ΡΗΞΗ φ.133
Από την εποχή του Πελοποννησιακού πολέμου, των εμφυλίων της Επανάστασης
του 1821 και του τελευταίου εμφύλιου 1946-1949 δεν υπήρξε ωμότητα που να
μην είχε διαπράξει η μια πλευρά εναντίον της άλλης. Οι εμφύλιοι της
αρχαίας Ελλάδας κατέλυσαν πολιτικά και ηθικά το πρώτο πείραμα, ιστορικά,
Δημοκρατίας και έστειλαν πολλούς χαρισματικούς Έλληνες στην αγκαλιά των
Περσών. Οι εμφύλιοι της Επανάστασης του 1821 παραλίγο να οδηγήσουν στην
ήττα της αν δεν είχε μεσολαβήσει το Ναυαρίνο.
Ο τελευταίος εμφύλιος
άφησε πίσω του ερείπια, αποδυνάμωσε την θέση της Ελλάδας, μας άφησε ως
κληρονομιά ένα καθεστώς έκτακτης ανάγκης, που θα τερματιστεί μόνο το
1974 με την εθνική τραγωδία της Κύπρου, χιλιάδες Έλληνες μετανάστευσαν
σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης ως πολιτικοί ή οικονομικοί μετανάστες.
Δίπλα από κάθε νεκρό αντάρτη, υπήρχε ένας νεκρός φαντάρος ή χωροφύλακας
που μπορεί όλοι να κατάγονταν από το ίδιο χωριό και να ήταν παιδιά που
μοιράζονταν τις ίδιες εμπειρίες.
Κάτω από τα ηρωικά εμβατήρια ή
αντάρτικα υπήρχε η μιζέρια και η χαμένη ζωή τουλάχιστον δυο γενεών.
Εκτός από την Μακρόνησο, όποιος διαβάσει τα απομνημονεύματα των
καπετάνιων του ΕΛΑΣ, Περικλή -Γιώργου Χουλιάρα, Βρασίδα-Χρήστου
Καινούργιου και Αλέκου Κουτσούκαλη θα διαπιστώσει ότι υπήρχε το
στρατόπεδο Μπούλκες όπου ο ίδιος ο κομματικός μηχανισμός βασάνιζε, συχνά
μέχρι θανάτου, τους παλαιούς αντάρτες και καπετάνιους του ΕΛΑΣ με
τέτοια σκληρότητα που στο τέλος το ίδιο αναγκάστηκε να ξεφορτωθεί τον
επικεφαλής (Μ.Πεταχτσίδη), πνίγοντας τον στον Δούναβη.
Κάθε παράταξη
είχε τους μάρτυρες της, τους ήρωες της , καθεμιά προσπαθεί να
εξιδανικεύσει τον ρόλο της, αλλά η αλήθεια είναι ότι ο πόνος που
σκόρπισαν είναι ανείπωτος.
Όποιος ήταν νικητής φρόντιζε να ταπεινώσει
και να εξευτελίσει τον αντίπαλο όχι απλώς να τον σκοτώσει. Να κόψει
κεφάλια, να τα περιφέρει από χωριό σε χωριό ή να συλλαμβάνει όμηρους και
να τους βασανίζει με ειδεχθή τρόπο.
Οι νικητές γύρισαν στα
κατεστραμμένα χωριά τους και προσπαθούσαν να μαζεύσουν την ριμαγμένη
τους ζωή. Και όμως αντί να πενθούμε ως κοινωνία πολλοί ακόμα σηκώνουν
υπερήφανα κηρύγματα εμφύλιου μίσους.
Από τα έργα που γράφτηκαν μετά τον
εμφύλιο ξεχωρίζω το¨"Κιβώτιο " του Άρη Αλεξάνδρου και την "Πυραμίδα 67"
του Ρένου Αποστολίδου, από την οποία παραθέτω ένα ΄κομμάτι:
«Στους νυχτερινούς δρόμους των πόλεων , μεθυσμένοι στις ταβέρνες και στα
καφενεία , στις παράγκες και στα βουνά , στ’ αμπριά των υψωμάτων και
στα φυλάκια των γεφυρών , μια τριετία ολάκερη τούτη η σπαραγμένη χώρα , η
ματωμένη , σε φριχτό βυθό πεσμένη , στην απόγνωση φτασμένη , δίχως ένα
φέγγος από πουθενά , μητ’ ελπίδα – παντού όπου υπήρχε στρατός , παντού
όπου υπήρχε αντάρτικο , παντού όπου καπνός , χαλασμός κ’ ερείπια !- η
χώρα τούτη ολάκερη , μια ολάκερη τριετία , τραγούδησε ένα τραγούδι , το
ίδιο και πάλι το ίδιο , μ ‘ επιμονή , με άφατο πόνο , με σπαραγμό και
δάκρυα σ’όλα τα μάτια :
Κάποιο απλό , λαικό , σερέτικο. Στα σκοτεινά
μπουντρούμια των απομονωτηρίων, τα δάκρυα έσταζαν , στις ξύλινες
παράγκες και στ' αντίσκηνα των εξοριών, τα δάκρυα έσταζαν, στους
καταυλισμούς των λόχων, τα δάκρυα έσταζαν, στα υψώματα πάνω, τα δάκρυα
έσταζαν, στις ταβέρνες των κωμοπόλεων και στα καπηλειά των χωριών τα
δάκρυα έσταζαν, στους θαλάμους των νοσοκομείων τα δάκρυα
έσταζαν.
Στρατιώτες κλαίγαν , κλαίγαν αντάρτες , εξόριστοι , άμαχοι ,
άνθρωποι των πόλεων !Κλαίγαν χωριάτες , κλαίγαν γυναίκες , κλαίγαν
παιδιά – όλοι έκλαιγαν !..
Κι όταν στις ταβέρνες σηκωνόταν άξαφνα
κάποιος να το χορέψη , δέος τους κάτεχε όλους – εξομολόγηση ομαδική !..
Το απαγόρεψαν , το κυνήγησαν – διατάξαν πια να μην πάιζεται , να μην
ακούεται πια , στόμα που φοράει χακί να μην το τραγουδήση , στόμα κανένα
να μην το ξαναπή !.. Μα εκείνο ανίκητο ! Σ’ όλα τα στόματα είχε
κολλήσει , σ΄ όλα τ’ αφτιά είχε βιδωθή , μ’ όλους τους ήχους είχε δεθή –
μ’όλους τους χτύπους , μ ‘όλες τις καρδιές !Το κλάμα του είχε ριζώσει –
σαν κισσός είχε απλώσει κ’είχε όλους τους πόνους σφιχταγκαλιάσει !Μια
ολάκερη χώρα , με δαύτο τάλεγε όλα :την κούρασή της , την οδύνη , την
απόγνωσή της ! Τ' "όχι" της ήταν - το ανέκδοτο!...
Δεν υποστήριζε ιδέες,
δεν αμφισβητούσε πίστεις, δεν έκανε θεωρία. Μόνο έλεγε πως μ' όλ' αυτά
που κάνετε, που κάνετε όλοι σας, τόσο άσπλαχνα όλοι σας... Στα όσα
πράξατε, ο λαός αυτός, σοφώτερος σας, πολύ ανθρωπινώτερός σας, δε σας
αντέτασσε τα όπλα, που όλοι του βάζατε στα χέρια, παρά ένα τραγούδι,
έναν πόνο- τον πιο βαθύ του ανθρώπου! Δεν σας έλεγε να πάτε να
πεθάνετε- καθώς τον στέλνετε σεις.
Σας θύμιζε μόνο τη μάνα σας, τη δική
σας τη μάνα, που όμοια και για σας θα πονούσε, όσο ένοχοι κι αν
είσαστε!..Πάνω στα υψώματα , απ΄ τα μεγάφωνα των Μονάδων , που ήταν
στημένα για την προπαγάνδα , κι απ΄τα χωνιά τ’ αντάρτικα , που ήταν για
τη «διαφώτιση» , τρία ολάκερα χρόνια , σαν τελειώναν τα διαταγμένα λόγια
τους , οι «επίτροποι » και οι «Α2» τραγουδούσαν οι άλλοι το ίδιο
τραγούδι :
«Κάποια μάνα αναστενάζει , μέρα νύχτα ανησυχεί» ». Κάθε νύχτα το ίδιο πονεμένο, αληθινό, κλαμένο...Χείλια που δε λέγαν ψέματα, που δεν κάναν προπαγάνδα, μήτε διαφώτιση, σαν το εμπιστεύονταν στους αντικρινούς "εχθρούς"!.. Και κάθε μέρα, το αίμα πάλι, εξαιτίας σας...Το τραγούδι αυτό, που σας το σιγοτραγουδούσαν όλοι μες στ' αυτιά και σεις δεν το θέλατε να τ' ακούτε, κ' είπατε να μην τραγουδιέται!...Αλλά εγώ σας λέω: των μητέρων ο πόνος θα νικήσει τα όπλα σας!...Αυτό το απλό κι ασήμαντο τραγούδι, είν' η ντροπή σας!..Τι σας κάναν οι μάνες και τους δώσατε τόσον πόνο; Πήρατε τα παιδιά τους και δεν τα φέρατε πίσω, ή τους τα φέρατε στα χέρια, με κομμένα πόδια απ' τα χιόνια, ή απ' τις νάρκες, με διάτρητα τα σώματα απ' τις ριπές, με παραμορφωμένα πρόσωπα απ' τις φλόγες, με κρανία σπασμένα, με μυαλά χυμένα, μ' ένα χαμόγελο νεκρού...
«Κάποια μάνα αναστενάζει , μέρα νύχτα ανησυχεί» ». Κάθε νύχτα το ίδιο πονεμένο, αληθινό, κλαμένο...Χείλια που δε λέγαν ψέματα, που δεν κάναν προπαγάνδα, μήτε διαφώτιση, σαν το εμπιστεύονταν στους αντικρινούς "εχθρούς"!.. Και κάθε μέρα, το αίμα πάλι, εξαιτίας σας...Το τραγούδι αυτό, που σας το σιγοτραγουδούσαν όλοι μες στ' αυτιά και σεις δεν το θέλατε να τ' ακούτε, κ' είπατε να μην τραγουδιέται!...Αλλά εγώ σας λέω: των μητέρων ο πόνος θα νικήσει τα όπλα σας!...Αυτό το απλό κι ασήμαντο τραγούδι, είν' η ντροπή σας!..Τι σας κάναν οι μάνες και τους δώσατε τόσον πόνο; Πήρατε τα παιδιά τους και δεν τα φέρατε πίσω, ή τους τα φέρατε στα χέρια, με κομμένα πόδια απ' τα χιόνια, ή απ' τις νάρκες, με διάτρητα τα σώματα απ' τις ριπές, με παραμορφωμένα πρόσωπα απ' τις φλόγες, με κρανία σπασμένα, με μυαλά χυμένα, μ' ένα χαμόγελο νεκρού...
Σας πείραζ' ένα τραγούδι εσάς... Μα εμείς το λέγαμε γιατί σκεφτόμαστε τη
μάνα του αδερφού μας, που μας κατρακύλαγε νεκρός, μες στις
χαράδρες..-σκεφτόμαστε τη μάνα του, και κλαίγαμε!.. Τι σας έφταιγε η
μάνα του κι αφήσατε κει πάνω το παιδί της να τρέφη τα όρνια;.."(εκδόσεις
Εστία,Αθήνα 2006, σελ.48,49,50,51)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου