του Κώστα Παπουλή
Σαράντα περίπου χρόνια μετά την ένταξη στην ΕΟΚ, είκοσι περίπου χρόνια μετά την υιοθέτηση του ευρώ και πέντε χρόνια μετά το ξεπούλημα του Δημοψηφίσματος του Ιουλίου του 2015, η Ελλάδα βρίσκεται σε απελπιστική κατάσταση. Η Ανεργία το 1980, ήταν έννοια άγνωστη και εξαφανισμένη, (γύρω στο 1,5%), για να προσεγγίσει το 10%, δέκα χρόνια μετά την ένταξη, και να κινηθεί με αυξομειώσεις, λίγο κάτω από αυτό το ποσοστό έως το 2009. Την δεύτερη δεκαετία της συμμετοχής στο ευρώ, από το 2010 και ύστερα, η ανεργία κινείται σε εφιαλτικά επίπεδα.
Η απασχόληση στην βιομηχανία-βιοτεχνία ήταν το 1981 18,8% σε Μ.Ο.Χ. (μέσο όρο χώρας), 0,65% στα ορυχεία, 0,72% στον ηλεκτρισμό και 9,21% στις κατασκευές.
Στην Βιομηχανία-Βιοτεχνία, το 1981, απασχολούνταν το 31,41% στην Πάτρα, το 26,54% στο Πολεοδομικό Συγκρότημα της Αττικής, το 30,99% στο αντίστοιχο της Θεσσαλονίκης, το 31,69% στο Βόλο, το 28,33% στην Καβάλα, διαμορφώνοντας το λεγόμενο αναπτυξιακό S της χώρας, Πάτρα-Αθήνα-Βόλος-Θεσσαλονίκη-Καβάλα. Αλλά υπήρχαν και άλλες πόλεις, είτε εντός του S, με υψηλή απασχόληση στην Βιομηχανία-Βιοτεχνία όπως η Ελευσίνα με 55,58%, είτε εκτός του S, όπως η Καστοριά με 61,99%, η Νάουσα με 39,73%, η Ερμούπολη με 32,22% κ.α. Η απασχόληση στην Βιομηχανία-Βιοτεχνία στα αστικά κέντρα της χώρας έφτανε το 25,85%, πάνω δηλαδή από 1 στους 4 απασχολούμενους, στις πόλεις με πληθυσμό άνω των 10.000 κατοίκων, εργάζονταν στην βιομηχανία-βιοτεχνία. Ενώ στο σύνολο του δευτερογενή τομέα στα αστικά κέντρα, έβρισκε απασχόληση κοντά στο 38%, περίπου οι 4 στους 10 εργαζόμενους. Ήταν μια φωτογραφία αυτή του 1981, που βλέποντάς την, κανείς δεν θα μπορούσε να χαρακτηρίσει την χώρα «αποβιομηχανοποιημένη» και χωρίς παραγωγική βάση. Αντίθετα είχε την απαραίτητη υποδομή, να πάει μπροστά.
Σήμερα με τα τελευταία στοιχεία απασχόλησης της ΕΛΣΤΑΤ για τα β και γ τρίμηνα του 2019, η μεταποίηση καταλαμβάνει το 9,65% της απασχόλησης, οι κατασκευές το 3,7%, ενώ ο κλάδος υπηρεσίες καταλυμάτων και εστίασης κινείται στο 10,5% .
Είναι γνωστό, αλλά πρέπει να το επαναλάβουμε, στη βιομηχανία, δεν υπάρχει μόνο σταθερή εργασία, αλλά και υψηλή παραγωγικότητα εργασίας και κατά συνέπεια και υψηλοί μισθοί . Είναι η μεταποίηση, είναι η βιομηχανία και η τεχνολογία που μπορεί να σπρώξει μια οικονομία, και να διαμορφώσει συνθήκες για την δημιουργία ενός κοινωνικού κράτους, και ευνοϊκών συνθηκών για τις δυνάμεις της εργασίας.
Όμως η αφοσίωση στην υπόθεση της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης όπως φαίνεται, δεν μείωσε σήμερα μόνο κατά το μισό το ποσοστό της απασχόλησης, στην βιομηχανία-βιοτεχνία σε σχέση με το 1981 και πολύ περισσότερο στις κατασκευές, αλλά και όλη η οικονομική κατάσταση που δημιούργησε η συμμετοχή στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, είναι τραγική. Η Ελλάδα είναι στην χειρότερη κατάσταση, μακράν, σε όλη την Ε.Ε..
Η Καθαρή επενδυτική Θέση, που αντανακλά την καθαρή εξωτερική χρέωση της χώρας είναι πάνω από το 150% του ΑΕΠ. Το δημόσιο χρέος είναι ως ποσοστό του ΑΕΠ, υπερδιπλάσιο από τον μέσο όρο ευρωζώνης, ενώ αναμένεται να μεγαλώσει περισσότερο το 2020 ξεπερνώντας και το 210% του ΑΕΠ. Αντίστροφα οι επενδύσεις κινούνται στο 10% και είναι οι μισές από τον μ.ο. της ζώνης του ευρώ. Τα κόκκινα δάνεια είναι το 42% των δανείων έναντι 6,5% στον μ.ο. της ευρωζώνης και πάει λέγοντας….
Τέλος η χώρα το 2019 είναι σε κατακεφαλήν μονάδες αγοραστικής δύναμης, τρίτη από το τέλος στην Ε.Ε. των 29, έχοντας πίσω της μόνο την Κροατία και την Βουλγαρία, που και αυτές θα την περάσουν, ενώ μπροστά της βρίσκεται ήδη η Ρουμανία.
Σε αυτήν την εφιαλτική οικονομική κατάσταση, ένας ολόκληρος λαός περιμένει ως «ελπίδα», με το χέρι απλωμένο το ξεροκόμματο, που ίσως του ρίξουν οι Γερμανοί, μέσω κάποιου ευρωπαϊκού ταμείου. Μια χώρα και έναν λαό που το 1981 είχε όλο το μέλλον μπροστά του, τον κατάντησαν επαίτη, άνεργο, φτωχό, να επιθυμεί να γίνει γκαρσονάκι του Βορρά μια που δεν βλέπει άλλη προοπτική. Και λέμε να «επιθυμεί» γιατί ούτε αυτό είναι, ή μπορεί να γίνει, παρά την διαφήμιση και υπερτίμηση του τουρισμού ως «βαριά» βιομηχανία της χώρας.
Το τρίτο τρίμηνο (που υπάρχει η μέγιστη απασχόληση στον τουρισμό) του 2019, που ήταν και η καλύτερη χρονιά για τον τουρισμό στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, στον κλάδο υπηρεσίες εστίασης και καταλυμάτων (σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ) απασχολούνταν 423.000 άτομα σε σύνολο 3,97 εκ απασχολούμενων. Όμως η εστίαση δεν αναφέρεται μόνο στον τουρισμό, όπως και ένα τμήμα της απασχόλησης των καταλυμάτων αφορά τον εσωτερικό τουρισμό και εγχώριες μετακινήσεις. Άρα καταλαβαίνουμε ότι οι απασχολούμενοι στον κλάδο που αναφέρεται στις εισπράξεις από το εξωτερικό, είναι τελικά κατά πολύ λιγότεροι, από αυτούς της μεταποίησης, που το ίδιο τρίμηνο ήταν 385.000.
Συγχρόνως οι θέσεις εργασίας στον τουρισμό, είναι κατά κύριο λόγο, εποχιακές, χαμηλών αμοιβών, και μεσαιωνικών εργασιακών σχέσεων. Αν συνυπολογίσουμε ότι οι πολλαπλασιαστικές επιδράσεις του τουρισμού είναι χαμηλές στο σύνολο της οικονομίας, καταλαβαίνουμε ότι ο τουρισμός έχει υπερτιμηθεί, και οι έλληνες όσον αφορά την θέση της χώρας τους στον ευρωπαϊκό καταμερισμό δεν μπορούν ούτε να γίνουν, ούτε να επιβιώσουν, ως γκαρσόνια της Ευρώπης. Όπως ξεκαθαρίζουν ο Ν. Ροδουσάκης και Γ. Σώκλης, ερευνητές του ΚΕΠΕ, στην μελέτη τους: «Τουρισμός και κορωνοϊός, οι επιδράσεις στην ελληνική οικονομία και ο αντισταθμιστικός ρόλος του δημόσιου τομέα» (ΚΕΠΕ, τεύχος 42, 2020, σελ 109-115), η σχετική συμβολή του τουρισμού είναι μεν υψηλότερη από τον μέσο όρο των χωρών της Ε.Ε., αλλά σε απόλυτη αντιστοιχία με αυτή των άλλων χωρών του Νότου. Η Εγχώρια τουριστική δαπάνη περιλαμβάνει, για παράδειγμα, και κατανάλωση εισαγόμενων προϊόντων, ενδιάμεσες αναλώσεις, εισαγόμενες εισροές, τα οποία προφανώς δεν περιλαμβάνονται στο ΑΕΠ της οικονομίας. Έτσι, κατά την παραπάνω μελέτη η συμβολή του τουρισμού στην Ελληνική οικονομία, είναι κατά την καλύτερη εκτίμηση 5,6%, έναντι 5,8% της Μάλτας, 5,6% της Πορτογαλίας, 5,1% της Ισπανίας 3,9% της Ιταλίας με μέσο όρο Ε.Ε. 3,4%.
Υπολογίζουν ακόμη ότι για κάθε 1 δις που μειώνονται οι ταξιδιωτικές εισπράξεις από το εξωτερικό, μειώνεται συνολικά το ΑΕΠ στην οικονομία, κατά 1,076 δις και η απασχόληση κατά 26,4 χιλ απασχολούμενους. Έτσι ακόμη και όλος ο εξωτερικός τουρισμός αν χανόταν το 2020, λαμβάνοντας υπ όψιν και τις πολλαπλασιαστικές επιδράσεις και όλες τις παραμέτρους, η μείωση του ΑΕΠ θα είναι κοντά στο 10%, και αυτό, το ποσοστό θα κατανέμεται στις υπηρεσίες καταλυμάτων και εστίασης περί το 5,3% και 4,7% σε άλλους κλάδους. Η μείωση της συνολικής απασχόλησης θα ήταν περί το 11%.
Είναι λοιπόν σαφές, ότι ο τουρισμός, είναι υπερεκτιμημένος και τα περί άμεσης και έμμεσης συμμετοχής του στην οικονομία περί 25%-30%, αέρας κοπανιστός, το ότι αποτελεί την βαριά βιομηχανία της χώρας, προπαγάνδα του ΣΕΤΕ και των Ξενοδόχων, για να προωθήσουν τα συμφέροντά τους και να αναβαθμίσουν τον ρόλο τους σε βασικό κοινωνικό εταίρο.
Όμως εκεί θέλουν να οδηγήσουν τον λαό μας, αφού τον κατέστρεψαν, αφού τον καταχρέωσαν, να μην έχει άλλη ελπίδα, παρά να γίνει υπηρέτης των Γερμανών και των άλλων Βορείων. Ο Τουρισμός όμως δεν συνιστά λύση από όποια πλευρά και να το δει κανείς, όπως δεν συνιστά και σοβαρή λύση οι άλλοι να εξάγουν αξονικούς τομογράφους και βαριά οχήματα και εμείς να θέλουμε να τα αγοράσουμε, πουλώντας μόνο πορτοκάλια και ελιές καλαμών. Ούτε μπορεί να προκόψει μια οικονομία που ανακυκλώνεται σε εγχώριες υπηρεσίες, από το σουβλατζίδικο, στο λιανεμπόριο, και στην καφετέρια. Η απάντηση έχει δοθεί από την εποχή του Δ. Μπάτση και μας αρέσει δεν μας αρέσει είναι η βιομηχανία, που η συμμετοχή στην ΕΟΚ, στην Ε.Ε., στην ΟΝΕ, όχι μόνο δεν διευκόλυνε στην ανάπτυξή της, αλλά αντίθετα κατέστρεψε. Ας χαίρονται οι «Ευρωπαϊστές» και οι Νενέκοι του Ιουλίου του 2015, την «νίκη» τους και την Ελλάδα που δημιούργησαν.
iskra.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου