Το έργο το έχουμε ξαναδεί. Το είδαμε στο ελλη-νικό και στο
βρετανικό δημοψήφισμα, αλλά και σε άλλες περιπτώσεις. Η αντισυστημική ψήφος
είναι συνήθως βουβή. Ακολουθεί υπόγειες διαδρομές. Ειδικά όταν προέρχεται από
μικρομε-σαίους νοικοκυραίους με μάλλον συντηρητική ιδεολογία που δεν έχουν
συνηθίσει να κάνουν πολιτικό θόρυβο, όπως οι δεδηλωμένοι αριστε-ροί και οι
αμφισβητίες των κοινωνικών κινημάτων.
Παρόλα αυτά, τόσο οι δημοσκόποι όσο και τα κατεστημένα
Μίντια δεν έμαθαν το μάθημά τους. Συνέχισαν να διαβάζουν τα γεγονότα λες και
βρισκόμαστε στο 2006. Γι’ αυτό και συνεχώς διαψεύδονται παταγωδώς, γεγονός που
συρρικνώνει περαιτέρω την ήδη μειωμένη αξιοπιστία τους. Δεν τους είναι,
άλλωστε, εύκολο να χωνέψουν το γεγονός ότι το μέχρι πριν μερικά χρόνια
χειραγωγημένο ακροατήριό τους έχει περιέλθει σε κατάσταση εκλογικής ανταρσίας
εναντίον των αρχουσών ελίτ.
Πριν 10 χρόνια θα ήταν αδιανόητο ο Σάντερς, ένας σοσιαλιστής
από το μικρό και ασήμαντο Βερμόντ, να διεκδικούσε επί ίσοις όροις το χρίσμα των
Δημοκρατικών από την Κλίντον. Και βεβαίως θα ήταν αδιανόητο ένας τύπος όπως ο
Τραμπ να έπαιρνε το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών και πολύ περισσότερο να εκλεγόταν
πρόεδρος.
Όπως προαναφέραμε δεν πρόκειται για αμερικανική ιδιοτροπία.
Το Brexit μπορεί να πάτησε στον...
παραδοσιακό βρετανικό ευρωσκεπτικισμό, αλλά
πήγασε από την ίδια μήτρα που τροφοδοτεί ακροδεξιά και αριστερά κινήματα, τα
οποία τείνουν να αλλάξουν τον πολιτικό χάρτη σ’ όλη τη Δύση.
Στην Ελλάδα των Μνημονίων η εκλογική επιρροή του άλλοτε
πανίσχυρου ΠΑΣΟΚ συρρικνώθηκε σε μονοψήφιο ποσοστό, ενώ η ΝΔ αγωνίζεται να
ξεπεράσει το 30%! Ο ΣΥΡΙΖΑ, που μια ζωή αγωνιζόταν να υπερβεί το 3% για να
εισέλθει στη Βουλή, αναδείχθηκε πρώτο κόμμα και κυβερνά. Η Χρυσή Αυγή, που
έπαιρνε 0,3%, σήμερα είναι σταθερά τρίτο κόμμα.
Στην άλλοτε πρωταθλήτρια του ευρωπαϊσμού Ιταλία πρώτη
δημοσκοπικά δύναμη είναι το Κίνημα του Γκρίλο που έχει στη σημαία του την έξοδο
από το ευρώ. Στην Αυστρία με την ισχυρή σοσιαλδημοκρατική παράδοση Πρόεδρος
Δημοκρατίας πιθανότατα θα εκλεγεί ο υποψήφιος της ακροδεξιάς. Στη Γαλλία πρώτο
κόμμα κατά πάσα πιθανότητα θα έλθει το Εθνικό Μέτωπο της Λεπέν. Από το πουθενά
έχουν γίνει κεντρικοί πολιτικοί παίκτες στην Ισπανία το αριστερό κίνημα Ποδέμος
και στη χώρα της Μέρκελ το ξενοφοβικό-ευρωφοβικό κόμμα “Εναλλακτική για τη
Γερμανία”.
Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε παραθέτοντας και άλλα παρόμοια.
Αυτό που έχει σημασία, όμως, είναι να υπογραμμισθεί το γεγονός ότι η
παραδοσιακή πολιτική ηγεμονία του διδύμου κεντροδεξιά-κεντροαριστερά όχι μόνο
αμφισβητείται αλλά και απειλείται με κατάρρευση.
Τα μικρομεσαία στρώματα, που στρέφουν μαζικά την πλάτη στις
παραδοσιακά κυρίαρχες πολιτικές παρατάξεις, δεν έχουν, βεβαίως, προσβληθεί από
κάποιου είδους ιδεολογικό ιό που τα ωθεί στα άκρα. Η κύρια αιτία που
αμφισβητούν την κατεστημένη τάξη πραγμάτων είναι ότι αυτή περισσότερο ή
λιγότερο ανατρέπει τις σταθερές του βίου τους σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη του
δυτικού κόσμου.
Αναμφισβήτητα, οι μεγαλύτερες ή μικρότερες αλλαγές στο
πολιτικό χάρτη των δυτικών χωρών είναι προϊόν των τεκτονικών αλλαγών που
συνεχίζει να προκαλεί στις δυτικές κοινωνίες η οικονομική κρίση του 2008. Η
κρίση, όμως, δεν έπεσε από τον ουρανό. Είναι αυθεντικό προϊόν της απληστίας της
ολιγαρχίας του χρήματος.
Η ανισοκατανομή του πλούτου έχει προσλάβει τρομακτικές
διαστάσεις. Σύμφωνα με την εφημερίδα New York Times, στη δεκαετία του 1990 το
1% των Αμερικανών προσποριζόταν το 45% της αύξησης του ΑΕΠ. Στη οκταετία του
Μπους (2000-08) το 45% έγινε 65% και στην οκταετία του Ομπάμα εκτοξεύθηκε στο
93%!
Η κεντροδεξιά και η κεντροαριστερά εδραίωσαν τη μακρόχρονη
πολιτική ηγεμονία τους στο άρρητο κοινωνικό συμβόλαιο, με βάση το οποίο
εξασφάλιζαν στα μικρομεσαία στρώματα ευημερία και Κοινωνικό Κράτος, ή ένα
συνδυασμό των δύο. Από ένα χρονικό σημείο και πέρα, όμως, συνέκλιναν και
λειτούργησαν σαν όχημα και για την παγκοσμιοποίηση και κατ’ επέκτασιν για την
εφαρμογή της ατζέντας του (νεο)φιλελευθερισμού.
Με τον τρόπο αυτό, όμως, ροκάνισαν το κλαδί που στηρίζονται.
Για μία περίοδο η ευημερία συντηρήθηκε με δημόσιο δανεισμό, αλλά πλέον η
πραγματικότητα έρχεται με δύναμη στην επιφάνεια με τη μορφή της λιτότητας. Η
πραγματικότητα είναι ότι με όργανο τις πολιτικές ελίτ η ολιγαρχία του χρήματος
το έχει παραξηλώσει. Για την ακρίβεια, με κυνισμό αποδομεί τα αμορτισέρ που
μεταπολεμικά όχι μόνο διατήρησαν την κοινωνική ειρήνη, αλλά και τροφοδότησαν
μία πρωτοφανή οικονομική ανάπτυξη.
Αν και η οικονομική πολιτική του απερχόμενου προέδρου
μετρίασε την κρίση στις ΗΠΑ, ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού δυσκολεύεται και
εκεί να επιβιώσει αξιοπρεπώς. Δεν πρόκειται μόνο για τις μειονότητες και τους
παραδοσιακά περιθωριοποιημένους. Η παγκοσμιοποίηση πετάει έξω από το “τρένο”
μικρομεσαίους λευκούς νοικοκυραίους και ειδικά την παραδοσιακή λευκή εργατική
τάξη που έχει πληγεί καίρια από την αποβιομηχάνιση.
Η εκλογή Τραμπ είναι το προϊόν αυτής ακριβώς της κατάστασης.
Μία ματιά στον εκλογικό χάρτη των ΗΠΑ δείχνει ότι η Χίλαρι ψηφίσθηκε κατά
κανόνα από την ανώτερη τάξη και τα μεσαία στρώματα που έχουν ενσωματωθεί στο
πλαίσιο του οικονομικού φιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης. Επίσης, από
τις μειονότητες (μαύροι, ισπανόφωνοι, μουσουλμάνοι κ.α.) που φοβήθηκαν από την
αντιμεταναστευτική ρητορική του υποψηφίου των Ρεπουμπλικάνων. Και οι δύο αυτές
κατηγορίες ζουν περισσότερο στην ανατολική και στη δυτική ακτή, οι οποίες και
βάφτηκαν γαλάζιες (Δημοκρατικοί). Αντιθέτως, οι ενδιάμεσες Πολιτείες βάφτηκαν
κόκκινες (Ρεπουμπλικάνοι).
Όταν ο Τραμπ αναρωτιόταν γιατί το iphone να φτιάχνεται στην
Κίνα και όχι στις ΗΠΑ, άγγιζε ευαίσθητες χορδές δεκάδων εκατομμυρίων Αμερικανών
που άμεσα ή έμμεσα έχουν πληγεί από την αποβιομηχάνιση. Ήταν προεκλογικό
“πυρηνικό” όπλο η υπόσχεσή του ότι θα επιβάλλει δασμούς 35% στα εισαγόμενα για
να υποχρεώσει σε επαναπατρισμό τις αμερικανικές επιχειρήσεις, που έχουν
μεταφέρει τα εργοστάσιά τους σε χώρες χαμηλού εργατικού κόστους και ανύπαρκτων
εργασιακών δικαιωμάτων.
Προς την ίδια κατεύθυνση λειτούργησε και η ρητορική του για
λήψη δραστικών μέτρων εναντίον του μεταναστευτικού ρεύματος. Η μαζική είσοδος
μεταναστών παροξύνει το ένστικτο αυτοσυντήρησης κοινωνιών που ήδη νοιώθουν ότι
απειλούνται με φτωχοποίηση. Γι’ αυτά τα τμήματα του πληθυσμού, ο ανταγωνισμός
από τη φθηνή εργασία των μεταναστών βιώνεται σαν πρόσθετη απειλή. Γι’ αυτό και
ως αντίδραση στις ΗΠΑ επικρατεί ένα αίσθημα νοσταλγίας για τις παλιές καλές
ημέρες. Αντιστοίχως, στην Ευρώπη ενισχύεται η τάση παλινδρόμησης στο εθνικό
κράτος.
Οι επαγγελίες του Τραμπ συνιστούν όχι απλώς φρένο στην
παγκοσμιοποίηση, αλλά και ευθεία απειλή για την πανίσχυρη ολιγαρχία του
χρήματος. Δεν είναι τυχαίο ότι σύσσωμο σχεδόν το χρηματοπιστωτικό σύστημα, τα
μεγάλα Μίντια και όλα τα παρακλάδια του αμερικανικού και διεθνούς κατεστημένου
στήριξαν με πάθος τη Χίλαρι.
Ταυτοχρόνως, προσπάθησαν με κάθε τρόπο να γελοιοποιήσουν και
να αποδομήσουν ηθικά τον Ρεπουμπλικάνο υποψήφιο. Όπως δεν είναι τυχαίο ότι
ακόμα και η ηγεσία του ίδιου του κόμματός του όχι μόνο προσπάθησε να τον
σαμποτάρει στην κούρσα για το χρίσμα, αλλά και όταν το κέρδισε αρκετά μέλη της
έφθασαν στο σημείο να ταχθούν υπέρ της Κλίντον!
Αν και ο Τραμπ ξεκίνησε να διεκδικήσει την προεδρία μάλλον
χαζοχαρούμενα, στην πορεία εξέφρασε την απόγνωση και την οργή των μικρομεσαίων
λευκών νοικοκυραίων. Σ’ αυτό συνέβαλλαν αποφασιστικά με τις επιθέσεις τους οι
αντίπαλοί του. Είναι από τις ειρωνείες της ιστορίας ότι ένας δισεκατομμυριούχος
έφθασε να εκλεγεί πρόεδρος των ΗΠΑ, υποστηρίζοντας ότι η παγκοσμιοποίηση είναι
επιλογή των αρχουσών ελίτ και όχι φυσική εξέλιξη.
Αυτός ακριβώς, άλλωστε, είναι και ο κοινός παρονομαστής του
με τις θέσεις του Σάντερς. Μπορεί οι δύο τους να έχουν μεγάλες διαφορές (π.χ.
στα ζητήματα της φορολογίας, του συστήματος υγείας και της μετανάστευσης), αλλά
αμφότεροι αμφισβήτησαν το “ιερό” δόγμα της ολιγαρχίας του χρήματος.
Όσο οι άρχουσες ελίτ συνειδητοποιούν ότι χάνουν τον πολιτικό
έλεγχο μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας τόσο καταφεύγουν με αντιδημοκρατικές
πρακτικές. Σερβίρουν νέου τύπου “αριστοκρατικές” αντιλήψεις, με σκοπό να
αμφισβητήσουν την ικανότητα του λαού να αποφασίζει για κρίσιμα ζητήματα. Το
είδαμε στην περίπτωση του Brexit, το ξαναβλέπουμε στην εκλογή Τραμπ.
Στην πραγματικότητα, αμφισβητούν τον πυρήνα της αστικής
δημοκρατίας, η οποία, στις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης, τείνει να μετατραπεί
σε κέλυφος. Οτιδήποτε αμφισβητεί τη δέσμη των κυρίαρχων θέσεων χαρακτηρίζεται
λαϊκισμός, απαξιώνεται και εξοβελίζεται. Είναι ενδεικτικό ότι γνωστός Έλληνας
φιλελεύθερος καθηγητής έφθασε στο σημείο να χαρακτηρίσει τους ψηφοφόρους του
Τραμπ «ψεκασμένους».
Είναι τέτοια η περιφρόνηση που επιδεικνύουν οι άρχουσες ελίτ
προς το πόπολο και έχει γίνει τέτοια κατάχρηση στην πλύση εγκεφάλου, που έχει
φέρει το αντίθετο αποτέλεσμα. Όταν τα κατεστημένα Μίντια υποστηρίζουν με πάθος
κάτι, ένα μεγάλο μέρος της κοινωνίας αντανακλαστικά υιοθετεί την αντίθετη θέση.
Είναι αληθές ότι η προεκλογική μάχη Τραμπ-Κλίντον είχε
πολλές “βρώμικες” πτυχές. Από την άλλη πλευρά, όμως, ήταν, ίσως, η πρώτη φορά
που σε μία αμερικανική προεκλογική εκστρατεία μπήκαν στο τραπέζι τα πιο κρίσιμα
ζητήματα. Μέχρι τώρα, η γενικευμένη ενοχοποίηση του κράτους ήταν κοινός
παρονομαστής. Ο Τραμπ δεν ποντάρισε σ’ αυτό το χαρτί. Για την ακρίβεια, έβαλε
στην άκρη τα περισσότερα από τα στερεότυπα της προεκλογικής ρητορικής των
Ρεπουμπλικάνων, όπως η θρησκεία, η οπλοκατοχή κλπ.
Όπως προαναφέραμε εστίασε στο χαρτί της αντιπαγκοσμιοποίησης
και της ανάσχεσης του μεταναστευτικού ρεύματος, συνδέοντας και τα δύο με τη
διάχυτη οικονομικοκοινωνική ανασφάλεια της “βαθιάς Αμερικής”. Στην
πραγματικότητα, ο Τραμπ υπερέβη την παραδοσιακή διαχωριστική γραμμή
Δημοκρατικοί-Ρεπουμπλικάνοι. Ανέδειξε έναν άλλο διαχωρισμό που αναδύεται από τα
σπλάχνα της αμερικανικής κοινωνίας και παραπέμπει σε μία νέα κοινωνικοταξική
πραγματικότητα.
Συνεπής με τη στρατηγική του, δεν προσπάθησε να επεκταθεί,
αλιεύοντας ψήφους από προνομιακά ακροατήρια των Δημοκρατικών, όπως είναι οι
μειονότητες. Αντιθέτως, απευθύνθηκε με σχεδόν απόλυτο τρόπο στη λευκή “βαθιά
Αμερική”. Απευθύνθηκε στους Αμερικανούς που η παγκοσμιοποίηση πετάει έξω από το
τρένο και τους οποίους η Κλίντον αποκάλεσε ωμά «θλιβερούς ανθρώπους». Σ’ αυτούς
που οι Δημοκρατικοί δεν προσφέρουν καμία προοπτική, επειδή τους αντιμετωπίζουν
σαν τα αναπόφευκτα θύματα της “προόδου”.
Μόνο ο χρόνος θα δείξει εάν ως πρόεδρος ο Τραμπ θα
παραμείνει έστω και μερικώς πιστός στην προεκλογική ατζέντα του. Δύσκολο,
επειδή έχει απέναντί του σύσσωμες τις άρχουσες ελίτ των ΗΠΑ και της διεθνούς
ολιγαρχίας του χρήματος. Είναι ενδεικτικός ο απαξιωτικός τρόπος που τον
αντιμετώπισε προεκλογικά το ευρωιερατείο και τα κατεστημένα ευρωπαϊκά Μίντια.
Από την άλλη πλευρά, είναι εξίσου δύσκολο να μετατραπεί
ολοσχερώς στο αντίθετό του. Το πιθανότερο είναι ότι θα αναζητήσει ένα βιώσιμο
συμβιβασμό. Μένει, ωστόσο, να αποδειχθεί εάν κι αυτό ακόμα θα καταστεί δυνατό.
Όπως, όμως, και εάν εξελιχθούν τα πράγματα, το σημαντικό είναι ότι το λαϊκό
κύμα που τον έστειλε στην προεδρία δεν πρόκειται να εκτονωθεί όσο παραμένουν σε
ισχύ και ενισχύονται οι αιτίες που το τροφοδοτούν.
Η εκλογή Τραμπ αναπόφευκτα θα φουσκώσει τα πανιά και των
πολιτικών δυνάμεων στην Ευρώπη που έχουν στραφεί εναντίον της παγκοσμιοποίησης
και της μαζικής μετανάστευσης. Ο ενθουσιώδης τρόπος, με τον οποίο υποδέχθηκαν
το αποτέλεσμα των αμερικανικών εκλογών είναι ενδεικτικός προθέσεων πολιτικής
αξιοποίησης, αλλά και αντανακλά τη διάχυτη εντύπωση πως έχουν τον καιρό μαζί
τους.
Το ερώτημα για το πώς ο Τραμπ θα πολιτευθεί ως πρόεδρος δεν
αφορά μόνο τα εσωτερικά ζητήματα. Αφορά και τον τομέα της εξωτερικής πολιτικής.
Ο Τραμπ έπαιξε ρητορικά με τον παραδοσιακό απομονωτισμό που έχει ακόμα απήχηση
στη λαϊκή βάση ειδικά των Ρεπουμπλικάνων.
Στην πραγματικότητα, όμως, προωθεί ένα διαφορετικό δόγμα
εξωτερικής πολιτικής από το αντιρωσικό νεοψυχροπολεμικό πνεύμα που κυριαρχεί σ’
όλο σχεδόν το αμερικανικό κατεστημένο γι’ αυτά τα θέματα. Η Χίλαρι, μάλιστα,
ήταν η σκληροπυρηνική εκπρόσωπος αυτού του πνεύματος, σε σημείο που να μην
είναι αδικαιολόγητη η εκτίμηση πως εάν είχε εκλεγεί θα επανερχόταν σε πρώτο
πλάνο ακόμα και το ενδεχόμενο θερμής σύγκρουσης με τη Μόσχα.
Ως υποψήφιος, ο Τραμπ πήγε ανάποδα στο ρεύμα. Τάχθηκε υπέρ
της εξομάλυνσης των σχέσεων και της συνεργασίας με τη Ρωσία, αναγνωρίζοντας ότι
έχει και αυτή θεμιτά συμφέροντα. Όπως προκύπτει από την αρνητική θέση του για
την παγκοσμιοποίηση, το κύριο μέτωπό του θα είναι εμπορικού και όχι
γεωπολιτικού χαρακτήρα. Θα αφορά πρωτίστως την Κίνα, αλλά δεν αποκλείεται να
επηρεάσει και τις αμερικανογερμανικές σχέσεις.
Η νίκη του Τραμπ, πάντως, εκ των πραγμάτων υποβαθμίζει την
πολιτική σημασία της επικείμενης επίσκεψής του Ομπάμα. Έχοντας σηκώσει μεγάλο
μέρος της προεκλογικής εκστρατείας της Χίλαρι, εάν είχε εκλεγεί η υποψήφια των
Δημοκρατικών ο απερχόμενος πρόεδρος θα παρέμενε παίκτης με μεγάλη επιρροή και
στη νέα κυβέρνηση.
Αν και μένει να δούμε τα πρώτα δείγματα γραφής του νέου
προέδρου, από μόνη η εκλογή του διασαλεύει την επικρατούσα τάξη πραγμάτων και
στην ΕΕ. Αυτό, σε συνδυασμό με το Brexit και άλλες ανεπιθύμητες για το
ευρωιερατείο εξελίξεις, ενδέχεται να προκαλέσει κάποιες ρωγμές στη γερμανική
Ευρώπη. Με αυτή την έννοια, ενδεχομένως να δημιουργεί κάποια ελπίδα στην
Ελλάδα. Μόνο ο χρόνος θα δείξει.
από το «https://piotita.gr»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου