“Ένας δυσοίωνος αναρχικός υπόκοσμος γεννιέται
από την φτώχεια, τον πόνο, την εξουσία και το μίσος”
Χένρυ Τζέημς
Τουλάχιστον κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα και τις πρώτες του 20ου, η έννοια της τρομοκρατικής ενέργειας είχε σε μεγάλο βαθμό ταυτιστεί στη συνείδηση του απλού κόσμου με την δράση των αναρχικών οργανώσεων. Γενικά μπορούμε να πούμε ότι η αποδοχή ή μη της χρήσης της ατομικής βίας, αποτέλεσε όχι μόνο ένα από τα κορυφαία πεδία θεωρητικής διαφωνίας των αναρχικών με τους μαρξιστές, αλλά και έντονο σημείο τριβής μεταξύ τους.
ΙΣΠΑΝΙΑ
Όπως είναι γνωστό, ο αναρχισμός γνώρισε ιδιαίτερη άνθιση στην Ισπανία, όπου την ιδεολογία του ασπάστηκαν εκτεταμένα λαϊκά τμήματα. Βασικοί παράγοντες που συνετέλεσαν σε αυτό ήταν οι εξής:
α) Οι πολιτικές ιδιαιτερότητες που παρουσίαζε η Ισπανία σε σχέση με τα υπόλοιπα δυτικά κράτη. Επρόκειτο για μια χώρα με κοινωνικούς και οικονομικούς θεσμούς σε μεγάλο βαθμό ξεπερασμένους, με ισχυρές φυγόκεντρες τάσεις στο εσωτερικό της, με υψηλά ποσοστά αναλφαβητισμού και οικονομικής εξαθλίωσης στον πληθυσμό, και με ελάχιστα δημοκρατική παράδοση και πρακτική, όσον αφορά την άσκηση της εξουσίας. Στην εικόνα αυτή πρέπει να προστεθεί και η παντοδύναμη στην Ισπανία καθολική εκκλησία και ο οπισθοδρομικός ρόλος, τον οποίο διαδραμάτισε διαχρονικά. Υπήρχε λοιπόν μια πληθώρα αιτιών, που δικαιολογούσαν τη ριζοσπαστικοποίηση ενός αξιόλογου μέρους των πολιτών που διακατέχονταν από προοδευτικές ιδέες.
β) Εκτός από όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, αυτό που συνέβαλε ίσως πιο αποφασιστικά από όλα στην εξάπλωση της αναρχικής ιδεολογίας στη χώρα, ήταν το γεγονός ότι σε αντίθεση με αλλού, στην Ισπανία οι αναρχικοί σε μεγάλο βαθμό συμφιλιώθηκαν και συμπορεύτηκαν με το συνδικαλιστικό κίνημα, με αποτέλεσμα όχι μόνο να ενισχύσουν τις δυνάμεις τους, αλλά να αποφύγουν και την περιθωριοποίηση.
Συνεπώς, λόγω και της πρωτόγνωρα ευρείας απήχησης που είχε η ιδεολογία του αναρχισμού στη χώρα αυτή, είναι εξαιρετικά δύσκολο να υποστηρίξει κανείς ότι συλλήβδην η δράση των αναρχικών άγγιξε τα όρια άσκησης πολιτικής βίας, που φέρει χαρακτηριστικά τρομοκρατίας.
Δεν έλειψαν βέβαια και οι ενέργειες με αμιγή χαρακτηριστικά τρομοκρατίας όπως η απόπειρα δολοφονίας του Ισπανού πρωθυπουργού Μαρτίνεθ ντε Κάμπος με την πυροδότηση δύο βομβών ενώπιον της άμαξας που τον μετέφερε, τον Σεπτέμβριο του 1893. Τελικά ο Ισπανός πρωθυπουργός επιβίωσε της απόπειρας, όχι όμως και ένας στρατιώτης και πέντε πολίτες που βρίσκονταν στο σημείο. Ως δράστης συνελήφθη ο αναρχικός Παουλίνο Πάλλας, ο οποίος και εκτελέστηκε με πυροβολισμό στην πλάτη, κατά τα τότε έθιμα της Ανδαλουσίας. Σε αντίποινα της εκτέλεσης του Πάλλας, Ισπανοί αναρχικοί εξαπέλυσαν στο λυρικό θέατρο της Σεβίλλης δύο βόμβες, από τον εξώστη στην πλατεία, με αποτέλεσμα να υπάρξουν δεκαπέντε νεκροί όχι από τις ίδιες τις βόμβες, αλλά από το πανδαιμόνιο που ακολούθησε. Για την ενέργεια αυτή συνελήφθη ο αναρχικός Σαντιάγο Σαλβαδόρ, ο οποίος και ομολόγησε την εμπλοκή του στο αιματηρό συμβάν προτού καταδικαστεί σε θάνατο.
Ακολούθησε μια συνεχής αντιπαράθεση μεταξύ των δυνάμεων του κράτους και των διάφορων αναρχικών οργανώσεων που δραστηριοποιούνταν στην Ισπανία. Οι διώξεις κατά των αναρχικών κορυφώθηκαν όταν στο αξίωμα του πρωθυπουργού ανήλθε ο Αντόνιο Κανοβάς ντελ Καστίγιο ο οποίος εξαπέλυσε ένα πραγματικό πογκρόμ εναντίον τους. Με το πρόσχημα μάλιστα της αντιμετώπισης των βίαιων ενεργειών που προέρχονταν από ορισμένους αναρχικούς κύκλους, οδηγήθηκαν στη φυλακή όχι μόνο όσοι γενικά ασπάζονταν, έστω και σε ιδεολογικό μόνο πλαίσιο την αναρχική ιδεολογία, αλλά και πολλοί συνδικαλιστές και σοσιαλιστές.
Τα βασανιστήρια στα οποία υπεβλήθησαν καθ’ υπόδειξη του Κανοβάς ήταν τόσο σκληρά, ώστε όταν άρχισαν να γίνονται γνωστά μέσω του φιλελεύθερου ευρωπαϊκού τύπου, προκάλεσαν πραγματική αίσθηση στην κοινή γνώμη. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι μέχρι να προσαχθούν σε δίκη, πολλοί από τους κρατουμένους είτε είχαν στο μεταξύ πεθάνει κατά τη χρήση βασανιστηρίων ή είχαν χάσει τα λογικά τους. Τελικά σε δίκη οδηγήθηκαν 87 άτομα, σε 8 από τα οποία επεβλήθη η θανατική ποινή, σε εννέα μακρόχρονη φυλάκιση, ενώ τα υπόλοιπα εβδομήντα ένα, αν και κρίθηκαν αθώα από το δικαστήριο, οδηγήθηκαν στο νησί του Ρίο ντε Όρο, δείγμα του βαθμού λειτουργίας των δημοκρατικών θεσμών στη χώρα.
Ο Κανοβάς τελικά εκτελέστηκε από τον Ιταλό αναρχικό Μισέλ Αντζολίλο στις 8 Αυγούστου 1897 σε μια λουτρόπολη της Ισπανίας. Όπως δήλωσε μετά τη σύλληψή του, προέβη στην πράξη αυτή ως αντίποινα για τα συστηματικά βασανιστήρια και για τις εκτελέσεις αντιφρονούντων που αναφέραμε παραπάνω. Ο Αντζολίλο, αφού του επεβλήθη με συνοπτικές διαδικασίες η θανατική ποινή, οδηγήθηκε στην γκαρότα στις 21 Αυγούστου 1897, ενώ είναι χαρακτηριστικό, όπως αναφέρει και σχετικό δημοσίευμα των New York Times της εποχής, ότι η μετάδοση της είδησης αυτής στο εσωτερικό της Ισπανίας απαγορεύτηκε αυστηρά, προκειμένου να αποφευχθούν ταραχές.
Την τύχη των προκατόχων του δεν απέφυγε και ο πρωθυπουργός Χοσέ Καναλέγιας, ο οποίος δολοφονήθηκε από τον αναρχικό Μανουέλ Παρδινάς στις 12 Νοεμβρίου 19126. Επρόκειτο για μια άλλον ατυχής επιλογή, καθώς ο συγκεκριμένος πρωθυπουργός ήταν όχι μόνο πολύ πιο δημοκρατικός στη διακυβέρνησή του σε σχέση με αυτούς που είχε διαδεχθεί, αλλά κυρίως γιατί είχε δρομολογήσει σημαντικότατες μεταρρυθμίσεις σε ευρύ φάσμα της κρατικής μηχανής, που αποσκοπούσαν στον περιορισμό της δύναμης της εκκλησίας και των μεγάλων γαιοκτημόνων.
ΓΑΛΛΙΑ
Και στη Γαλλία, όπου κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα, το ένα τρίτο περίπου του πληθυσμού ζούσε στα όρια της επιβίωσης, δεν έλειψαν οι αναρχικές ομάδες, οι οποίες δεν περιορίστηκαν στην έκδοση εφημερίδων και σε ιδεολογικές συζητήσεις, αλλά προχώρησαν και στην εκδήλωση βίαιων πολιτικών ενεργειών που κινούνται στις παρυφές του σημερινού εννοιολογικού προσδιορισμού της τρομοκρατίας.
Μπορούμε να αναφέρουμε χαρακτηριστικά την περίπτωση του Ωγκύστ Βαγιάν, ο οποίος απελπισμένος από την οικονομική εξαθλίωση τοποθέτησε μια αυτοσχέδια βόμβα στο γαλλικό κοινοβούλιο, αφού πρώτα βεβαιώθηκε ότι δεν θα κινδύνευε κάποια ανθρώπινη ζωή, καθώς στόχος της ενέργειάς του ήταν η διαμαρτυρία για την οικονομική ανέχεια και όχι η αφαίρεση ανθρώπινων ζωών.
Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τις πραγματικά άθλιες συνθήκες διαβίωσης εκτεταμένων τμημάτων του πληθυσμού, προκάλεσε ένα πρωτόγνωρο κύμα συμπάθειας προς το πρόσωπό του από τη γαλλική κοινωνία, ενώ από πολλές εφημερίδες χαρακτηρίστηκε ως “ο μοναδικός άνθρωπος που μπήκε με καλές προθέσεις στη βουλή”. Δεν έλειψαν μάλιστα και απρόσμενοι σύμμαχοι προς το πρόσωπό του, όπως πολλοί αριστοκράτες, με κορυφαία ίσως την δούκισσα ντ’ Υζές, η οποία προσφέρθηκε μάλιστα να συνδράμει γενναία οικονομικά την οικογένεια του Βαγιάν, αλλά και πολλά στελέχη της άκρας Δεξιάς, τα οποία, για τελείως διαφορετικούς λόγους, αντιμετώπιζαν με συμπάθεια την ενέργεια αυτή, αφού στρεφόταν κατά του κοινοβουλίου.
Η κυβέρνηση του Μαρί Φρανσουά Σαντί Καρνό ωστόσο, δεν έδειξε την ίδια διαλλακτικότητα, αλλά εξαπέλυσε ένα πραγματικό πογκρόμ εναντίον κάθε αναρχικής ομάδας ή εφημερίδας. Ο Βαγιάν μάλιστα κατά κυβερνητική υπόδειξη καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε, παρόλο που από την ενέργεια του δεν είχαν προκληθεί θύματα, αποτελώντας έτσι τον πρώτο Γάλλο στον οποίο επεβλήθη τον 19ο αιώνα η εσχάτη των ποινών, χωρίς ο ίδιος να είναι ένοχος δολοφονίας.
Ακολούθησε ένα πραγματικό μπαράζ βομβιστικών ενεργειών από αναρχικές οργανώσεις, κυρίως σε θέατρα και ακριβά εστιατόρια και καφέ όπου σύχναζε η γαλλική αριστοκρατία. Δεν έλειψαν ωστόσο και οι περιπτώσεις επιθέσεων που δεν στόχευαν σε μέλη υψηλών τάξεων της κοινωνικής ιεραρχίας, όπως η τοποθέτηση βόμβας από τον Εμίλ Ανρύ στο καφέ του σταθμού Σαιν Λαζάρ το 1894, με το αιτιολογικό ότι “οι μικροαστοί είναι πιο αντιδραστικοί ακόμα και από τα αφεντικά τους. Η μάζα των καλών μικροαστών μισεί τους φτωχούς και παίρνει το μέρος των ισχυρών. Τέτοια ήταν η πελατεία του καφέ που έριξα τη βόμβα…”.
Αποκορύφωμα της βίαιης αντιπαράθεσης των αναρχικών με τους εκπροσώπους της κρατικής εξουσίας αποτέλεσε η δολοφονία του ίδιου του πρωθυπουργού Καρνό, από τον εικοσιενός μόλις ετών ιταλό αναρχικό, Σάντε Τζερόνιμο Καζέριο, που είχε καταφύγει στη Γαλλία. Την 24η Ιουνίου 1894, στα εγκαίνια της “Παγκόσμιας Έκθεσης” της Λυόν, ο Καζέριο επιτέθηκε στην άμαξα του Καρνό και τον τραυμάτισε θανάσιμα, καρφώνοντας ένα μαχαίρι, που ήταν βαμμένο συμβολικά κόκκινο και μαύρο, στην καρδιά του πρωθυπουργού. Χαρακτηριστικό της ψυχοσύνθεσης του δράστη είναι ότι ο Καζάριο δεν προσπάθησε καν να διαφύγει, αλλά έμεινε δίπλα στην άμαξα φωνάζοντας: “Ζήτω η Επανάσταση! Ζήτω η Αναρχία!”, μέχρι που συνελήφθη, ενώ το αγριεμένο πλήθος, μόλις πληροφορήθηκε την ιταλική καταγωγή του δράστη, επιδόθηκε στην συλλήβδην καταστροφή και πυρπόληση των καταστημάτων των οποίων οι ιδιοκτήτες ήταν Ιταλοί.
Ως βασικά κίνητρα για την πράξη του ο Καζέριο κατονόμασε την σαφώς αντιεργατική πολιτική του Καρνό, ο οποίος ήταν ένθερμος υποστηρικτής της βίαιης διάλυσης κάθε οργανωμένης εργατικής διεκδίκησης, αλλά και την επιθυμία του να προβεί σε αντίποινα για την επιβολή της θανατικής καταδίκης στον Βαγιάν και τον Ανρύ και την επίμονη άρνηση του πρωθυπουργού να τους απονείμει χάρη.
Αρχικά από της γαλλικές αρχές του αποδόθηκε η εικόνα ενός διανοητικά διαταραγμένου ατόμου, που δεν είχε συναίσθηση της πράξης που είχε τελέσει, ενώ στο διάστημα μέχρι τη δίκη του, υπεβλήθη σε πολύ σκληρά βασανιστήρια προκειμένου να αποκαλύψει τα ονόματα κι άλλων αναρχικών. Με τη στάση του στη δίκη διέλυσε την εικόνα του ψυχικά διαταραγμένου που είχε αρχίσει να δημιουργείται. Ανέλαβε πλήρως την ευθύνη της δολοφονίας και προσπάθησε να την δικαιολογήσει πολιτικά. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε στην απολογία του “όταν η πολιτική εξουσία επιστρατεύει εναντίον μας τα όπλα, τις αλυσίδες και τα μπουντρούμια, τι πρέπει να κάνουμε εμείς οι αναρχικοί για να υπερασπιστούμε τις ζωές μας, να κάτσουμε μήπως κλεισμένοι στα σπίτια μας; Όχι βέβαια. Αντίθετα, θα της απαντάμε με τον δυναμίτη, την βόμβα, το στιλέτο και το μαχαίρι. Με άλλα λόγια οφείλουμε να κάνουμε ότι περνάει από το χέρι μας για να καταστρέψουμε την πλουτοκρατία και τις κυβερνήσεις της”. Λίγες ώρες αργότερα, του επιβλήθηκε η θανατική ποινή. Λόγω της εξωτερικής ομορφιάς του, του πολύ νεαρού της ηλικίας του, αλλά και της άρνησής του να αποκαλύψει το όνομα κάποιου ομοϊδεάτη του, παρά τα πολύ σκληρά βασανιστήρια στα οποία υπεβλήθη, ο Καζέριο απέκτησε μυθικές διαστάσεις στον χώρο της αναρχίας, ενώ το όνομά του συναντάται σε πολλές μπαλάντες, όχι μόνο αμιγώς αναρχικού περιεχομένου, αλλά και σε αρκετά λαϊκά τραγούδια, κυρίως της νότιας Ιταλίας.
ΑΥΣΤΡΟΟΥΓΓΑΡΙΑ
Στην Αυστροουγγαρία ξεχωρίζει η περίπτωση της αυτοκράτειρας Ελισάβετ, περισσότερο γνωστή στο ευρύ κοινό ως “πριγκίπισσα Σίσι”, συζύγου του Φραγκίσκου Ιωσήφ, η οποία δολοφονήθηκε από τον επίσης ιταλό αναρχικό Λουίτζι Λουκένι, κατά το διάστημα στο οποίο εκείνη βρισκόταν για διακοπές στη Γενεύη της Ελβετίας, το Σεπτέμβριο του 1898.
Εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι, αν και η διακυβέρνηση του συζύγου της ήταν άκρως αυταρχική και βίαιη, όπως προκύπτει από την ιστορική έρευνα, η ίδια δεν φαίνεται παρά να είχε ελάχιστη ανάμειξη στη διαχείριση της κρατικής εξουσίας. Η ίδια μάλιστα έπασχε από βαριάς μορφή κατάθλιψη, ενώ φέρεται να επαναλάμβανε συνεχώς στο περιβάλλον της ότι ήθελε να πεθάνει. Συνεπώς, η επιλογή του προσώπου της από τον Λουκένι προκάλεσε αρκετή εντύπωση, καθώς αποτελούσε παραφωνία στο συνηθισμένο προφίλ αυτών που στοχοποιούσαν οι αναρχικοί. Πολλοί υποστηρίζουν ωστόσο, ότι το αρχικό σχέδιο του Λουκένι περιελάμβανε τη δολοφονία του διαδόχου του γαλλικού θρόνου, αλλά τελικά αποθαρρύνθηκε, από τα ισχυρά μέτρα προστασίας που αυτός ελάμβανε. Έτσι στράφηκε προς την αυτοκράτειρα, η οποία κυκλοφορούσε στη Γενεύη με τη συνοδεία μόνο μιας κυρίας επί των τιμών. Δε δυσκολεύτηκε να βρει την ευκαιρία να βυθίσει ένα στιλέτο στο στήθος της Ελισάβετ, της οποίας το μοναδικό ίσως πολιτικό “αμάρτημα”, ήταν ότι ζούσε σε ένα περιβάλλον προκλητικής χλιδής σε σύγκριση με τη συντριπτική πλειοψηφία των υπηκόων της.
Καθώς στην Ελβετία η θανατική ποινή είχε καταργηθεί, ο Λουκένι καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη. Βρέθηκε κρεμασμένος στο κελί του δώδεκα χρόνια αργότερα.
ΙΤΑΛΙΑ
Και στην Ιταλία, ο αναρχισμός είχε ιδιαίτερα ισχυρά ερείσματα. Όπως άλλωστε μπορεί κανείς να παρατηρήσει απ’ όσα εκτέθηκαν παραπάνω, η συντριπτική πλειοψηφία των αναρχικών που εκτέλεσαν γαλαζοαίματους ήταν Ιταλοί.
Το 1897, ο αναρχικός Πιέτρο Ατσαρίτο, αφού απέτυχε να δολοφονήσει τον Πάπα, επιχείρησε να αφαιρέσει τη ζωή του ιταλού βασιλιά Ουμπέρτο. Ο Ουμπέρτο επιβίωσε της απόπειρας, δηλώνοντας μάλιστα χαρακτηριστικά καθώς απομακρυνόταν από το πεδίο της επίθεσης, ότι “η βασιλεία έχει εξελιχθεί σε μια πολύ επικίνδυνη και ανθυγιεινή εργασία”. Θορυβημένος από την εναντίον του απόπειρα ο ιταλός βασιλιάς φρόντισε να συγκληθεί στη χώρα του παγκόσμιο συνέδριο για την αντιμετώπιση της αναρχικής τρομοκρατίας, τα αποτελέσματα του οποίου ωστόσο ήταν πενιχρά. Παράλληλα μεγάλος αριθμός αναρχικών άρχισε να οδηγείται συλλήβδην στη φυλακή και να υποβάλλεται σε σκληρά βασανιστήρια.
Τελικά ο Ουμπέρτο δολοφονήθηκε το 1900 από έναν άλλον αναρχικό, τον Γκαετάνο Μπρέσι, κατά τη διάρκεια αθλητικών αγώνων στην πόλη Μόντσα. Είχε προηγηθεί το 1898 η λεγόμενη “σφαγή του Μιλάνου” κατά την οποία περισσότεροι από εκατό άοπλοι εργάτες και εργάτριες που έπαιρναν μέρος σε διαδήλωση κατά της ακρίβειας σκοτώθηκαν όταν ο στρατός επιτέθηκε στους διαμαρτυρόμενους, καθώς αυτοί κατευθύνονταν στα ανάκτορα. Μετά το συμβάν, ο Ουμπέρτο έσπευσε να επαινέσει τον επικεφαλής του στρατιωτικού αποσπάσματος ως “γενναιότατο υπερασπιστή της βασιλικής κατοικίας”. Το γεγονός αυτό φαίνεται να διαδραμάτισε ιδιαίτερο ρόλο στην απόφαση του Μπρέσι, καθώς μεταξύ των θυμάτων συγκαταλεγόταν και η μικρή αδερφή του.
Η κατάλληλη ευκαιρία παρουσιάστηκε στην πόλη Μόντσα, όπου ο Μπρέσι κατάφερε τέσσερις πυροβολισμούς στον Ουμπέρτο, αφήνοντάς τον νεκρό. Συνελήφθη επιτόπου και αφού υπεβλήθη σε σκληρά βασανιστήρια προσήχθη σε δίκη. Εκεί υποστήριξε ότι τα κίνητρα του δεν εξαντλούνταν στο να εκδικηθεί το θάνατο της αδερφής του, αλλά ήταν κυρίως πολιτικά. Συγκεκριμένα μεταξύ άλλων δήλωσε ότι “Εγώ δεν σκότωσα τον Ουμπέρτο, αλλά τον βασιλιά. Σκότωσα μία αρχή”.
Καταδικάστηκε σε ισόβια καταναγκαστικά έργα στη φυλακή του Σαν Στέφανο, η οποία βρισκόταν στο ομώνυμο νησί. Μετά από μερικούς μόνο μήνες βρέθηκε απαγχονισμένος στο κελί του στις 22 Μαΐου 1901. Ο θάνατός του αποδόθηκε επίσημα σε αυτοκτονία, αλλά περισσότερο πιθανό είναι ότι στραγγαλίστηκε από κάποιον από τους δεσμοφύλακές του.
Η μετά θάνατον αντιμετώπισή του από την ιταλική κοινή γνώμη παρουσιάζει μεγάλη διακύμανση, καθώς άλλωστε και τα πολιτικά πάθη στη χώρα αυτή ήταν ανέκαθεν ιδιαίτερα οξέα. Γεγονός είναι πάντως ότι όχι μόνο από τον αναρχικό κόσμο, αλλά και από μεγάλη μερίδα δημοκρατών πολιτών θεωρείται ως μια ηρωική μορφή. Έτσι στην πόλη της Καράρα σήμερα έχει ανεγερθεί προς τιμή του μαρμάρινο άγαλμα από τον γνωστό Μιλανέζο γλύπτη Σινιόρι, ενώ στη γενέτειρα πόλη του Πράτο έχει δοθεί το όνομά του σε μια κεντρική οδό.
ΑΓΓΛΙΑ
Τα συνεχώς κλιμακούμενα περιστατικά πολιτικής βίας στον ευρωπαϊκό χώρο, οδήγησαν τον Βρετανό υπουργό εσωτερικών Χέρμπερτ Άσκουιθ ούτε λίγο ούτε πολύ, να απαγορεύσει γενικά την οποιαδήποτε συνάθροιση ατόμων τα οποία ασπάζονταν την αναρχική ιδεολογία. Άλλωστε μετά τα αιματηρά γεγονότα στην Ισπανία και τη Γαλλία και επειδή οι αναρχικοί που κατοικούσαν στο νησί ήταν κυρίως Ιταλοί, Ρώσοι και Πολωνοί, στη βρετανική κοινή γνώμη άρχισε να αποκρυσταλλώνεται η άποψη ότι “ο αναρχισμός και η βία δεν ήταν ενδημικό φαινόμενο, αλλά αποτελούσε εγγενές συστατικό στοιχείο των Σλάβων και των Λατίνων”.
Η.Π.Α.
“Εάν ο δικαστής ήταν δίκαιος,
ίσως ο εγκληματίας δεν θα ήταν ένοχος”
Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι
Στα τέλη του 19ου αιώνα στις Η.Π.Α. δραστηριοποιούνταν πολυάριθμες οργανώσεις αναρχικών, η συντριπτική πλειονότητα των μελών των οποίων, ήταν μετανάστες από τον ευρωπαϊκό νότο. Πρέπει ωστόσο να διευκρινίσουμε ότι ο όρος του αναρχικού και του “τρομοκράτη” απέκτησε στη χώρα αυτή τόσο ευρύ περιεχόμενο, ώστε να συμπεριλαμβάνει μια ετερόκλητη ομάδα προσώπων. Ειδικά μετά τη δολοφονία το 1901 του 25ου πρόεδρου των Η.Π.Α. Μακ Κίνλεϋ στο Μπάφαλο της Νέας Υόρκης, από τον αναρχικό Λέον Σολγκόζ, επικράτησε ένα κλίμα υστερίας όχι μόνο κατά των αναρχικών, αλλά και όσων πρέσβευαν γενικά ρηξικέλευθες θέσεις, το οποίο δεν εκτονώθηκε με το θάνατο του Σολγκόζ στην ηλεκτρική καρέκλα. Ενδεικτικό του παραπάνω είναι και το γεγονός ότι ο χαρακτηρισμός του αναρχικού, αποδιδόταν με περισσή ευκολία και σε όσους πρωτοστατούσαν σε διαμαρτυρίες για τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας ή ανέπτυσσαν γενικότερα κάποια συνδικαλιστική δραστηριότητα.
Έτσι, στον ηγέτη των “Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου” Τζο Χιλ, αποδιδόταν μεταξύ άλλων η κατηγορία ότι είναι αναρχικός, υποχείριο μεξικανών τρομοκρατών, ακόμα και πράκτορας ξένων δυνάμεων που απεργάζονταν το κακό της Αμερικής. Φυσικά τίποτα από τα παραπάνω δεν είχε έρεισμα στην πραγματικότητα, η δαιμονοποίηση όμως αυτή αποτελούσε έναν πρόσφορο τρόπο για να περιοριστεί η απήχηση της οργάνωσης στους εργαζομένους. Όταν μάλιστα η δράση του Χιλ άρχισε να γίνεται ενοχλητική, αυτός οδηγήθηκε στην ηλεκτρική καρέκλα από την πολιτεία της Γιούτα με την κατηγορία της τρομοκρατίας, παρόλο που η δράση του ίδιου δεν είχε καμία σχέση με αυτήν.
Θύματα αυτού του ιδιότυπου κλίματος υστερίας που είχε αρχίσει να διαμορφώνεται στις Η.Π.Α. ήταν και οι Σάκκο και Βαντσέτι, η οποίοι το 1927 οδηγήθηκαν επίσης στην ηλεκτρική καρέκλα, κατηγορούμενοι για μια ληστεία που δεν είχαν διαπράξει. Όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, αυτό που ουσιαστικά έγειρε την πλάστιγγα υπέρ της καταδίκης τους, ήταν το γεγονός πως οι ίδιοι είχαν αναπτύξει πλούσια συνδικαλιστική δράση, ήταν μέλη των “Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου”, σε θεωρητικό επίπεδο ασπάζονταν την αναρχική ιδεολογία και ήταν ιταλικής καταγωγής, η οποία την εποχή εκείνη είχε ταυτιστεί στη λαϊκή συνείδηση με δυναμικές ενέργειες αναρχικών.
Από τη δεκαετία του 1920 και μετά, η έννοια του αναρχικού στις Η.Π.Α. ταυτίστηκε και με την έννοια του κομμουνιστή, παρά τις εντονότατες δογματικές διαφορές που έχουν μεταξύ τους, αλλά και με αυτή του κάθε πολίτη, με προωθημένες για την εποχή του ιδέες. Εναντίον όλων αυτών εξαπολύθηκε ένα πραγματικό κύμα διώξεων, ενώ το αμερικανικό κράτος παρακολουθούσε μάλλον αδιάφορο τη ραγδαία γιγάντωση ακροδεξιών και ρατσιστικών οργανώσεων και ιδιαίτερα την ισχυροποίηση της Κου Κλουξ Κλαν, που αυτοπροσδιοριζόταν ως προστάτιδα της λευκής φυλής. Οι οργανώσεις αυτές αντιπαρατάσσονταν σθεναρά, πολλές φορές και με εξαιρετικά βίαια μέσα, στις όποιες συνδικαλιστικές διεκδικήσεις των αμερικανών εργαζομένων γιατί τις θεωρούσαν “κομμουνιστικές εκδηλώσεις”.
Όπως γίνεται αντιληπτό από τη σύντομη ανάλυση του θέματος που προηγήθηκε, η έννοια του αναρχικού ήταν διαχρονικά εξαιρετικά εύπλαστη και συχνά αποδιδόταν σε άτομα με ελάχιστη ιδεολογική συγγένεια μεταξύ τους. Για το λόγο αυτό, η προσέγγιση τέτοιων θεμάτων είναι απαραίτητο να γίνεται με όσο το δυνατόν λιγότερη συναισθηματική και ιδεολογική φόρτιση, διαφορετικά ελλοχεύει ο κίνδυνος της κρίσης των γεγονότων με γνώμονα όχι τα πραγματικά περιστατικά, αλλά την προσωπική ιδεολογία του καθενός.
Βιβλιογραφία:
1) Ε. Αϊς: Η ψευδαίσθηση της Δικαιοσύνης – Οι μεγάλες δίκες της Ιστορίας, εκδόσεις Αρσενίδη, τόμος Α΄.
2) Π. Κεσέλ, Πολιτικά γράμματα: Σάκο – Βαντσέτι, εκδόσεις Διεθνής Βιβλιοθήκη.
3) Η. Ιωακειμόγλου – Σ. Τριανταφύλλου, Αριστερή Τρομοκρατία, Δημοκρατία και Κράτος, εκδόσεις Πατάκη, 2002, B΄ έκδοση.
4) Ρ. Μπόγιερ – Χ. Μόρ, Η άγνωστη ιστορία του εργατικού κινήματος των Η.Π.Α., εκδόσεις Σ.Ε.
5) Ν. Τσόμσκυ, Εξουσία και τρομοκρατία, εκδόσεις Πατάκη, Δ΄ έκδοση, Αθήνα 2003.
6) Γ. Φόστερ, Η ιστορία του παγκόσμιου εργατικού κινήματος, εκδόσεις Μόρφωση, 1956, τόμος Α΄.
7) Ε. Χέρμαν, Τ. Σάλιβαν, Η βιομηχανία της τρομοκρατίας, εκδόσεις Ποντίκι, Αθήνα 1992.
8)
Εφημερίδα The New York Times, φύλλο της 22ης Αυγούστου 1897. Το σχετικό
άρθρο είναι διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση
http://query-.nytimes.com/mem/archivefree/pdf?_r=1&res=9506E3DE153DE633A25751C2A96E9C94669ED7CF
9)
G. Galzerano. Gaetano Bresci: vita, attentato, processo, carcere e
morte dell’anarchico che giustiziò Umberto I, εκδόσεις Casalvelino
Scalo, Γκαλτσεράνο, 2001
10) F. Santin e M. Riccomini, Gaetano Bresci: un tessitore anarchic, εκδόσεις F.I.M.I.R., Μοντεσπέρτολι, 2006.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου