως έδειξε με τη συνθήκη των Πρεσπών) όταν η Ευρώπη θα επιχειρεί να χαράξει τη δική της εξωτερική πολιτική.
Η πρόσφατη απόφαση αναγνώρισης του επίδοξου πραξικοπηματία της Βενεζουέλας, Χουάν Γκουαϊδό, σε μια στιγμή που το Βερολίνο επαναφέρει τις διπλωματικές του σχέσεις με το Καράκας, μπορεί να μην έχει ιδιαίτερο πολιτικό βάρος αλλά είναι ενδεικτική της διαφορετικής γραμμής που ακολουθεί η χώρα μας σε σχέση με τους Ευρωπαίους εταίρους της.
Οι ίδιες πολιτικές δυνάμεις που δήλωναν τυφλή πίστη στην ΕΕ, στα χρόνια πριν και μετά το δημοψήφισμα του 2015, είναι οι πρώτες που της γυρίζουν την πλάτη. Αν θέλουν Grexit στην εξωτερική πολιτική ας μας το πουν καθαρά.
από το «https://iskra.gr/»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου