Ανακοίνωση της Δημοτικής παράταξης Μένουμε Θεσσαλονίκη
Η είδηση για την δεύτερη καταπάτηση της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη, από τον νέο Σουλτάνο Ταγίπ Ερντογάν έχει συνταράξει το πανελλήνιο, και βέβαια και την πόλη μας την Θεσσαλονίκη η οποία ούτως ή άλλως είναι πόλη με πολύ έντονο Βυζαντινό αποτύπωμα. Η δε αντίδραση του Δημάρχου Κωνσταντίνου Ζέρβα, που κατήγγειλε το συμβάν από τις πρώτες ώρες που κυκλοφόρησε η είδηση, υπήρξε άμεση, και γι’ αυτό εύστοχη στο ότι ευθυγραμμίζεται με το λαϊκό αίσθημα της πόλης. Το ζήτημα, ωστόσο, είναι να μην μένουμε στους τύπους και να προχωρήσουμε επί της ουσίας: Η κίνηση του Ερντογάν είναι μεν συμβολική, δεν απευθύνεται ωστόσο στο εσωτερικό της χώρας του όπως δυστυχώς νομίζει μεγάλη μερίδα των ελληνικών ελίτ:
Απέναντι του, στην Ελλάδα, λαός και ελίτ διχάζονται. Το εθνικό αίσθημα, ζητεί αποτροπή, και ανάσχεση της νεο-οθωμανικής επιθετικότητας. Η ηγεσία κωφεύει, καθώς τηρεί μια κατευναστική αδράνεια πολλών δεκαετιών. Αυτό συμβαίνει γιατί υπάρχουν πολλά συμφέροντα που είναι δεμένα με την ελληνική υποχωρητικότητα: Ένα σύστημα εξουσίας που διαχειρίζεται την Ελλάδα ως «μικρομάγαζο», μέσα από την διαπλοκή με την οικονομική ολιγαρχία, τις σχέσεις με τις πρεσβείες, τα Ιδρύματα και τις ΜΚΟ αδυνατεί να ανυψώσει τη χώρα σε επίπεδο σοβαρής, συντεταγμένης πολιτείας, κάτι που χρειάζεται ώστε να αντιμετωπίσουμε την τουρκική επιθετικότητα.
Άρα, σκέφτονται οι ελίτ, καλύτερα να υποχωρούμε διαρκώς απέναντι στην Τουρκία, προκειμένου να περισώσουμε το δικό μας φέουδο μέσα στη χώρα. Από την άλλη, και εξαιτίας αυτού του «κενού ηγεσίας» ποικίλες τυχοδιωκτικές δυνάμεις σπεύδουν να εκμεταλλευτούν το λαϊκό αίσθημα, και με μεγαλόστομες όσο και κενές δημαγωγίες πατριδοκαπηλίας ζητούν απλώς να πλασαριστούν ως παράγοντες της πολιτικής ζωής του τόπου.
Μέσα από αυτές τις συμπληγάδες ο ελληνισμός καλείται να διαμορφώσει μια σοβαρή ατζέντα αντίστασης στην τουρκική επιθετικότητα:
Η πανουργία της Ιστορίας, τα έφερε να ετοιμαζόμαστε να γιορτάσουμε τα 200 χρόνια από την επανάσταση του 1821, μπροστά σε έναν νέο Σουλτάνο, τον Ταγίπ Ερντογάν. Τώρα, όπως και τότε, καλούμαστε να αποδείξουμε την θέλησή μας για Ελευθερία.
Η είδηση για την δεύτερη καταπάτηση της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη, από τον νέο Σουλτάνο Ταγίπ Ερντογάν έχει συνταράξει το πανελλήνιο, και βέβαια και την πόλη μας την Θεσσαλονίκη η οποία ούτως ή άλλως είναι πόλη με πολύ έντονο Βυζαντινό αποτύπωμα. Η δε αντίδραση του Δημάρχου Κωνσταντίνου Ζέρβα, που κατήγγειλε το συμβάν από τις πρώτες ώρες που κυκλοφόρησε η είδηση, υπήρξε άμεση, και γι’ αυτό εύστοχη στο ότι ευθυγραμμίζεται με το λαϊκό αίσθημα της πόλης. Το ζήτημα, ωστόσο, είναι να μην μένουμε στους τύπους και να προχωρήσουμε επί της ουσίας: Η κίνηση του Ερντογάν είναι μεν συμβολική, δεν απευθύνεται ωστόσο στο εσωτερικό της χώρας του όπως δυστυχώς νομίζει μεγάλη μερίδα των ελληνικών ελίτ:
- Είναι ένα σήμα στην Ελλάδα ότι 200 χρόνια μετά την δική της Επανάσταση για την εθνική ανεξαρτησία, η οθωμανική αυτοκρατορία επιστρέφει και διεκδικεί την μεταβολή της χώρας μας σε επαρχία της.
- Είναι ένα σήμα που λέει προς τον μουσουλμανικό κόσμο ότι «το Χαλιφάτο είναι εδώ», μια Τουρκία δηλαδή που ως υπερδύναμη θα εκφράζει τον δυναμισμό και την επεκτατικότητα του Ισλαμισμού: Γι’ αυτό εξ άλλου, στην δήλωσή του στ’ αραβικά, ο Ερντογάν είπε πως η κίνησή του είναι η αφετηρία μιας αναβίωσης που θα οδηγήσει και στην απελευθέρωση της Ιερουσαλήμ.
- Γι’ αυτό ακριβώς τον λόγο, η δεύτερη κατάληψη της Αγίας Σοφίας στέλνει και ένα σαφές μήνυμα προς ολόκληρο τον Χριστιανικό κόσμο: Ότι η νέα Οθωμανική Τουρκία, εκδηλώνεται ως Χαλιφάτο με όρους αντιπαλότητας και όχι συνύπαρξης με την Δύση.
Απέναντι του, στην Ελλάδα, λαός και ελίτ διχάζονται. Το εθνικό αίσθημα, ζητεί αποτροπή, και ανάσχεση της νεο-οθωμανικής επιθετικότητας. Η ηγεσία κωφεύει, καθώς τηρεί μια κατευναστική αδράνεια πολλών δεκαετιών. Αυτό συμβαίνει γιατί υπάρχουν πολλά συμφέροντα που είναι δεμένα με την ελληνική υποχωρητικότητα: Ένα σύστημα εξουσίας που διαχειρίζεται την Ελλάδα ως «μικρομάγαζο», μέσα από την διαπλοκή με την οικονομική ολιγαρχία, τις σχέσεις με τις πρεσβείες, τα Ιδρύματα και τις ΜΚΟ αδυνατεί να ανυψώσει τη χώρα σε επίπεδο σοβαρής, συντεταγμένης πολιτείας, κάτι που χρειάζεται ώστε να αντιμετωπίσουμε την τουρκική επιθετικότητα.
Άρα, σκέφτονται οι ελίτ, καλύτερα να υποχωρούμε διαρκώς απέναντι στην Τουρκία, προκειμένου να περισώσουμε το δικό μας φέουδο μέσα στη χώρα. Από την άλλη, και εξαιτίας αυτού του «κενού ηγεσίας» ποικίλες τυχοδιωκτικές δυνάμεις σπεύδουν να εκμεταλλευτούν το λαϊκό αίσθημα, και με μεγαλόστομες όσο και κενές δημαγωγίες πατριδοκαπηλίας ζητούν απλώς να πλασαριστούν ως παράγοντες της πολιτικής ζωής του τόπου.
Μέσα από αυτές τις συμπληγάδες ο ελληνισμός καλείται να διαμορφώσει μια σοβαρή ατζέντα αντίστασης στην τουρκική επιθετικότητα:
- Η Θεσσαλονίκη έχει ιδιαίτερο ρόλο μέσα σε αυτήν την στρατηγική. Κατ’ αρχάς ως πόλη που συνθέτει τις μαρτυρικές εμπειρίες ποικίλων γενοκτονιών και ολοκαυτωμάτων, Ελλήνων της Μικρασίας και του Πόντου, Αρμενίων και Εβραίων, οφείλει να εκμεταλλευτεί αυτό της το πλεονέκτημα, και να μεταβληθεί σε διεθνές κέντρο αναφοράς, μελέτης, και μνήμης τους. Ιδού μια σοβαρή πολιτική που έπρεπε να έχει ενεργοποιήσει ΧΘΕΣ ο Δήμος Θεσσαλονίκης μέσω της διπλωματίας των πόλεων, αντί να χαριεντίζεται με τα «Ελληνογερμανικά Ιδρύματα Νεολαίας» αναπαράγοντας την ρητορική της παγκοσμιοποίησης, το όραμα για μεταεθνικές πολυπολιτισμικές κοινωνίες, και το ξαναγράψιμο της ιστορίας. Στο κάτω κάτω της γραφής, αν το Γερμανικό κράτος θέλει η Ελλάδα και η Γερμανία να έρθουν κοντά θα πρέπει να πάψει να στηρίζει εξοπλιστικά και οικονομικά τον ισλαμοφασισμό που μας απειλεί άμεσα.
- Ειπώθηκε από πολλές πλευρές η άποψη να υπάρξουν αντίποινα με το Σπίτι του Κεμάλ στην Θεσσαλονίκη. Να μεταβληθεί δηλαδή σε μουσείο των γενοκτονιών που διέπραξε. Αυτή τη στιγμή λειτουργεί ως τουρκικό προξενείο και… μουσείο του «σφαγέα των λαών», μιας και παραχωρήθηκε το 1934 σε ένδειξη αμοιβαιότητας για την μετατροπή της Αγίας Σοφίας από τζαμί σε μουσείο. Δεν έχουμε αντίρρηση, όσο το αίτημα δεν χρησιμοποιείται ως σύνθημα εκτόνωσης και δημαγωγίας.
- Υπάρχει το ζήτημα του μποϋκοτάζ των τουρκικών προϊόντων σε καταγγελία της επιθετικότητας της γείτονος. Πόσο μάλλον που οι περισσότερες βιομηχανίες στην Τουρκία συνδέονται με τις ένοπλες δυνάμεις και τις χρηματοδοτούν. Ο Δήμος μπορεί να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο: Το Δημοτικό Συμβούλιο θα πρέπει να καλέσει όλη την πόλη, από τα επιμελητήρια και τους φορείς ώς τους απλούς πολίτες, να προχωρήσουν στο μποϋκοτάζ. Ως Μένουμε Θεσσαλονίκη δεσμευόμαστε να θέσουμε το ζήτημα του μποϋκοτάζ στην αυριανή συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου Θεσσαλονίκης, που πραγματοποιείται για την έκδοση ψηφίσματος διαμαρτυρίας για την καταπάτηση της Αγίας Σοφίας.
Η πανουργία της Ιστορίας, τα έφερε να ετοιμαζόμαστε να γιορτάσουμε τα 200 χρόνια από την επανάσταση του 1821, μπροστά σε έναν νέο Σουλτάνο, τον Ταγίπ Ερντογάν. Τώρα, όπως και τότε, καλούμαστε να αποδείξουμε την θέλησή μας για Ελευθερία.
Μένουμε Θεσσαλονίκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου