Σταύρος Λυγερός
Η δια στόματος Ερντογάν ευθεία απειλή ότι η Τουρκία ετοιμάζεται να επιτεθεί εναντίον των Κούρδων της Συρίας στα ανατολικά του Ευφράτη, υποχρέωσε την Ουάσιγκτον να παρέμβει αποτρεπτικά. Το αποτέλεσμα είναι η προ ημερών αμερικανοτουρκική συμφωνία για κοινό έλεγχο σε μία "ζώνη ασφαλείας" που θα εκτείνεται κατά μήκος των συνόρων της Τουρκίας με τη βορειοανατολική Συρία. Υπενθυμίζουμε ότι σε εκείνη την περιοχή, από τη στρατηγικής σημασίας πόλη Μανμπίτζ (Ιεράπολη) μέχρι τα σύνορα με το Ιράκ, οι κουρδικές δυνάμεις έχουν εδώ και πολύ καιρό εδραιώσει ένα πρόπλασμα κρατικής δομής.
Την εν λόγω περιοχή οι Κούρδοι του YPG έχουν απελευθερώσει από το Ισλαμικό Κράτος με μεγάλο κόστος σε ανθρώπινες ζωές, γεγονός που οι Αμερικανοί και οι Γάλλοι αναγνωρίζουν. Γι' αυτούς, άλλωστε, το κουρδικό πρόπλασμα κράτους είναι και το μόνο έρεισμά τους σε μία Συρία, όπου οι δυνάμεις του καθεστώτος Άσαντ, με τη βοήθεια του Ιράν και της Χεζμπολάχ και βεβαίως με την αεροπορική υποστήριξη της Ρωσίας, έχουν πλέον κυριαρχήσει. Εξαιρέσεις είναι η περιοχή του Ιντλίμπ, η οποία συνεχίζει να ελέγχεται από τζιχαντιστές, και τα εδάφη που έχει καταλάβει η Τουρκία σε δύο φάσεις.
Η ύπαρξη του προπλάσματος κουρδικού κράτους στη βορειοανατολική Συρία είναι εφιάλτης για την Άγκυρα. Πολύ περισσότερο που στους Κούρδους της Συρίας κυριαρχεί και οργανωτικά και πολιτικά το τοπικό παρακλάδι του PKK, το οποίο είναι σύμμαχος των Αμερικανών και υποστηρίζεται-εξοπλίζεται από αυτούς, όπως, επίσης, και από τους Ισραηλινούς.
Η πρόσφατη συμφωνία Ουάσιγκτον-Άγκυρας μπορεί προς το παρόν να απέτρεψε την τουρκική εισβολή, αλλά σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί οριστική διευθέτηση. Το μέλλον της εν λόγω περιοχής θα καθορισθεί στο πλαίσιο της ευρύτερης διευθέτησης που κάποια στιγμή θα επιβληθεί για το μελλοντικό καθεστώς σε ολόκληρη τη Συρία. Διευθέτηση, η οποία και θα κρίνει το μέλλον και των υπό τουρκική κατοχή συριακών εδαφών.
Όταν στις αρχές της δεκαετίας 1990 ο Οζάλ με ανατολίτικη κομπορρημοσύνη μιλούσε για την αναδυόμενη τουρκική ζώνη επιρροής, που θα εκτεινόταν από την Αδριατική μέχρι το Σινικό Τείχος, η Τουρκία ήταν ήδη καρκινοπαθής. Το εθνικοαπελευθερωτικό αντάρτικο του ΡΚΚ, που ξεκίνησε το 1984, δεν κατάφερε μόνο να αποσταθεροποιήσει την τουρκική κυριαρχία στις νοτιοανατολικές επαρχίες. Άσκησε και διαβρωτική επιρροή συνολικά στο μετακεμαλικό καθεστώς.
Για χρόνια το Γενικό Επιτελείο έδινε στον εαυτό του διαδοχικές διορίες για να επιτύχει στρατιωτική λύση. Παρότι σ' αυτό το μέτωπο χρησιμοποίησε ό,τι καλύτερο διέθετε στο στρατιωτικό επίπεδο, παρότι δεν τσιγκουνεύτηκε ανθρώπινους και οικονομικούς πόρους, δεν κατάφερε να συντρίψει τη ραχοκοκαλιά του αντάρτικου, όπως επανειλημμένως είχε εξαγγείλει.
Δεν το κατάφεραν ούτε οι αλλεπάλληλες εισβολές του τουρκικού στρατού στο βόρειο Ιράκ κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990. Ας σημειωθεί ότι το 1994 είχαν εισβάλει 40.000 Τούρκοι στρατιώτες υπό τον στρατηγό Τσεβίκ Μπιρ (επιχείρηση Ατσάλι), χωρίς και πάλι να επιτύχουν τον αντικειμενικό σκοπό τους. Παρά τις σημαντικές απώλειες που κατά καιρούς έχει υποστεί, το ΡΚΚ έχει αποδείξει ότι μπορεί να επιβιώνει ως αντάρτικο και να προκαλεί σημαντικά πλήγματα στις τουρκικές δυνάμεις. Τα θύματα αυτού του ασύμμετρου πολέμου ξεπερνούν τις 40.000. Ένα σημαντικό ποσοστό είναι Τούρκοι στρατιώτες, ενώ πολλαπλάσιοι είναι οι τραυματίες. Τεράστιο είναι και το οικονομικό κόστος.
Το κόστος αυτού του ασύμμετρου πολέμου για την Τουρκία έχει υπολογισθεί αθροιστικά από τουρκικές πηγές σε πολύ πάνω από 300 δισεκατομμύρια δολάρια. Σ’ αυτά θα πρέπει να προστεθούν το μεγάλο κόστος των καταστροφών που προκαλούσαν τόσο οι επιθέσεις των ανταρτών όσο και η δράση των δυνάμεων ασφαλείας, καθώς και το κόστος από την παρακώλυση της οικονομικής δραστηριότητας στις νοτιοανατολικές επαρχίες.
Η Τουρκία έχει εγκλωβισθεί σ’ έναν φαύλο κύκλο. Η εμμονή στην επιδίωξη στρατιωτικής λύσης και η καλλιέργεια της αντίληψης του κράτους-οχυρού αποδείχθηκαν εξόχως αντιπαραγωγικές. Η κεμαλική στρατογραφειοκρατία θεωρούσε την αναζήτηση πολιτικής λύσης παραδοχή ήττας, που εκ των πραγμάτων θα άνοιγε τον ασκό του Αιόλου, με ανεξέλεγκτες συνέπειες για την ίδια την ακεραιότητα του τουρκικού κράτους.
Θεωρούσε ότι, εάν σπάσει ο κουρδικός κρίκος, αργά ή γρήγορα θα ακυρωθεί συνολικά το δόγμα "ένα έθνος, ένα κράτος, μία γλώσσα, μία θρησκεία". Το πουλόβερ θα αρχίσει να ξηλώνεται και μέσα από την κρίση θα αναδυθεί σιγά σιγά το μωσαϊκό των μικρασιατικών εθνοτήτων που ισοπεδώθηκαν από τον κεμαλισμό. Για την ακρίβεια, αυτό έχει ήδη αρχίσει να γίνεται. Εάν ξύσουμε την επιφάνεια, η Τουρκία είναι ένα πολυεθνικό κράτος που δηλώνει ότι είναι μονοεθνικό.
Στην πραγματικότητα, οι Τούρκοι αδυνατούν να συμβιβασθούν με την ιστορία τους. Σύμφωνα με εκτεταμένη επιστημονική έρευνα του πανεπιστημίου του Τίμπιγκεν (Γερμανία) με τίτλο Εθνικές Ομάδες στην Τουρκική Δημοκρατία, στη χώρα αυτή υπάρχουν τουλάχιστον 52 εθνικές ομάδες, με ξεχωριστά γλωσσικά, θρησκευτικά και εθνολογικά χαρακτηριστικά. Το κουρδικό αντάρτικο δεν έφερε στην επιφάνεια μόνο το Κουρδικό Ζήτημα. Ρηγμάτωσε πολλαπλά την τουρκική κρατική ιδεολογία. Οι συμπιεσμένες μικρασιατικές εθνικές και θρησκευτικές ομάδες (όπως οι αλεβίτες) επαναδιεκδικούν την αναγνώριση και προβάλλουν την ιδιαίτερη ταυτότητά τους.
Οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις της στρατοχωροφυλακής, η χωρίς κανόνες δράση των παρακρατικών αντι-αντάρτικων ομάδων στις νοτιοανατολικές επαρχίες και οι βρόμικες επιχειρήσεις δημιούργησαν με το χυμένο αίμα βαθύ χάσμα ανάμεσα στη μεγάλη πλειονότητα των Κούρδων και στο τουρκικό κράτος. Προκαλώντας με τη δράση του τη βίαιη και συχνά τυφλή κατασταλτική αντίδραση των κρατικών και παρακρατικών μηχανισμών, το κουρδικό αντάρτικο λειτούργησε σαν καταλύτης για τη δυναμική ανάδυση του κουρδικού εθνισμού στην επικράτεια της Τουρκίας. Πρόκειται για μια διαδικασία που δεν έχει επιστροφή.
Απ’ αυτή την άποψη, το PKK έχει επιτελέσει το σημαντικότερο σκέλος της ιστορικής αποστολής του. Μέσα από τον πολυετή ένοπλο αγώνα του σφυρηλατήθηκε οριστικά και αμετάκλητα η ξεχωριστή εθνική συνείδηση των Κούρδων. Ο κουρδικός εθνισμός αναπτύσσεται δυναμικά όχι μόνο στις νοτιοανατολικές επαρχίες, αλλά και στις φτωχογειτονιές των μεγάλων πόλεων όλης της Τουρκίας.
Εκεί έχουν καταφύγει εκατομμύρια Κούρδων όχι μόνο λόγω της αστυφιλίας, αλλά και λόγω της πρακτικής του βίαιου ξεριζωμού αγροτικών κουρδικών πληθυσμών της νοτιοανατολικής Τουρκίας μέσω των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων. Ας σημειωθεί ότι κατά τη διάρκειά τους έχουν καταστραφεί 4.500 κουρδικά χωριά και οικισμοί. Με άλλα λόγια, ακόμα και η απόσχιση εδαφών δεν θα έλυνε οριστικά το κουρδικό πρόβλημα. Το κουρδικό καρκίνωμα έχει κάνει μετάσταση.
Το ΡΚΚ προσπαθεί να κατευθύνει τους Κούρδους εσωτερικούς πρόσφυγες να εγκατασταθούν στο τρίγωνο Μερσίνα-Άδανα-Αλεξανδρέττα. Στόχος του είναι η δημιουργία πολυάριθμων κουρδικών κοινοτήτων στην περιοχή αυτή, ώστε να δημιουργηθούν οι πληθυσμιακές προϋποθέσεις για μελλοντική κουρδική έξοδο στην Ανατολική Μεσόγειο. Με βάση επίσημα στοιχεία, ήδη η πλειονότητα του πληθυσμού της Μερσίνας (λιμάνι) είναι Κούρδοι.
Πηγή: SL press
Η δια στόματος Ερντογάν ευθεία απειλή ότι η Τουρκία ετοιμάζεται να επιτεθεί εναντίον των Κούρδων της Συρίας στα ανατολικά του Ευφράτη, υποχρέωσε την Ουάσιγκτον να παρέμβει αποτρεπτικά. Το αποτέλεσμα είναι η προ ημερών αμερικανοτουρκική συμφωνία για κοινό έλεγχο σε μία "ζώνη ασφαλείας" που θα εκτείνεται κατά μήκος των συνόρων της Τουρκίας με τη βορειοανατολική Συρία. Υπενθυμίζουμε ότι σε εκείνη την περιοχή, από τη στρατηγικής σημασίας πόλη Μανμπίτζ (Ιεράπολη) μέχρι τα σύνορα με το Ιράκ, οι κουρδικές δυνάμεις έχουν εδώ και πολύ καιρό εδραιώσει ένα πρόπλασμα κρατικής δομής.
Την εν λόγω περιοχή οι Κούρδοι του YPG έχουν απελευθερώσει από το Ισλαμικό Κράτος με μεγάλο κόστος σε ανθρώπινες ζωές, γεγονός που οι Αμερικανοί και οι Γάλλοι αναγνωρίζουν. Γι' αυτούς, άλλωστε, το κουρδικό πρόπλασμα κράτους είναι και το μόνο έρεισμά τους σε μία Συρία, όπου οι δυνάμεις του καθεστώτος Άσαντ, με τη βοήθεια του Ιράν και της Χεζμπολάχ και βεβαίως με την αεροπορική υποστήριξη της Ρωσίας, έχουν πλέον κυριαρχήσει. Εξαιρέσεις είναι η περιοχή του Ιντλίμπ, η οποία συνεχίζει να ελέγχεται από τζιχαντιστές, και τα εδάφη που έχει καταλάβει η Τουρκία σε δύο φάσεις.
Η ύπαρξη του προπλάσματος κουρδικού κράτους στη βορειοανατολική Συρία είναι εφιάλτης για την Άγκυρα. Πολύ περισσότερο που στους Κούρδους της Συρίας κυριαρχεί και οργανωτικά και πολιτικά το τοπικό παρακλάδι του PKK, το οποίο είναι σύμμαχος των Αμερικανών και υποστηρίζεται-εξοπλίζεται από αυτούς, όπως, επίσης, και από τους Ισραηλινούς.
Η πρόσφατη συμφωνία Ουάσιγκτον-Άγκυρας μπορεί προς το παρόν να απέτρεψε την τουρκική εισβολή, αλλά σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί οριστική διευθέτηση. Το μέλλον της εν λόγω περιοχής θα καθορισθεί στο πλαίσιο της ευρύτερης διευθέτησης που κάποια στιγμή θα επιβληθεί για το μελλοντικό καθεστώς σε ολόκληρη τη Συρία. Διευθέτηση, η οποία και θα κρίνει το μέλλον και των υπό τουρκική κατοχή συριακών εδαφών.
Το ναυάγιο της στρατιωτικής λύσης
Όταν στις αρχές της δεκαετίας 1990 ο Οζάλ με ανατολίτικη κομπορρημοσύνη μιλούσε για την αναδυόμενη τουρκική ζώνη επιρροής, που θα εκτεινόταν από την Αδριατική μέχρι το Σινικό Τείχος, η Τουρκία ήταν ήδη καρκινοπαθής. Το εθνικοαπελευθερωτικό αντάρτικο του ΡΚΚ, που ξεκίνησε το 1984, δεν κατάφερε μόνο να αποσταθεροποιήσει την τουρκική κυριαρχία στις νοτιοανατολικές επαρχίες. Άσκησε και διαβρωτική επιρροή συνολικά στο μετακεμαλικό καθεστώς.
Για χρόνια το Γενικό Επιτελείο έδινε στον εαυτό του διαδοχικές διορίες για να επιτύχει στρατιωτική λύση. Παρότι σ' αυτό το μέτωπο χρησιμοποίησε ό,τι καλύτερο διέθετε στο στρατιωτικό επίπεδο, παρότι δεν τσιγκουνεύτηκε ανθρώπινους και οικονομικούς πόρους, δεν κατάφερε να συντρίψει τη ραχοκοκαλιά του αντάρτικου, όπως επανειλημμένως είχε εξαγγείλει.
Δεν το κατάφεραν ούτε οι αλλεπάλληλες εισβολές του τουρκικού στρατού στο βόρειο Ιράκ κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990. Ας σημειωθεί ότι το 1994 είχαν εισβάλει 40.000 Τούρκοι στρατιώτες υπό τον στρατηγό Τσεβίκ Μπιρ (επιχείρηση Ατσάλι), χωρίς και πάλι να επιτύχουν τον αντικειμενικό σκοπό τους. Παρά τις σημαντικές απώλειες που κατά καιρούς έχει υποστεί, το ΡΚΚ έχει αποδείξει ότι μπορεί να επιβιώνει ως αντάρτικο και να προκαλεί σημαντικά πλήγματα στις τουρκικές δυνάμεις. Τα θύματα αυτού του ασύμμετρου πολέμου ξεπερνούν τις 40.000. Ένα σημαντικό ποσοστό είναι Τούρκοι στρατιώτες, ενώ πολλαπλάσιοι είναι οι τραυματίες. Τεράστιο είναι και το οικονομικό κόστος.
Το κόστος αυτού του ασύμμετρου πολέμου για την Τουρκία έχει υπολογισθεί αθροιστικά από τουρκικές πηγές σε πολύ πάνω από 300 δισεκατομμύρια δολάρια. Σ’ αυτά θα πρέπει να προστεθούν το μεγάλο κόστος των καταστροφών που προκαλούσαν τόσο οι επιθέσεις των ανταρτών όσο και η δράση των δυνάμεων ασφαλείας, καθώς και το κόστος από την παρακώλυση της οικονομικής δραστηριότητας στις νοτιοανατολικές επαρχίες.
Μωσαϊκό εθνοτήτων ή κράτος-κουρελού
Η Τουρκία έχει εγκλωβισθεί σ’ έναν φαύλο κύκλο. Η εμμονή στην επιδίωξη στρατιωτικής λύσης και η καλλιέργεια της αντίληψης του κράτους-οχυρού αποδείχθηκαν εξόχως αντιπαραγωγικές. Η κεμαλική στρατογραφειοκρατία θεωρούσε την αναζήτηση πολιτικής λύσης παραδοχή ήττας, που εκ των πραγμάτων θα άνοιγε τον ασκό του Αιόλου, με ανεξέλεγκτες συνέπειες για την ίδια την ακεραιότητα του τουρκικού κράτους.
Θεωρούσε ότι, εάν σπάσει ο κουρδικός κρίκος, αργά ή γρήγορα θα ακυρωθεί συνολικά το δόγμα "ένα έθνος, ένα κράτος, μία γλώσσα, μία θρησκεία". Το πουλόβερ θα αρχίσει να ξηλώνεται και μέσα από την κρίση θα αναδυθεί σιγά σιγά το μωσαϊκό των μικρασιατικών εθνοτήτων που ισοπεδώθηκαν από τον κεμαλισμό. Για την ακρίβεια, αυτό έχει ήδη αρχίσει να γίνεται. Εάν ξύσουμε την επιφάνεια, η Τουρκία είναι ένα πολυεθνικό κράτος που δηλώνει ότι είναι μονοεθνικό.
Στην πραγματικότητα, οι Τούρκοι αδυνατούν να συμβιβασθούν με την ιστορία τους. Σύμφωνα με εκτεταμένη επιστημονική έρευνα του πανεπιστημίου του Τίμπιγκεν (Γερμανία) με τίτλο Εθνικές Ομάδες στην Τουρκική Δημοκρατία, στη χώρα αυτή υπάρχουν τουλάχιστον 52 εθνικές ομάδες, με ξεχωριστά γλωσσικά, θρησκευτικά και εθνολογικά χαρακτηριστικά. Το κουρδικό αντάρτικο δεν έφερε στην επιφάνεια μόνο το Κουρδικό Ζήτημα. Ρηγμάτωσε πολλαπλά την τουρκική κρατική ιδεολογία. Οι συμπιεσμένες μικρασιατικές εθνικές και θρησκευτικές ομάδες (όπως οι αλεβίτες) επαναδιεκδικούν την αναγνώριση και προβάλλουν την ιδιαίτερη ταυτότητά τους.
Η ανάδυση του κουρδικού εθνισμού
Οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις της στρατοχωροφυλακής, η χωρίς κανόνες δράση των παρακρατικών αντι-αντάρτικων ομάδων στις νοτιοανατολικές επαρχίες και οι βρόμικες επιχειρήσεις δημιούργησαν με το χυμένο αίμα βαθύ χάσμα ανάμεσα στη μεγάλη πλειονότητα των Κούρδων και στο τουρκικό κράτος. Προκαλώντας με τη δράση του τη βίαιη και συχνά τυφλή κατασταλτική αντίδραση των κρατικών και παρακρατικών μηχανισμών, το κουρδικό αντάρτικο λειτούργησε σαν καταλύτης για τη δυναμική ανάδυση του κουρδικού εθνισμού στην επικράτεια της Τουρκίας. Πρόκειται για μια διαδικασία που δεν έχει επιστροφή.
Απ’ αυτή την άποψη, το PKK έχει επιτελέσει το σημαντικότερο σκέλος της ιστορικής αποστολής του. Μέσα από τον πολυετή ένοπλο αγώνα του σφυρηλατήθηκε οριστικά και αμετάκλητα η ξεχωριστή εθνική συνείδηση των Κούρδων. Ο κουρδικός εθνισμός αναπτύσσεται δυναμικά όχι μόνο στις νοτιοανατολικές επαρχίες, αλλά και στις φτωχογειτονιές των μεγάλων πόλεων όλης της Τουρκίας.
Εκεί έχουν καταφύγει εκατομμύρια Κούρδων όχι μόνο λόγω της αστυφιλίας, αλλά και λόγω της πρακτικής του βίαιου ξεριζωμού αγροτικών κουρδικών πληθυσμών της νοτιοανατολικής Τουρκίας μέσω των εκκαθαριστικών επιχειρήσεων. Ας σημειωθεί ότι κατά τη διάρκειά τους έχουν καταστραφεί 4.500 κουρδικά χωριά και οικισμοί. Με άλλα λόγια, ακόμα και η απόσχιση εδαφών δεν θα έλυνε οριστικά το κουρδικό πρόβλημα. Το κουρδικό καρκίνωμα έχει κάνει μετάσταση.
Το ΡΚΚ προσπαθεί να κατευθύνει τους Κούρδους εσωτερικούς πρόσφυγες να εγκατασταθούν στο τρίγωνο Μερσίνα-Άδανα-Αλεξανδρέττα. Στόχος του είναι η δημιουργία πολυάριθμων κουρδικών κοινοτήτων στην περιοχή αυτή, ώστε να δημιουργηθούν οι πληθυσμιακές προϋποθέσεις για μελλοντική κουρδική έξοδο στην Ανατολική Μεσόγειο. Με βάση επίσημα στοιχεία, ήδη η πλειονότητα του πληθυσμού της Μερσίνας (λιμάνι) είναι Κούρδοι.
Πηγή: SL press
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου