Το εκστρατευτικό Σοβιετικό σώμα το αποτελούσαν κυρίως αμούστακα
παιδιά 18 – 20χρονών, που ουσιαστικά παραπλανήθηκαν από το καθεστώς και
ενώ νόμιζαν ότι πάνε να χτίσουν σχολεία, νοσοκομεία, να φτιάξουν το
δίκτυο ύδρευσης, να κατασκευάσουν δρόμους αλλά και να βοηθήσουν το
“σύντροφο” λαό του Αφγανιστάν στο διεθνιστικό του καθήκον, διαπίστωσαν
ότι δεν ήταν σωτήρες αλλά μισητοί εισβολείς εφοδιασμένοι με τα πλέον
σύγχρονα όπλα, αλλά χωρίς καθόλου ιατρικό υλικό.
Η δημοσιογράφος – συγγραφέας Σβετλάνα Αλεξίεβιτς στο συγκλονιστικό
της βιβλίο “Οι Μολυβένιοι Στρατιώτες” ( ο πρότυπος τίτλος στα ρώσικα
είναι Tsinkovye Malchkiki, δηλαδή αγόρια από τσίγκο που παραπέμπει στα
σφραγισμένα τσίγκινα φέρετρα στα οποία επιστρέφονταν οι νεκροί στις
οικογένειες τους πίσω στην ΕΣΣΔ) ,αποκαλύπτει δεκάδες μαρτυρίες
Σοβιετικών στρατιωτών αλλά και γράμματα με τις οικογένειες τους κατά τη
διάρκεια αυτού του πολέμου. Το onalert σήμερα σας παρουσιάζει μερικά από
αυτά.
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΠΕΖΙΚΟΥ
“ Ύστερα από δύο εβδομάδες δεν απομένει τίποτε από αυτό που κάποτε
ήσουν. Το μόνο που αναγνωρίζεις είναι το όνομα σου. Δεν σε ενδιαφέρει
τίποτε παρά το να περάσει και αυτή η μέρα. Δεν ήμουν εγώ, ήμουν κάποιος
άλλος. Εγώ που μεγάλωσα παίζοντας κιθάρα, τώρα πυροβολούσα και δεν
λυπόμουν κανένα. Δεν με ένοιαζε εάν πυροβολούσα γέροντες, γυναίκες ή
παιδιά. Μια μέρα Μάρτιος ήταν γύρισα στην Καμπούλ. Είχα τραυματιστεί στο
χέρι. Έξω από τη σκηνή μου όλο το βράδυ οι νοσοκόμοι πετούσαν σε ένα
ψηλό σωρό, κομμένα χέρια, κομμένα πόδια, πετούσαν ότι περίσσευε από τους
στρατιώτες και τους αξιωματικούς μας. Τα έβλεπα μπροστά στα μάτια
μου...”
ΥΠΟΛΟΧΑΓΟΣ / ΤΑΓΜΑ ΜΗΧΑΝΙΚΟΥ
“Πρώτα πυροβολείς και μετά καταλαβαίνεις αν ήταν άνδρας, ή παιδί ή
γυναίκα. Ο Αξιωματικός δίπλα μου ήταν 28 χρονών. Μόλις είχε καταλάβει
ότι η ριπή που ακούστηκε του έκοψε το πόδι. Κάθισε πίσω από ένα θάμνο
στη καυτή άμμο. ΄Έπιασε το κομμένο του πόδι σαν να ήταν κάποια
εύθραυστη, όμορφη γυναίκα. Το κοίταζε και έκλαιγε με λυγμούς. Δεν ξέρω
εάν πονούσε εκείνη την ώρα. Στην αρχή δεν άντεχα να βλέπω πτώματα, ιδίως
εάν δεν είχαν χέρια ή πόδια. Μετά το συνήθισα. “
ΚΑΤΑΔΡΟΜΕΑΣ
“Έχεις ένα καλό φίλο. Είστε μαζί από το σχολείο. Μαζί μεγαλώσατε
στην ίδια γειτονιά. Μαζί και στο Στρατό μαζί και στο κέντρο εκπαίδευσης.
Είναι ο μοναδικός σου φίλος, ο άνθρωπος σου στον πόλεμο. Μια έκρηξη.
Βλέπεις τον φίλος σου πάνω στον βράχο. Τα έντερα του σαν γιρλάντα
κρέμονται προς τα κάτω. Τρελαίνεσαι. Ένα μόνο έχεις στο μυαλό σου, την
εκδίκηση. Περιμένουμε ένα καραβάνι. Περιμένουμε δυο τρεις μέρες πάνω
στην καυτή άμμο ακούνητοι. Καμουφλαρισμένοι. Ένα με το τοπίο. Τα κάνουμε
πάνω μας. Δεν κουνιόμαστε. Στο τέλος της τρίτης μέρας έχεις γίνει πια
θηρίο. Ρίχνεις γεμάτος μίσος την πρώτη σφαίρα. Όταν σταματούν οι
πυροβολισμοί βλέπεις ότι το καραβάνι μετέφερε μπανάνες και μαρμελάδες.
Μια Αφγανή μάνα κλαίει πάνω από το παιδί της, ούρλιαζε. Δεν έχω
ξανακούσει άνθρωπο να ουρλιάζει έτσι. Μόνο πληγωμένο ζώο. Δεν έχω βάλει
στο στόμα μου από τότε μαρμελάδα”
ΑΡΜΑΤΙΣΤΗΣ
“Ήμασταν στη μέση της ερήμου. Σταματήσαμε να κάνουμε την ανάγκη
μας. Ένας πυροβολισμός από τους λόφους απέναντι. Τον πέτυχε στον λαιμό.
Ξεψύχησε λίγες στιγμές στα χέρια μου. Πνίγηκε από το αίμα του. Μπήκαμε
μέσα στο άρμα. Δεν αφήνουμε νεκρούς πίσω μας. Τού έκλεισα εγώ τα μάτια.
Αλήθεια το ξέρετε ότι στον νεκρό πρέπει να κλείσεις τα μάτια μέσα στα
πρώτα 10 λεπτά; Μετά δεν κλείνουν. Κλαίγαμε όλοι μας. Λίγο πιο κάτω ο
αρχηγός του άρματος μου είπε να βγω έξω. Έγραψα με το αίμα του συντρόφου
μας πάνω στο άρμα: Θα εκδικηθούμε για σένα Μούλκιν. Μπήκα πάλι μέσα.
Πήγαμε στο πρώτο χωριό που συναντήσαμε. Είχαν γάμο. Γελούσαν και
χαίρονταν ενώ ο φίλος μας ήταν νεκρός. Δεν είναι σωστό. Ο αρχηγός του
άρματος μας έδωσε εντολή. Έριχνα εκεί που ήταν ο περισσότερος κόσμος.
Τους γάζωσα όλους. Δεν έμεινε κανείς. Δεν είχα οίκτο. Δεν έμεινε
κανείς.”
ΜΗΤΕΡΑ
“ Με πήγαν σε νευρολογική κλινική. Δεν με νοιάζει. Έφεραν το Σάσα
μου μέσα σε ένα τσίγκινο φέρετρο. Δεν με άφησαν να το ανοίξω. Ήταν βαρύ.
Ο Σάσα μου ήταν λεπτοκαμωμένος σαν κλαράκι. Δεν ξέρω τι απέμεινε από το
παιδί μου. Δεν ξέρω τι μου έφεραν να θάψω. Ίσως να γέμισαν τον φέρετρο
με χώμα. Δεν το ξέρω. Χτυπούσα το κεφάλι μου πάνω στο φέρετρο. Κάθε
βράδυ πηγαίνω στο νεκροταφείο. Του μιλάω. Υπολόγισα που είναι θαμμένο το
κεφαλάκι του και του μιλάω. Αγκαλιάζω την παγωμένη πλάκα.Σάσα μου,
Αγόρι μου. Φως μου σε έχασα. Μου έφεραν και τη βαλίτσα με τα ρούχα του.
Δεν την έχω ανοίξει. Πηγαίνω και τη μυρίζω. Παίρνω την μυρωδιά του.
Σάσα μου. Αγόρι μου. Δεν αντέχω είμαι μια ζωντανή νεκρή.
ΝΟΣΟΚΟΜΑ
“Ήμουν στην Καμπούλ. Κάθε βράδυ έλεγα στον εαυτό μου: Ηλίθια τι
πήγες και έκανες. Γιατί κατατάχτηκες; Κάθε βράδυ βάρδια στο νοσοκομείο.
Γεμάτο τραυματίες και εμείς δεν είχαμε ούτε καν επιδέσμους. Και τα
τραύματα φριχτά. Ακόμη δεν τα έχω συνηθίσει. Δεν μπορεί να είναι
άνθρωποι αυτοί που είναι ξαπλωμένοι μπροστά μου. Το τραύμα εισόδου είναι
μικρό μέσα όμως είναι όλα ξεσκισμένα, ένας πολτός. Συκώτι, έντερα,
σπλήνα, όλα ανακατεμένα. Δεν αρκεί να σκοτώσεις κάποιον. Πρέπει και να
υποφέρει. Οι στρατιώτες όταν οι πόνοι γίνονται αφόρητοι φώναζαν :Μαμά!
Τι να πεις και τι να κάνεις. Του πιάνεις σφιχτά το χέρι και του μιλάς:
Εδώ είμαι αγόρι μου. Η μαμά σου είμαι. Πεθαίνει ήρεμος στα χέρια σου.
Πονάει φριχτά το σώμα του κυρτώνει σαν τόξο αλλά πεθαίνει ήρεμος.
Επιτέλους ξεψύχησε. Δεν έχετε δει άνθρωπο καμένο παντού. Αφανισμένο
πρόσωπο, αφανισμένο κορμί. Φώσφορος. Μόνο μια κίτρινη κρούστα από
λεμφικό υγρό. Δίχως φωνή μονάχα ένα μουγκρητό κάτω από αυτή την
κρούστα...”
ΟΛΜΙΣΤΗΣ
“Μόνο μισώ, τίποτε άλλο. Μισώ τη λεπτή μαλακή άμμο που έκαιγε σαν
φωτιά. Μισώ τα βουνά. Μισώ τα χωριά με τα χαμηλά σπίτια από τα οποία
μπορούσε ανά πάσα στιγμή να σε πυροβολήσει κάποιος. Μισώ τον Αφγανό που
με πλησιάζει με ένα καλάθι φρούτα. Που ήταν την περασμένη νύχτα; Μπήκαν
στον στρατόπεδο και έσφαξαν όλους τους στρατιώτες σε δυο σκηνές. Μήπως
ήταν αυτός που το έκανε; Δηλητηρίασαν το νερό. Μήπως ήταν αυτός που το
έκανε; Δίνεις σε μια Αφγανή φαγητό και παιχνίδια για το παιδί της και
δεν σηκώνει το κεφάλι, δεν σου χαμογελάει. Τη μισώ. “
ΕΠΙΛΟΧΙΑΣ ΑΛΕΞΙΠΤΩΤΙΣΤΗΣ
“Φτάσαμε στη Καμπούλ. Μας έδωσαν τον δεκάλογο επιβίωσης: Μόλις
πυροβολήσεις πήδα δυο μέτρα μακρυά από τη θέση σου. Άλλαξε θέση. Κρύβε
την κάννη του όπλου σου, πίσω από δέντρα και βράχους για να μην φαίνεται
η λάμψη. ¨Όταν βρίσκεσαι σε πορεία μην τραγουδάς. Δεν θα φτάσεις ποτέ.
Στη σκοπιά μην κοιμηθείς ούτε για ένα λεπτό. Το πιθανότερο είναι να μην
ξυπνήσεις ποτέ. Ο Αλεξιπτωτιστής τρέχει στην αρχή όσο πιο γρήγορα μπορεί
και μετά όσο γρήγορα πρέπει. Μας είχαν δώσει τέσσερις γεμιστήρες. Στη
μάχη βγάζεις από την τελευταία γεμιστήρα μια σφαίρα και την κρατάς
σφιχτά στα δόντια σου. Είναι για σένα. Η δίψα είναι αβάσταχτη. Το στόμα
κατάξερο γεμάτο χώμα. Δεν έχεις σάλιο. Γλείφαμε τον ίδιο μας τον ιδρώτα.
Έπρεπε να ζήσω. Έπιασα μια χελώνα της άνοιξα την κοιλιά με το μαχαίρι
μου. Ήπια το αίμα της”
ΕΠΙΚΕΦΑΛΗΣ ΔΙΜΟΙΡΙΑΣ ΠΕΖΙΚΟΥ
“Κυριαρχούσε ο ανταρτοπόλεμος. Το ζητούμενο είναι πάντα ένα. Η εγώ ή
αυτός. Πρίν καν ακούσεις τον πυροβολισμό νιώθεις τη σφαίρα να σφυρίζει
δίπλα σου. Πηδάς από βράχο σε βράχο. Κρύβεσαι, πυροβολείς. Δεν τολμάς να
ανασάνεις. Η ακοή σου οξύνεται. Εάν βρεθείς πρόσωπο με πρόσωπο με τον
εχθρό τον χτυπάς με το κοντάκι του όπλου. Τον σκοτώνεις για να μπορείς
εσύ να επιστρέψεις στο σπίτι σου. Έχω σκοτώσει πολλούς. Ενοχές δεν
νιώθω. Δεν έχω εφιάλτες. Είδα 2 δικούς μας να χτυπάνε ένα αιχμάλωτο
αλυσοδεμένο. Μπήκα στη μέση. Δεν μου άρεσαν αυτά. Τους περιφρονούσα
τέτοιους τύπους. Μια άλλη μέρα σε πορεία στα βουνά ένας δικός μας
σηκώνει το όπλο και πυροβολεί ένα αετό. Ένα πουλί; Γιατί τι του έφταιξε.
Όπλισα το Μακάρεφ και το κόλλησα στο μέτωπο του. Κατουρήθηκε πάνω του.
Τον έφτυσα περιφρονητικά”
ΜΗΤΕΡΑ
“Η μετάθεση στον Κόλια μου, ήρθε ένα χειμωνιάτικο πρωινό. Μανούλα
θα πάω μου είπε. Μου κόπηκαν τα γόνατα. Πήγα στο στρατολογικό γραφείο
την επόμενη μέρα. Τουλάχιστον να του αλλάξω τη μετάθεση. Να πάει κάπου
στο εσωτερικό. Να πάει στη Σιβηρία, όχι στο Αφγανιστάν. Ο Διοικητής
λεγόταν Γκοριάτσοφ. Ικέτεψα εκλιπάρησα, του φίλησα τα χέρια. Ο Κόλια
ήταν ο μοναχογιός μου. Το άλλο μου παιδί είχε πεθάνει. Από μένα δεν θα
πάρετε καμία αλλαγή μετάθεσης, μου είπε.
Πέρασαν 4 μήνες. Ένα πρωινό ξεκινάω για τη δουλειά μου. Στις σκάλες
με συναντούν τρεις άνδρες με στολές. Κρατούν το πηλήκιο τους στο
αριστερό χέρι. Πένθος. Γύρισα και ανέβηκα τις σκάλες τρέχοντας. Μπαίνω
στο σπίτι και περιμένω. Ικέτευα να μην είναι για μένα. Ήταν. Ανάμεσα
τους και ο Γκοριάτσοφ. Μάζεψα όλες τις δυνάμεις μου και του όρμηξα.
Έχετε τα χέρια σας βαμμένα με το αίμα του γιου μου του ούρλιαξα.
Ηρέμησα. Έφεραν το τσίγκινο φέρετρο. Ρώτησα τον αξιωματικό που το
συνόδευε. Υπάρχει στα αλήθεια το παιδί μου μέσα; Ναι μου λέει το είδα ο
ίδιος. Το κοιτάζω έντονα στα μάτια. Πες μου την αλήθεια του λέω. Έχεις
μάνα και εσύ, πες μου. Ξεροκαταπίνει. Είναι ένα κομμάτι του μέσα μου
λέει. Δεν αντέχω . Ο Κόλια μου το παιδί μου...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου