Η Pomsel (Πόμσελ) γραμματέας του Goebells (Γκέμπελς) μίλησε στην
Guardian για τη ζωή της στο γραφείο, με αφορμή την αφήγηση της στο
ντοκιμαντέρ ''A German Life''. Όπως αποκαλύπτει η Πόμσελ σπάνια έβλεπαν
τον Γκέμπελς στο γραφείο του. Η ηλικιωμένη πλέον Πόμσελ στα 105 της
χρόνια θυμάται τον Γκέμπελς ως μια συμπαθητική πατρική φιγούρα. Όπως
είπε:
«Δεν τον βλέπαμε πολύ μέχρι να φύγει απ’ το γραφείο, όταν και ερχόταν να μας μιλήσει, να ακούσει τις ερωτήσεις μας και να μάθει ποιοι τον είχαν καλέσει. Μερικές φορές έρχονταν τα παιδιά του για επίσκεψη και ήταν πολύ ενθουσιασμένα που έβλεπαν τον πατερούλη τους στη δουλειά. Ήταν πολύ ευγενικά και καθώς πρέπει και μας χαιρετούσαν με χειραψία.»
Έχοντας χάσει από πέρσι την όρασή της λέει πως αισθάνεται ανακουφισμένη που οι μέρες της είναι μετρημένες. «Στο λίγο που μου έμεινε κι - ελπίζω να είναι μέρες ή μήνες και όχι χρόνια- απλά εύχομαι να μη ξαναγίνουν όσα έγιναν τότε, αν και υπάρχουν και σήμερα φρικιαστικά συμβάντα… Ευτυχώς που δεν έχω παιδιά, και δε χρειάζεται να ανησυχώ επιπρόσθετα για όσα γίνονται.» Γιατί σπάει τη σιωπή της, μιλώντας στην Guardian;
«Πάντως όχι για να καθαρίσω τη συνείδησή μου» τονίζει. Αν και παραδέχεται πως ήταν στην καρδιά της μηχανής προπαγάνδας των Ναζί - ήταν υπεύθυνη να μαγειρεύει (προς τα κάτω) τους αριθμούς των νεκρών Γερμανών στρατιωτών αλλά και να παραφουσκώνει τον αριθμό των Γερμανίδων που είχαν βιαστεί απ’ τον Κόκκινο Στρατό- περιγράφει την όλη εμπειρία ως «μια απλή δουλειά». Το ντοκιμαντέρ “A German Life” που περιέχει την αφήγησή της παίχθηκε πρόσφατα στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ του Μονάχου. Αυτός είναι και ο λόγος που δέχεται να «απαντήσει ευγενικά» τις ερωτήσεις του δημοσιογράφου της Quardian. Όπως διηγείται «Μου είναι σημαντικό, βλέποντας το φιλμ, να αναγνωρίσω το είδωλό μου στον καθρέφτη, ώστε να καταλάβω τι έκανα λάθος», λέει. «Αλλά αλήθεια, δεν έκανα τίποτα παραπάνω απ’ το να δακτυλογραφώ σε μια γραφομηχανή που ήταν στο γραφείο του Γκέμπελς». Εξηγεί πως φέρθηκε απλώς όπως φέρθηκαν και όλοι οι υπόλοιποι Γερμανοί.
Τονίζει μάλιστα ότι όσοι σήμερα λένε ότι θα όρθωναν το ανάστημά τους και θα αντιστεκόντουσαν στους Ναζί, μπορεί να το πιστεύουν ειλικρινά, όμως είναι σίγουρη πως αν βρίσκονταν εκεί δεν θα έκαναν και πολλά. Περιγράφει ότι μετά την άνοδο του Ναζιστικού Κόμματος «όλη η χώρα έμοιαζε να έχει μαγευτεί από ένα ξόρκι». «Παραδέχομαι πως τότε ήμουν μάλλον απολιτίκ, αλλά να ξέρετε πως αν είχα τον ιδεαλισμό της νιότης και τους πήγαινα κόντρα, δεν αποκλείεται να κατέληγα με σπασμένο το λαιμό μου…».
Θυμάται όταν της έδωσαν το φάκελο της ακτιβίστριας Sophie Scholl, που εκτελέστηκε για εσχάτη προδοσία το 1943 επειδή μοίραζε αντιπολεμικά φυλλάδια στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου: «Μου είπε ένας απ’ τους ειδικούς συμβούλους του Γκέμπελς να βάλω το φάκελο στο χρηματοκιβώτιο και να μην του ρίξω ούτε μία ματιά. Ήμουν πολύ ικανοποιημένη που με εμπιστευόταν κι έτσι δεν τον κοίταξα – η επιθυμία μου να τιμήσω την εμπιστοσύνη του ήταν δυνατότερη απ’ την περιέργειά μου να διαβάσω το φάκελο». Η Πόμσελ λέει πως μεγάλωσε με σιδερένια, πρωσική πειθαρχία.
Επίσης εξομολογήθηκε ότι ο πατέρας της, όταν επέστρεψε απ’ τις μάχες του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, τους απαγόρευσε να έχουν δοχεία νυχτός στα δωμάτια. Η ίδια ήταν 7 ετών τότε: «Αν θέλαμε να πάμε στην τουαλέτα το βράδυ θα έπρεπε να βγούμε έξω και με γενναιότητα να αγνοήσουμε τις κακές μάγισσες και τα σατανικά δαιμόνια, ή ό,τι άλλο φοβόμασταν, ώστε να πάμε να κάνουμε την ανάγκη μας.»
Τα αδέρφια της και αυτοί έπρεπε να υποστούν και ξυλοφόρτωμα απ’ τον πατέρα τους όταν τον παράκουγαν: «Αυτό καθόρισε όλη τη ζωή μου, κι αυτή η πρωσική αίσθηση καθήκοντος με ακολούθησε μέχρι σήμερα». Ήταν 31 ετών και δούλευε ως καλοπληρωμένη γραμματέας του κρατικού ραδιοφώνου -μια θέση που μπόρεσε να πάρει μόνο όταν έγινε μέλος του ναζιστικού κόμματος πληρώνοντας συνδρομή- όταν κάποιος την πρότεινε για μετάθεση στο Υπουργείο Προπαγάνδας το 1942. «Κολακεύτηκα, γιατί ήταν μια επιβράβευση που ήμουν η πιο γρήγορη δακτυλογράφος του ραδιοφωνικού σταθμού». Η αμοιβή της μαζί με τα αφορολόγητα επιδόματα άγγιζε τα 275 μάρκα – μια μικρή περιουσία σε σύγκριση με τους μισθούς των φίλων της.
Μιλά για το πώς η ζωή της σπιρτόζας, κοκκινομάλλας Εβραίας φίλης της Eva Löwenthal έγινε πολύ πιο δύσκολη όταν ανέβηκε στην εξουσία ο Χίτλερ. Η Pomsel επίσης σοκαρίστηκε όταν συνελήφθη ένας τρομερά δημοφιλής εκφωνητής του ραδιοφωνικού σταθμού, που στάλθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης ως τιμωρία επειδή ήταν γκέι. Ζούσε μέσα «σε μια γυάλα», χωρίς να ξέρει και πολλά για όσα έκαναν οι Ναζί στους αντιπάλους τους: «Το ξέρω πως κανείς δε μας πιστεύει σήμερα. Όλοι νομίζουν πως ξέραμε τα πάντα. Δεν ξέραμε τίποτα – ήταν ένα επτασφράγιστο μυστικό». Παραδέχεται άραγε πως ήταν αφέλεια να πιστεύει πως όλοι οι Εβραίοι που είχαν εξαφανιστεί, όπως και η φίλη της η Eva, είχαν απλώς σταλεί σε εγκαταλελειμμένα χωριά που έπρεπε να επικοιστούν; «Μα το πιστεύαμε όλοι, μας έμοιαζε τελείως πειστικό» λέει.
Όταν το διαμέρισμα που μοιραζόταν με τους γονείς της καταστράφηκε σε βομβιστική επιδρομή, η γυναίκα του Γκέμπελς η Μάγκντα, την βοήθησε και της χάρισε κι ένα μεταξένιο κοστούμι από σπάνιο μαλλί. «Ποτέ δεν είχα κάτι τόσο σικ όσο αυτό, ούτε πριν, ούτε έκτοτε», λέει. «Ήταν και οι δύο πολύ καλοί μαζί μου.» “O Γκέμπελς είχε πολύ περιποιημένα χέρια – πιθανότατα έκανε μανικιούρ κάθε μέρα…”, λέει γελώντας με τη σκέψη.
«Βασικά δεν υπήρχε τίποτα να του προσάψεις». Τον λυπόταν μάλιστα επειδή κούτσαινε λίγο, «πράγμα που το αντιστάθμιζε με το να είναι λίγο υπερόπτης». Λίγες ήταν οι φορές που είδε την άλλη πλευρά του Γκέμπελς, του ανθρώπου που έκανε το ψέμα τέχνη για να πετύχει τους δολοφονικούς σκοπούς των Ναζί. Λέει πως ένιωσε τρομοκρατημένη όταν τον είδε, λες κι έβλεπε άλλο άνθρωπο, στη σκηνή του Sportpalast του Βερολίνου να δίνει την διαβόητη πολεμική ομιλία του τον Φεβρουάριο του 1943. Η ίδια και μια συνέδελφός της κάθονταν σε καλές θέσεις, πίσω ακριβώς απ’ την Μάγκντα Γκέμπελς: «Ούτε ο καλύτερος ηθοποιός δεν θα μπορούσε να μεταμορφωθεί έτσι, από πολιτισμένος και συμπαθής άνθρωπος σε εξωφρενικό, καβγατζή νταή… Στο γραφείο είχε μια ευγένεια και κομψότητα, και το να τον βλέπω εκεί -σαν νάνο που ωρύεται!- ήταν σοκαριστικό». Ήταν την επομένη των γενεθλίων του Χίτλερ το 1945, όταν η ζωή της όπως την ήξερε άλλαξε για πάντα. Ο Γκέμπελς και οι βοηθοί του διατάχθηκαν να συναντήσουν τον Χίτλερ στο καταφύγιό του, το λεγόμενο Führerbunker. Ήταν οι τελευταίες μέρες του πολέμου. «Ένιωσα λες και κάτι μέσα μου πέθαινε» λέει η Pomsel.
Εκείνες τις μέρες το αλκόολ ήταν απαραίτητο όπως λέει για να διατηρήσουν την ψυχραιμία τους. Προσπαθεί να θυμηθεί τη σωστή σειρά των γεγονότων: Πρώτα ήρθε ο βοηθός του Γκέμπελς, ο Günther Schwägermann στις 30 Απριλίου και τους ανακοίνωσε πως ο Χίτλερ είχε αυτοκτονήσει. Μια μέρα έγινε το ίδιο, μόνο που τώρα είχε αυτοκτονήσει ο Γκέμπελς… «Τον ρωτήσαμε: “Η σύζυγός του είναι καλά; Τα παιδιά;” Μας απάντησε “Ναι”. Τα είχαμε εντελώς χαμένα.» «Ήταν και οι δύο πολύ καλοί μαζί μου.» Η Μάγκντα και ο Γιόσεφ Γκέμπελς, μαζί με τον Χίτλερ. Αυτή και οι συνάδελφοί της γραμματείς ξεκίνησαν τότε να κόβουν τα πανιά των λευκών σάκων με τρόφιμα που είχαν, και έφτιαξαν μια μεγάλη λευκή σημαία για να παραδοθούν στους Ρώσους. Όταν συζήτησαν την τακτική που θα ακολουθούσαν όταν θα τις συνελάμβαναν, η Pomsel ξεκαθάρισε στις συναδέλφους της πως θα έλεγε την αλήθεια: «Δούλεψα ως στενογράφος στο Υπουργείο Προπαγάνδας του Γιόζεφ Γκέμπελς.» Καταδικάστηκε σε φυλάκιση πέντε ετών και βρέθηκε σε διάφορα ρωσικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, μέσα στο (και γύρω απ’ το) Βερολίνο.
«Δεν ήταν ρόδινα τα πράγματα» λέει μιλώντας για εκείνα τα χρόνια και δεν θέλει να προσθέσει ούτε λέξη παραπάνω. Επιμένει πως μόνο όταν επέστρεψε σπίτι της έμαθε για το Ολοκαύτωμα, (που αποκαλεί «το ζήτημα των Εβραίων»). Σύντομα ξανάρχισε τη ζωή της, κάνοντας περίπου αυτό που έκανε και πριν: Βρήκε δουλειά ως γραμματέας στο κρατικό ραδιόφωνο, και σταδιακά η καριέρα της πήρε ανοδική πορεία. Βρέθηκε μάλιστα να είναι η ιδιαιτέρα γραμματέας του Διευθυντή Προγράμματος και έζησε μια προνομιακή ζωή με μεγάλο μισθό, μέχρι το 1971, όταν συνταξιοδοτήθηκε στα 60 της έτη… Η Pomsel λέει πως μεγάλωσε με σιδερένια, πρωσική πειθαρχία που την ακολούθησε σε όλη της τη ζωή Όμως θα περνούσαν έξι ολόκληρες δεκαετίες απ’ το τέλος του πολέμου, πριν τολμήσει να ψάξει τι είχε απογίνει στην Εβραία φίλη της Eva.
Όταν το Μνημείο του Ολοκαυτώματος εγκαινιάστηκε το 2005, η Pomsel ταξίδεψε, απ’ το σπίτι της στο Μόναχο, για να το δει από κοντά. «Πήγα στο κέντρο πληροφοριών και τους είπα ότι είχα μια αγνοούμενη φίλη. Τους ζήτησα να ψάξουν για μία Eva Löwenthal.» Ο υπάλληλος έψαξε τα αρχεία, και σύντομα ανακάλυψε το όνομα της φίλης της. Είχε σταλεί στο Άουσβιτς τον Νοέμβριο του 1943 και ανακηρύχθηκε νεκρή το 1945. «Η λίστα των ονομάτων στο μηχάνημα όπου βρήκαμε την Eva, ήταν ατελείωτη. Έβλεπες τα ονόματα στην οθόνη, και κατέβαινες και κατέβαινες, χωρίς σταματημό…» λέει, και γέρνει πίσω το κεφάλι της, και με τα ακροδάχτυλα του χεριού της αγγίζει, αμήχανη, το κολιέ της…
www.onalert.gr
Με πληροφορίες από τη Guardian
«Δεν τον βλέπαμε πολύ μέχρι να φύγει απ’ το γραφείο, όταν και ερχόταν να μας μιλήσει, να ακούσει τις ερωτήσεις μας και να μάθει ποιοι τον είχαν καλέσει. Μερικές φορές έρχονταν τα παιδιά του για επίσκεψη και ήταν πολύ ενθουσιασμένα που έβλεπαν τον πατερούλη τους στη δουλειά. Ήταν πολύ ευγενικά και καθώς πρέπει και μας χαιρετούσαν με χειραψία.»
Έχοντας χάσει από πέρσι την όρασή της λέει πως αισθάνεται ανακουφισμένη που οι μέρες της είναι μετρημένες. «Στο λίγο που μου έμεινε κι - ελπίζω να είναι μέρες ή μήνες και όχι χρόνια- απλά εύχομαι να μη ξαναγίνουν όσα έγιναν τότε, αν και υπάρχουν και σήμερα φρικιαστικά συμβάντα… Ευτυχώς που δεν έχω παιδιά, και δε χρειάζεται να ανησυχώ επιπρόσθετα για όσα γίνονται.» Γιατί σπάει τη σιωπή της, μιλώντας στην Guardian;
«Πάντως όχι για να καθαρίσω τη συνείδησή μου» τονίζει. Αν και παραδέχεται πως ήταν στην καρδιά της μηχανής προπαγάνδας των Ναζί - ήταν υπεύθυνη να μαγειρεύει (προς τα κάτω) τους αριθμούς των νεκρών Γερμανών στρατιωτών αλλά και να παραφουσκώνει τον αριθμό των Γερμανίδων που είχαν βιαστεί απ’ τον Κόκκινο Στρατό- περιγράφει την όλη εμπειρία ως «μια απλή δουλειά». Το ντοκιμαντέρ “A German Life” που περιέχει την αφήγησή της παίχθηκε πρόσφατα στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ του Μονάχου. Αυτός είναι και ο λόγος που δέχεται να «απαντήσει ευγενικά» τις ερωτήσεις του δημοσιογράφου της Quardian. Όπως διηγείται «Μου είναι σημαντικό, βλέποντας το φιλμ, να αναγνωρίσω το είδωλό μου στον καθρέφτη, ώστε να καταλάβω τι έκανα λάθος», λέει. «Αλλά αλήθεια, δεν έκανα τίποτα παραπάνω απ’ το να δακτυλογραφώ σε μια γραφομηχανή που ήταν στο γραφείο του Γκέμπελς». Εξηγεί πως φέρθηκε απλώς όπως φέρθηκαν και όλοι οι υπόλοιποι Γερμανοί.
Τονίζει μάλιστα ότι όσοι σήμερα λένε ότι θα όρθωναν το ανάστημά τους και θα αντιστεκόντουσαν στους Ναζί, μπορεί να το πιστεύουν ειλικρινά, όμως είναι σίγουρη πως αν βρίσκονταν εκεί δεν θα έκαναν και πολλά. Περιγράφει ότι μετά την άνοδο του Ναζιστικού Κόμματος «όλη η χώρα έμοιαζε να έχει μαγευτεί από ένα ξόρκι». «Παραδέχομαι πως τότε ήμουν μάλλον απολιτίκ, αλλά να ξέρετε πως αν είχα τον ιδεαλισμό της νιότης και τους πήγαινα κόντρα, δεν αποκλείεται να κατέληγα με σπασμένο το λαιμό μου…».
Θυμάται όταν της έδωσαν το φάκελο της ακτιβίστριας Sophie Scholl, που εκτελέστηκε για εσχάτη προδοσία το 1943 επειδή μοίραζε αντιπολεμικά φυλλάδια στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου: «Μου είπε ένας απ’ τους ειδικούς συμβούλους του Γκέμπελς να βάλω το φάκελο στο χρηματοκιβώτιο και να μην του ρίξω ούτε μία ματιά. Ήμουν πολύ ικανοποιημένη που με εμπιστευόταν κι έτσι δεν τον κοίταξα – η επιθυμία μου να τιμήσω την εμπιστοσύνη του ήταν δυνατότερη απ’ την περιέργειά μου να διαβάσω το φάκελο». Η Πόμσελ λέει πως μεγάλωσε με σιδερένια, πρωσική πειθαρχία.
Επίσης εξομολογήθηκε ότι ο πατέρας της, όταν επέστρεψε απ’ τις μάχες του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, τους απαγόρευσε να έχουν δοχεία νυχτός στα δωμάτια. Η ίδια ήταν 7 ετών τότε: «Αν θέλαμε να πάμε στην τουαλέτα το βράδυ θα έπρεπε να βγούμε έξω και με γενναιότητα να αγνοήσουμε τις κακές μάγισσες και τα σατανικά δαιμόνια, ή ό,τι άλλο φοβόμασταν, ώστε να πάμε να κάνουμε την ανάγκη μας.»
Τα αδέρφια της και αυτοί έπρεπε να υποστούν και ξυλοφόρτωμα απ’ τον πατέρα τους όταν τον παράκουγαν: «Αυτό καθόρισε όλη τη ζωή μου, κι αυτή η πρωσική αίσθηση καθήκοντος με ακολούθησε μέχρι σήμερα». Ήταν 31 ετών και δούλευε ως καλοπληρωμένη γραμματέας του κρατικού ραδιοφώνου -μια θέση που μπόρεσε να πάρει μόνο όταν έγινε μέλος του ναζιστικού κόμματος πληρώνοντας συνδρομή- όταν κάποιος την πρότεινε για μετάθεση στο Υπουργείο Προπαγάνδας το 1942. «Κολακεύτηκα, γιατί ήταν μια επιβράβευση που ήμουν η πιο γρήγορη δακτυλογράφος του ραδιοφωνικού σταθμού». Η αμοιβή της μαζί με τα αφορολόγητα επιδόματα άγγιζε τα 275 μάρκα – μια μικρή περιουσία σε σύγκριση με τους μισθούς των φίλων της.
Μιλά για το πώς η ζωή της σπιρτόζας, κοκκινομάλλας Εβραίας φίλης της Eva Löwenthal έγινε πολύ πιο δύσκολη όταν ανέβηκε στην εξουσία ο Χίτλερ. Η Pomsel επίσης σοκαρίστηκε όταν συνελήφθη ένας τρομερά δημοφιλής εκφωνητής του ραδιοφωνικού σταθμού, που στάλθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης ως τιμωρία επειδή ήταν γκέι. Ζούσε μέσα «σε μια γυάλα», χωρίς να ξέρει και πολλά για όσα έκαναν οι Ναζί στους αντιπάλους τους: «Το ξέρω πως κανείς δε μας πιστεύει σήμερα. Όλοι νομίζουν πως ξέραμε τα πάντα. Δεν ξέραμε τίποτα – ήταν ένα επτασφράγιστο μυστικό». Παραδέχεται άραγε πως ήταν αφέλεια να πιστεύει πως όλοι οι Εβραίοι που είχαν εξαφανιστεί, όπως και η φίλη της η Eva, είχαν απλώς σταλεί σε εγκαταλελειμμένα χωριά που έπρεπε να επικοιστούν; «Μα το πιστεύαμε όλοι, μας έμοιαζε τελείως πειστικό» λέει.
Όταν το διαμέρισμα που μοιραζόταν με τους γονείς της καταστράφηκε σε βομβιστική επιδρομή, η γυναίκα του Γκέμπελς η Μάγκντα, την βοήθησε και της χάρισε κι ένα μεταξένιο κοστούμι από σπάνιο μαλλί. «Ποτέ δεν είχα κάτι τόσο σικ όσο αυτό, ούτε πριν, ούτε έκτοτε», λέει. «Ήταν και οι δύο πολύ καλοί μαζί μου.» “O Γκέμπελς είχε πολύ περιποιημένα χέρια – πιθανότατα έκανε μανικιούρ κάθε μέρα…”, λέει γελώντας με τη σκέψη.
«Βασικά δεν υπήρχε τίποτα να του προσάψεις». Τον λυπόταν μάλιστα επειδή κούτσαινε λίγο, «πράγμα που το αντιστάθμιζε με το να είναι λίγο υπερόπτης». Λίγες ήταν οι φορές που είδε την άλλη πλευρά του Γκέμπελς, του ανθρώπου που έκανε το ψέμα τέχνη για να πετύχει τους δολοφονικούς σκοπούς των Ναζί. Λέει πως ένιωσε τρομοκρατημένη όταν τον είδε, λες κι έβλεπε άλλο άνθρωπο, στη σκηνή του Sportpalast του Βερολίνου να δίνει την διαβόητη πολεμική ομιλία του τον Φεβρουάριο του 1943. Η ίδια και μια συνέδελφός της κάθονταν σε καλές θέσεις, πίσω ακριβώς απ’ την Μάγκντα Γκέμπελς: «Ούτε ο καλύτερος ηθοποιός δεν θα μπορούσε να μεταμορφωθεί έτσι, από πολιτισμένος και συμπαθής άνθρωπος σε εξωφρενικό, καβγατζή νταή… Στο γραφείο είχε μια ευγένεια και κομψότητα, και το να τον βλέπω εκεί -σαν νάνο που ωρύεται!- ήταν σοκαριστικό». Ήταν την επομένη των γενεθλίων του Χίτλερ το 1945, όταν η ζωή της όπως την ήξερε άλλαξε για πάντα. Ο Γκέμπελς και οι βοηθοί του διατάχθηκαν να συναντήσουν τον Χίτλερ στο καταφύγιό του, το λεγόμενο Führerbunker. Ήταν οι τελευταίες μέρες του πολέμου. «Ένιωσα λες και κάτι μέσα μου πέθαινε» λέει η Pomsel.
Εκείνες τις μέρες το αλκόολ ήταν απαραίτητο όπως λέει για να διατηρήσουν την ψυχραιμία τους. Προσπαθεί να θυμηθεί τη σωστή σειρά των γεγονότων: Πρώτα ήρθε ο βοηθός του Γκέμπελς, ο Günther Schwägermann στις 30 Απριλίου και τους ανακοίνωσε πως ο Χίτλερ είχε αυτοκτονήσει. Μια μέρα έγινε το ίδιο, μόνο που τώρα είχε αυτοκτονήσει ο Γκέμπελς… «Τον ρωτήσαμε: “Η σύζυγός του είναι καλά; Τα παιδιά;” Μας απάντησε “Ναι”. Τα είχαμε εντελώς χαμένα.» «Ήταν και οι δύο πολύ καλοί μαζί μου.» Η Μάγκντα και ο Γιόσεφ Γκέμπελς, μαζί με τον Χίτλερ. Αυτή και οι συνάδελφοί της γραμματείς ξεκίνησαν τότε να κόβουν τα πανιά των λευκών σάκων με τρόφιμα που είχαν, και έφτιαξαν μια μεγάλη λευκή σημαία για να παραδοθούν στους Ρώσους. Όταν συζήτησαν την τακτική που θα ακολουθούσαν όταν θα τις συνελάμβαναν, η Pomsel ξεκαθάρισε στις συναδέλφους της πως θα έλεγε την αλήθεια: «Δούλεψα ως στενογράφος στο Υπουργείο Προπαγάνδας του Γιόζεφ Γκέμπελς.» Καταδικάστηκε σε φυλάκιση πέντε ετών και βρέθηκε σε διάφορα ρωσικά στρατόπεδα συγκέντρωσης, μέσα στο (και γύρω απ’ το) Βερολίνο.
«Δεν ήταν ρόδινα τα πράγματα» λέει μιλώντας για εκείνα τα χρόνια και δεν θέλει να προσθέσει ούτε λέξη παραπάνω. Επιμένει πως μόνο όταν επέστρεψε σπίτι της έμαθε για το Ολοκαύτωμα, (που αποκαλεί «το ζήτημα των Εβραίων»). Σύντομα ξανάρχισε τη ζωή της, κάνοντας περίπου αυτό που έκανε και πριν: Βρήκε δουλειά ως γραμματέας στο κρατικό ραδιόφωνο, και σταδιακά η καριέρα της πήρε ανοδική πορεία. Βρέθηκε μάλιστα να είναι η ιδιαιτέρα γραμματέας του Διευθυντή Προγράμματος και έζησε μια προνομιακή ζωή με μεγάλο μισθό, μέχρι το 1971, όταν συνταξιοδοτήθηκε στα 60 της έτη… Η Pomsel λέει πως μεγάλωσε με σιδερένια, πρωσική πειθαρχία που την ακολούθησε σε όλη της τη ζωή Όμως θα περνούσαν έξι ολόκληρες δεκαετίες απ’ το τέλος του πολέμου, πριν τολμήσει να ψάξει τι είχε απογίνει στην Εβραία φίλη της Eva.
Όταν το Μνημείο του Ολοκαυτώματος εγκαινιάστηκε το 2005, η Pomsel ταξίδεψε, απ’ το σπίτι της στο Μόναχο, για να το δει από κοντά. «Πήγα στο κέντρο πληροφοριών και τους είπα ότι είχα μια αγνοούμενη φίλη. Τους ζήτησα να ψάξουν για μία Eva Löwenthal.» Ο υπάλληλος έψαξε τα αρχεία, και σύντομα ανακάλυψε το όνομα της φίλης της. Είχε σταλεί στο Άουσβιτς τον Νοέμβριο του 1943 και ανακηρύχθηκε νεκρή το 1945. «Η λίστα των ονομάτων στο μηχάνημα όπου βρήκαμε την Eva, ήταν ατελείωτη. Έβλεπες τα ονόματα στην οθόνη, και κατέβαινες και κατέβαινες, χωρίς σταματημό…» λέει, και γέρνει πίσω το κεφάλι της, και με τα ακροδάχτυλα του χεριού της αγγίζει, αμήχανη, το κολιέ της…
Με πληροφορίες από τη Guardian
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου