Τρίτη 20 Αυγούστου 2019

Χυδαίος και οραματικός ρεαλισμός

Ηλίας Δασκαλάκης*


Τον τελευταίο καιρό, όλο και συχνότερα, σε πολλούς κοινωνικούς χώρους και ποικίλες περιστάσεις καθώς επίσης και στην πολιτική αντιπαράθεση των κομμάτων προβάλλεται το επιχείρημα του μη ρεαλιστικού και γίνεται επίκληση της ανάγκης για ρεαλιστική αντιμετώπιση των πραγμάτων και την εγκατάλειψη ιδεοληπτικών εμμονών. Αυτό βεβαίως ακούγεται κυρίως από τις δυνάμεις εκείνες που επιδιώκουν να διατηρήσουν την υπάρχουσα κατάσταση μέσα στο χώρο που δραστηριοποιούνται. Έτσι η επίκληση της ανάγκης για ρεαλισμό γίνεται μια μέθοδος αποτροπής των αλλαγών.

Ζούμε σε μια εποχή που η πολιτική υποχωρεί, ενώ με γοργούς ρυθμούς καταλαμβάνει τη θέση της η τεχνοκρατική θεώρηση των κοινωνικών πραγμάτων. Με άλλα λόγια υποχωρεί η δυνατότητα των επιλογών στις ανθρώπινες καταστάσεις, αφού θεωρείται ότι τεχνοκρατικά μπορεί να βρεθεί και να εφαρμοστεί η βέλτιστη λύση. Όλο και περισσότερο προβάλλεται η δυνατότητα να δίνονται από την επιστήμη –η οποία παρουσιάζεται ως ιδεολογικά ουδέτερη, άρα αμερόληπτη και «αντικειμενική»– οι καλύτερες απαντήσεις στα όποια κοινωνικά προβλήματα. Στην πραγματικότητα πρόκειται για εκφράσεις ενός συσχετισμού δυνάμεων στο οικονομικό πεδίο, που δεν αφήνει περιθώρια τόσο για τη νοητική σύλληψη όσο και για τη δημιουργία ενός άλλου κόσμου.Η όλο και εντονότερη ανάγκη καταφυγής στον κάθε είδους ειδικό, για να μας λύσει τα προβλήματα από τα πιο πρακτικά μέχρι τα ψυχολογικά και όλα όσα προκύπτουν από τον σύγχρονο τρόπο ζωής, συμβάλλει στη δημιουργία ενός ανθρώπινου τύπου εντελώς ανίκανου να αντιμετωπίσει τις ανάγκες της ζωής του, που δεν γνωρίζει και δεν καταλαβαίνει βασικά στοιχεία της καθημερινότητάς του, ενός ανθρώπου που εμπιστεύεται τυφλά την επιστήμη και σ’ αυτήν παραδίδει τη ζωή του, ενός ανθρώπου που αφυδατώνεται σιγά σιγά από τους χυμούς της ζωής, που δεν έρχεται αντιμέτωπος με ανάγκες και προβλήματα.

Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν κινητοποιείται για να λύσει τα προβλήματά του και να ικανοποιήσει τις ανάγκες του, αφού αυτό είναι κάτι που έχουν αναλάβει οι ειδικοί, με αποτέλεσμα αφενός να μην ωριμάζει μένοντας σε νηπιακή κατάσταση αφετέρου να χάνει το ενδιαφέρον του βυθιζόμενος στην κατάθλιψη, που μια ζωή χωρίς προβλήματα του προκαλεί.

Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, γίνεται λόγος με αυξανόμενη συχνότητα για ρεαλισμό στην προσέγγιση και διαχείριση των ανθρώπινων πραγμάτων. Στην εποχή τις κατίσχυσης των αγορών και της επιβολής της δικής τους εμπορευματικής λογικής, επικρατεί η τεχνοκρατική διαχείριση σε μια αντίληψη μονόδρομου. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο η επίκληση του ρεαλισμού έχει το χαρακτήρα μιας συντηρητικής και συμβατικής επιλογής, προϋποθέτει και οδηγεί στην αποθέωση του δεδομένου και υπαρκτού. Πρόκειται για έναν ρεαλισμό που χαρακτηρίζω χυδαίο, στο βαθμό που, αδιακρίτως και ανεξαρτήτως κόστους, αναπαράγει όλα τα απαράδεκτα και συχνά παράλογα της σύγχρονης πραγματικότητας.

Τα παραπάνω βεβαίως αφορούν το επίπεδο της κοινωνίας, της πολιτικής και της οικονομίας. Ας δούμε όμως τα θέματα που προκύπτουν όταν πλησιάζουμε στο επίπεδο του ατόμου. Βεβαίως ο ρεαλισμός αποτελεί χαρακτηριστικό χωρίς το οποίο μπορεί κάποιος να οδηγηθεί σε μεγάλα λάθη. Ο άνθρωπος που δεν πατάει στη γη, ο αιθεροβάμων κινδυνεύει πολύ από αυτό. Θα ήταν όμως λάθος εξ αυτού να συναγάγουμε το συμπέρασμα ότι τα πετάγματα της φαντασίας και το οραματικό στοιχείο δεν έχουν θέση και αξία. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι στο όνομα του ρεαλισμού παραιτούμαστε από τις οποίες βελτιωτικές παρεμβάσεις μπορούμε να κάνουμε στη ζωή μας. Κάθε βελτιωτική παρέμβαση προϋποθέτει κάποια νοητική σύλληψη πέρα από το υπαρκτό, κάποια οραματική διάθεση και κινητοποίηση για την υλοποίησή της. Υπάρχει λοιπόν ανάγκη να διακρίνουμε τον ρεαλισμό, υπό την έννοια που στο κείμενο αυτό γίνεται αντιληπτός, σε ωμό ή χυδαίο ρεαλισμό και σε οραματικό ρεαλισμό. Ο πρώτος είναι εκείνος που συχνά επικαλούνται άνθρωποι που απλά επιδιώκουν να διασφαλίσουν τη συμβατική συμπεριφορά και την διαρκή επανάληψη συμπεριφορών που χρησιμοποιούνται παραδοσιακά και αυτό συμβαίνει συχνά λόγω του φόβου και της ανασφάλειας που τους προκαλεί το καινούριο. Έτσι, ακόμη και στις περιπτώσεις που το συμβατικό έχει εξασφαλισμένη την αποτυχία των προσπαθειών τους, προτιμούν το γνώριμο παρά το νέο και πειραματικό, εκτός και εάν αυτό προκρίνεται από κάποια μορφή εξουσίας που διαθέτει το κύρος και τη δύναμη να το επιβάλλει.

Στη θέση αυτού του χυδαίου ρεαλισμού, μπορούμε να βάλουμε το ρεαλισμό του ανθρώπου που μπορεί και οραματίζεται το καλύτερο, που δεσμεύεται στην επιδίωξή του και που συνειδητά και με επίγνωση των περιορισμών, των δυνατοτήτων και των πιθανοτήτων επιλέγει τα βήματα εκείνα που θα οδηγήσουν στην προσέγγιση του επιθυμητού.

Ο οραματικός ρεαλισμός είναι ο ρεαλισμός του ανθρώπου που δεν παραιτείται από την ανθρώπινη ουσία του, ουσία που σέβεται, αναγνωρίζει και επιθυμεί και για τους άλλους. Το οραματικό στοιχείο στον άνθρωπο συνδέεται με τις αξίες, τις ιδέες, τη σκοπιμότητα/ προθετικότητα, τη δημιουργικότητα. Όπως οι αξίες έτσι και η οραματική σκιαγράφηση ενός καλύτερου κόσμου έχουν την αξία του φάρου που δίνει την κατεύθυνση και προσανατολίζει, ακόμη και όταν, και συνήθως έτσι είναι, δεν μπορεί να υλοποιηθεί κατά τρόπο απόλυτο. Εδώ εξάλλου βρίσκεται και ένας μεγάλος κίνδυνος που προκαλείται από την υποστασιοποίηση και απολυτοποίηση των αξιών και των οραμάτων, καταστάσεις που συνδέονται με φανατισμούς και μπορούν να οδηγήσουν μέσα από τις καλύτερες προθέσεις, από απόλυτα ανθρωπιστικές προθέσεις, στις πιο απάνθρωπες καταστάσεις.

Επιστρέφοντας στο πολιτικό πεδίο, τα παραπάνω εκφράζονται στις ποικίλες εκφράσεις του νεοφιλελευθερισμού και στην αριστερά της εποχής. Ο νεοφιλελευθερισμός έχει μεγάλες δυνατότητες ενσωμάτωσης και οικειοποίησης του ριζοσπαστικού και πολλές παγίδες. Αδειάζοντας το ριζοσπαστικό από όλο το ουσιαστικό περιεχόμενό του, αφυδατώνοντάς το από τους χυμούς της ζωντάνιας, συμβατικοποιώντας και εμπορευματοποιώντας το, καταφέρνει να το εντάξει στο ιδεολογικό του σύστημα ακίνδυνο ή και ωφέλιμο για ποικίλες χρήσεις.

Την ίδια στιγμή, αυτό το ευνουχισμένο από την ανθρωπιστική του ουσία ριζοσπαστικό, υιοθετείται όχι μόνο από τη δεξιά αλλά και από τμήματα της αριστεράς. Ο νεοφιλελευθερισμός έχει την ικανότητα διείσδυσης τόσο προς τα δεξιά όσο και προς τα αριστερά. Με την παραδοσιακή δεξιά τον συνδέει ο συντηρητισμός, η επιδίωξη διατήρησης του υπάρχοντος συστήματος και η υπεράσπιση των κυρίαρχων συμφερόντων. Με την αριστερά συνδέεται μέσω των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των ελευθεριών.

Στο βαθμό που ο νεοφιλελευθερισμός συμμαχεί συνήθως με το κομμάτι της δεξιάς που επιμένει να εκφράζει έναν πεπαλαιωμένο συντηρητισμό, που αναφέρεται στον κλασικό αυταρχισμό και στις παραδοσιακές νοοτροπίες, αποπροσανατολίζει τμήματα της αριστεράς που παρασύρονται να υιοθετήσουν στοιχεία της ατζέντας που έχει ήδη οικειοποιηθεί η νεοφιλελεύθερη δεξιά και μετατρέψει σε προνομιακό πεδίο άσκησης της πολιτικής της. Σε μια εποχή που η αριστερά αδυνατεί να παίξει το ρόλο της ως δύναμη ανατροπής, καταλήγει να εστιάζει σε επιμέρους ζητήματα, συχνά παραιτούμενη από τον στόχο της αλλαγής του κόσμου.

Η σοσιαλδημοκρατία λοιπόν και τμήματα της αριστεράς βρίσκουν συχνά λόγο ύπαρξης, ελλείψει άλλου, στα ανθρώπινα δικαιώματα, στη στράτευση κατά της θρησκείας, στοιχεία όμως που η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία έχει ήδη προσαρμόσει στις δικές της ανάγκες και τα οποία έτσι συχνά καταλήγουν να γίνουν εργαλεία επιβολής μιας νεοσυντηρητικής αντίληψης και πρακτικής, στο βαθμό που εστιάζουν στην τυπική ελευθερία, αδιαφορώντας για το μείζον θέμα της ισότητας, αποκομμένα από την αρχή της επιείκειας, απογυμνωμένα στην ουσία από την ανθρωπιστική στόχευσή τους, πλήρως εναρμονισμένα προς τον άνθρωπο-μηχανή, τον άνθρωπο χωρίς ενδιαφέρον, που είναι ανίκανος να αντιμετωπίσει τις προσωπικές του ανάγκες και τα προβλήματα της ζωής μόνος του, τον άνθρωπο που είναι καταναλωτής αγαθών και υπηρεσιών σε έναν κόσμο γενικευμένης εμπορευματοποίησης.

Η αριστερά μέσα σε αυτή την κατάσταση βρίσκεται σε μεγάλη αδυναμία. Η μεγάλη αδυναμία βρίσκεται στο γεγονός ότι η συντριπτική συγκέντρωση δύναμης στο κεφάλαιο, που κινείται ασύδοτα στον υπερεθνικό χώρο, δεν επιτρέπει στην κοινωνία να φανταστεί κάτι άλλο, έναν άλλο κόσμο, πιο όμορφο και πιο ανθρώπινο. Αριστερά όμως χωρίς όραμα δεν υπάρχει.

Σχετικό με τα παραπάνω είναι το ζήτημα της επανάστασης. Είναι η επανάσταση ο καλύτερος τρόπος για την αλλαγή; Είναι ο μόνος; Είναι αυτός που μπορεί να οδηγήσει στο επιθυμητό; Είναι η βία η μαμή της ιστορίας ή μήπως μαμή είναι η δύναμη, η ισχύς; Και ακόμη μπορεί να σχεδιαστεί μια άλλη κοινωνία και να επιτευχθεί; Πόσο κοντά πρέπει να είναι αυτό το άλλο στην ήδη δημιουργημένη λαϊκή συνείδηση;

Η επανάσταση έχει προοδευτικό πρόσημο και αξία όταν αποτελεί την τελευταία πράξη ενός συνόλου κοινωνικών διεργασιών – εμφάνιση νέων κοινωνικών δυνάμεων ή ισχυροποίηση ήδη υπαρκτών και μέχρι τότε περιθωριακών ή ανίσχυρων, δημιουργία νέων κοσμοθεωρητικών και ιδεολογικών αντιλήψεων με διάχυσή τους στο κοινωνικό σώμα και διαποτισμό της κοινωνικής συνείδησης με αυτές, δίνοντας ελπίδα, όραμα και προοπτική. Όταν αντίθετα η «επανάσταση» γίνει από μία μειοψηφία, εν’ ονόματι έστω του λαού και της πλειοψηφίας αλλά χωρίς αυτήν, τότε πρόκειται για πράξη επιβολής. Οι κοινωνικές συνέπειες δε θα είναι θετικές. Δε θα αποτελέσει πράξη προόδου αλλά πράξη καθυπόταξης, πράξη επιβολής του καλού στους πολίτες, ενός καλού που οι ίδιοι δεν αντιλαμβάνονται ως τέτοιο.

Αφού λοιπόν επανάσταση χωρίς λαϊκό έρεισμα δεν έχει νόημα και δεν είναι επιθυμητή, ο οραματικός ρεαλισμός καλείται να παίξει τον ρόλο της γέφυρας, να προϊδεάσει, να φέρει σε επαφή τον κόσμο με νέες αντιλήψεις να προτείνει και να κάνει βήματα, να δημιουργήσει εστίες μιας άλλης κοινωνικής αντίληψης μέσα στην ίδια την κοινωνία.

Σε κάθε περίπτωση, προϋπόθεση αναγκαία για κάτι τέτοιο είναι να εμφανιστούν νέες ρωμαλέες και πολλά υποσχόμενες κοινωνικές δυνάμεις που θα μπορέσουν να προκαλέσουν αλλαγή της συνείδησης για αλλαγή της συνείδησης. Δυνάμεις που θα δημιουργήσουν οραματικές, θετικές εικόνες ενός κοινωνικού μέλλοντος επιθυμητού, εικόνες που θα αποτελέσουν την κινητήρια δύναμη για επιδίωξη αυτού που υπόσχεται βαθιά βελτίωση και ευδαιμονία.

Ο Ηλίας Δασκαλάκης είναι εκπαιδευτικός σε σχολείο της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης στην Κέρκυρα, με την ειδικότητα του κοινωνιολόγου

Πηγή: alfavita.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου